Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΔΕΥΤΕΡΑ 8 ΜΑΪΟΥ 2023


Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου του Ιωάννου του Θεολόγου)


Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.


Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι

Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας


Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐδὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Ρώμη, στὴν ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἦταν διάκονος, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὶς ποικίλες ἀρετές του. Διῆλθε τὴ ζωή του μὲ τὴν προσευχή, τὴν λατρευτικὴ ζωή, τὴν μελέτη καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἔμαθε καὶ τὴν «ἄγνωστον γνώσην». 

Τὴ γνώση, δηλαδή, ποὺ δὲν μπορεῖ νά γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κεκαθαρμένη καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐντρύφησε μὲ τὴν μελέτη καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἄριστος παιδαγωγός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ καὶ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου, προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο ὡς διδάσκαλος τῶν υἱῶν του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές, τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου καὶ ἐτιμάτο ὡς βασιλοπάτωρ, ὅπου ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ ἤθους του. Ἀποφεύγοντας τοὺς θορύβους τῆς πόλεως καὶ τὸν πολυτελὴ βίο στὰ ἀνάκτορα, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ὑψηλά του καθήκοντα καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὁδὸ σωτηρίας. Οἱ παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου εἰσακούσθηκαν καὶ μία ἡμέρα ἄκουσε ὑπερκόσμια φωνή, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο. 

Εὐθὺς ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λαμπρά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ μεταμφιέσθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο, εἰσῆλθε σὲ Σκήτη καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Ἡ ὑπεροχή του κατὰ τὴ μόρφωση καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές του, τὸν ἀνέδειξαν σὲ πνευματικὸ προεστώτα μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του στὴν ἔρημο. 

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὶς πόλεις προσέρχονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία του, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ ἐπὶ θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς πεῖ κάποιο λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Τότε ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοὺς ρώτησε: «Ἐὰν σᾶς πῶ κάποιο λόγο, θὰ τὸν ἐφαρμόσετε;». Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ναί, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκούετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε σὲ αὐτόν».

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στὴν καθημερινή του ζωὴ τὸ λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν».

Ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνικότητα καὶ τὶς συχνὲς βαρβαρικὲς εἰσβολὲς καὶ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχὴ καὶ τὸν καθαρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴ Σκήτη καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῶν μαθητῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ζωΐλου κατέφυγε στὴν Πέτρα, κοντὰ στὴν Μέμφιδα, καὶ μετὰ στὴν Κανώπη, ἐκεῖ ὅπου τὸ 445 μ.Χ. κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιὸν τόπο καὶ πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε:

«Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἐνδεικτικὴ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ Ὁσίου καὶ λέγει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».

Ἀξιοσημείωτα εἶναι τὰ τρία ἀποφθέγματα τὰ ὁποῖα μᾶς ἄφησε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος. Πρώτον, ἡ ὑπενθύμιση, ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ξεχάσει ποτὲ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν θέωση, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ζωῆς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δεύτερον, τὸ «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπης με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν». 

Δηλαδή, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πολὺ ἁμαρτωλό, αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἔχει κάνει κανένα καλὸ στὴ ζωή του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Τρίτον, ἡ συμβουλὴ «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». 

Δηλαδή, μᾶς προτρέπει ὁ Ὅσιος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅλη τὴ σπουδὴ μας πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Θεό, διότι ἐὰν αὐτὴ ἐνεργεῖται καθαρά, θὰ νικήσουμε τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Τὴν παραπάνω συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τὴν ἀναφέρει πολλὲς φορὲς στοὺς λόγους του ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεὶς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγῳ ἐμπρέπων πρακτικῷ, καὶ σοφίᾳ ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα

Καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε·

Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότητος

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ἡσυχίας, φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.

Ὁ Ὅσιος Μῆλος (ἢ Μαλλός) ὁ Ὑμνωδός

Eκστάντα Mήλην υμνοποιόν εκ βίου,
Yμνείν λόγοις δίκαιον ως εμός λόγος.

Οἱ Συναξαριστὲς δὲν παρέχουν καμία πληροφορία περὶ τοῦ Ὁσίου Μήλου. Ἔχουμε μόνο τὸ δίστιχο ποὺ διασώθηκε γι’ αὐτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μελωδός.

Ἡ Ἁγία σπείρα Στρατιωτῶν οἱ Μάρτυρες

Xριστοφρονούσα σπείρα τέμνεται κάρας,
Xριστοκτονούσαν σπείραν ου μιμουμένη.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ανάμνηση Θαύματος της Υπεραγίας Θεοτόκου στην πόλη Κασσιόπη


Το θαύμα αυτό έγινε περίπου το 1530 μ.Χ. και πρόκειται για τη θεραπεία των ματιών κάποιου νεαρού Στεφάνου, που είχε τιμωρηθεί άδικα με τύφλωση.

Ἡ Ἁγία Αὐγουστίνη ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Βυζαντίῳ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Αὐγουστίνης.

Όσιος Αρσένιος Βαρνακοβίτης


Ζηλωτὰ Ἀγγέλων, Ἀρσένιε μάνδραν,
ἀτρύτοις πόνοις ἤγειρας τῇ Παρθένῳ.

Ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης γεννήθηκε το πρώτο μισό του 11ου αιώνα μ.Χ., πιθανότατα στο χωριό Καρυά του Νομού Φωκίδας. Είναι ο ιδρυτής της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας στη Δωρίδα της Φωκίδας (1077 μ.Χ.).

Το ασκητήριο του Οσίου Αρσενίου, σώζεται μέχρι σήμερα σε μία δύσβατη αλλά πανέμορφη θέση βορειοδυτικά της Βαρνάκοβας. Έχει διαμορφωθεί σε ναΰδριο για να παραμένει για πάντα τόπος προσευχής. Το Ιερό Βήμα βρίσκεται στο βάθος του σπηλαίου (πρέπει να κατέβης 15 σκαλοπάτια μέχρι την Αγία Τράπεζα), ενώ από την είσοδο του σπηλαίου και προς τα έξω, είναι κτισμένος ο κυρίως ναός. Κατά θαυμαστό τρόπο, όταν τελείται η Θεία Λειτουργία, καθ’ όλη την διάρκειά της, από την οροφή του σπηλαίου στάζει Αγίασμα. Έξω από το σπήλαιο και δεξιά του ναού, υπάρχει μικρή δεξαμενή, που μάλλον συγκέντρωνε τα νερά της βροχής. Η θέα είναι καταπληκτική, και το τοπίο υποβλητικό. Τόπος ησυχίας, γαλήνης και ψυχικής ανατάσεως.

Ο Όσιος Αρσένιος ο Βαρνακοβίτης εκοιμήθη το 1111 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐραστὴν ἡσυχίας Βαρνακόβης τὸν κτίτορα, τὸν λαμπρὸν φανὸν εὐσεβείας, καὶ ἀζύγων κοσμήτορα, Ἀρσένιον τιμήσωμεν πιστοί, μιμούμενοι αὐτοῦ τὴν ἀκραιφνῆ, πρὸς τὸν Κύριον ἀγάπην, καὶ μελιχροῖς τοῖς ὕμνοις ἐκβοήσωμεν· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀκέστορα θερμόν, πιστοῖς δωρήσαντι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. Δ΄ Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡραιωθείς, ταῖς καλλοναῖς τῆς σῆς ἀσκήσεως, καὶ καθαρθείς, σεπτῶν δακρύων σου τοῖς χεύμασι, λύχνος ὤφθης μονοτρόπων καὶ κοσμιότης, καταυγάζων ἀρετῶν σου τοῖς πυρσεύμασιν, ἀσκητὰ τῆς Βαρνακόβης ἱερώτατε, τοὺς κραυγάζοντας· Χαίροις μάκαρ Ἀρσένιε.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθος τὸ ἐκβλαστῆσαν, παρ’ὑδάτων ἐξόδους, Ἀρσένιε ἐπώμφθης ἐν κόσμῳ, ἀρετῶν σου γὰρ πάντας ὀσμαῖς, καὶ καρποῖς νηστείας ἀσκητῶν πρόβολε, ἡδύνεις τοὺς τιμῶντάς σε, καὶ γλώττῃ καθαρᾷ βοῶντας·

Χαῖρε, τερπνὸν τῆς Δωρίδος δένδρον·
χαῖρε, σεπτὸν Βαρνακόβης εὖχος.
Χαῖρε, ἀκτησίας κανὼν καὶ ὑπόδειγμα·
χαῖρε, ἀσιτείας λαμπρὸν στηλογράφημα.
Χαῖρε, φίλος γνησιώτατος, τῆς Μητρὸς τοῦ Λυτρωτοῦ·
χαῖρε, ξῖφος τὰ φρυάγματα, διακόψαν τοῦ ἐχθροῦ.
Χαῖρε, ὅτι ἐδείχθης ὁσιότητος κέρας·
χαῖρε, ὅτι ἐδέχθης ἀφθαρτότητος γέρας.
Χαῖρε, μονὴν τῇ Παρθένῳ ὁ κτίσας·
χαῖρε, ἀχλὺν τῶν παθῶν ὁ σκορπίσας.
Χαῖρε, πιστῶν ἀῤῥαγὴς προστασία· χαῖρε, πολλῶν μοναστῶν εὐθυμία.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ νηστείαις καὶ προσευχαῖς, ὕψος προσεγγίσας, δυσαντίβλεπτον ἀρετῶν, χαίροις Βαρνακόβης, τῆς περιδόξου μάνδρας, θειότατος δομήτωρ, μάκαρ Ἀρσένιε.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1570. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του στὶς 8 Μαΐου καθιερώθηκε, λόγω τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὸ 1785, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔφεραν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται σήμερα.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας

 
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, λάτρης τῆς ἐργασίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία. Δὲν ξεκουραζόταν καθόλου καὶ προσευχόταν διαρκῶς, τρώγοντας μόνο ἐλάχιστα στὴν δύση τοῦ ἡλίου. Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐργασία, ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ὡξέρρης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 387 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴ Βιέννη μετὰ τὸ 193 μ.Χ.

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανός

Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανὸς τοῦ Βολοκολάμκ, ἱδρυτὲς τῆς μονῆς τοῦ Σέστριν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Σέστρα, ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μονῆς Σέστριν.

Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Κέρκυρα


Στην περιοχή Φιγαρέτο Κανονίου Κέρκυρας βρίσκεται η Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας. Η Μονή πρέπει να υφίσταται πριν του έτους 1706 μ.Χ. Πέρασε μια περίοδο κρίσεως όπου «βαθμηδόν περιήλθεν εις πτώσιν και ερήμωσιν». Το 1850 μ.Χ. μαρτυρείται ως κτήτωρ αυτής «Ηλίας τις Χ». Τότε την αγόρασε ο Ηπειρώτης ιερομόναχος Γεννάδιος, ο οποίος την ανακαίνισε εκ βάθρων και εγκατέστησε τρεις μοναχές. Έκτοτε η Μονή κατέστη πυρήνας γυναικείου μοναχισμού.

Κατά τον 20ο αιώνα μ.Χ. προσαρμόστηκε ως μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς.

Από το έτος 1991 μ.Χ. με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών μετετράπη σε ανδρώα Μονή.

Η Μονή διαθέτει μεταβυζαντινές εικόνες, αργυρά σκεύη και κανδήλες και μία περίχρυση λειψανοθήκη με λείψανα αγίων μαρτύρων. Να σημειωθεί ότι η Μονή ευρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου. Στον κήπο της παλαιότερα βρέθηκαν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Η Μονή εορτάζει την 8η Μαΐου, σε ανάμνηση της θαυματουργικής αναβλέψεως του τυφλού Στεφάνου, το οποίο τέλεσε η Παναγία στον ομώνυμο ναό της, στο χωριό της Κασσιώπης κατά το έτος 1530 μ.Χ.

Ιστορία θαύματος

Το 1530 μ.Χ., στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ένας τίμιος νέος, ο Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του. Στον δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έτσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά.

Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, που μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Η παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό και θέλησε να κλέψει το αλεύρι. Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο και παρά την άρνηση του εκείνοι όταν πλησίασε η λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν και άρπαξαν το αλεύρι.

Οι νεαροί, δαρμένοι και κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους και διηγήθηκαν το επεισόδιο. Ύστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οι στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητά του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε και τον καταδίκασε. Όταν τον ρώτησε ποια τιμωρία προτιμά, να του κόψουν τα χέρια ή να του βγάλουν τα μάτια εκείνος περίλυπος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή. Με θρήνους και οδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε η φοβερή απόφαση. Ο Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του.

Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη η παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον οποίο περνούσε πλήθος λαού και προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα. Ο Στέφανος αποφασίζει και πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου και θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους.

Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή εικόνα και παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του. Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην εκκλησία. Η μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους.

Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δύο χέρια να τον ακουμπούν και να ψηλαφούν τις κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως και αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει. Και τότε Βλέπει μπροστά του μία γυναίκα λαμπροφορεμένη και λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι ύστερα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ο Στέφανος και βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του και τη ρωτάει ποιος άναψε τα καντήλια και εκείνη του λέει να σωπάσει νομίζοντας πως το παιδί της ονειρεύεται. Όταν όμως ο Στέφανος επέμενε, η μητέρα του ανασηκώθηκε και κοίταξε με ανησυχία και λαχτάρα το πρόσωπό του και έζησε ένα ολοζώντανο θαύμα: οι κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δύο γαλανά μάτια, ενώ, πριν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα!

Αμέσως, μητέρα και γιός ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Υπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβασή της. Από τον θόρυβο ανησύχησε ο νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Το ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν᾿ αναγγείλει το γεγονός. Όταν το άκουσε ο διοικητής Μπάιλος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. 

Είδε τα νέα μάτια στις κόγχες τους και θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, και το σημάδι στα βλέφαρά του από το πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του όμως ο διοικητής είχε και κάποια αμφιβολία. Γι’ αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, ζήτησε από τον δήμιο να του δείξει τα μάτια που αφαίρεσε. Πράγματι ο δήμιος του έδειξε τα μάτια που τα είχε μέσα σε μια λεκάνη και μάλιστα ήταν μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά που είχε τώρα ο Στέφανος. Η αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο και πειστικό τρόπο. Κι ο ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη και τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα και ανακαίνισε μ᾿ επιμέλεια τον περίβολο του ιερού ναού της Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εἴς Μονήν Κασσωπίτρας, ἐν Κερκύρᾳ προστρέχομεν, σοῦ τήν σεβάσμιαν εἰκόνα, Θεοτόκε ἀσπάσασθαι. Στεφάνῳ τυφλωθέντι ἐν ὁδῷ, δεδώρησαι καινούς γάρ ὀφθαλμούς, νῦν δέ ὄμματα φωτίζεις τῶν καρδιῶν, λαμπρύνουσα τούς ᾄδοντας. Χαίροις ἡ θεία πύλη τοῦ φωτός, χαίροις ζωῇς ἡ τράπεζα, χαίροις τοῦ Κανονίου ὁ λιμήν, εἰρήνης τό ἐπίνειον.

Μεγαλυνάριον
Θαῦμα πολυθαύμαστον καί φρικτόν, ξένον τερατῶδες, ὅτι Στέφανος ὁ τυφλός, ὄψεως ἑτέρας ὀμμάτωσιν λαμβάνει, παρά της Θεοτόκου, ἥν μεγαλύνομεν.

Σύναξη της Παναγίας της Κασσωπίτρας στην Άρτα



Η Εικόνα της Κασσωπίτρας

Το όνομά της η Κασσωπίτρα το πήρε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ, από την Παναγία την Κασσιώπη της Κέρκυρας (βλέπε 8 Μαΐου), που την τιμούσαν οι Κερκυραίοι σαν θαυματουργή, επειδή έδωσε το φώς σ΄ένα Στέφανο «αδίκως τυφλωθέντα». Ο Ανδρέας Μουστοξύδης στον «Ελληνομνήμονα» και ο Σπ. Λάμπρος στον «Νέο Ελληνομνήμονα» γράφουν. «Εν Κερκύρα η Παρθενομήτωρ τιμάται υπο την επωνυμία Κασσωπαία η κοινώς Κασσοπίτρα, ης η προσκύνησις μετέβη και εις τινά της Ηπείρου, οίον την Άρταν και εις τινάς νήσους. Επωνομάσθη δε ούτως από της Κασσιώπης, λιμένος εν ώ κείται η εκκλησία, ωκοδομημένη επί των ερειπίων του περιδόξου ναού του Διός του Κασσίου».

Η εικόνα της Κασσωπίτρας της Άρτας θεωρείται θαυματουργή. Η παράδοση αναφέρει πως έδωσε το φώς σε κάποιον που τύφλωσαν οι Τούρκοι. Σε αυτήν κατέφευγαν και οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή για να τους υποδείξει που βρίσκονται οι χαμένοι συγγενείς τους.

Είναι κρυπτοεπτανησιακής τεχνοτροπίας και παριστάνει την Παναγία ένθρονη στον τύπο της Δεξιοκρατούσας να βαστά το βρέφος Χριστό πάνω σε μαξιλάρι. Ο Χριστός με το δεξί του χέρι ευλογεί ενώ με το αριστερό βαστάζει την σφαίρα (που συμβολίζει την γή, άρα Παντοκράτωρ). Δύο άγγελοι επί νεφών καθήμενοι βαστάζουν ταινία πάνω από το κεφάλι της Παναγίας με δυσδιάκριτη όμως επιγραφή. Η εικόνα θυμίζει ανάλογες εικόνες της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς γνωστές με την ονομασία «ο Γλυκασμός των Αγγέλων».

Ιστορικά στοιχεία για τον ναό

Ο μικρός ναός της Κασσωπίτρας βρίσκεται στην πλατεία Μονοπωλείου. Είναι ξυλόστεγος, μονόκλιτος (βασιλική).

Το ιστορικό εκκλησάκι της Κασσοπίτρας χτίστηκε, σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, στα 1732 μ.Χ. και γκρεμίστηκε το 1818 μ.Χ., όταν έπεσε πάνω του μεγάλο κυπαρίσσι που ήταν στον περίβολο του. Η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1920 μ.Χ. Τότε ευσεβείς χριστιανοί ξανάχτισαν την Κασσοπίτρα και μετέφεραν την εικόνα της στο νέο εκκλησάκι.

Η σημερινή εκκλησία έχει εντοιχισμένη δεξιά από την είσοδό της μια μαρμάρινη πλάκα (θωράκιο) με σκαλισμένο ένα μεγάλο σταυρό μέσα σε κύκλο. Στο εξωτερικό μέρος της εισόδου βρίσκεται ένα μεγάλο κομμάτι μαρμάρου με στρογγυλή βάση, που στενεύει στη μέση και καταλήγει σε κοίλωμα. Υπάρχουν οι εξής εκδοχές για την προέλευση αυτών των μαρμάρων. Ότι το μάρμαρο με το κοίλωμά προέρχεται από αρχαίο αναβρυτήριο (συντριβάνι). Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τα μάρμαρα προέρχονται από μια μεγάλη εκκλησία που υπήρχε παλιότερα στην ίδια θέση και είχε πολλά μάρμαρα και αγιογραφίες. Οι παλιότεροι Αρτινοί λένε ότι όταν οι εργάτες έσκαβαν για να τοποθετήσουν τους σωλήνες της ύδρευσης, εύρισκαν ξύλα και σοβάδες με ζωγραφιές, σε αρκετή απόσταση από το σημερινό εκκλησάκι. Ίσως λοιπόν τα δύο αυτά μάρμαρα να προέρχονται από αυτό τον καταστραμμένο ναό.

Υπάρχει όμως και η άποψη ότι το μάρμαρο με το κοίλωμα να προέρχεται από αρχαίο ναό στον οποίο το χρησιμοποιούσαν για να ανάβουν θυμίαμα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι γύρω από την σημερινή Κασσοπίτρα και σε αρκετό βάθος, υπάρχουν μεγάλες πέτρες από θεμέλια μεγάλων αρχαίων κτιρίων.

Άλλα ιστορικά στοιχεία για την εκκλησια της Κασσωπίτρας.

Στην θέση της λειτουργούσε Κρυφό σχολείο. Εκεί δίδαξε στον Σκουφά τα ελληνικά γράμματα ο Ντούιας, όπως γράφει ο Γούδας στους «Παράλληλους Βίους» του.

Στον περίβολο του ναού θάφτηκαν πολλοί από τους επαναστάτες (κυρίως από το Πέτα), που σκοτώθηκαν στην μάχη της Άρτας, τον Νοέμβριο του 1821 μ.Χ., όπως γράφει ο Ξενόπουλος στο «Δοκίμιό» του. Επίσης βρέθηκαν εκεί και ακέφαλοι σκελετοί. Ίσως να έθαψαν εκεί όσους αποκεφάλιζαν οι Τούρκοι στην πλατεία του «Μονοπλιού».