Ἠθλησε καὶ ζῶν, καὶ θανὼν Διομήδης,
Προαιρέσει ζῶν, καὶ νεκρὸς τομῇ κάρας.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ νέκυς ἐτμήθη Διομήδους.
Καὶ ὅπως ὁ Κύριος, ὁ Ἰατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, «ἐλάλει αὐτοὶς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο», μιλοῦσε δηλαδὴ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη θεραπείας, ἔτσι καὶ ὁ Διομήδης, μιμούμενος τὸν Κύριό του καὶ Θεό του, ἐξασκοῦσε ἀφιλοκερδῶς καὶ φιλάνθρωπα τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα.
Ὁ νεκρὸς εἰσδὺς ἔσχατον τὴν σινδόνα.
Εἰς τὸ Κεράμιον.
Ἀχειρότευκτον χειρότευκτος σὸν τύπον.
Φέρει κέραμος παντοτεῦκτα Χριστέ μου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὴν θεαυγῆ, τῆς σῆς Μορφῆς ἐμφέρειαν, ζωαρχικάς, μαρμαρυγὰς ἀστράπτουσαν, ἐξ Ἐδέσσης ἐδεξάμεθα, ὥσπερ φορέα πάσης δόσεως· Σὺ γὰρ τὴν σὴν εἰκόνα μορφωσάμενος, αὐτὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἀνήγαγες, ὁ μόνος ὑπάρχων πολυέλεος.
Μεγαλυνάριον.
Ἦκεν ἐξ Ἐδέσσης ἡ σὴ Εἰκών, ἐν τῇ βασιλίδι, κομισθεῖσα περιφανῶς, καὶ τῆς σῆς προνοίας, ἐκλάμπει τὰς ἀκτῖνας, ἡλιακὸς ὡς δίσκος, ἡμῖν Φιλάνθρωπε.
Αεικίνητον δ’ εύρε των άνω δρόμον.
Συνέβη κάποτε να έρθει κάποιος αγάς στην περιοχή τους για να συγκεντρώσει τον φόρο του χαρατσιού. Ο αγάς αυτός ήταν πολύ καταπιεστικός στη συλλογή του φόρου, αυθαιρετούσε, καταδυνάστευε και αδικούσε τους Χριστιανούς. Απελπισμένοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπία στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, μήπως κι εύρουν το δίκιο τους.
Μεταξύ των μελών της αντιπροσωπίας ήταν και ο Σταμάτιος. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στον Βεζύρη και άρχισαν να του παραπονιούνται για τις αδικίες του αγά.
Ο Βεζύρης όμως , επειδή ήταν φίλος με τον φοροεισπράκτορα, διέταξε να τους πετάξουν έξω σπρώχνοντάς τους και χτυπώντας τους. Ορισμένοι από την αντιπροσωπία, μεταξύ αυτών και ο άγιος, διαμαρτύρονταν έντονα και φώναζαν για την αδικία που γινόταν.
Τότε κάποιοι παριστάμενοι Τούρκοι αξιωματούχοι, φίλοι του αγά, τον ξεχώρισαν και τον πήγαν στον Βεζύρη ψευδομαρτυρώντας και συκοφαντώντας τον άγιο ότι είχε γίνει τούρκος και τώρα εμφανίζεται ως χριστιανός. Ο άγιος φυσικά αρνήθηκε εντονώτατα μπροστά στον Βεζύρη την κατηγορία. Εκείνος όμως τον έστειλε στον αρμόδιο γι’ αυτές τις υποθέσεις κριτή, όπου ανακρινόμενος ο άγιος και πάλι αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο δικαστής τότε του λέει: «Κι αν δεν έγινες, γίνε τώρα». Ο άγιος μάρτυρας με μεγάλη φωνή του απάντησε: «μη γένοιτο να γίνω τόσο ανόητος και ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου. Καλύτερα να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό μου, παρά να ζω σ’ αυτόν τον κόσμο με μύριες απολαύσεις και δόξες».
Ο δικαστής βλέποντας τη σταθερότητα του μάρτυρα τον έστειλε στον Βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε με πολλούς τρόπους, κολακείες, υποσχέσεις, τιμές και αξιώματα να μεταπείσει τον μάρτυρα. Μέχρι και υπασπιστή του υποσχέθηκε να τον κάνει. Ο άγιος για δεύτερη φορά με δυνατή φωνή σταθερά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό λέγοντας: «Εγώ πλούτο και δόξα και τιμή έχω τον Χριστό μου, ο οποίος μου έχει κατοικία στους ουρανούς, δόξα και ζωή αιώνια. Οι δικές σου τιμές και δόξες είναι φθαρτές και μάταιες και γρήγορα χάνονται μαζί με εκείνους που τις επιδιώκουν».
Ο Βεζύρης διέταξε να φυλακιστεί και να βασανιστεί. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να τον φέρουν πάλι μπροστά του, όπου ξανά προσπάθησε με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσει. Ο μάρτυς για τελευταία φορά του απάντησε: «Ακόμα και με μύριους θανάτους να με καταδικάσεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να βασανίζομαι για το όνομά Του σε όλη μου τη ζωή».
Τότε ο βεζύρης οργισμένος τον παρέδωσε στον έπαρχο να τον θανατώσει. Τον αποκεφάλισαν στις 16 Αυγούστου 1680 μ.Χ. ημέρα Δευτέρα, μπροστά στο βασιλικό παλάτι, στην Αγία Σοφία.
Μαρτύριο του Αγίου, που συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος ο Αγιορείτης το 1680 μ.Χ., βρίσκεται στον υπ' αριθμ. 805 Κώδικα της Μονής Βατοπεδίου, φ. 12α-14.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ὁ μάρτυς Σταμάτιος ἐν τῆ ἀθλήσει αὐτοῦ, ἡμᾶς συνεκάλεσε μέλψαι την μνήμην αὐτοῦ, την θείαν ἐν ἄσμασιν, οὗτος γάρ ὁ γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, ἤσχυνε τούς τῆς Ἄγαρ ἀσεβεῖς ἀποτόμως, διό καί διά ξίφους ἀπήλειφε.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος»; Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη».
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Στὴν συνέχεια μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἐπισκόπου Ὠρωποῦ, σπούδασε στὴν Ἀθῆνα καὶ ἐν συνεχείᾳ ξαναγύρισε πίσω καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, τὴν θέση ἀνέλαβε ὁ Τιμόθεος ὁ ὁποῖος κάνοντας παρὰ πολὺ μεγάλο, τόσο πνευματικὸ ὅσο καὶ ὑλικὸ ἔργο, ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ἀργότερα ἐκλέχθηκε καὶ ἀρχιεπίσκοπος Εὐρίπου (Χαλκίδος).
Οἱ δυσκολίες ὅμως τὸν ἐξανάγκασαν νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ καταφύγει τὸ 1575, στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὸν Κάλαμο. Ἐν συνεχείᾳ ἀναχώρησε γιὰ τὸ ὄρος τῆς Πεντέλης ὅπου τὸ 1578 ἔχτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης.
Τὸ 1590 πῆγε στὴν Κέα ὅπου στὶς 16 Αὐγούστου, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του. Ἡ ἁγία κάρα του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Καλάμου κοσμήτωρ καὶ Εὐρίπου διδάσκαλος, καὶ Μονῆς Πεντέλης δομήτωρ, Ἱεράρχα Τιμόθεε, ἐδείχθης εὐδοκίᾳ θεϊκῇ, ὡς πλήρης οὐρανίων δωρεῶν· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχην τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον
Καὶ τῶν Ὁσίων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνυμνοῦμέν σε ἡ ποίμνη σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς κτίτωρ τῆς Μονῆς Πεντέλης ἔνθεος
Ταύτην σκέπε ἐκ παντοίων περιστάσεων,
Ἵνα κράζῃ σοι, χαίροις Πάτερ Τιμόθεε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Καλάμου θεῖος βλαστός, πρόεδρος Εὐρίπου, καὶ Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ Πεντέλης, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ μέγας ἀντιλήπτωρ, Πάτερ Τιμόθεε.
εὐχὴν εἰργάσω ἐν Ἄθωνι ἀόκνως.
Ο
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε το έτος 1898 μ.Χ. (κατά άλλους στις
12 Φεβρουαρίου 1897 μ.Χ.) στο χωριό Λεύκες της Πάρου. Η Πάρος είναι ένα
μικρό και ήρεμο νησί των Κυκλάδων. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και
αναγκάζονταν να εργάζονται πολύ για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ο
πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και πέθανε πολύ νωρίς. Η μητέρα του
Μαρία ανέλαβε την προστασία όλης της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν
ευλογημένη ψυχή και είχε απλότητα και ακεραιότητα χαρακτήρος και πήγαινε
πολύ συχνά στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί, αλλά και για να
περιποιηθεί τον Ιερό ναό.
Όταν ο μικρός Φραγκίσκος - αυτό ήταν το
κοσμικό όνομα του Οσίου Ιωσήφ - έφυγε για να γίνει μοναχός η μητέρα του
είπε στους συγγενείς της:
«Το γνώριζα πως θα γίνει μοναχός από
την γέννησή του. Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου και ήμουνα ακόμη στο
κρεββάτι με το μωρό δίπλα φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του
σπιτιού και ένας φτερωτός και πολύ ωραίος νέος, που μόλις μπορούσα να
τον αντικρύσω από την πολλή λάμψη του, κατέβηκε και στάθηκε πλάι στο
μωρό μου και άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό να το πάρει. Όταν εγώ
διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, "Τί κάνεις καλέ; θα μου πάρεις το μωρό μου;"
Εκείνος επέμενε ότι για τον σκοπό αυτό ήρθε και αυτή είναι η απόφαση.
Και για να με βεβαίωση, μάλιστα μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη
μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο
Άγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το
μωρό. Από τότε πίστευα, έλεγε η μητέρα του Μαρία, ότι κάποτε ο
Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό».
Ο Όσιος ως την εφηβική του
ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις
διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε για τον Πειραιά, όπου
εργαζότανε ως μικροέμπορος. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών κέντρο της
εργασίας του ήταν η Αθήνα. Ήταν πολύ δραστήριος, αλλά απέφευγε την
πονηρία και την αδικία.
Τότε άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία.
Μεγάλο ενθουσιασμό προκαλούσαν σε αυτόν οι βίοι των μεγάλων ασκητών. Την
απόφασίν του για τον μοναχισμό την πήρε ύστερα από το ακόλουθο όραμα:
«Ένα
βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με
πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο
παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και για τούτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μού
αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι
θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από
κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μού
είπαν· "από εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ". Και μετά με πήγαν να
προσκυνήσω τον Βασιλέα.
Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και
άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ή να
σκεφθώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός.
Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από
τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και
εξωτερικά άλλαξε» (Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ
Ἥσυχαστης, σελ. 39).
Έτσι πήρε την απόφαση και έφυγε για το Άγιον
Όρος. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος
Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Από τον
Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος ήταν ευλαβής και συνετός άνθρωπος, έλαβε μεγάλη
βοήθεια. Δεν έμεινε όμως μαζί του, διότι αγαπούσε την αυστηρότερη
ησυχαστική ζωή.
Σε μια πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος
στην κορυφή του Άθωνα, γνώρισε τον Γέροντα Αρσένιο. Έκτοτε ο π. Αρσένιος
έγινε ο μόνιμος συνασκητής του και δεν χώρισαν ποτέ πλέον.
Υποτάχθηκαν
στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα
Κατουνάκια. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για την Σκήτη
του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη άσκηση.
Μετά την κοίμηση του
Γέροντος Εφραίμ άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνας. Η άσκηση τους
ήταν η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή. Κυριότερο όμως έργο
αποτελούσε γι’ αυτούς η νήψη και ο εγκλεισμός του νοός στην καρδιά.
Το
έτος 1938 μ.Χ. μαζί με τον π. Αρσένιο μετακόμισαν στις απόκρημνες
σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Σε ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και
Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και
μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το έτος 1947 μ.Χ.
Σε
αυτό το ταπεινό σπήλαιο του Τιμίου Προδρόμου ασκήθηκαν και ετοιμάσθηκαν
τα πνευματικά του παιδιά και έγιναν έπειτα ηγούμενοι σε άλλα
μοναστήρια. Στον Όσιο Ιωσήφ οφείλεται η πνευματική αναγέννηση και
επάνδρωση έξι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και πολλών άλλων γυναικείων
αδελφοτήτων στον Ελλαδικό χώρο.
Από το ταπεινό αυτό σπήλαιο
ξεκίνησε και ο Γέροντας Εφραίμ και ίδρυσε στον Καναδά και την Αμερική
ιερούς Παρθενώνες, πνευματικά φυτώρια απ’ όπου μεταφυτεύεται και
εξαπλώνεται το Ορθόδοξο Πνεύμα, το φως του Χριστού στον απόδημο
Ελληνισμό, αλλά και στα πέρατα του κόσμου.
Η αρετή έχει κόπο για
να την απόκτηση κανείς. Αλλά όταν την απόκτηση και την ευωδία της δεν
μπορεί να συγκρατήσει. Το Ορθόδοξο ασκητικό Πνεύμα μπορεί να αναμορφώσει
τον κόσμο και να ανάπλαση τον άνθρωπο που σήμερα έχασε τον δρόμο του,
τον προορισμό του και υποφέρει πολύ.
Το έτος 1951 μ.Χ.
μεταφέρθηκε στην Νέα Σκήτη, στην καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
όπου παρέμεινε έως την κοίμησίν του που συνέβη την 15ην Αυγούστου του
έτους 1959 μ.Χ., εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Τα περί της
κοιμήσεώς του τα περιγράφει πολύ γλαφυρά ο Γέροντάς Εφραίμ στο βιβλίο
«Προθύμως Ἀνάβαινε», το οποίον είναι έκδοση της Ιεράς Μονής Φιλοθέου:
«Ἡ
ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον
ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ
καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν
ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ
Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.
Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.
- Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;
- Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσῃς τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.
Τὸ
βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας
συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν
ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».
Ξημέρωσε
15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν
αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι
σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ
βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι
ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.
Εἶναι ἡ τελευταία
ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί
ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!».
Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῇ, τοῦ λέγω
μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχὴ» καὶ θὰ
φύγετε».
Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ
κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ
λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε
τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ
ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης
νηφαλιότητος καὶ ἀνεκφράστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:
«Ὅλα
ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις
ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα
καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Ἐκείνου,
τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.
Θάνατος ὄντως
ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε
νεκρὸν καὶ ἥρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ
αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ
ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».
Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς
ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς
αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς
νηπτικῆς παραδόσεως.
Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε
ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ
κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του
ἡρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος
διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα
πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς
ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούσῃ κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα.
Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του
εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ
σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία
ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν
σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος,
δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».
Ὁ ἀείμνηστος Γέρων
Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου,
δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ
θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.
Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς
ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ
ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι
ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνῃ
ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ
μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη
ἐμπειρικὴ θεολογία.
Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν
Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ
νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ
Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ
περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.
Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν
ψυχὴν ἐκκαθάρας συντόνοις σκάμμασι, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, ἀδιαλείπτῳ
εὐχῇ, ἀγρυπνίᾳ καὶ πεντάδος τῶν αἰσθήσεων θεοφρουρήτῳ φυλακῇ ἄρτι, μάκαρ
Ἰωσήφ, ἀπῆλθες Χριστῷ συνεῖναι, Ὃν δυσωπεῖς ὑπὲρ πάντων, Ἡσυχαστά, νῦν
εὐφημούντων σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἡσυχίαν
φιλοῦντα, προσευχὴν ἀδιάλειπτον, σιωπήν, ἀμεριμνισίαν, νῆψιν καὶ
κακοπάθειαν τιμήσωμενθεόπνουν Ἰωσήφ, ὡς Ἄθωνος νεόφωτον φανόν, καὶ
ἀλείπτην μονοτρόπων πρὸς Φωτοδότου θέαν ἀνακράζοντες· Δόξα, τῷ σὲ
δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα, τῷ σὲ στεφανώσαντι ,δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμῖν
πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν
σπηλαιώτην Ἰωσὴφ ἐγκωμιάσωμεν, Ἡσυχαστὴν ὡς ἀφανῆ καὶ ταπεινόφρονα,
ἐργασάμενον ἐν ὄρει εὐχὴν τοῦ Ἄθω νοερὰν ἀδιαλείπτως καὶ γενόμενον
μονοτρόπων ὑφηγήτορα πρὸς θέωσιν πόθῳ ψάλλοντες· Χαίροις, Πάτερ
ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, νήσου Πάρου
σεπτὸς βλαστός, χαίροις, ὄρους Ἄθω ἐνδιαίτημα, Ἰωσήφ, χαίροις, ὑφηγῆτορ
διαγωγῆς ἀμέμπτου, εὐχῆς ἀδιαλείπτου, μάκαρ, καὶ νήψεως.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος
ἐν τῷ Ἄθῳ,Ἰωσήφ, ἀνεδείχθης, σεπτὲ Ἡσυχαστά, φωτοφόρος, κατὰμέθεξιν ὁ
θεωθείς, ταπεινοφροσύνης, προσευχῆς, νήψεως καὶ ἀκτησίας κόσμημα· διό
σοι ἐν χορῷ βοῶμεν·
Χαῖρε, Λευκῶν τῶν ἐν Πάρῳ γόνος·
χαῖρε, ἠθῶν τῶν ἀμέμπτων φάρος.
Χαῖρε, δυσπροσίτου σπηλαίου ὁ ἔνοικος·
χαῖρε, νυχθημέρου ἀγῶνος ὁ πρόβολος.
Χαῖρε, εὖχος ταπεινώσεως ἄκρας καὶ ὑπακοῆς·
χαῖρε, στῦλος ἀδιάσειστος ἐν Χριστῷ καινῆς ζωῆς.
Χαῖρε, ἀδιαλείπτου προσευχῆς ὁ ἐργάτης·
χαῖρε, τοῦ Ζωοδότου συμπαθείας ἐπαίτης.
Χαῖρε, βαλβὶς ἐνθέου ἀσκήσεως·
χαῖρε, πυξὶς ἀζύγων θεώσεως.
Χαῖρε, Χριστὸν ἀρεταῖς ὁ εὐφράνας·
χαῖρε, ἐχθρὸν νοητὸν ὁ συντρίψας·
Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν,
Θεόφρον
Ἰωσήφ, ἐραστὰ ἡσυχίας, εὐχῇ, ὑπακοῇ, ἀγρυπνίᾳ καὶ νήψει τὸν δόλιχον
ἤνυσας τῆς ἐνθέου ἀσκήσεως καὶ κατήντησας εἰς οὐρανίους σκηνώσεις
συναγάλλεσθαι τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ὁσίοις πατράσι τοῦ Ἄθωνος.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄. Στιχολογίαν
Ἐκθύμως
τιμῶμέν σε, θεοειδὲς Ἰωσήφ, τὸν καθαγιάσαντα δακρύων τοῖς ὀχετοῖς τὸ
Ὄρος τὸ Ἅγιον, καὶ ἐποφθέντα ἄρτι στηλογράφημα θεῖον ἡσυχασμοῦ καὶ φάρον
προσευχῆς ἀσιγήτου, πατέρων νηπτικῶν παμφαὲς ὄντως φρυκτώρημα.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Σκληραγωγούμενον
καὶ ἡσυχάζοντα, νήφοντα μέλψωμεν θερμῶς εὐχόμενον καὶ θριαμβεύοντα
ἐχθρὸν καμάτοις τοῖς νυχθημέροις, Ἰωσὴφ τὸ Ὅσιον, ἀσκητὴν ἐνθεώτατον
ἄρτι ἁγιάσαντα ὄρος τὸ Ἁγιώνυμον ἐν ἄκρᾳ εὐλαβείᾳ βοῶντες· Χαῖρε,
Πνευματοφόρε πάτερ.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ἡσυχάζοντα,
κακοπαθοῦντα, κοπιάζοντα καὶ ἀγρυπνοῦντα, σιωπῶντα καὶ εὐχὴν
ἐργαζόμενον τοῦ Ἰησοῦ, Ἰωσὴφ εὐφημήσωμεν, τὸν Σπηλαιώτην, ὡς Χάριτος
σκήνωμα καὶ ἰσάγγελον τῷ ὄντι βροτὸν καυγάζοντες· Ὁσίων, χαῖρε, Ἄθωνος
ὡράϊσμα.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνεσθε
φιλοσίων οἱ δῆμοι καὶ πανηγυρίσατε Ἁγιορεῖται πάντες συνελθόντες
σήμερον τιμῆσαι τὴν μνήμην Ἰωσήφ, τοῦ νεαυγοῦς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρος,
ἀστραπαῖς εὐχῆς ἀδιαλείπτου καὶ ἀγωγῆς ἰσαγγέλου φωτίσαντος τὰ σύμπαντα·
οὗτος γὰρ ὡς ἄσαρκος πολιτευσάμενος καὶ εἰς ἀκρότητα καταντήσας
ἀπαθείας καὶ νήψεως μετέστη πρὸς Ὃν ἠγάπησε Κύριον ἀσιγήτως πρεσβεύειν
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Σεμνύνεται
Πάρος, Ἰωσήφ, τοῖς σπαργάνοις σου καὶ μεγαλύνει Ἄθως τὴν ἐν αὐτῷ
ἀσκητικήν σου πολιτείαν, Ἡσυχαστά, ὁ νυχθημερὸν νήφων καὶ εὐχόμενος· σὺν
αὐτοῖς καὶ πάντες οἱ ζηλοῦντες τὰ σὰ κατορθώματα ὑμνοῦμεν τὴν πρὸς
σεαυτὸν αὐστηρότητα καὶ τὴν πρὸς τοὺς προσιόντας σοι διδακτικότητα καὶ
πατρότητα· καὶ νῦν τιμῶντες τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου τὰς θεοπειθεῖς
λιτάς σου ἀπεκδεχόμεθα πρὸς ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ΄.
Κατουνακίων
ἡ ἔρημος, Ἁγίου Βασιλείου ἡ δυσπρόσιτος Σκήτη, Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης τὸ
σπήλαιον καὶ Νέας Σκήτεως ἡ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Καλύβη ὁμολογοῦσι τὰ
ἀσκητικά σου κατορθώματα, Ἰωσὴφ ἀξιάγαστε· σὺν αὐτοῖς καὶ ἡμεῖς
μεγαλύνοντές σε ὡς καταπατητὴν νοητῶν λεόντων καὶ δρακόντων τὰς εὐχάς
σου αἰτούμεθα πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Τὸν
δι’ εὐχῆς καὶ σιωπῆς καὶ νήψεως φυλάξαντα νοὸς τὴν πεντάριθμον θυρίδα
καὶ καθάραντα ἑαυτὸν πάσης χοϊκῆς συναφείας, Ἰωσήφ, τὸν ὁσιώτατον
νηπτικὸν πατέρα, εὐφημήσωμεν ὡς ἀρετῆς καταγώγιον ἐν ἀγαλλιάσει
λέγοντες· Ὁ μὴ εὐμοιρήσας λαβεῖν παιδείαν τὴν θύραθεν, ἀλλὰ ἐποφθεὶς
Θεοῦ σοφίας δοχεῖον, σόφισον τοὺς ἀσόφους ἱκέτας σου πρὸς τῶν αἰωνίων
ἀγαθῶν ἀναζήτησιν.
Ἀρχὴν γὰρ εἶδες τῆς ἀμοιβῆς τῶν πόνων.
Ο Όσιος Χαιρήμων ήταν ασκητής της ερήμου. Απεβίωσε ειρηνικά την ώρα που εργαζόταν.
Mωσής αν είπε θείος ωσεί καλάμην.
Ο Άγιος Αλκιβιάδης μαρτύρησε δια πυρός. Ίσως είναι ο ίδιος μ' αυτόν της 2ας Ιουνίου.
Στερρὸς στρατός τε καὶ συνασπισμὸς μέγας,
Ξίφει πεσών, στράτευμα δαιμόνων πρέπει.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Πηγὴ κενοῦται θαυματουργῶν ὑδάτων,
Πληρουμένη δέ, θαυματουργεῖ καὶ πλέον.
Δεν έχουμε λεπτομέριες για το γεγονός.
Στῆσον φόβῳ σῷ ἡμῶν τὰς διανοίας,
Τῇ σαλεύσει Δέσποτα, γῆς θεμελίων.
Tί δαί συ Nικόδημε; ειπέ σον πάθος.
Tεθανάτωμαι δι’ αγάπην Kυρίου.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπὸ τὸν διωγμὸ τῶν Λατίνων, κατέφυγε στὰ παράλια του Πόντου στὴ Μονὴ Ἀκοιμήτων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ὅσιος Μάρκελος, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Νεῖλος, ἀπὸ Νικόλαος ποὺ ἦταν τὸ ἀρχικό του.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ 1261, ὁ Νεῖλος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, πῆρε χρήματα ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἔφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε ἕξι χρόνια. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τὸν Παλαιολόγο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μονὴ Ἰβήρων ἔμεινε 10 χρόνια. Ἔπειτα, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο καὶ ἀφοῦ ἔλαβε χρήματα ἀπὸ τὴν ἀδελφή του, ταξίδεψε σὲ πολλοὺς τόπους τῆς Μεσογείου.
Κατέληξε σ’ ἕνα ἐρημονῆσι, τὴν Ἐρικοῦσα, ἀπ’ ὅπου πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Ἐρικούσιος. Τὸ νησὶ αὐτὸ ἦταν κοντὰ στὴν Κέρκυρα καὶ ἀσκήτευσε ἐκεῖ 10 χρόνια. Κατόπιν πέρασε στὴν Ἤπειρο, ὅπου στὴ Θεσπρωτία ἔκτισε τὴ Μονὴ Ἱερομερίου.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Τῷ τοῖς γέρασι τῶν παλαιῶν στεφθέντι.
Καὶ ἐν τῷ βράχῳ ἀνῆλθες θεηγόρε,
ἔνθα θεοφιλῶς ἠσκήθης ἀπαύστως,
διὸ σὺ ἔλαβες στεφάνους ἐσχάτως.
Στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου φυλάσσεται η τιμία κάρα του σε επίχρυση λειψανοθήκη με την επιγραφή:
+ ΔΑΝΙΗΛ ΜΕΤΕΟΡ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΕΚ ΤΖΙΟΤΙΟ. 1786
Το Α΄ Σάββατο των Νηστειών η Αγία Κάρα του μεταφέρεται στην Φαρκαδόνα (Τσιότι) για προσκύνηση και λιτάνευση και παραμένει εκεί μέχρι την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Τοιχογραφία του οσίου ιστορήθηκε πρόσφατα στην Ιερά μονή του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων, δια χειρός Βλασίου Τσοτσώνη (1995 μ.Χ.)
Ακολουθία και Παρακλητικό κανόνα προς τιμήν του οσίου Δανιήλ του Μετεωρίτου συνέθεσε ο Γεώργιος Μηλίτσης, συνταξιούχος διδάσκαλος (1995 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τσιοτίου τὸν γόνον καὶ Τρικκαίων τὸ καυχημα, μονῆς Μετεώρου τὸ κλέος, καὶ Ἑλλάδος τὸ σέμνωμα, Δανιὴλ εὐφημήσωμεν πιστοί, τὸν μέγαν τοῦ Σωτῆρος ἀθλητήν, τὸν παρέχοντα ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς πίστει ἀνακράζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρήσαντι ἡμῖν, τὴν πάντιμον κάραν σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ ἀνέτειλας ἐκ Τσιοτίου, καὶ πιστοὺς ἐδίδαξας διὰ τοῦ βίου σου σοφέ, ὑπομονὴν καὶ ἐγκράτειαν. Χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοὺς ἀγώνας σου Πάτερ, καὶ κατορθώματα τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη τιμῶσιν σήμερον καὶ ἀγγέλων οἱ χοροὶ τούτους ἐθαύμασαν καὶ τῶν ὁσίων ἡ πληθὺς κατεπλάγη ἀγαθέ, διό σοι βοῶμεν πάντες · Μάκαρ, Ὅσιε Δανιήλ, ῥῦσαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν ἅπαντας.
Ὁ Οἶκος
Ὁ χορὸς τῶν πιστῶν συναγάλλεται, Δανιὴλ τὴν μνήμην γεραίροντες. Μοναχοὶ Θετταλοί, πανέλληνες καὶ Ὀρθόδοξοι, πτωχοὶ καὶ ἀυτόχθονες, ἐπὶ τῷ βράχῳ τῷ ὑψηλῷ πάντες δράμετε· ἡ σεπτὴ γὰρ αὐτοῦ κάρα νέμει ἰάσεις, καὶ πιστῶς οἱ λαοὶ ἀπαρύονται, καὶ Θεὸν ἀνυμνοῦσι τρανῶς βοῶντες· χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας ὁ ἀριστεύς, χαίροις Τσιοτίου ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός. Χαίροις Μετεώρων, ἀγλάϊσμα τὸ θεῖον. Ὦ! Δανιὴλ παμμάκαρ, πιστῶν τὸ στήριγμα.
ὡς ἔνθεον φίλον τοῦ Σωτῆρος, ἱερέ Ἀκάκιε
Όταν ο Άγιος Νήφων, ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έμαθε για τα μεγάλα και θαυμαστά, που συνέβησαν στην Αίγυπτο, απέστειλε εκεί, το 1486 μ.Χ., ίσως τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν απόλυτα και που διεκρίνετο για την σοφία και την αρετή του, τον Επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης Ακάκιο, που τον ευλαβείτο και εσέβετο πολύ, μαζί με τον υποτακτικό του, τον Άγιο Θεόφιλο, και μια ομάδα ακόμη κληρικών, για να μάθουν καταλεπτώς και να πληροφορηθούν καλύτερα, διά της ακοής και των οφθαλμών τα γενόμενα. Μετέφεραν δε γράμμα του Νήφωνος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Άγιο Ιωακείμ τον Πάνυ (βλέπε 17 Σεπτεμβρίου), όπου ευχαριστούσε τον Κύριο, που επήκουσε τις προσευχές του Ιωακείμ και ενήργησε διά τρόπου θαυμαστού τα μεγάλα αυτά θαύματα.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ, δέχθηκε με πολύ αγάπη και χαρά τους φιλοξενουμένους του και τους κράτησε αρκετό καιρό στο Πατριαρχείο, όπου κατά τον συναξαριστή «τούς ἐπεριποιεῖτο καί τούς ἐφιλοφρόνει», δείχνοντας τον θαυμασμό για τις προσωπικότητες που του έστειλε ο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατόπιν οι Όσιοι Ακάκιος και Θεόφιλος με τους λοιπούς της συνοδείας τους αναχώρησαν και πήγαν στο θεοβάδιστο όρος Σινά, και αφού προσκύνησαν ευλαβώς, πήγαν και στην έρημο, για να γνωρίσουν τους ασκητές της ερήμου και κατέληξαν στην αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ, και αφού προσκύνησαν κατά τον πόθο τους τον Ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου, πήγαν στο όρος Θαβώρ, κατόπιν στη Δαμασκό, όπου συνάντησαν τον Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος τους έδωσε επιστολή για τον Κωνσταντινουπόλεως, και επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα.
Κατά την επιδρομή των Μογγόλων στην περιοχή, οι κάτοικοι έφυγαν χωρίς να προλάβουν να πάρουν μαζί τους την εικόνα, η οποία βρέθηκε το έτος 1239 μ.Χ. μέσα σε ένα δάσος από τον πρίγκιπα της Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς.
1) Άγιος Ηρωδίων ο Απόστολος, ιδρυτής της Εκκλησίας της Υπάτης, ο οποίος μαρτύρησε στην Υπάτη (βλέπε 28 Μαρτίου, 10 Νοεμβρίου)
2) Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νέων Πατρών ο Ιερομάρτυς σφαγιασθείς κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Υπάτης την παραμονή του Ακαθίστου Ύμνου του έτους 1711 μ.Χ. (βλέπε την Κυριακή μεταξύ 18 και 24 Μαρτίου)
3) Άγιος Αθανάσιος ο ιδρυτής του Μεγάλου Μετεώρου (βλέπε 20 Απριλίου)
Αρχικά, με απόφαση του μακαριστού Μητροπολίτη Φθιώτιδας Νικολάου σαν ημέρα εορτής των των τριών Αγίων είχε ορισθεί η πρώτη Κυριακή μετά την εορτή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, ωστόσο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδας κ. Σημεών όρισε σαν ημέρα της εορτής τους την 16η Αυγούστου. Την Ασματική Ακολουθία συνέθεσε ο εφημέριος του Αγίου Νικολάου Υπάτης, Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Καραγιάννης και εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/16/sxsaintlist.aspx