Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023

Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός


Ἐλισάβετ, λιποῦσα γῆν, Θεοῦ Λόγε,
Καλὴ καλὸν βλέπει σε νύμφη νυμφίον.
Εἰκάδι καί γε τετάρτῃ ἀπῆρε πόλονδε Ἐλισαβέτεια.

Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.

Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι. Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.

Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας († 13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμὼς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. 

Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾶ καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. 

Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθοῦ».

Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.

Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή.

Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.

Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος» καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.

Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. 

Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε. 

Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι της, γιατί ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τὰς ἀπαρχὰς, ἀμέμπτῳ σου πολιτείᾳ, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης

 
Ἔπνιξε δεινὰ πνεύματα πλάνης Σάββας,
Ποταμόπνικτος Μάρτυς ὀφθεὶς Κυρίου.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Ἦταν στρατηλάτης στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Γότθων. Διέλαμπε γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἄσκησή του, ἐπισκεπτόταν δὲ στὶς φυλακὲς τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε στὸν βασιλέα καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιόν του, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ κατέσκισαν τὶς σάρκες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διατήρησε σῶο καὶ ἀβλαβή. Βλέποντας τὸ παράδοξο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μετὰ τὶς φρικώδης βασάνους, κλείσθηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἔτος 272 μ.Χ. τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κτήτορας τῆς φερωνύμου μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους


Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια καὶ εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸ δὲ βίο του μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος θεράπευσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἀνίατη νόσο τοῦ καρκίνου.

Ὅταν ἦλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐπ’ ὀνόματί του φερομένη μονή, βρῆκε κατὰ τὴν παράδοση μικρὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίγονταν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. 

Τότε ἡ Ἁγία αὐτὴ εἰκόνα, μαζὶ μὲ ἄλλες, ρίχθηκε στὴ φωτιά. Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος!, ἡ φωτιὰ σβήστηκε καὶ ἡ εἰκόνα βρέθηκε σῶα καὶ ἀβλαβὴς πρὸς καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος καὶ τολμηρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα χτύπησε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πώγωνα καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ παρέστησε τὸν Ἅγιο ζωντανὸ καὶ θαυμαστό, νὰ ἐλέγχει δὲ τρανῶς τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτὸ δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.

Μετὰ ἀπὸ ὅτι συνέβη, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τράπηκαν σὲ φυγή. Ἕνας δὲ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος Χριστιανὸς πῆρε τὴν εἰκόνα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ἔφερε στὴν παραλία.

Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ διασώσει τὴν εἰκόνα, τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στὴ μονὴ Ξενοφῶντος, γιὰ νὰ καταστεῖ στήριγμα καὶ παρηγοριὰ τῶν μοναστῶν, ὁροθέτης καὶ φύλακας τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τόπου.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἔμαθε περὶ τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διὰ τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μὲ δικά του ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δὲ ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης οἶκο.

Ὁ Ὅσιος διὰ τῆς διακρίσεως καὶ τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ, ἐφείλκυε πάνω του τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ ἔρχεται εἰρηνοποιὸς στὶς διενέξεις καὶ στὶς προστριβὲς μεταξὺ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ ἐδαφικὲς διαφορὲς καὶ καταπατήσεις, στὶς ὁποῖες ἔδινε τὴ λύση ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ δικαίου καὶ τὴν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν. 

Βρίσκουμε δὲ καὶ τὶς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδὴ τὰ συμβόλαια ἢ συμφωνητικά, στὰ ὁποῖα καὶ σκιαγραφεῖται γλαφυρὰ τὸ σοφότατο τοῦ νοῦ του, τὸ πραότατο τῆς καρδιᾶς του, τὸ εἰρηνοποιὸ τῆς διαθέσεώς του, τὸ δικαιότατο τῆς γνώμης του, ἡ πλούσια καὶ βαθύτατη μόρφωση καὶ καλλιέργειά του. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοδώρου καὶ ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1018 – 1035.

Άγιοι Εβδομήκοντα Στρατιώτες

Κάρας ἀριθμῶν τῷ ξίφει τετμημένας,
Εὕροις πεσόντας ἄνδρας ἑπτάκις δέκα.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ βασιλείας Αὐριλιανοῦ, τὸ ἔτος 272 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων οἱ Μάρτυρες


Ὁ Πασικράτης ἤρατο τμηθεὶς κράτος,
Βαλεντίωνος ἐκβαλὼν φόβον ξίφους.

Οι Άγιοι Μάρτυρες Πασικράτης και Βαλεντίων κατάγονταν από το Δορύστολο της κάτω Μοισίας (περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου) και ήταν στρατιώτες χριστιανοί, κατά την εποχή πού έπαρχος ήταν ο Αυλοζάνης. Επειδή δεν ανέχονταν την προσκύνηση των ειδώλων από τους εθνικούς, έκαναν δριμύτατη παρατήρηση σ' αυτούς που τα πίστευαν και ομολόγησαν Θεό αληθινό τον Χριστό. Συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα, ο οποίος τους παρότρυνε να προσφέρουν θυσία στον Απόλλωνα.

Ο μεν Πασικράτης αρνήθηκε και, αφού τον έδεσαν με αλυσίδες, τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί ήλθε ο αδελφός του και τον συμβούλευσε να προσφέρει έστω λίγο θυμίαμα για να σωθεί.

Αλλά ο Πασικράτης τον έδιωξε και δέχτηκε με χαρά την απόφαση του ηγεμόνα ν' αποκεφαλιστεί.

Ο δε Βαλεντίων, όταν ρωτήθηκε αν συμφωνεί με αυτά που πιστεύει ο Πασικράτης. απάντησε πώς και αυτός εμμένει στη Χριστιανική του πίστη και δεν πρόκειται να θυσιάσει ποτέ στα άψυχα είδωλα.

Τότε και οι δύο αποκεφαλίστηκαν, σε ηλικία, ο μεν Πασικράτης 22 ετών, ο δε Βαλεντίων 30, το έτος 297 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Εὐσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες

Ἀριθμὸν ἰσάμιλλον ὀκτὼ Μαρτύρων,
Τὸν ἰσάκις τέμνουσιν ἴσον ἰσάκις.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν τὸ ἔτος 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὴ φυλακή. Στὴν συνέχεια κρεμάσθηκαν διὰ προστάγματος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.

Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ Νεομάρτυρας

 
Δούκας ο ράπτης εκδαρείς δοράν όλην,
Έρραψεν αυτώ ιμάτιον φωσφόρον.

Ο Άγιος Δούκας καταγόταν από τη Μυτιλήνη και εργαζόταν ως ράπτης σε κάποιο ραφείο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν κάποτε πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστάνα, που έλειπε στον στρατό, δέχθηκε άμεση επίθεση από την ακόλαστη γυναίκα του, αλλά ως άλλος σώφρων Ιωσήφ απομακρύνθηκε από το σπίτι της. Τότε εκείνη για να αποσείσει την ντροπή από πάνω της πήγε και συκοφάντησε τον Δούκα στο Βεζίρη ότι ο μάρτυρας προσπάθησε να τη βιάσει στο σπίτι της.

Ο έπαρχος αμέσως συνέλαβε το Δούκα και τον οδήγησε μπροστά στο Βεζίρη ο οποίος με κολακείες και υποσχέσεις προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό και να γλιτώσει τη ζωή του. Ο Δούκας πεισματικά αρνήθηκε και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Οι Τούρκοι, αφού τον έγδαραν ζωντανό, έριξαν το δέρμα του στη θάλασσα και συνέχισαν τα βασανιστήρια τους στο άψυχο και άμορφο σώμα του νεομάρτυρα.

Το γεγονός αυτό έγινε στις 24 Απριλίου 1564 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη αποδεικνύοντας τον θείο έρωτα του μάρτυρα στη Χριστιανική πίστη.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας

  Ζητών ο Nικόλαος ευρέσθαι γάμον,
Άφθαρτον εύρε διά πληγών εν πόλω.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζη-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγᾶ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία. 

Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι. 

Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας». Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ. 

Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.

Όσιος Σάββας ο εν τω Σπηλαίω

Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στὶς κοντινὲς σπηλιὲς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰὼνα μ.Χ. Στὰ χειρόγραφα καὶ στὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρὸς τοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 24 Ἀπριλίου, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.

Ὁ Ὅσιος Θαυμαστός

Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ μόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναβρέθηκαν τὸ ἔτος 1675, χάρη σὲ μία κατολίσθηση ποὺ ἐπακολούθησε ἐνὸς σεισμοῦ ποὺ ἐκεῖνο τὸν χρόνο χτύπησε τὸ Κίεβο. Στὴν συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σὲ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δὲν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στὶς 28 Σεπτεμβρίου, στὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καὶ τὴ δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὴν κοινὴ μνημόνευση τῶν θαυματουργῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Ὁ Ἅγιος Μελίτων Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ο αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδας τῶν μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε στὴ Βρετανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης († 12 Μαρτίου), πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου. Τὸ ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξόνων μὲ ἕδρα τὸ Λονδίνο. Εἵλκυσε στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 624 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας


Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ ὄρους Μπιζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μονῆς. Γεννήθηκε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Δομετιανοῦ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. 

Ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καὶ μαθητῶν. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δεκαπέντε Ρουμάνους καὶ δύο Ἕλληνες καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ζοῦσε κατὰ μόνας στὸ κελλί του καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορὰ τὴν ἡμέρα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου. 

Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ χρόνος περνοῦσε μὲ ψαλμωδίες καὶ πνευματικὲς συζητήσεις. Τὸ βράδυ ὁ καθένας ἐπέστρεφε στὸ κελλί του γιὰ μία ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καὶ σιωπῆς.

Ὅμως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στοὺς Ἁγίους Τόπους ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μαθητές του νὰ καταφύγουν στὴ Μολδαβία, στὴ μονὴ Μπιστρίτα καὶ στὴν συνέχεια στὸ ὄρος Μπιζερικάνι. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔχτισε ἕνα ξύλινο ναὸ καὶ ἕνα κελλί, ἐνῷ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμανὸς καὶ Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στοὺς γύρω λόφους.

Τὴν παρουσία τους ἐκεῖ, μαρτυροῦν σήμερα τὰ τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».

Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στὴ νέα ἀσκητικὴ παλαίστρα, ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐφάρμοζαν καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε στὸ ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1711.

Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας

 
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1600 στὴν Τρανσυλβανία καὶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Πούτνα. Λόγω τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου († 3 Σεπτεμβρίου 1640) καὶ μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.

Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στὴ φυλακή, ἀπελευθερώθηκε καὶ πῆγε στὴ Μολδαβία. Κατὰ τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὸ Χοὺς καὶ πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1678.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας


Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατὰ κόσμον Συμεών, ἔζησε τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα στὴ μονὴ Κομάνα, ὅπου διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στὴν περιοχὴ Ἀράντ. Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στὴ φυλακή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τὸ ἔτος 1683 καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγω τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.

Άγιοι Αχιλλέας και Ευτέξιος ο ιερομάρτυρας

Η μνήμη τους αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη τους.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς Μόλχα, ἐμφανίσθηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στὸν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πούτιβ. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς ἐρήμου στὴ Μόλχα, στὸ Σοφρώνιεφ, ἀλλὰ μετὰ μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πούτιβλ, στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.


Σύναξη της Παναγίας της Παραβουνιώτισσας στην Ερέτρια 
 
 
Η Ιερά Εικόνα της Παναγίας Παραβουνιώτισσας είναι μία από τις παλαιότερες εικόνες που έχουν διασωθεί στο διάβα των αιώνων. Εικάζεται ότι αγιογραφήθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επί Βασιλέως Ηρακλείου, μετά από μία νίκη του κατά των Περσών. Αγιογράφοι της Εικόνας ήταν 2 ασκητές μοναχοί από την Κύπρο, ο Σιλβέστρος και Ησαΐας. Οι μοναχοί αυτοί μαζί με άλλους χριστιανούς εγκαταστάθηκαν στην Προικόνησο ή αλλιώς στη νήσο Μαρμαρά, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά από τη νίκη του κατά των Περσών, αποφάσισε να μεταφέρει χριστιανούς από την Κύπρο, για να κατοικήσουν στην Προικόνησο. Οι μοναχοί Σιλβέστρος και Ησαΐας επέλεξαν να μείνουν στο βουνό, που ως σήμερα ονομάζεται ΠΑΝΑΓΙΑ, εξαιτίας της ησυχαστικής τους ζωής. Εκεί ανήγειραν παρεκκλήσι στο όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και επειδή ακριβώς βρισκόταν ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ έδωσαν την επωνυμία στην Παναγία, «ΠΑΡΑΒΟΥΝΙΩΤΙΣΣΑ». Έχτισαν λοιπόν το παρεκκλήσι της Παναγίας Παραβουνιώτισσας.

Το 1054 μ.Χ. με το χωρισμό των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης προξενήθηκαν πολλά δεινά. Οι Φράγκοι με τις Σταυροφορίες κατέκτησαν ακόμα και την Κωνσταντινούπολη (1204 μ.Χ.), τρομοκρατώντας, καίγοντας ναούς, σχολές και βιβλιοθήκες. Από τη μανία τους δεν ξέφυγε ούτε το παρεκκλήσι της Παναγίας Παραβουνιώτισσας, το οποίο πυρπόλησαν.

Για πολλούς αιώνες τα ερείπια του παρεκκλησίου δεν είχαν ανακαλυφθεί. Τον 16ο αιώνα μ.Χ. οικογένειες από το νησί δημιούργησαν μία κοινότητα στην πεδιάδα του βουνού, επειδή η τοποθεσία, τα ρυάκια που διαπερνούσαν την πεδιάδα και το κλίμα ήταν ιδανικά για την καλλιέργεια αμπελοκήπων. Έχτισαν εκεί και μια Εκκλησία, προς τιμή του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πενιχρή όμως εξαιτίας του τουρκικού φόβου. Το χωριό που δημιουργήθηκε το ονόμασαν Γαλλιμή, ίσως επειδή τον 2ο αιώνα π.Χ. η πεδιάδα αυτή ήταν καλυμμένη από θάλασσα σχηματίζοντας γαλήνιο - λιμάνι.

Αφού πέρασε ένας αιώνας και πλέον, κάποιοι ποιμένες που έβοσκαν τα πρόβατά τους θέλοντας να φτιάξουν ένα μαντρί, έσκαψαν εν αγνοία τους στα ερείπια του παρεκκλησίου που προαναφέρθηκε. Όταν όμως διαπίστωσαν την ιερότητα του χώρου εγκατέλειψαν το έργο τους και έσπευσαν να αναγγείλουν το γεγονός στον εφημέριο του χωριού. Εκείνος αμέσως πήγε μαζί με τους ποιμένες και φιλόχριστους Γαλλιμίτες κι αφού έκαναν ανασκαφές, βρήκαν το δάπεδο του καέντος ναού και δύο κατεστραμμένα μανουάλια, ανάγλυφα από μάρμαρο. Έπειτα με πολλή συγκίνηση ανέσυραν την Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος, από ξύλο ασήπου, που μόλις διακρινόταν η μορφή Της, γιατί είχε φθαρεί από την πολύχρονη διαμονή κάτω από τη γη και την υγρασία.

Με φόβο Θεού και ευλάβεια λιτάνευσαν την Αγία Εικόνα έως τη Γαλλιμή και την τοποθέτησαν σαν πολύτιμο θησαυρό και στολίδι στο αριστερό κλίτος του Ιερού Βήματος του Ναού του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Με δαπάνη της πλούσιας οικογένειας Χατζή Δροσίνου ανακαινίστηκε η Ιερά Εικόνα από κάποιον αγιογράφο, Δημήτριο Κουτάλεως.

Επειδή η ανεύρεση της εικόνας έγινε Δευτέρα του Θωμά, καθιερώθηκε να εορτάζεται πανηγυρικά αυτή την ημέρα κάθε χρόνο έως σήμερα.

Μετά την ανταλλαγή του πληθυσμού από τη Μ. Ασία, οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ερέτρια προτίμησαν να μεταφέρουν από τον τόπο τους μέσα σε δύο μεγάλα καΐκια, αντί περιουσίας την Αγία Εικόνα της Παναγίας, όπως και άλλες 410 εικόνες, γιατί πίστευαν περισσότερο στα θαύματα που ανέβλυζαν από τη Χάρη των Αγίων, παρά στο μαμωνά, το χρυσό και τον άργυρο.

Οι ξενιτεμένοι Γαλλιμίτες, με δάκρυα στα μάτια, πριν βρουν κρεβάτι να ξαποστάσουν την πρώτη τους νύχτα στην Ερέτρια, λιτάνευσαν τις Ιερές Εικόνες με ιερέα τον Παπά - Στρατή έως τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.

Μία ιερή μυσταγωγία με θυσιαστήριο τις καρδιές των προσφύγων εκτυλισσόταν μέσα στο ναό που η ψαλμωδία, το κλάμα και ο πόνος έκαναν τις εικόνες να τρίζουν, τα καντήλια να κινούνται, όπως μαρτυρούν μέχρι σήμερα πολλοί πρόσφυγες, σαν ένα σημάδι συμπαράστασης, ευλογίας και Θείας παρηγοριάς.

Οι μισές εικόνες και οι μισοί πρόσφυγες μετακόμισαν στην Αμμουλιανή της Θεσσαλονίκης. Η Ιερά Εικόνα της Παναγίας Παραβουνιώτισσας έμεινε στην Ερέτρια για να συντροφεύει τους πρόσφυγες και τους απογόνους τους. Προς τιμή της Θαυματουργού Εικόνος δημιουργήθηκε νέα Ενορία στην Ερέτρια (31 Μαρτίου 1999 μ.Χ.) με Προεδρικό Διάταγμα και το 2002 μ.Χ. χτίστηκε ένας μικρός αλλά χαριτωμένος ναός, ο Ιερός Ναός της Παναγίας Παραβουνιώτισσας, όπου στεγάζεται η Ιερά Εικόνα. Στις 12 Απριλίου 2010 μ.Χ., Δευτέρα του Θωμά, που γιορτάζει η Παναγία Παραβουνιώτισσα, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος έβαλε το θεμέλιο λίθο για την ανέγερση ενός νέου, μεγάλου Ναού, αντάξιου της τιμής που οφείλουμε στην Παναγία μας.

Περιγραφή της Ιεράς Εικόνος
Στην Ιερά Εικόνα παριστάνεται η Παναγία, να κρατά το Χριστό αριστερά Της με τα δυο Της χέρια. Ο Χριστός εικονίζεται με σώμα τετράχρονου παιδιού, αλλά με πρόσωπο δωδεκάχρονου, ίσως για να τονιστεί η σοφία Του. Με το δεξί Του χέρι ο Χριστός ευλογεί κοιτάζοντας ευθεία μπροστά.

Το πρόσωπο της Παναγίας είναι γλυκύ, αλλά και σοβαρό έως αυστηρό· η μύτη λεπτή και μακρουλή δείχνοντας μία πραότητα και ηρεμία, το στόμα κλειστό και μικρό συμβολίζοντας τη νηστεία που έκανε, αλλά και το ολιγόλογο. Το φόρεμα καλύπτει όλο το σώμα σαν βασιλικός μανδύας, το ίδιο και του Χριστού. Κάθεται επάνω σε μεγαλοπρεπή θρόνο σ'ένα πανέμορφο μαξιλάρι. Αριστερά και δεξιά Της παραστέκονται 2 Άγγελοι σε στάση δεήσεως, με καλυμμένα εντελώς τα χέρια με το ένδυμά τους, ως ένδειξη σεβασμού και δέους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει: «Μπαίνω στο ιατρείο των ψυχών, στην Εκκλησία, πνιγμένος από λογισμούς σαν να είμαι μέσα σε αγκάθια. Η ομορφιά των εικόνων όμως με έλκει και άθελά μου ο νους μου πηγαίνει στην υπομονή που έδειξε η Παναγία στη ζωή, αλλά και με τι δόξα στεφανώθηκε· μέσω της εικόνας κατανύγομαι, δοξολογώ το Θεό, κερδίζω τη σωτηρία μου».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, εἰς Γαλλιμὴν εὑρεθεῖσα, ἐν τοῖς ἀρχαίοις καιροῖς, Παραβουνιώτισσα τὴν θείαν προσκυνήσωμεν, ὅτι Εὐβοίας ἡ χαρά, Ἐρετρίας τε φρουρός, ἐδείχθη ἡμῖν καὶ δόξα, καὶ εἰσακούει ταχέως, δεήσεις πάντων τῶν τιμώντων Αὐτήν.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε προσκυνήσωμεν ἀδελφοί, τῆς Παραβουνιωτίσσης τὴν Εἰκόνα τὴν σεβαστήν, τὴν πεφημισμένην, περίδοξον ἐν πᾶσι, τῷ πλήθει τῶν θαυμάτων ὕμνοις δοξάζοντες.
 
Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Χίο 



Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου Μονὴν ἐμφαίνει,
διδοῦσα πᾶσι χαρὰν καὶ σωτηρίαν.
 
Μόλις 3 χλμ. από την πόλη της Χίου, χτισμένο στο λόφο της περιοχής Φραγκομαχαλάς, με θέα όλη τη χώρα του νησιού βρίσκεται, το με πολλούς κόπους, ιδρώτα και λαχτάρα του αειμνήστου γέροντα Αγίου Ανθίμου (15 Φεβρουαρίου) για την αποπεράτωση του (1930 μ.Χ.), μοναστήρι της Παναγίας Βοήθειας.

Κατά την περιήγηση στον προαύλιο χώρο, νοιώθει κανείς τον χρόνο να σταματάει. Ένα φαινόμενο που είναι αισθητό σε κάθε επισκέπτη. Στο εσωτερικό του Ιερού ναού βρίσκετε η Κάρα του Οσίου. Πολλοί επισκέπτες κατά την είσοδό τους στο ναό, γίνονται μάρτυρες παράξενης ευωδίας, η οποία προέρχεται από το ιερό λείψανο του Αγίου.


Ἀπολυτίκιον
Πληθὺς τῶν μοναζόντων ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου προστάτιδα· παντοίων γὰρ θαυμάτων ὡς πηγὴ δεδώρηται ἡμῖν καὶ θησαυρὸς ἡ εἰκὼν τῇς Θεοτόκου, δι' ὅπερ ἅπαντες αὐτῇ ἀναβοήσωμεν· χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς, χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ χάριν καὶ ὄνομα οὖσα βοήθεια.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ Θεοτόκῳ μετὰ πίστεως προσέλθωμεν, καὶ τὴν Εἰκόνα τὴν Αὐτῆς νῦν προσκυνήσωμεν, ἀναμέλποντες ἐφύμνια μετὰ πόθου. Ἀλλ’ ὡς ἤγειρας ναόν Σου τὸν πανάγιον, καὶ τῆς ποίμνης Σου προστάτις ἔσο πάντοτε, ἵνα ψάλλῃ Σοι· Χαῖρε πάντων Βοήθεια.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ τῆς Χίου θεία Μονή, ἡ τῆς Βασιλίδος τήν Εἰκόνα ὡς θησαυρόν ἔνδοθεν πλουτοῦσα, τήν πάνσεπτον καί θείαν, τήν ὄνομα καί χάριν οὗσαν Βοήθειαν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ προστάτις μοναζουσῶν, ὁδηγός καί φύλαξ τῆς Σῆς ποίμνης τῶν εὐσεβῶν, Παρθένε Παναγία, ἐνθάδε τῶν οἰκούντων, τῶν Σέ προσκαλουμένων, μόνη Βοήθεια.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε προσκυνήσωμεν οἱ πιστοί, τήν θείαν Εἰκόνα τῆς Πανάγνου πανευλαβῶς, τήν ἀξιωθεῖσαν Μονήν ὧδαι ἱδρῦσαι, τήν Πρόμαχον τοῦ κόσμου καί τήν Βοήθειαν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἀνύμφευτε Κόρη, ὡς προπύργιον ὀχυρόν, προστρέχομεν Ταύτῃ καιρῶ τῶ τῶν κινδύνων καί ἐπηρείας πάσης ἀπολυτρούμεθα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χάριν ποριζόμενοι ἀληθῆ, ἐκ τῆς Σῆς Εἰκόνος, Θεοτόκε, διά παντός, Ταύτην προσκυνοῦμεν καί Σέ ὑμνολογοῦμεν, ἡμῶν ὡς προστασίαν, πάντων Βοήθεια.

Σύναξη της Παναγίας Βοηθείας στην Πάτρα
 
 
Το 1988 μ.Χ. αποπερατώθηκε η ανοικοδόμηση του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου των Πατρών, το οποίο πλέον αποτελεί το σημείο αναφοράς ολόκληρης της νοτιοδυτικής Ελλάδος και όχι μόνο.

Αμέσως προέκυψε η ανάγκη ανέγερσης ενός Ιερού Ναού για την επιτέλεση των λατρευτικών ακολουθιών της Εκκλησίας μας καθώς και τη μετοχή στα Ιερά μυστήρια του προσωπικού και των ασθενών.

Ο Ιερός ναός είναι το κέντρο της ζωής όλων των Χριστιανών. Είναι σαν την στοργική Μητέρα η οποία αγκαλιάζει τα παιδιά της, τα περιθάλπει και τα ενισχύει, παρέχοντας πλούσια της σωστική χάρη Της.

Αυτή τη μεγάλη αλήθεια αντιλήφθηκε έγκαιρα μια εκλεκτή και ευσεβής κυρία των Πατρών, και επωμίστηκε όλο το βάρος των εξόδων για την ανέγερση ενός Ιερού Ναού - κόσμημα, του Νοσοκομείου του Ρίου.

Η αξιότιμη κύρια Σταυρούλα Τούλα, οραματίστηκε και πραγματοποίησε ένα θαυμαστό έργο.

Οι πολύτιμοι και αφανείς συνεργάτες της, βοήθησαν τα μέγιστα στην επίτευξη του ιερού αυτού σκοπού.

Τα εγκαίνια του Ιερού Ναού τελέστηκαν στις 10 Ιουνίου 1992 μ.Χ. από τον Μητροπολίτη πρώην Πατρών, κ. Νικόδημο.

Από τότε, ο Ιερός αυτός Ναός, έγινε κατοικητήριο και θρόνος της Βασίλισσας των ουρανών, της Κυρίας των αγγέλων και της Μητέρας του Θεού και των ανθρώπων.

Η «Παναγία η Βοήθεια» αποτελεί πλέον το Ιερό καύχημα όχι μόνο του νοσοκομείου αλλά και όλης της περιοχής των Πατρών.

Εντός του Ιερού Ναού βρίσκεται η εντυπωσιακή εικόνα της Παναγίας, πιστό αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Βοηθείας που βρίσκεται στο ομώνυμο Μοναστήρι της Χίου και αγιογραφήθηκε από την σεμνή και ασκητική καθηγουμένη Βρυαίνη, μοναχή.

Η Παρουσία Της, δίπλα στους ασθενείς και τους εργαζομένους είναι ζωντανή, έντονη και συγκινητική.

Είναι η Προστάτις και βοηθός όλου του Ιατρικού, νοσηλευτικού και υπόλοιπου προσωπικού του νοσηλευτικού Ιδρύματος.

Σκεπάζει με την μητρική αγκαλιά Της όσους προστρέχουν στη χάρη Της.

Εορτάζει πανηγυρικά τη Δευτέρα του Θωμά με κάθε Εκκλησιαστική λαμπρότητα με τη συμμετοχή όλων των παντοιοτρόπως εργαζομένων στο Νοσοκομείο.

Δίπλα Της βρίσκεται ο όσιος Άνθιμος της Χίου (βλέπε 15 Φεβρουαρίου), ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της πιο πάνω Ιεράς Μονής.

Η απέραντη αγάπη και ευλάβεια προς τη Μητέρα του Θεού εκδηλωνόταν με την θυσιαστική προσφορά Του προς τον ασθενή συνάνθρωπο με αποκορύφωμα όλων τη διακονία Του στο Λεπροκομείο της Χίου, χωρίς να υπολογίζει κίνδυνους, κόπους και δαιμονικές αντιξοότητες και πειρασμούς.

Ἀπολυτίκιον
Πληθὺς τῶν μοναζόντων ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν ἡμῶν τὴν πολιοῦχον καὶ τοῦ κόσμου προστάτιδα· παντοίων γὰρ θαυμάτων ὡς πηγὴ δεδώρηται ἡμῖν καὶ θησαυρὸς ἡ εἰκὼν τῇς Θεοτόκου, δι' ὅπερ ἅπαντες αὐτῇ ἀναβοήσωμεν· χαῖρε τῶν σὲ τιμώντων ἡ ἐλπίς, χαῖρε ἡμῶν τὸ καύχημα, χαῖρε ἡ χάριν καὶ ὄνομα οὖσα βοήθεια.
 
Σύναξη της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στην Μονεμβασία
 




Ἧκε θαυμαστῶς ἀπὸ Χρυσάφων πάλαι
Τῇ Μονεμβασίᾳ ἡ Εἰκών σου Κόρη.
 
Νοτιοανατολικώς του Ιερού Ναού του «Ἐλκομένου Χριστοῦ», εν Μονεμβασία, ευρίσκεται ο Ιερός Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο επιλεγόμενος Ναός της Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης. Ο Ναός ούτος είναι κτίσμα τού 17ου αιώνος μ.Χ., εκτισμένος επί θέσεως άλλου παλαιοτέρου Ναού, της Παναγίας της Οδηγητρίας, όστις υπήρχε πρό του 1150 μ.Χ. υπό την έννοιαν παλαιάς Μονής. Εις τον ως άνω Ιερόν Ναόν είναι τεθησαυρισμένη η Αγία και Ιερά Εικών της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, η οποία, ως διέσωσε μέχρι σήμερον η λαϊκή παράδοσις, ευρίσκετο αρχικώς εις το χωρίον Χρύσαφα, εξ ου και Χρυσαφίτισσα, της επαρχίας Λακεδαίμονος, εις Ναόν τιμώμενον επ ονόματι αυτής.

Κατά θαυμαστόν τρόπον η πάνσεπτος Εικών της Χρυσαφιτίσσης ευρέθη εις Μονεμβασίαν, εις τον μέχρι σήμερα τόπον ένθα αναβλύζει θαυματουργικώς από τότε πόσιμον ύδωρ, το οποίο καλείται έκτοτε «αγίασμα Χρυσαφιτίσσης», και θεραπεύει ποικίλας νόσους, συντελεί δε εις απόκτησιν τέκνων και δη αρρένων.

Η ως ο λόγος παράδοσις σχετίζεται προς παλαιάν τοιαύτην του 10ου αιώνος μ.Χ. και ομοιάζει προς την παράδοσιν περί της Παναγίας της Οδηγητρίας της Μονεμβασίας.

Η σεπτή Εικών της Χρυσαφιτίσσης φαίνεται να είναι έργον του 15ου - 16ου αιώνος μ.Χ., σχήματος μικρού, εξαιρετικής Βυζαντινής τέχνης. (Πρβλ. Π. Καλονάρου εν λεξικώ «ΗΛΙΟΣ», τόμος 13, σελ. 738, άρθρον η Μονεμβασία).

Κατά την λαϊκήν παράδοσιν, ελθόντες έμποροι εκ του χωρίου Χρύσαφα εις την πόλιν της Μονεμβασίας μαζί με άλλους προσκυνητάς κατά την πανήγυριν της Παναγίας και εισελθόντες εις τόν Ναόν της Χρυσαφιτίσσης εν Μονεμβασία δια να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα «τάματά των», ανεγνώρισαν την Εικόνα των, την Χρυσαφίτισσαν και εφώναζον: «Οι Μονεμβασίται μας έκλεψαν την Εικόνα μας, την Χρυσαφίτισσά μας», ηξίωσαν δε να γίνη δίκη περί του πράγματος τούτου και ο δικαστής τοις απέδωκε την εικόνα, την οποίαν παραλαβόντες οι Χρυσαφίται μετά τιμών και δόξης μετέφερον εις Χρύσαφα εις τον Ναόν της. Η ιερά Εικών παρέμεινεν εις τον θρόνον της εν τω Ναώ της εις Χρύσαφα και όταν οι κάτοικοι ετελείωσαν τας δεήσεις και έκλεισαν τον Ναόν, την νύκτα η σεπτή Εικών έφυγε και ήλθεν εις Μονεμβασίαν, ένθα παρέμεινεν έκτοτε εις τον εν αυτή Ιερόν Ναόν της, ποιούσα θαύματα τοις πιστώς προσερχομένοις.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΑΦΙΤΙΣΣΗΣ

Κατά τόν Ιερόν Δαμασκηνόν, η τιμή προς τας Ιεράς Εικόνας δεν αποδίδεται εις αυτό τούτο το εικόνισμα, «αλλ’ επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Ούτω, ο τιμών και σεβόμενος τας Εικόνας των Αγίων και της Κυρίας Θεοτόκου, αυτομάτως τιμά και γεραίρει το εις τον Ουρανόν ευρισκόμενον άγιον πρόσωπον και λαμβάνει παρ’ αυτού χάριν και ανταπόδοσιν της αποδιδομένης τιμής. Ούτω και η Υπεραγία Θεοτόκος, η καταδεχομένη να ονομάζεται: Τριχερούσα, Πορταΐτισσα, Γλυκοφιλούσα, Βρεφοκρατούσα, Γερόντισσα, Κατερινιώτισσα ή Κατερινού, Εσφαγμένη, Οδοιπορούσα, Προυσσιώτισσα, Έλωνα, Μεγαλόχαρη Τήνου, Χρυσαφίτισσα, λαβούσα τας ως άνω ονομασίας εκ του τόπου της θαυματουργίας των Ιερών Εικόνων της, θαυματουργει επί των ειλικρινώς και αγνώς δεομένων αυτής και προσπιπτόντων προς αυτήν.

Η χάρις της Παναγίας δια της Ιεράς Εικόνος της, της Χρυσαφιτίσσης, ετέλεσε πολλά θαύματα και επαρηγόρησε πολλάς τεθλιμμένας καρδίας, εδρόσισε ταλαιπωρημένας ψυχάς και εξέχεε βάλσαμον παρηγορίας εις τους πονεμένους ανθρώπους τους επικαλεσθέντας εν πίστει την βοήθειάν της.

Πριν η διηγηθώμεν τα θαύματα της Χρυσαφιτίσσης, θεωρούμεν σκόπιμον να αναφερθώμεν εις το θαύμα της ιάσεως της Ηγουμένης Μάρθας εκ της πολυχρονίου και ακατασχέτου αιμορραγίας, λέγοντες, ότι το θαύμα τούτο αφορά εις την από του 10ου αιώνος μ.Χ. ιδρυθείσαν εις τον ίδιον τόπον ένθα ο σημερινός Ιερός Ναός της Χρυσαφιτίσσης Ιεράν Μονήν της Οδηγητρίας εν Μονεμβασία.

ΘΑΥΜΑ 1ον.

Ήδη, αρχόμενοι των θαυμάτων της Παναγίας Χρυσαφιτίσσης, ιστορούμεν το πρώτον.

Παις τις ονομαζόμενος Μελέτιος Καλογεράς, πενταετής ων, εστάλη υπό του πατρός αυτού Ελευθερίου, κατά τας Απόκρεω, να μεταφέρη εν σακκούλιον ορυζίου μικρής ποσότητος εις την οικίαν του θείου αυτού Ιωάννου Κοντολέου, όπου έμελλον να συμφάγουν ως συγγενείς κατά την συνήθειαν. Καθ’ οδόν δε προσβληθείς υπό σεληνιασμού εκ συνεργείας του μισοκάλου δαίμονος, έπεσε χαμαί. Μαθούσα τούτο η μήτηρ, έτρεξε μετά σπουδής όπου ευρίσκετο ο υιός της, έλαβεν αυτόν εις τας αγκάλας της, και μετέφερεν αυτόν αμέσως εις τον οίκον της τρέμοντα και αφρίζοντα. Ο πατήρ του παιδός μεταβαίνων δι’ άλλης οδού εις την αγοράν, έμαθε το δυσάρεστον συμβάν του παιδός του και επιστρέφει αμέσως εις τον οίκον του όπου είδε την αθλίαν κατάστασιν αυτού μετά μεγάλης αυτού θλίψεως, πόνου και τρόμου και πάραυτα χωρίς να χάση καιρόν, έτρεξεν εις τον άμισθον και παντοδύναμον ιατρόν, εις την Αγίαν Εικόνα, λέγω, της Θεοτόκου Χρυσαφιτίσσης, ευρισκομένης ως προείπον, εις τον Ναόν του Ελκομένου Χριστού, όπου, άμα έφθασε, μετά συντριβής ψυχής και καρδίας εγονυπέτησεν ενώπιον της Αγίας και θαυματουργού Εικόνος, και μετά θερμών δακρύων παρεκάλεσε την Κυρίαν Θεοτόκον δια την θεραπείαν του παιδός του. Μετά την θερμήν αυτήν δέησιν είδεν, ω του θαύματος! ότι όλα τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα, όσα εκρέμοντο επί της θείας Εικόνος, εκινήθησαν και συνεκρούσθησαν προς άλληλα, και ήχησαν ως ηχούσιν οι κωδωνίσκοι του Αρχιερέως, ενδυομένου υπό των ιεροδιακόνων αυτού και κροτούσιν εις τας ακοάς των παρευρισκομένων, ο δε πατήρ του παιδός νομίσας ότι η Θεοτόκος εδίωκεν αυτόν ως αμαρτωλόν και ανάξιον, έπεσε πρηνής και εδέετο θερμότερον. Συγγενής δε τις του Ελευθερίου Καλογερά, είδεν αυτόν τρέχοντα βιαίως προς τον Ναόν, και νομίσας ότι έτρεχε προς την θάλασσαν να αυτοκτονήση εκ της λύπης του παρηκολούθησεν αυτόν δια να τον αποτρέψη· αλλ’ αφού είδεν αυτόν εισελθόντα εις τον Ναόν, επανήλθεν εις την οικίαν του Καλογερά δια να ίδη τον ασθενή παίδα, και πάλιν επέστρεψεν εις τον Ναόν να ειδοποιήση τον πατέρα του ασθενούς ότι ο υιός του υγιαίνει, ο δε πατήρ ιδών τον συγγενή του εισερχόμενον εις την θύραν του Ναού και νομίσας ότι ο υιός του απέθανεν, έκλαιεν απαρηγόρητα· αφού όμως εβεβαιώθη ότι ζη και υγιαίνει ο υιός του εδόξασε την Υπεραγίαν Θεοτόκον και επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου αφιχθείς ηρώτησε τον υιόν του, λέγων· Τί έχεις, Μελέτιέ μου; ο δε παις απεκρίνατο ότι δεν ημπορεί. Τότε ο πατήρ τω λέγει· Δός μου τας χείρας σου· ο δε παις έδωκεν εις τον πατέρα του την δεξιάν του χείρα, επειδή η αριστερά ήτο κρατημένη και παράλυτος· όθεν ο πατήρ εδεήθη πάλιν μετά δακρύων εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον υπέρ της τελείας αναρρώσεως του τέκνου του, και ω του θαύματος! ο παις έδωκεν αμέσως και την αριστεράν αυτού χείρα εις τον πατέρα του, διότι αποκατέστη υγιής καθ’ ολοκληρίαν ως και πρότερον.

ΘΑΥΜΑ 2ον.

Τω 1884 μ.Χ. γυνή τις πάσχουσα τας φρένας ονόματι Ευδοκία Ν. Φιφλή, εκ του χωρίου Χάρακα του Ζόρακος, ελθούσα εν Μονεμβασία περιήρχετο την πόλιν φωνάζουσα και χειρονομούσα δαιμονιωδώς. Εις τον Ναόν της Αειπαρθένου και θαυματουργού Παναγίας Χρυσαφιτίσσης κατά την εσπέραν εκείνην της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής εκ παραδόσεως γίνεται κατανυκτική ολονυκτία. Ήτο η ώρα 10 της νυκτός, ότε η εν λόγω παράφρων εισήλθεν εις τον Ιερόν Ναόν απροόπτως. Ιδούσαι ταύτην αι την ολονυκτίαν ποιούσαι γυναίκες εφοβήθησαν σφόδρα, η παράφρων γυνή μετά χειρονομιών διηυθύνθη προ της θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας κρατούσα εις την χείρα της τεμάχιον άρτου και επλησίασεν αυτό εις το πρόσωπον της θαυματουργού Εικόνος λέγουσα· «φάγε ψωμί και Σύ μάννα μου». Τη στιγμή εκείνην, ω του θαύματος! η Εικών μετά του θρόνου της εκινήθη και τα χρυσά και αργυρά αφιερώματα αλληλοσυνεκρούσθησαν, η δε φρενοβλαβής πεσούσα εις τα γόνατα της θαυματουργού Εικόνος προσηύχετο μέχρι πρωίας θεραπευθείσα.

ΘΑΥΜΑ 3ον.

Ομοίως τω 1886 μ.Χ. σωτήριον έτος ήλθεν εκ του χωρίου Καταβόθρα του Ασωπού εις ονόματι Κυριάκος Δημότσης πάσχων επίσης τας φρένας, κατά την Εορτήν δε της Εικόνος, τη Δευτέρα του Θωμά, ελθών εν τω Ναώ της Χρυσαφιτίσσης, εθεραπεύθη τελείως.

ΘΑΥΜΑ 4ον.

Ομοίως τω 1884 μ.Χ. γυνή τις ονόματι Καλομοίρα Σεμπέπου, εκ Λυρών της Μονεμβασίας, πάσχουσα τας φρένας εθεραπεύθη, μετά δε την θεραπείαν της μετέβη εις το εν Κυθήροις Μοναστήριον της Μυρτιδιωτίσσης και εγένετο μοναχή.

ΘΑΥΜΑ 5ον.

Αγαρηνός τις έχων οικίαν πλησίον του Ναού της Χρυσαφιτίσσης, απεφάσισε να εκτείνη αυτήν· όθεν εσκέφθη να χαλάση τα κατηχούμενα του Ναού, όπερ και έπραξε, κτίσας μάλιστα και λουτρόν προς το μέρος των κατηχουμένων, δια να πλύνηται αυτός, αι γυναίκες και τα τέκνα του κατά την συνήθειαν των Τούρκων. Αλλ’ ακούσατε, αδελφοί Χριστιανοί, και της Υπεραγίας Θεοτόκου το θαύμα! Όσα τέκνα είχεν ο ειρημένος Αγαρηνός, απέθανον όλα, ως και όσα εγεννούσε και κατόπιν απεβίωσεν άτεκνος. Εις αυτό το λουτρόν προσέτι, όστις επήγαινε να λουσθή, έβλεπεν μία γυναίκα η οποία απειλούσε ότι θα πνίξη αυτόν· ένεκα τούτου οι άνθρωποι φοβούμενοι δεν εκατοίκησαν εις την οικίαν αυτήν, ουδέποτε Χριστιανοί ή Τούρκοι έκτοτε ούτε ετολμούσαν καν και να ουρήσουν όχι εντός του Ναού, αλλ’ εκτός του Ναού αυτού, διότι ή θα εχωλαίνετο, ή θα ετυφλώνετο, ή άλλο τι κακόν θα υπέφερε, και το θαυμασιώτερον, δεν θα ιατρεύετο εκ του κακού, αν δεν προσεκάλει ιερέα τινα να ψάλλη παράκλησιν εις τον Ναόν της Χρυσαφιτίσσης· όσοι δε Τούρκοι ήσαν γείτονες του Ναού τούτου φοβούμενοι μή πάθωσι κακόν τι επρόσφερον κατά παν Σάββατον θυμίαμα εις αυτόν· πολλοί Τούρκοι και Τούρκισσαι αφιέρωσαν πολλάκις εις τον Ναόν τούτον χρυσά και αργυρά αναθήματα αφ’ ού ελάμβανον την υγείαν των δια της επικλήσεως του ονόματος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Χρυσαφιτίσσης. Εκ των ανωτέρω δύνασθε να καταλάβητε τα άπειρα θαύματα τα οποία εξετέλεσεν η Πανάμωμος Δέσποινα Θεοτόκος εις τους Χριστιανούς και αλλοθρήσκους, επικαλουμένους την αντίληψην και προστασίαν δια της θείας Εικόνος αυτής, της επονομαζομένης Χρυσαφιτίσσης, προς δόξαν και τιμήν αυτής. Ης ταις Αγίαις Πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον οὐράνιον, τῇ εὐδοκίᾳ τῇ σῇ, ἡ πόλις ἐκτήσατο, Μονεμβασίας Ἁγνή, τὴν θείαν Εἰκόνα σου· ᾗ περ καὶ προσιοῦσα, Χρυσαφίτισσα Κόρη, λαμβάνει ἀεὶ ἐκ ταύτης, πᾶσαν χάριν βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ προστασίᾳ σου Παρθένε Χρυσαφίτισσα Ἀεὶ προστρέχοντες κινδύνων ἐκλυτρούμεθα τὰς πολλάς σου ἀνυμνοῦντες εὐεργεσίας. Ἀλλ᾿ ὡς σκέπη καὶ θερμὸν ἡμῶν προσφύγιον πᾶσι δίδου τὰ αἰτήματα ἑκάστοτε τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε πάντων ἡ ἄνασσα.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Μήτηρ πανάφθορος, τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, φθορᾶς πάσης Ἄχραντε, καὶ χαλεπῶν πειρασμῶν, καὶ νόσων καὶ θλίψεων, ἅπαντας ἐκλυτροῦσαι, τοὺς ἐν πίστει τελείᾳ, σπεύδοντας καθ᾿ ἑκάστην, τῷ ἁγίῳ ναῷ σου, Παρθένε Χρυσαφίτισσα, Μονεμβασιτῶν καύχημα.

Ὁ Οἶκος
Ἄχραντε Θεοτόκε, Χρυσαφίτισσα Κόρη, θερμὴ Μονεμβασίας προστάτις, μὴ παύσῃ προστατεύειν ἀεὶ, τῶν προστρεχόντων τῇ θείᾳ Εἰκόνι σου, καὶ νέμειν τὰ σωτήρια, τοῖς ἐκβοῶσί σοι τοιαῦτα·

Χαῖρε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας,
Χαῖρε ἡ σκέπη Μονεμβασίας.
Χαῖρε ἰαμάτων κρουνὸς Χρυσαφίτισσα,
Χαῖρε νοσημάτων παντοίων ἡ λύτειρα.
Χαῖρε ὅτι παραγέγονας ἐκ Χρυσάφων θαυμαστῶς,
Χαῖρε ὅτι τὰ αἰτήματα πληροῖς πάντων συμπαθῶς.
Χαῖρε τῆς εὐσπλαγχνίας ἡ ἀκένωτος βρύσις,
Χαῖρε πάσης ἀνάγκης πολυθρύλητος λύσις.
Χαῖρε πιστῶν χαρὰ καὶ ἐντρύφημα,
Χαῖρε ἡμῶν ἀσίγητον ὕμνημα.
Χαῖρε δι᾿ ἧς ὁ Θεὸς ἐσαρκώθη,
Χαῖρε δι᾿ ἧς ὁ Ἀδὰμ ἐθεώθη·
Χαῖρε πάντων ἡ ἄνασσα.

Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Χρυσαφίτισσα Μαριάμ, τῆς Μονεμβασίας, ἡ ἀντίληψις ἡ θερμή· χαῖρε ἡ διδοῦσα, ἰάσεις τοῖς αἰτοῦσι, τῶν θλιβομένων χαῖρε τὸ παραμύθιον.
«Πᾶνος»