Γράφει ὁ Δημήτριος Λαμπρόπουλος, Θεολόγος
Ἐκπνέει ἡ προσθεσμία τὴν ὁποίαν ἔχει δώσει ὁ πιστὸς τοῦ Κυρίου λαὸς εἰς τὸν Μητροπολίτην Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ προθεσμία; Νὰ διαπιστώση τὸ ποίμνιον ἰδίοις ὀφθαλμοῖς, τί εἴδους καρποὺς ἀπέφερεν ἡ πρὸ ἔτους ἀπαγόρευσίς του πρὸς τοὺς ἱερεῖς τῆς δικαιοδοσίας αὐτοῦ νὰ κηρύττουν.
Εἰς ἕνα μῆνα περίπου συμπληρώνεται ὁλόκληρον ἔτος ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Σεβασμιώτατος, ἐνεργῶν ὡς ἄλλος Πάπας, δι’ ἐγκυκλίου ἐνημέρωσεν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς ἐπαρχίας του, ὅτι θέτει τέλος εἰς ὅλα τὰ κηρύγματα ἀπὸ ἄμβωνος, πλὴν τοῦ ἰδικοῦ του, τὸ ὁποῖον καὶ θὰ ἀναγιγνώσκεται παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς ἡ μόνη ἀλήθεια (διὰ τοῦτο καὶ ἡ σημείωσις «χωρὶς ἀλλοιώσεις καὶ σχολιασμούς»… μὴ τυχὸν καὶ «ἰῶτα ἕν» ἐκπέση…).
Ἡ κατ’ οὐσίαν ἀνυπόστατος αὐτὴ ἐκκλησιαστικὰ πρᾶξις καὶ ἀνεπέρειστος εἰς τὴν Ἱ. Παράδοσιν, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ ἐναντία εἰς τὴν θεμελιώδη θεολογίαν περὶ ἱερωσύνης, ὑπεχρέωσε τοὺς κληρικοὺς εἰς ὑποταγὴν φοβούμενοι τὴν ράβδον τοῦ Ἀρχιερέως, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ χρησιμοποιῆται κατὰ τῶν διαλυόντων τὴν οἰκογένειαν καὶ ἐπιβαλλομένων ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκραδαίνετο ἐμμέσως πλὴν σαφῶς πρὸς τοὺς ταπεινοὺς λευίτας.
Οἱ πιστοί, λοιπόν, ἔκαμαν ὑπομονήν, θεωροῦντες ὅτι διὰ νὰ τὸ ἀποφασίζη ὁ Δέσποτας, κάτι καλὸν θὰ πράττη, ἴσως ὁραματίζεται τὴν ἀναβάθμισιν τοῦ κλήρου. Καὶ ἰδού, ἤγγικεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως! Διότι δὲν κρίνονται μόνον οἱ ἱερεῖς διὰ τὸ τί κηρύττουν, ἀλλὰ κρίνεται καὶ μάλιστα μὲ τὰ αὐστηρότερα καὶ πλέον ἀπαιτητικὰ κριτήρια ὁ Ἐπίσκοπος διὰ τὴν ἀπόφασίν του.
Τί ἀποτελέσματα εἶχε; Μήπως μὲ τὰ ἰδικά του κηρύγματα κατέστη πλέον ὀρθόδοξος ὁ λαὸς τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας; Μήπως οἱ κληρικοὶ ἔλαβον τοσαύτην ἐπιμόρφωσιν, ὥστε τώρα εἶναι ἕτοιμοι διαπρυσίως νὰ κηρύξουν ὡς ἄλλοι Χρυσόστομοι τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου; Ἢ μήπως ἁπλῶς ἐφιμώθησαν, ὥστε νὰ μὴ ἔχουν δικαίωμα νὰ ἀντιδροῦν εἰς ὅσα νομοθετήματα ἔβλαψαν τὴν πνευματικὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων; Μήπως ὁ λαὸς ἀπέμεινε νὰ ἀκούη τὰ γενικὰ καὶ ἀπροσδιόριστα κηρύγματα τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἀπεκοίμιζε τὰς ψυχὰς μὲ τὴν γαλήνιον φωνήν του ὅτι ὅλα πορεύονται καλῶς; Δὲν θὰ δώση λόγον μόνον εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ ποίμνιον, τὸ ὁποῖον ἀναμένει νὰ πληροφορηθῆ, ἐὰν θὰ ἐκδώση καὶ νέαν «φετφά», μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἀνανεώση τὴν ἀπαγόρευσιν ἢ ἀπολογισμὸν σχετικῶς μὲ τὴν ἐπενέργειαν μιᾶς αὐθαιρεσίας, ἡ ὁποία ἐγκατέλειψε τοὺς πιστοὺς εἰς τὰ κηρύγματα π.χ. τοῦ π. Λιβύου, τοῦ π. Β. Γιάγκου καὶ ἄλλων προσκεκλημένων αὐτοῦ, γνωστῶν διὰ τὰς νεωτεριζούσας ἀπόψεις των.
Κληρικοὶ ἐπέκτασις τοῦ Ἐπισκόπου;
Δὲν θὰ τοῦ ἀσκήσωμεν ὅμως ἡμεῖς κριτικήν, διότι ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικὸν περιβάλλον τὸ ὁποῖον προέρχεται (βλ. Ἱ. Μ. Δημητριάδος καὶ Ἀκαδημία αὐτῆς), εὐκόλως θὰ ἐξαπολύση τὴν κατηγορίαν ὅτι εἴμεθα συντηρητικοί… ἄλλωσε, οὔτε ἡ Πατερικὴ Θεολογία δύναται νὰ συνετίση αὐτόν, καθὼς ζῆ εἰς τὸν «μεταπατερικὸν» κόσμον… Θὰ ἀξιοποιήσωμεν τοὺς ὁμοίους αὐτοῦ.
Ἐκυκλοφορήθη τὸ πρόσφατον τεῦχον τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία» (τ. 95, τεῦχ. 1, Ἰανουάριος –Μάρτιος 2024), τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει τὰς εἰσηγήσεις ἀπὸ τὸ «Διεθνὲς ἐπιστημονικὸν Συνέδριον γιὰ τὰ 100 χρόνια τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία» μὲ θέμα «Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἐν πορείᾳ στὴν ἄυλη πραγματικότητα τῆς ὕστερης νεωτερικότητας». Ὁ Καθηγητὴς Θεολογίας π. Radu Bordeianu ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων (σ. 402):
«Καθὼς ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας συντονίζει τὶς διακονίες καὶ καλλιεργεῖ τὰ χαρίσματα στὴν κοινότητά του, εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς ἐνορίας, ὁ ὁποῖος ἀξιοποιεῖ τὶς θεόσδοτες πνευματικές του ἱκανότητες πρὸς σεβασμὸ τοῦ πνεύματος τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ πειθαρχίας πρὸς πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῶν ἐνοριτῶν του, χωρὶς νὰ ἀκολουθεῖ τυφλὰ τὸ γράμμα. Ὁ μοναχισμὸς μᾶς παρέχει ἕνα ἀξιοσημείωτο προηγούμενο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ σὲ αὐτό. Σὲ ἕνα μοναστήρι, ὁ Ἡγούμενος ἢ ἡ Ἡγουμένη ἔχει μία σημαντικὴ ἐξουσία σχετικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν μοναζόντων, τὴν ὁποία τοῦ ἔχουν ἐμπιστευθεῖ. Δεδομένου αὐτοῦ τοῦ ρόλου τῆς πνευματικῆς μητρότητας καὶ πατρότητας, ὁ Ἡγούμενος ἢ ἡ Ἡγουμένη παραδοσιακὰ λάμβαναν σημαντικὲς ἀποφάσεις σχετικὰ μὲ τὸ τυπικὸ καὶ τὴ Λειτουργία, ποιμαντικὲς ἐκτιμήσεις, καὶ τὴν ἀσκούμενη διδαχὴ στὰ μοναστήρια τους. Ἡ ἴδια ἐξουσία θὰ πρέπει νὰ ἀντιστοιχηθεῖ στὴν ἐνορία, ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητάς του. Δυστυχῶς, οἱ ἱερεῖς μερικὲς φορὲς διστάζουν νὰ ἀναλάβουν πλήρως τὸν ρόλο τους ὡς πνευματικοὶ πατέρες, ἐπειδὴ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους περισσότερο ὡς ἐπέκταση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τὴν ἐνορία ὡς μία ἀνολοκλήρωτη μονάδα τῆς Ἐπισκοπῆς».
Προφανῶς, ὁ μεμυημένος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πνευματικότητα θὰ ἐγείρη ἴσως κάποιας ἀντιρρήσεις, σχετικῶς μὲ ἐπιρροὰς τοῦ νεωτερικοῦ θεολογίζοντος στοχασμοῦ ἐπὶ τῶν ἄνω προτάσεων. Ὡστόσον, ὁ Σεβασμιώτατος, ὁ ὁποῖος ἐγαλουχήθη εἰς αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὀφείλει νὰ ἔλθη εἰς περισυλλογὴν καὶ νὰ διερωτηθῆ: μήπως κατέχει θέσιν «ὑπερηγουμένου»; Μήπως στερεῖ τὸ ἀναφαίρετο «δικαίωμα» τῶν ἱερέων εἰς τὸ κήρυγμα, αἰσθανόμενος αὐτοὺς ὡς προέκτασιν τοῦ ἑαυτοῦ του; Μήπως, τελικῶς, τυγχάνει ἀπορριπτέος τόσον ἀπὸ τὴν παραδοσιακήν, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν νεωτερικὴν θεολογίαν, ἀποκόπτων τὴν διδασκαλίαν ἀπὸ τὸ λειτούργημα τῶν ποιμένων τῶν ἐνοριῶν;
Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐργολάβος φιλανθρωπίας;
Εἰς τὸ αὐτὸ τεῦχος ὁ δικαίως πολυεπικριθεὶς διὰ τὰς λειτουργικὰς καινοτομίας αὐτοῦ καὶ ὄχι μόνον Μητροπολίτης Περιστερίου ἀναφέρει (σ. 446):
«Στὴν ἀναδυόμενη ἐποχὴ τῆς μετα-νεωτερικότητας δὲν ὑφίσταται πλέον ἡ ἔννοια καὶ ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐνορίας – Τοπικῆς Ἐκκλησίας – κατὰ τόπον Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας ἐν γένει, ἡ ὁποία μετετράπη σὲ Τηλε-Ἐκκλησία… στὴ σημερινὴ ἐποχή, χάθηκε παντελῶς ἡ ἔννοια, ἡ διάσταση καὶ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου, ὡς συνέπεια τῆς «ἀπώλειας» τοῦ προαναφερθέντος διακριτοῦ τριπτύχου: Ἐνορία – Τοπικὴ Ἐκκλησία – κατὰ τόπον Ἐκκλησία… Νὰ ἀποβάλλουμε οἱ ἐπίσκοποι τὸ ἄγχος μὴ τυχὸν καὶ μᾶς «κατηγορήσουν» ὅτι δὲν κάνουμε τίποτε καὶ ἐπιδοθήκαμε σὲ …ἔργα μόνον φιλανθρωπίας συναγωνιζόμενοι τὸ κοινωνικὸ κράτος… Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανὸς ἔλεγε γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ ἐμφατικά: «Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς θὰ μᾶς ζητήσει λόγο ὡς ἐπισκόπων καὶ ὄχι ὡς ἐργολάβων». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔγινε τὸ κάτι ἄλλο, τὸ κάτι δίπλα…, καθὼς εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ κοινωνικὸ εἶναι παρὰ στὸ ὀντολογικὸ εἶναι. Ὁ δὲ σύγχρονός μας ἅγιος Πορφύριος σχολίαζε ἀντίστοιχα: «Ἐὰν τὸ κράτος ἀναλάβει τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν καὶ τὴν φιλανθρωπία, τί θὰ ἀπομένει νὰ κάνουν οἱ κληρικοί;».
Δὲν θὰ ἀστοχήση κανεὶς ἐὰν ὑποβάλλη εἰς κρίσιν καὶ διάλογον τὰ ὅσα ὁ Περιστερίου ἀναφέρει, εἰδικῶς μάλιστα ὅταν καὶ ὁ ἴδιος μᾶλλον δὲν ἔχει ἐννοήσει εἰς βάθος τὴν σχέσιν ἐνορίας καὶ τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσον, τὰ ἐρωτήματα εἰς τὸ παρὸν ἄρθρον ἀπευθύνονται εἰς τὸν Σεβ. Αἰτωλοακαρνανίας, ὁ ὁποῖος μόνος ἀπ’ ὅλους καὶ χωρὶς ἔστω νὰ συμβουλευθῆ τὴν Ἱ. Σύνοδον ἐπέβαλε καθολικὴν ἀπαγόρευσιν εἰς τοὺς κληρικοὺς τῶν ἐνοριῶν. Μήπως δὲν ἔχει κατανοήσει ποία ἡ σχέσις ἐνορίας καὶ τοπικῆς ἐκκλησίας καὶ ἀντιμετωπίζει αὐτὴν ὡς σχέσιν Περιφερείας καὶ Δήμου; Ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ συμβάλλει εἰς τὴν συνοχὴν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τῶν δεσμῶν ἐνοριῶν καὶ Ἐπισκόπου ἢ ἔχει ἀντίθετα ἀποτελέσματα; Δὲν εἶναι εἶδος μετατροπῆς τῆς Ἐπισκοπῆς εἰς «Τηλε-Ἐκκλησία», ὅταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ διοίκησις ἐξαποστέλλη κηρύγματα ἄνευ γνώσεως τῶν ἰδιαιτέρων ποιμαντικῶν-κηρυκτικῶν προβλημάτων ἑκάστης ἐνορίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου καταλήγη τὸ κήρυγμα νὰ ἀποτελῆ ἕνα μονοπώλιον τῆς δημοσίας παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τοὺς τοπικοὺς διαύλους ἐπικοινωνίας καὶ ὄχι πνευματικὴ οἰκοδομὴ ἐπὶ τῶν ἀναγκῶν τῆς ἐνορίας; Τέλος, μήπως ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία κατέληξε «κάτι δίπλα» στὸν Βουλευτή, Περιφερειάρχη, Δήμαρχο, Κοινοτάρχη κ.λπ. καὶ ὄχι «σῶμα Χριστοῦ»; Μήπως καὶ οἱ κληρικοί, μὲ τὴν ἐπιβεβλημένη ἀτροφία εἰς τὴν ἀνάπτυξιν κηρυγμάτων τίθενται εἰς τὰ κάτεργα τῆς «ἐργολαβίας»; Ἂς συζητήση μὲ τὸν Περιστερίου καὶ ἴσως πείση ὁ εἷς τὸν ἕτερον διὰ τὴν θέσιν τοῦ «Ἐσταυρωμένου», ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουν ποία εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας…
Ἡ «τεχνητὴ νοημοσύνη» τοῦ Ἐπισκόπου
Εἰς τὴν εἰσήγησιν τοῦ Καθηγητοῦ Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας κ. Κ. Πέτσιου ἀναγιγνώσκομεν καὶ τὰ ἑξῆς (σ. 320 καὶ 322):
«… ἡ τεχνολογία προσέφερε εὐμήχανα πορίσματα γιὰ τὴν ἀναγωγὴ τῆς ἴδιας τῆς «τεχνητῆς νοημοσύνης» σὲ αὐτοτελῆ ὑπερφυσικὴ – μεταφυσικὴ ὀντότητα αὐτονομημένη στὶς λειτουργίες της ἀπὸ τὸν δημιουργό της. Ἡ ἐργαλειακὴ ἐκδοχὴ τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγκεφάλου ὡς ἁπλῆς συναρμογῆς νευρωνικῶν δικτύων ἔχει ὁδηγήσει στὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἐφικτὴ ἡ κατασκευὴ μιᾶς «ὑπερευφυοῦς μηχανῆς» ποὺ θὰ συνιστᾶ γνώρισμα τοῦ «τεχνολογικοῦ μετανθρωπισμοῦ», στὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνσωματωμένη σὲ ὑπολογιστὲς «γενικὴ τεχνητὴ νοημοσύνη»… Ἡ μετατροπὴ τοῦ «φυσικοῦ» χώρου σὲ «ψηφιακό», παρὰ τὶς πρόδηλες ἀντινομίες, ἐπὶ παραδείγματι τὸ ὑποκείμενο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ὡς σωματικὸ-ψυχικὸ γεγονὸς πιστοποιήσιμο ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, διαμόρφωσε ἕνα νέο ἀντιληπτικὸ σύμπαν τὸ ὁποῖο προβάλλει ὡς «ὕπαρ» (δηλ. τὴν ἐν ἐγρηγόρσει καὶ ἐν συνειδήσει θέαση μίας πραγματικότητας), ὡς εἰκονικὴ προβολὴ στὸ συνειδὸς μὲ τὴ μορφὴ ὅμως τῆς φαντασιακῆς πραγματικότητας… μία εἰκονικὴ παράσταση… ἀποδεσμευμένη ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρωπικότητα τῶν ἐπιμέρους προσώπων καὶ ὅ,τι συνιστᾶ τὴν αὐτενέργειά τους στὸ πεδίο τοῦ λέγειν καὶ τοῦ πράττειν, δηλαδὴ τὸν εἰδοποιὸ λόγο τους».
Παρὰ ὅτι τὸ κείμενον ἀναφέρεται αὐτούσια εἰς τὸ ζήτημα τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης, ἂς μᾶς ἐπιτραποῦν συνειρμοὶ καὶ προεκτάσεις ἐπ’ αὐτῶν, πλέον καίριαι δι’ ὅσα πράττει ὁ Σεβασμιώτατος. Ὁ Σεβασμιώτατος ἐπεχείρησε νὰ ἀντικαταστήση δεκάδας σκεπτομένους κληρικοὺς (διότι ἀκόμη καὶ οἱ ἀμόρφωτοι δὲν εἶναι λοβοτομημένοι) ἀπὸ τὸν ἰδικὸν του νοῦν, δίκην ὑπερεγκεφάλου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱκανώτερος ὅλων εἰς τὸ κήρυγμα. Αὐτὸ ὄχι μόνον ὁδηγεῖ εἰς τὴν «θεοποίησιν» τοῦ ἑνός, ἀλλὰ εὑρίσκεται πλήρως συντονισμένον καὶ ἐπικουρεῖ τὴν αὐτὴν φιλοσοφίαν, τὴν ὁποίαν ἔρχεται νὰ ὑπηρετήση ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη. Μὲ ἄλλα λόγια: ὁ Σεβ. Δαμασκηνὸς μετατρέπεται εἰς μίαν μεταφυσικὴν ὀντότητα αὐτονομημένην ἀπὸ τὸ ἴδιον τὸ ποίμνιον, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν ὑφίσταται ὡς Ἐπίσκοπος. Παραλλήλως, συμβάλλει εἰς τὴν νέαν ἐποχὴν τοῦ μετανθρωπισμοῦ, ἀφοῦ παρακάμπτει τὴν ἁγιοπνευματικὴν λειτουργίαν, ἡ ὁποία δύναται νὰ φωτίση καὶ τὸν πλέον ἁπλοϊκὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος διαθέτει τὴν χάριν, ὡς ἄλλοτε «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε», καὶ ἐξαντλεῖ τὰ ἀνθρώπινα περιθώρια κηρύγματος εἰς τὰ «νευρωνικὰ δίκτυα» τοῦ νοὸς ἑκάστου κληρικοῦ, τὰ ὁποῖα ἀπορρίπτει ὡς ἀνεπαρκῆ (ὡς μὴ δεκτικὰ τῆς Θ. Χάριτος;), ὡς θὰ ἐπίστευε καὶ εἷς ὑλιστής. Ταυτοχρόνως, ἀποσυνθέτει τὴν ἔννοιαν τῆς ἐνορίας, γινόμενος ὁ ἴδιος ἐπιτακτικὰ καὶ εἰς μόνιμον βάσιν μία «εἰκονικὴ προβολὴ» τοῦ ἑαυτοῦ του διὰ τοῦ λόγου του μὲ τὴ «μορφὴ τῆς φαντασιακῆς πραγματικότητας», καθὼς δὲν εἶναι παρὼν καὶ οὔτε ἐμφαίνονται τὰ ἰδικά του ἀνθρώπινα στοιχεῖα οὔτε συνάπτει σχέσιν μὲ τὴν «ἀνθρωπικότητα» τῶν ἐπιμέρους προσώπων, τῶν παρόντων κατὰ τὴν ζωὴν τῆς ἐνορίας καὶ ἐξαιρετικῶς κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν. Θὰ ἀντιλέξη κανείς: «μὰ δὲν ἔχει δικαίωμα ὁ Ἐπίσκοπος νὰ ἀποστείλη μίαν ἐγκύκλιον;». Βεβαίως, ἔχει, ἀλλὰ εἰς τὴν παροῦσαν περίπτωσιν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ εἶναι ὄχι μόνον ἡ ἐπιβληθεῖσα συχνότης, ἀλλὰ καὶ «ρομποτοποίησις» τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι συνάπτουν σχέσεις μὲ τὸ ποίμνιον ὡς διαμεσολαβηταὶ τῆς (ἀοράτου) παρουσίας τοῦ Ἐπισκόπου!
Τὸ ζήτημα δὲν ἐξαντλεῖται εἰς ὀλίγας σκέψεις, διὰ τῶν ὁποίων ἠθελήσαμεν ἁπλῶς νὰ καταδείξωμεν ὅτι ὄχι μόνον ἀντιεκκλησιολογικαὶ καὶ ἀντιεκκλησιαστικαὶ ἀλλὰ ἐπισπροσθέτως καὶ ἀντιδημοκρατικαὶ πρακτικαί, ὡς ἡ ἀπαγόρευσις τοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλοακαρνανίας, τελικῶς δὲν ἐκπηγάζουν ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, ἀλλὰ εἶναι ἀπολύτως συντονισμέναι μὲ τὴν νέαν ἐποχήν, ἡ ὁποία καταλύει τὴν ἐνορίαν, τὴν ἱερωσύνην καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον. Δὲν ἐπροβλημάτισεν οὐδένα ὅτι Ἐπίσκοπος 49 ἐτῶν, μὲ θητείαν ἑνὸς μόλις ἔτους εἰς νέαν Μητρόπολιν, ἐπέβαλεν εἰς κατὰ πολὺ γηραιοτέρους καὶ πεπαιδευμένους «τιμωρίαν», τὴν ὁποίαν οὐδεὶς οὐδέποτε διενοήθη; Πρόκειται ὄχι ἁπλῶς δι’ ἐκτροπήν, ἀλλὰ ὄντως διὰ σημεῖα τῶν καιρῶν τοῦ μετανθρωπισμοῦ καὶ τῆς συμπορευομένης ἀλλοτριώσεως τῆς ἀνθρωπολογίας!