Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Μυροφορες των ἡμερων μας
«Ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε» (Μᾶρκ. 16,7)
Ἀκούγεται καὶ θ᾿ ἀκούγεται, ἀγαπητοί μου, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο καὶ πάντα μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα «Χριστὸς ἀνέστη».
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶνε ἕνα γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖται ἀπὸ μυριάδες φωνὲς καὶ ἔχει τὶς μεγαλύτερες ἀποδείξεις. Ἀνέστη ὁ Κύριος· τὸ φωνάζουν ἄνθρωποι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὸ φωνάζουν καὶ οἱ νεκροὶ ποὺ ἀναστήθηκαν ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ «ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27,53). Τὸ φωνάζει τώρα καὶ ἡ ἄνοιξις, τὰ ποταμάκια ποὺ τρέχουν, τὸ χορτάρι ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ ἔστρωσε τὴν ἐπιφάνειά της μὲ τάπητα, τὰ ἀρνάκια ποὺ παίζουν, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαϊδοῦν, ὅλα. Τὴν περίοδο αὐτή, ὅταν ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀκούγεται ἕνα δοξαστικὸ ποὺ λέει· «Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ (δηλαδὴ ἡ ἄνοιξι), δεῦτε εὐωχηθῶμεν· ἐξέλαμψεν ἡ ἀνάστασις Χριστοῦ, δεῦτε εὐφρανθῶμεν…».
* * *
Σᾶς κάνω τώρα ἕνα ἐρώτημα· Ποιά αὐτιὰ στὸν κόσμο ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀκούσουν πρῶτα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Τὸ ἄκουσαν αὐτοὶ ποὺ κάθονται στὰ παλάτια, οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ στρατηλάται; Τὸ ἄκουσαν οἱ σοφοὶ καὶ οἱ ἐπιστήμονες; Τὸ ἄκουσαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας; Τὸ ἄκουσαν οἱ ἀπόστολοι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» πρώτη φορὰ τὸ ἄκουσαν γυναῖκες, καὶ δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχῃ γι᾿ αὐτὲς πιὸ μεγάλη τιμή. Ὅπως τὰ Χριστούγεννα βοσκοὶ ἄκουσαν πρῶτοι ἀπ᾿ ὅλους ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ἔτσι τὸ Πάσχα γυναῖκες ἄκουσαν πρῶτες ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος.
Γιατί αὐτὴ ἡ προτίμησις; θὰ πῆτε. Ὁ Κύριος δὲν εἶνε ἄδικος καὶ μεροληπτικός. Ὅ,τι κάνει τὸ κάνει μὲ δικαιοσύνη. Ἂν οἱ γυναῖκες ἄκουσαν πρῶτες τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ ἄκουσαν γιατὶ τὸ ἄξιζαν. Αὐτές, οἱ μυροφόρες ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα (ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, ἡ Σαλώμη καὶ οἱ ἄλλες), εἶχαν τὴν κορυφαία ἀρετή, τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπη.
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, γιὰ νὰ φανοῦν τάχα πιὸ ἅγιοι, πρόσθεσαν κι ἄλλες ἐντολές –δὲν τοὺς ἔφταναν οἱ δέκα–, μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἔτσι τὶς 10 ἐντολὲς τὶς ἔκαναν – πόσες νομίζετε; 655! Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε, πόσο δέσανε τὶς ψυχὲς μὲ τέτοιες ἐντολές (ὅπως συμβαίνει πολλὲς φορὲς κ᾿ ἐμεῖς οἱ παπᾶδες, ὅταν δὲν γνωρίζουμε καλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ δένουμε τὶς ψυχὲς παρομοίως). Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦταν τόσο πολλὲς οἱ ἐντολές, γι᾿ αὐτὸ κάποτε ρώτησαν τὸ Χριστό· «Ποιά ἀπ᾿ ὅλες εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη;». Καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε· Ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ αἰώνια ἐντολή, στὴν ὁποία συνοψίζεται ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε ἡ ἀγάπη· ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὸν πλησίον. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου… ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22,36-39. Μᾶρκ. 12,29-31). Αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ αὐτὸ εἶχαν οἱ μυροφόρες στὴν καρδιά τους, τὴν ἀγάπη. Ὄχι ἀγάπη συναισθηματική, ἀτροφική, ἔκφυλη, ἀλλὰ ἀγάπη οὐρανομήκη, θεία.
Ἡ ἀγάπη τὶς ἔκανε ν᾿ ἀκολουθοῦν πιστὰ τὸ Χριστὸ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ ῥάχη σὲ ῥάχη. Ἦταν πιστὲς μαθήτριές του· δὲν ἤθελαν νὰ χάσουν οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ μαθήματα τοῦ γλυκυτάτου ῥαββί. Καὶ ἡ ἀγάπη τους ἦταν ἔμπρακτη· ἄνοιξαν τὰ βαλάντια καὶ τὶς περιουσίες τους (μερικὲς ἀπ᾿ αὐτὲς ἦταν πλούσιες) καὶ ἔδιναν γενναῖες εἰσφορές, γιὰ νὰ συντηρῆται ἡ ὁμάδα τῶν ἀποστόλων. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ τὶς ἔκανε νὰ εἶνε παροῦσες ἀκόμη καὶ στὶς δυσκολώτερες στιγμὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς μαθητάς. Ὁ Ἰούδας τὸν προδίδει, ὁ Πέτρος τὸν ἀρνεῖται, οἱ ἄλλοι φεύγουν καὶ τὸν ἐγκαταλείπουν· κοντά του μένουν οἱ γυναῖκες. Αὐτὲς κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀκούσουν τὰ τελευταῖα λόγια του. Αὐτὲς τέλος, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ Νικόδημο, τοῦ προσέφεραν τὶς τελευταῖες τιμὲς καὶ κήδευσαν τὸ σῶμα του. Καὶ μόνο αὐτό; Αὐτὲς τὴ νύχτα τοῦ Σαββάτου δὲν κοιμήθηκαν. Ἀψηφώντας τοὺς στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου προχωροῦν. Τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ δὲν ξεμύτιζε οὔτε ὁ Πέτρος, οἱ μυροφόρες γυναῖκες πέρασαν τὴν ἔρημη πόλι καὶ τὶς φρουρές, βγῆκαν ἔξω κ᾿ ἔφθασαν στὸ μνῆμα, γιὰ νὰ μυρώσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου. Κ᾿ ἔπειτα ῥωτᾷς, γιατί αὐτὲς πρῶτες ἀξιώθηκαν ν᾿ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»; Αὐτὸ ἦταν ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς των.
* * *
Αὐτῶν τῶν γυναικῶν ἑορτάζουμε σήμερα τὴν ἱερὰ μνήμη. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὲς τὸ μυαλὸ πηγαίνει καὶ σ᾿ ὅλες ἐκεῖνες ποὺ συνεχίζουν σήμερα τὸ ῥόλο τῶν μυροφόρων. Ναί, ἀδελφοί, ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀμφισβητήσῃ; Ἐὰν στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ λησμόνησαν τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή τους καὶ μὲ σκανδαλώδη λόγια καὶ προκλητικὰ ἔργα σπρώχνουν τοὺς ἄντρες στὴν κόλασι, ὑπάρχουν ὅμως ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος κ᾿ ἐκεῖνες ποὺ ἀπέχουν ἀπὸ κοσμικότητες (χορούς, πάρτυ, χαρτοπαίγνια…), καὶ κρατοῦν τὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ τὰ ὀνόματά τους νὰ μὴν ἀκούγωνται στὰ μέσα δημοσιότητος, εἶνε ὅμως γραμμένα στὶς καρδιές.
Θά ᾿πρεπε νά ᾿χω χρόνο νὰ ξετυλίξω μπροστά σας ὄχι κινηματογραφικὲς ταινίες Πομπηίας καὶ Βαβυλῶνος, μὲ πόρνες τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ γύναια τῆς ἐσχάτης παρακμῆς, ἀλλὰ δύο ἄλλες ταινίες· μία γιὰ τὶς μυροφόρες ἐκεῖνες τοῦ Χριστοῦ, καὶ μιὰ ἄλλη γιὰ τὶς σημερινὲς μυροφόρες τῆς πίστεως. Ποιές εἶνε αὐτές; 4 – 5 θ᾿ ἀναφέρω, καὶ τελειώνω.
⃝ Μία εἶνε ἡ φτωχὴ ἐκείνη κόρη, ποὺ μὲ τὴ βελόνα της κεντᾷ τὴ νύχτα γιὰ νὰ ζήσῃ τὸν ἀνάπηρο πατέρα της· νά μιὰ νέα μυροφόρος.
⃝ Μία σύζυγος στοργική, ποὺ κάνει ὑπομονὴ καὶ κατορθώνει μὲ τὴν ἀγάπη της νὰ μαλακώσῃ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνδρός, καὶ τέλος τὸ λύκο νὰ τὸν κάνῃ ἀρνί, νά μιὰ ἄλλη μυροφόρος.
⃝ Μία χήρα, ποὺ ἔμεινε μόνη μὲ 4 – 5 παιδιά, κ᾿ ἔζησε τιμία ζωή, κ᾿ ἔγινε καθαρίστρια καὶ ὑπέμεινε τὰ πάντα, νά μιὰ νέα μυροφόρος.
⃝ Πηγαίνετε καὶ στὰ νοσοκομεῖα· θὰ δῆτε ἐκεῖ κοπέλλες ἁγνές. Μποροῦσαν κι αὐτὲς νὰ κάνουν οἰκογένεια. Οἱ κοπέλλες αὐτές, μὲ τὴ λευκὴ στολή, σκύβουν σὰν ἄγγελοι πάνω ἀπὸ τὰ κρεβάτια τῶν πονεμένων, νέες ἀδελφές, νέες μυροφόρες, σκορποῦν μέσα στὸν κόσμο τοῦ πόνου τὰ μύρα τῆς ἀγάπης των.
⃝ Τί νὰ ποῦμε τώρα, ποιός ὕμνος, ποιό τραγούδι, ποιός ποιητής, ποιός ζωγράφος θὰ μπορέσῃ νὰ ζωγραφίσῃ τὴ μάνα, τὴ γλυκειὰ μάνα, ποὺ ἀπὸ μικρὰ μᾶς πῆρε καὶ μᾶς ἀνέστησε; Ἡ μνήμη της θὰ εἶνε αἰωνία.
Νά λοιπὸν ποὺ ὑπάρχουν καὶ σήμερα μυροφόρες. Γι᾿ αὐτὸ τελειώνοντας ἀφήνω τοὺς ἄντρες καὶ στρέφω τὸ λόγο πρὸς τὶς γυναῖκες·
Χριστιανὲς γυναῖκες, κρατῆστε τὴν πίστι, κλεῖστε μὲ βουλοκέρι τ᾿ αὐτιά σας στὴν ἀπιστία. Ἑλληνίδες, κρατῆστε ἀκοίμητη τὴν κανδήλα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μὴ ἀκολουθεῖτε τὸ συρμό, τὰ ξόανα τῆς μόδας· βαδίστε σταθερὲς καὶ ἀπτόητες. Τότε ἐσεῖς, μανάδες, ἀδελφές, δασκάλες, νοσοκόμες, ἐσεῖς θὰ εἶστε τὰ μύρα, τὰ ἄνθη, τὸ ἔαρ. Ἂς μὴ γράφουν οἱ ἐφημερίδες γιὰ σᾶς, ἂς μὴ στήνουν σὲ πλατεῖες τὸ ἄγαλμά σας· τὸ ὄνομά σας εἶνε γραμμένο στοὺς οὐρανούς. Ναί, ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶνε ἡ δόξα τῶν μυροφόρων.
Τὸ προφητικὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως λέει, ὅτι ἔρχεται ἢ ἦρθε κιόλας ὁ ἀντίχριστος, ὅτι ἔρχεται ὁ Ἁρμαγεδών (Ἀπ. 16,16). Τότε θὰ κοσκινιστῇ ἡ γῆ, θὰ διωχθοῦν οἱ Χριστιανοί, θὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές… Τότε, ὅταν θὰ πέφτουν ἀπὸ ψηλὰ οἱ φιάλες τῆς θείας ὀργῆς, τότε, κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἄντρες (βάζω καὶ τὸν ἑαυτό μου), γίνουμε πάλι Ἰοῦδες καὶ σταυρώσουμε πάλι τὸ Χριστό, ἐγὼ λέω ὅτι ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας ποὺ ἀγαπᾷ τὸ Χριστὸ δὲν θ᾿ ἀλλάξῃ. Διότι γυναίκα δὲν πρόδωσε καὶ δὲν σταύρωσε τὸ Χριστό.
Γυναῖκες, μείνετε πάντα κοντὰ στὸν Κύριο, γιὰ νά ᾿χετε τὴν εὐλογία καὶ τὴ δόξα στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Θωμᾶ Γουδὶ – Ἀθηνῶν τὴν 23-4-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-4-2004, ἐπανέκδοσις 19-3-2023.