Ε΄ Κυριακή των Νηστειών - Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας
Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου),
ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που
διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής
παραδόσεως.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά
τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα
δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την
μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και
αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν
εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια
ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς
ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας
δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως
του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται
στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την
ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας
που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα
Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι
για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές
που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η
ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η
ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος
ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε
διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε
την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η
γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε
παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν
αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς
άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα
Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν
στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αισθάνθηκε όμως, βαθιά
μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να
προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να
προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας,
έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της
Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά
στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού
ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην
έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία
της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως
πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε
των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς
ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην
έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις
επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε
με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία ζούσε δεκαεπτά
χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα».
Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς
λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος
λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν
σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ
τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην
Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το
ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή.
Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ
χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ύστερα από
σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας,
ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε
το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και
το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.
Ήταν
γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια:
«Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός
μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού:
«Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ
σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων,
παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή
των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την
ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και
στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν
τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται
4 Απριλίου),
που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του
είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα
πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην
περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας
πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα
μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος
ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε
ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην
συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά
στον Ιορδάνη ποταμό.
Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού
και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του
υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε
ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη
μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο
μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της
Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί
κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ
τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν
στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της
Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την
Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση
του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην
έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως
που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς
Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και
πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο
βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον
βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και
τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει
μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί
και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην
αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι
ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το
σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του
λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς
Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η
Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την
είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της
και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο
ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ
αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω
προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να
διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον
απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς
κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την
ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε
κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε
με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά,
του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί
είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον
παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα
κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς
έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως
γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και
παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή
ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη
διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει
περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι
άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε
όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη
Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη
ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει,
ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή
της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή
είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του
Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε
κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που
υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον
αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και
μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε
όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.
Το επόμενο έτος ο Αββάς
Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην
έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι
παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν
επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί
στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την
Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του
Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και
βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως
εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν
στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την
ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από
την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να
πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ
πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το
Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά
Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της
στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου,
ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ
σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το
επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά,
ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και
αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος»,
διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο
τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη
ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας,
ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε
πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς
ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν
την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά:
«Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω
κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ
κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός,
άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και
προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ
τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην
τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ,
ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ
χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης,
μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν
αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ
μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με
τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και
γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε
την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση
την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες.
Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι
ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν
ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε
μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και
είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον».
Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε
τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν
προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν
σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ
ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο
λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το
ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ
προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον
παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να
προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο
του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να
ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε.
Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα
μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το
σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε
προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον
ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς
πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν
ἠμῶν».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει
ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι
θέλων».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία
πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει
άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει
την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας
της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά
τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού
μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την
κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το
τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η
Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την
υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν
προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε
ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους
κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της,
δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και
ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο
σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα
στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο
άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα
ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών,
τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ
τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ
πάντων ἠμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν
σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν,
ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός,
παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά
Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ
πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ
μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ
τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.
Όσιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω
Σάββα τοις πάλαι αμιλληθείς Αγίοις.
Συν τούτοις δεδόξασαι θαύμασι πλείστοις.
Ο
θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862
μ.Χ. στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ)
της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε
το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και
κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός
και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής.
Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από
κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν
είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε
διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν
ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του,
διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση
του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον
υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να
ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους
πόθους του τον βεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
Στην
απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η
έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και
σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε
το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι
για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται
προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει
στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των
ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα
πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής
δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της
αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
Μετά από προσευχή
παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά
του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι
του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη
μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που
πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα
αναφέρεται το έτος 1887 μ.Χ., σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου
Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους,
εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
Μετά
τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 μ.Χ.
μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την
αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 μ.Χ. αποστέλλεται από
τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη
της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου
Ανθίμου, στην αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται
μετά 3ετίαν στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και το 1902 μ.Χ. προχειρίζεται σε
διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906
μ.Χ.) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου
γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του
Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος
Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου
Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον
Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ
Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 μ.Χ. επανέρχεται στην Ιερά Μονή
Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή
του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
Το 1916 μ.Χ.,
ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε
στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής
καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης
αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα
και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο
ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το
έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού
παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ' όπου κατέρχεται
στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και
μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι
Παραμπόλα και στην Ύδρα.
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου),
ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ' αυτό συνάγεται ότι οι δύο
Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην
Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά
του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω
πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου
Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη
αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία
κοίμησή του, η οποία βεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου
Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως
της θαυματουργικής χάριτος. Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926
μ.Χ. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και
ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος
τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην
Κάλυμνο.
Το ίδιο έτος (1926 μ.Χ.) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά
από κάποια έρευνα - περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή
Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε
ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος
Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς
του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ' ολίγον θα έλθη εδώ
ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας,
ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει
με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία
έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές
Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και
βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά,
ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση
όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις
ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος
μετά την κοίμησή του.
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες
των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ
τον τάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός
του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα
εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους
ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη
σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον
προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην
Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί
μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας
πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους
τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και
επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν
δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα
μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά.
Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού
είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο
ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ' εντολή του γέροντά του) τον
Δεκαπενταύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό
πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του
ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του
διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει
τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν
χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος,
υπάκουος και πονετικός.
Δόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο
στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον
τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης
Απριλίου 1948 μ.Χ., ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το
τέλος της ζωής του βρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί
τρεις ημέρες δεν δέχθηκε κανέναν. Βρίσκοταν πλέον στο στάδιο της ιεράς
μεταστάσεώς του. Έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και ζήτησε την εν Χριστώ
αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν
συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια
του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι
τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η
βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της
θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη λίγες μόνο μοναχές περιέβαλαν μία
αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν
οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός γνώρισε τη μετάστασή του και
πανηγύριζε. Έτσι, η γη χάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο
ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι,
κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού,
αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας.
Μετά
από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων
του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού
Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον
πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή
και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό
λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα
του Ηγιασμένου.
Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών
Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης
Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Γόνος γέγονας Γάνου και χώρας Μέγα
καύχημα νήσου Καλύμνου παμμακάριστε Σάββα, πατήρ ημών και γαρ οδόν
διελθών της ασκήσεως του ακροτάτου τέλους επέτυχες. Διό πρέσβευε Χριστώ
τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Της
Καλύμνου το κλέος και θείον έφορον και των πάλαι Οσίων τον ισοστάσιον,
ευφημήσωμεν πιστοί Σάββα τον Όσιον, ότι δεδόξασται λαμπρώς, ως θεράπων
του Χριστού, θαυμάτων τη ενεργεία, και διανέμει τοις πάσι, παρά Θεού
χάριν και έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος β’. Τοις των αιμάτων σου
Των
Καλυμνίων θερμώς προϊστάμενος, ως δοξασθείς τη του Πνεύματος χάριτι,
παρέχεις τοις χρήζουσι πάντοτε, την σην ταχείαν εν πάσι βοήθειαν. διό σε
υμνούμεν Σάββα, Όσιε.
Έτερον Κοντάκιον
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Εορτάζει
σήμερον, των Καλυμνίων η νήσος, την αγίαν μνήμην σου, αγγαλομένη
καρδία̇ έσχε γαρ, ως θεοδώρητον όντως πλούτον, σκήνός σου, το
θεοδόξαστον Πάτερ Σάββα, ώ προστρέχουσα εν πίστει, ρώσιν λαμβάνει, ψυχής
και σώματος.
Μεγαλυνάριον
Φύλαττε και σκέπε
την σην Μονήν, την πιστώς τιμώσαν, το σον λείψανον το σεπτόν, και
ναυτιλλομένοις και πάσι Καλυμνίοις, ω Σάββα θεοφόρε, βοήθει πάντοτε.
Ὁ Οἶκος
Αγγαλιάται
εν χαρά, Χριστού η Εκκλησία, ορώσά σου την εκ Θεού, τιμήν και δόξαν την
πολλήν, και εύκλειαν την θαυμαστήν, ηγλαϊσμένε Πάτερ Σάββα̇ συ γαρ εν
τοις χαλεποίς τούτοις καιροίς, εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης,
άμπεμπτος, αληθινός, ακέραιος, άκακος και όσιος ευρέθης, αμέμπτως εν
τοις δικαιώμασι του Κυρίου πορευόμενος, και των πάλαι Αγίων, την αγίαν
εχαρακτήρισας ζωήν̇ διο Κάλυμνος η νήσος, των θεοσδότων του καλών
πλουσίως απολαύουσα, το ιερόν σου λείψανον, ως κιβωτόν αγιασμού
εθησαύρισεν ̇ ώ πανευλαβώς σπεύδουσα, πάσαν καρπούται εξ αυτού
ωφέλειαν, και αεί λαμβάνει τα αιτήματα, και ρώσιν ψυχής και σώματος.
Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργός
Τὶ τοῦτο, Τίτε; καὶ σὺ λείπεις ἐκ βίου;
Λείπω μεταστάς, δόξαν οὕτω Κυρίῳ.
Δευτερίῃ Τίτοιο ἀπὸ ψυχὴν Νόες ἦραν.
Ο Όσιος Τίτος είχε ψυχή με θερμή αγάπη στο Θεό και τον πλησίον. Όπως ο Κύριος είχε πει στους μαθητές του, «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» ( Ιωάν., δ' 34), δικό μου, δηλαδή, φαγητό είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου (του Πατέρα Θεού) που με απέστειλε, έτσι συνέβαινε και στον όσιο Τίτο. Τροφή του ήταν να πράττει με κάθε τρόπο το θέλημα του ουρανίου Πατέρα και να χρησιμοποιεί τη ζωή του για την ηθική και πνευματική οικοδομή των αδελφών του.
Όταν έγινε μοναχός, έλαμψε με την φιλάδελφη συμπεριφορά του, την πραότητα και την επιείκεια. Ήταν χαρακτήρας που γνώριζε να παραβλέπει, να μακροθυμεί, να ανέχεται, να συνδιαλέγεται, να διαλύει τις παρεξηγήσεις, να κερδίζει γρήγορα την εμπιστοσύνη και να κατακτά τις καρδιές των άλλων. "Ετσι, έγινε πνευματικός ηγέτης μεγάλης αποδοχής και πλήθος λαϊκών και μοναχών ζητούσαν να ωφεληθούν από την συντροφιά του. Μάλιστα, ο Θεός αντάμειψε την καθαρότητα της ψυχής και της ζωής του με το χάρισμα να θαυματουργεί.
Αφού έμεινε σταθερός στην πίστη μέχρι τέλους της ζωής του, αποδήμησε στον Κύριο, αφήνοντας πίσω του πολλούς μιμητές.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Τίτε τό πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀνατεθεῖς ἀπὸ παιδὸς τῷ Κυρίῳ, ἀγγελικῶς ἐπολιτεύσω ἐν κόσμῳ, καὶ τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν χάριν ἐκ Θεοῦ, ὅθεν ἐχρημάτισας, Μοναζόντων ἀλείπτης, Τίτε παμμακάριστε, καὶ σοφὸς οἰκονόμος. Ἄλλα μὴ παύση Πάτερ ἐκτενῶς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Θεὸν ἰλεούμενος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας ἄνθραξι, σαυτόν καθάρας, ἀρετῶν ἐξήστραψας, φωτοειδεῖς μαρμαρυγάς, καταφαιδρύνων τούς ψάλλοντας· Χαίροις ὦ Τίτε, Πατέρων ἀγλάϊσμα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δακρύων τοῖς ῥεύμασι, καθάπερ δένδρον σοφέ, ἀεί πιαινόμενος, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνθησας· ὅθεν σε συνελθόντες, ἐπαξίως τιμῶμεν, Τίτε θαυματοφόρε, ἀσκητῶν ὡραιότης, ἀλλὰ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, πάντας περίσῳζε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τοῦ βίου τάραχον, ἐγκαταλείψας, καὶ ἡσύχως ἅπαντα, ζήσας τὸν βίον σου σοφέ, πρὸς τὸν Θεὸν μεταβέβηκας, θαυματοφόρε Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε.
Οἱ Ἅγιοι Αἰδέσιος καὶ Ἀμφιανὸς οἱ Μάρτυρες
Σῷ συμβυθισθεὶς Ἀμφιανὲ συγγόνῳ,
Ὕδωρ θαλάσσης ἀμφιέννυμαι, λέγε.
Ευλογημένα παραδείγματα πνευματικού αγώνος μέσα στον κόσμο με τις ποικίλες σειρήνες του, αποτελούν και οι δύο φοιτητές Άγιοι Μάρτυρες Aμφιανός και Aιδέσιος. Πηγή πληροφοριών των δύο αδελφών μαρτύρων είναι ο Ευσέβιος Καισαρείας.
Κατάγονται από επιφανείς γονείς που διαμένουν στην Γάζα, σημαντική πόλη της Λυκίας. O μάρτυς Aμφιανός πηγαίνει για σπουδές στα εκπαιδευτήρια της Bηρυττού, πανεπιστημιακής κυψέλης της εποχής, που μάλιστα φημιζόταν για τις νομικές κυρίως σπουδές. Επιστρέφει στην πατρική εστία αλώβητος από τις παγίδες του εχθρού που παραμόνευαν σε μια μεγάλη και κοσμοπολίτικη πόλη, όπως η Bηρυττός.
Μη μπορώντας να υποφέρει τη συμβίωση με την οικογένειά του και τους συγγενείς του λόγω της διαφορετικότητας του πνεύματος που τους διακατείχε, καταφεύγει στην Kαισάρεια της Παλαιστίνης, συγκατοικεί εκεί με τον κατοπινό μάρτυρα Πάμφιλο (βλέπε 5 Νοεμβρίου) και τους μαθητές του και ασκείται μαζί τους.
Το τρίτο έτος του δεύτερου διωγμού κατά των Χριστιανών, γύρω στο 305 μ.X., αποστέλλονται γράμματα από τον αυτοκράτορα Mαξιμίνο τον B’ να θυσιάσουν όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως σε ειδωλολατρικούς ναούς. Καθώς ο άρχων της Kαισάρειας της Παλαιστίνης Oυρβανός ετοιμάζεται να θυσιάσει στα είδωλα, τον πλησιάζει ο Aμφιανός προσπερνώντας με τόλμη τη στρατιωτική παράταξη, του πιάνει το χέρι και τον εμποδίζει να τελέσει τη θυσία.
Ελέγχει τον άρχοντα λέγοντας του ότι δεν μπορεί να θυσιάζει στους δαίμονες και στα είδωλα και να εγκαταλείπει τον ένα και αληθινό Θεό. Oι στρατιώτες του ηγεμόνα τον αρπάζουν, τον χτυπούν, τον κλωτσούν, του σπάζουν το στόμα, τον οδηγούν στο δεσμωτήριο και τον υποβάλλουν στη φάλαγγα. Tην επόμενη, του ξεσκίζουν τα πλευρά, τα σπλάχνα, το πρόσωπο και τον αυχένα ώστε παραμορφώνεται το νεανικό του κάλλος.
Του περιτυλίσσουν τα πόδια με λινά υφάσματα ποτισμένα με λάδι και τα ανάβουν με φωτιά. O Aμφιανός αντιστέκεται με ανδρεία χωρίς να υποχωρήσει κατ’ ελάχιστον από την πίστη του. Oδηγείται στο δεσμωτήριο και μετά από τρεις ημέρες ρίχνεται στη θάλασσα. Τότε, γίνεται ισχυρός σεισμός και η πόλη ταράσσεται ολόκληρη, ενώ συγχρόνως το σώμα του αγίου εκβράζεται από τη θάλασσα.
Παρόμοια η πίστη και η δυναμικότητα του ομοπάτριου αδελφού του, Aιδέσιου. O Aιδέσιος ήταν περισσότερο μορφωμένος από τον αδελφό του Aμφιανό και είχε μείνει περισσότερο χρόνο κοντά στον Παμφίλο. Συνελήφθη την εποχή του ίδιου διωγμού και είχε παραδοθεί στα μεταλλεία χαλκού της Παλαιστίνης. Μεταβαίνει στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια όπου εκεί τον περιμένει ο θρίαμβος του μαρτυρίου.
O δικαστής Ιεροκλής (και άρχοντας της Αιγύπτου) δεν περιορίζεται στην εκτέλεση της αυτοκρατορικής διαταγής (θυσία των κατοίκων στα είδωλα), αλλά παραδίδει χριστιανές παρθένους σε πορνοτρόφους να τις ρίξουν στην ασέλγεια. O Aιδέσιος ελέγχει τον Ιεροκλή με τα λόγια του, αλλά και τον γρονθοκοπά με τα ίδια του τα χέρια, τον πληγώνει και τον ρίχνει κάτω, θέλοντας έτσι να τον αποτρέψει από το να προσβάλλει τις δούλες του Θεού. Οι στρατιώτες του ηγεμόνα τον συλλαμβάνουν, τον βασανίζουν και τέλος τον καταβυθίζουν στη θάλασσα, όπως τον αδελφό του Aμφιανό.
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ὁ Μάρτυρας
Ὡς κλῆμα τμηθεὶς Πολύκαρπος Κυρίου,
Τὸν καρπὸν οὕτω πλείονα Χριστῷ φέρει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύκαρπος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὄντας Χριστιανὸς καὶ ἔχοντας πολὺ ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, παρατηρώντας κάθε ἡμέρα τοὺς φυλακισμένους νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ δοκιμάζονται μὲ διάφορα βασανιστήρια, δὲν ἄντεχε νὰ ὑπομένει.
Καὶ ὅταν κάποια μέρα εἶδε τὸν ἄρχοντα νὰ κάθεται καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων νὰ χύνεται σὰν νερό, ἀφοῦ στάθηκε μπροστά του, τὸν ἔλεγξε καὶ εἶπε: «Γιατί τόσο πολὺ λησμόνησες τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκόρεστε σκύλε, καὶ κομματιάζεις τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοεθνεῖς ἀνθρώπους μὲ τὰ ξίφη σὰν ξύλα, ἐπειδὴ κηρύττουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἐλέγχουν τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως καὶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ;».
Ἐξαιτίας αὐτῶν καὶ ἐπειδὴ ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε. Καὶ ἀφοῦ μέχρι τέλους εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὰ χείλη, ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Νικομηδείᾳ ἀσκήσας
Έφιππος άλα Γρηγόριε καθάπερ,
Xέρσον διήλθες, ω τεραστίου ξένου!
Ο Όσιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1190 μ.Χ. και καταγόταν από τα μέρη Βιθυνίας.
Ο Γρηγόριος, από παιδί έζησε ζωή σύμφωνα με τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου. Στις σπουδές του αναδείχτηκε ευφυέστατος και επιμελέστατος. Τη μάθηση του αυτή χρησιμοποίησε για την Εκκλησία και για την πνευματική οικοδομή του πλησίον.
Μετά από καιρό ο Γρηγόριος αποσύρθηκε σ' ένα από τα πιο φημισμένα μοναστήρια της εποχής του. Εκεί έλαμψε με την αρετή του. Αλλά μερικοί φθονεροί μοναχοί τον συκοφάντησαν, ότι δήθεν έκλεψε ιερά σκεύη της Μονής. Η αθωότητα του αποδείχτηκε, αλλά ο Γρηγόριος έφυγε από το μοναστήρι εκείνο και πήγε σ' άλλο, οπού μόναζε και ο αδελφός του.
Εκεί ο Γρηγόριος ανέπτυξε ακόμα περισσότερο τις γνώσεις και τις αρετές του, με αποτέλεσμα να τον κάνουν Ιερέα. Κατόπιν πήγε σ' ένα διπλανό χωριό, όπου με τις γνώσεις και την μεγάλη του πνευματικότητα, βοηθούσε τους συνανθρώπους του. Ο σατανάς, μέσω των οργάνων του, του έστησε πολλές παγίδες. Αλλά ο Γρηγόριος, με τη χάρη του Θεού, τις ξεπέρασε άθικτος.
Πέθανε σε ηλικία 50 χρονών την 2α Απριλίου 1240 μ.Χ., αφού αγωνίστηκε με τις γνώσεις του για τον πλησίον μέχρι τελευταίας του πνοής.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενομάρτυς
Σεμνή, καλή τε ἡ Θεοδώρα οὖσα,
Δῶρον προσήχθη εὐάρεστον Κυρίῳ.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Σὲ ἡλικία δεκαεπτὰ χρόνων, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τῆς Παλαιστίνης, Οὐρβανό, ποὺ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Κατὰ συνέπεια αὐτοῦ τὴν χτύπησαν στὰ πλευρὰ καὶ στὸ στῆθος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκε, κλείσθηκε φυλακή.
Ὁ δεσμοφύλακας εἶχε διαταγὴ ὄχι μόνο νὰ τὴν φυλάσσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, παρὰ μόνο νὰ μεταφέρονται σὲ αὐτὴν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν τροφή, μέχρις ὅτου ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ θυσιάσει στοὺς λεγόμενους Θεούς.
Μετὰ τὸ πέρασμα πολλῶν ἡμερῶν βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἐξαναγκαζόταν νὰ θυσιάσει στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα δὲν ἀνεχόταν οὔτε νὰ τὸ ἀκούσει. Γι’ αὐτὸ τιμωρήθηκε χωρὶς ἔλεος καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ἡ Ἁγία Εὔα ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα
Ἡ Ἁγία Ὀσιοπαρθενομάρτυς Εὔα ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἡγούμενη τῆς μονῆς Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτερης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπὸ τῆς Ὁσίας Εὔας τῆς Πρεσβυτέρας († 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καὶ Ὄσγουϊ.
Τὸ ἔτος 870 μ.Χ., κατὰ τὴν διάρκεια εἰσβολῆς Δανῶν πειρατῶν στὶς ἀκτὲς τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ζωῆς της ἀλλὰ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἁγνότητάς της καθὼς καὶ τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στὸν περίβολο τῆς μονῆς, συγκέντρωσε τὶς μοναχὲς στὸ ἡγουμενεῖο καὶ μετὰ ἀπὸ συγκινητικὲς συμβουλὲς ἀπέκοψε μὲ λεπίδα τὴν μύτη καὶ τὸ ἄνω χεῖλος της. Τὴν πράξη αὐτὴ μιμήθηκαν ὅλες οἱ ἀδελφές. Οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στὸ χῶρο ὅπου οἱ μοναχὲς ἦταν συναγμένες, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἕνα φρικιαστικὸ θέαμα. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ πυρπολήσουν τὴν μονὴ καὶ νὰ κάψουν ζωντανὴ τὴν Ὁσία Εὔα μαζὶ μὲ ὅλες τὶς μοναχές.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Μαζκουερέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σουρώζ
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κριμαία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουρώζ, τὸ σημερινὸ Σουδάκ. Ὅτι γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν ἔχει σωθεῖ σὲ ὑποσημειώσεις σὲ ἕνα ἑλληνικὸ Μηναῖο τοῦ 12ου αἰῶνος. Πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Σουρὼζ ὑπάρχει ἕνα ὄρος, τὸ ὁποῖο καλεῖται Ἅγιος Σάββας, ὅπου διατηροῦνται τὰ ὑπολείμματα μιᾶς ἐκκλησίας καὶ μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ προφανῶς ὁ Ἅγιος πέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε καὶ τὸ ἔτος 1872 βρέθηκε μία εἰκόνα του.
Σύναξη της Παναγίας Ρόδον το Αμάραντον στο Αμύνταιο