Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Πρὸ ἔτους ἐδημοσιεύαμεν μετὰ σχολίων ἀποσπάσματα ἀπὸ «Τὰ Πεπραγμένα» τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσοστόμου Β΄ μὲ σκοπὸν νὰ παροτρύνωμεν τὸν νῦν φιλίστορα διάδοχον τοῦ Ἱερωνύμου Β΄ νὰ διατηρήση τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς ἐπίπεδον ἀξιοπρεπείας ἔναντι τοῦ Φαναρίου.
Εἰς μάτην ἐκοπιάσαμεν, καθὼς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν ὁ Μακαριώτατος μᾶλλον ἔχει μελετήσει μόνον τὰς σελίδας, αἱ ὁποῖαι ἀφοροῦν εἰς τὴν περιουσίαν. Ἡ περιουσία, ὡς σημαίνει καὶ ἡ λέξις, ἀναφέρεται εἰς τὰ συναφῆ μὲ τὴν οὐσίαν, ἀλλὰ ὄχι εἰς τὴν οὐσίαν καθ’ αὐτήν. Ἡ οὐσία, λοιπόν, τῆς μελέτης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δὲν εἶναι τὰ ἀκίνητα καὶ τὰ οἰκόπεδα, ἀλλὰ ἡ διάγνωσις εἰς βάθος τῶν συντελεσμένων γεγονότων καὶ ἡ ἀκτινοσκόπησις τῶν ἐσωτερικῶν διεργασιῶν αὐτῶν, ὥστε ὁ εὑρισκόμενος εἰς διοικητικάς θέσεις νὰ δύναται νὰ διαβλέψη μὲ διορατικότητα τὸ μέλλον. Ἡ ὁρατότης ὅμως παραμένει εἰς τὸ μηδέν, ὄχι ἐπειδὴ ἐλλείπει ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας, ἀλλὰ διότι καὶ οἱ ἴδιοι ὑπηρετοῦν τὸ αὐτὸ σχέδιον. Δὲν ἐδιδάχθησαν, δυστυχῶς, ἀπὸ τὸ ἱ. Εὐαγγέλιον: «ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοὶ εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14).
Ἡ παροῦσα συγκυρία καὶ πάλιν παρακινεῖ ἡμᾶς νὰ ἀναδιφήσωμεν εἰς τὰ γραπτά τοῦ ἀκεραίου ἐκείνου Ἀρχιεπισκόπου, ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὴν Ἱεραρχίαν ἐν συνόλῳ, ἡ ὁποία δὲν εὑρίσκει χρόνον νὰ ἐνδιατρίψη εἰς τὴν πρόσφατον ἱστορίαν καὶ νὰ ἀντλήση διδάγματα σοφίας, παρὰ μόνον –πλὴν ἐξαιρέσεων- ἀναπαράγει τὸν συρμὸν τῆς πολιτικῆς ὀρθότητος. Ποία ἡ συγκυρία; Ἀφ’ ἑνὸς ἡ πλήρης πολιτικοποίησις τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖον ἔχει καταστῆ οἰκειοθελῶς ὑποχείριον τῶν ἰσχυρῶν τῆς Δύσεως, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀσφυκτικὸς ἐναγκαλισμὸς μὲ τὸ Βατικανόν, μὲ σημεῖον πλέον αἰχμῆς τὸν σχεδιαζόμενον κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ 2025.
Οἱ σημερινοὶ Ἱεράρχαι μὲ πρῶτον τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν ὄχι ἁπλῶς μὲ τοὺς Μητροπολίτας πρὸ μερικῶν δεκαετιῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παραδοσιακὴν γραμμὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Θὰ ἰσχυρισθοῦν ὅτι τώρα πιέζονται ἀφόρητα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν καὶ ὑποχωροῦν. Τὸ αὐτὸ ὅμως συνέβαινε καὶ τότε, ἁπλῶς οἱ παλαιοὶ ἐτίμων τὰ ράσα τὰ ὁποῖα ἔφερον. Ἰδοὺ τί συνέβη, ὅταν ἡ Κυβέρνησις ἐπεχείρησε νὰ ἐπιπλήξη τὸν Χρυσόστομον Β΄, ὅταν ἐκεῖνος ἀντέδρασεν εἰς τὴν συνάντησιν Πατριάρχου Ἀθηναγόρου μὲ τὸν Πάπαν Παῦλον Στ΄ καὶ ἐπεκοινώνησε μὲ τὰς ἄλλας Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας:
«Ἡ Διεύθυνση Ἐκκλησιῶν τοῦ Β. Ὑπουργείου ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, σφόδρα παρεξηγήσασα τὴν ἁρμοδιότητα καὶ τὰ καθήκοντα αὐτῆς, ἀπετόλμησεν, ἵνα ζητήση παρ’ ἡμῶν ἐξηγήσεις. Καὶ ἔλαβε τὸ δέον μάθημα. Ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, καὶ Πρόεδρος τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἔτους 1961, εἶναι ὁ μόνος ἐκ τῶν διατάξεων τοῦ τε Κανονικοῦ καὶ τοῦ Ἕλληνος Συνταγματικοῦ Νομοθέτου εἰς ἄσκησιν τοῦ ἱεροῦ καθήκοντος τῆς ἐποπτείας πρὸς διαφύλαξιν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως ἐν Ἑλλάδι, τοῦ Ἐθνικοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος, ἁρμόδιος, οὐ μόνον δυνάμενος ἀλλὰ καὶ ὑποχρεούμενος καὶ ἐκ τῆς κειμένης νομοθεσίας, ἵνα λαμβάνη πᾶν τὸ προσῆκον καὶ ἐνδεδειγμένον μέτρον πρὸς προάσπισιν καὶ ἔναντι πάντων ὑποστήριξιν τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ἰδίᾳ ὅταν ἀνεπίτρεπτος κατὰ τούτων ἐπιχειρῆται ὁποθενδήποτε ὑπονόμευσις. Καὶ μετὰ τοῦτο ἐσίγησαν σιγὴν Ἰχθύος. Ἀλλὰ τοῦτο πλέον δὲν ἀρκεῖ. Δέον καὶ ἀπὸ μέρους τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν νὰ ἐπιδειχθῆ εἰς τὸ ἐγγὺς μέλλον ἡ δέουσα κατανόησις πρὸς τὸ ἐθνικὸν καὶ θρησκευτικὸν ἔργον τῆς ἐν Ἑλλάδι Ποιμαινούσης Ἐκκλησίας».
Ἂς συγκρίνη κανεὶς τὰ παρατεθέντα μὲ τοὺς σημερινοὺς Ἱεράρχας, ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν ὁποίων θεωροῦν κεφαλὴν τὸν Κων/λεως καὶ ἕτεροι ἐγκωμιάζουν αὐτὸν ἀντιεκκλησιαστικῶς ὡς μόνον θεματοφύλακα τῆς πίστεως! Ἔχουν παραδώσει τὰς κλεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τὸν μειοδότην τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ποῦ σύρεται ἡ Ἐκκλησία; Δὲν συναισθάνονται οὐδόλως τὴν εὐθύνην ἔναντι τῶν Ἑλλήνων; Ὑποκύπτουν ἄνευ οἱασδήποτε ἀντιρρήσεως εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦν συνεχῶς διχοστασίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν; Ἰδού, ἡ ὑπεύθυνος στάσις ἑνὸς συνειδητοποιημένου Προκαθημένου:
«Ἡ ἐν τοῖς ἄνω δοθεῖσα, ἐν ἐπιτρεπτῇ συνάψει, ἀπεικόνισις τῆς προσφάτου δεινῆς περιπετείας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὀφειλομένης εἰς ἀνεπίτρεπτον καὶ ὡς ἀπεκαλύφθη πλέον ἀπὸ χρόνου μακροῦ προετοιμαζομένην ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ΚΠόλεως ἀπαράδεκτον καὶ ἄθεσμον ἀντικανονικὴν ἐκτροπὴν διὰ δημιουργίας, ἐν χρήσει τῶν μεθόδων τοῦ ἐτσιθελισμοῦ, ὁποίας τινός βιαίας ἐπαφῆς μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτελέση ἀντικείμενον βαθυτέρας προσοχῆς καὶ ἐπισταμένης μελέτης ἀπὸ μέρους τῆς Πολιτείας.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐγκαίρως ἀντιληφθεῖσα τὴν προετοιμασίαν τοῦ πραξικοπήματος, ὕψωσε τὸ ἀνάστημα αὐτῆς καὶ ἀντέδρασε πάσῃ δυνάμει. Ἐν βαθυτάτῃ τελοῦσα ἐπιγνώσει τῶν ἀκαταλύτων τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἡμῶν ἱ. Παρακαταθηκῶν καὶ Παραδόσεων, διδασκουσῶν τὸ διὰ μέσου αἰώνων καὶ διὰ ποταμῶν κοινῶν αἱμάτων χαραχθὲν ἕν καὶ ἀδιάσπαστον σύνολον τῆς ἐθνικῆς ὑποστάσεως μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς θρησκείας, ὡς ἄλλωστε τόσον σαφῶς διακελεύεται καὶ ὁ Συνταγματικὸς Ἕλλην Νομοθέτης, ἀγωνίζεται συνεχῶς, ἵνα πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν παρέξη τὴν δέουσαν διαφώτισιν περὶ τοῦ σφόδρα ἐπιζημίου ἐθνικῶς καὶ θρησκευτικῶς δι’ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας ἀποτολμηθέντος ὑπὸ τῶν ἐν ΚΠόλει ἀπαραδέκτου διαβήματος.
Τὸ διατὶ ἐπιβάλλεται, ἵνα ἐπιβληθῆ τὸ ταχύτερον ἀνάσχεσις τῆς ὑπὸ τῶν ἐν ΚΠόλει ἀσκουμένης σήμερον ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, δυναμένης πλὴν ἄλλων κινδύνων νὰ ἐκθέση ἀνεπανορθώτως τὸ κῦρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ΚΠόλεως ἀπέναντι τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐξηγήθη ἤδη ἐπαρκῶς ἐν τοῖς ἀνωτέρω».
Μήπως τὸ «σκασίλα μου» τοῦ Κων/λεως δὲν εἶναι «ἐτσιθελισμός»; Μήπως ἡ ἀνάμειξις τοῦ Φαναρίου εἰς Οὐκρανίαν, Λιθουανίαν, Ἐσθονίαν, Λετονίαν, Σκόπια καὶ ἀλλαχοῦ δὲν εἶναι ἀπόδειξις τοῦ τί συμβαίνει; Ποῖον τελικῶς ὑπηρετοῦν; Ἀπὸ δεκαετίας συσχηματιζόμενοι μὲ τοὺς οἰκονομικοὺς καὶ πολιτικοὺς παράγοντας σχεδιάζουν τὸ «τέλειον ἔγκλημα» κατὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἑλλάδος:
«Οἱ ἐν ΚΠόλει, ἀτυχῶς, ὁσημέραι φαίνονται ἀποξενούμενοι τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου γραμμῆς. Προβάλλουσι πρόθυμοι εἰς ἐξυπηρέτησιν ἄλλων, μὴ ἀποπνεόντων ἑλληνικὸν ἄρωμα σκοπῶν. Ἔχοντες δὲ καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Β. Ὑπουργείου ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, ἀποθρασύνονται καὶ προβαίνουσι δημοσίως εἰς δηλώσεις, δι’ ὧν μέμφονται τῆς ἐν Ἑλλάδι Ποιμαινούσης Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ τοῦτο ἐλάμβανε χώραν μόνον ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ἔνθα τυγχάνουσιν ἀτυχῶς ἀνέλεγκτοι, θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι ματαίως κραυγάζουσιν. Ἀλλ’ ἐπ’ ἐσχάτων ἐπιδεικνύουσιν ἀφάνταστον ἀσέβειαν καὶ ἀπρέπειαν, ἐπισκεπτόμενοι τὴν Ἑλλάδα, συνταράσσοντες τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα καὶ δημιουργοῦντες ἀνυπολόγιστον ζημίαν εἰς τὸ ἔργον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας.
Διότι, εὐστόχως ἐρωτῶμεν, τίνι τρόπῳ θὰ συνεχίσωμεν τὴν ἄμυναν ἡμῶν κατὰ τῆς ἀγρίας προπαγάνδας τῶν Οὐνιτῶν καὶ τῶν ἄλλων Ρωμαιοκαθολικῶν ἐν μέσαις Ἀθήναις, ὁσάκις ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, ἢ ὁ Θυατείρων Ἀθηναγόρας καὶ ἄλλοι, ἐπίτηδες ἐπισκεπτόμενοι τὰς Ἀθήνας πρὸς δημιουργίαν κακοῦ καὶ παραζάλης, χωρὶς νὰ λάβωσι τὴν κανονικὴν ἡμῶν συγκατάθεσιν καὶ ἄδειαν, προβαίνουσιν εἰς δηλώσεις διὰ τοῦ Τύπου, δι’ ὧν ἐξαίρουσι τὸ ἔργον τῆς Ἐκκλησίας ΚΠόλεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης καὶ κατηγοροῦσιν ἀνερυθριάστως τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος καὶ τῆς Ποιμαινούσης Ἐκκλησίας ἐπὶ μὴ τηρήσει τῶν ἐπιταγῶν τοῦ Θείου Λόγου, ὑπερσυντηρητισμῷ κ.ἄ. (βλ. δηλώσεις τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου, ἐν ἐφημ. «Μεσημβρινή» τῆς 9ης Ἰανουαρίου 1964);
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε καὶ θὰ μείνη εἰς τοὺς αἰῶνας Ἐθνικὴ Ἐκκλησία. Ὡς τοιαύτη δὲ δέον νὰ ζήση μετὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, πάντοτε συντηρητική, διαφυλάττουσα τὰς κοινάς Ἱερὰς Παραδόσεις, τὴν Πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων Θεοφόρων Πατέρων καὶ τὰς θεμελιώδεις ἀρχὰς τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, «οἷς οὐκ ἔστι τί προσθεῖναι καὶ ἀφ’ ὧν οὐκ ἔστι τί ἀφελεῖν».
Καὶ ἡ ἐλαχίστη ἀκόμη ὑποχώρησις ἔναντι τῶν ἐθνικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἡμῶν παραδόσεων, δὲν θέλει συζήτησιν, ὅτι ὁδηγεῖ εὐθέως εἰς τὴν συμφορὰν καὶ τὸν καταποντισμὸν ἡμῶν, ὥς τε Ἑλλήνων καὶ Ὀρθοδόξων.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔπραξε καὶ πράττει καὶ θὰ πράττη πάντοτε τὸ καθῆκον της ἀπέναντι τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρθοδόξου Ἔθνους».
Ποῦ εὑρίσκονται σήμερα τόσον θαρραλέοι Ἱεράρχαι νὰ διακηρύξουν μὲ παρρησίαν ὅτι θὰ παραμείνουν ἀμετακίνητοι εἰς τὰς Ἱεράς Παρακαταθήκας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ θεσμῶν τοῦ ἔθνους; Ἕτοιμοι, εἶναι βεβαίως, οἱ οἰκουμενισταὶ νὰ κατηγορήσουν τὰ ἀνωτέρω ὡς «ἐθνοφυλετισμὸν» καὶ ἄκρατον «ἐθνικισμόν», ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι εἶναι ἀπάτριδες: συνεχῶς εἰς ἕνα ἀεροπλάνον μετακινοῦνται ἀπὸ χώραν εἰς χώραν ἔχοντες δύο (ποῖος ξέρει ἴσως καὶ τρία) διαβατήρια, χαμένοι μεταξὺ διαφόρων ἰθαγενειῶν καὶ ὑπηκοοτήτων μὲ κύριον μέλημα νὰ μὴ δυσαρεστήσουν τὸν Σουλτᾶνον, ὥστε νὰ εἶναι ὑποψήφιοι διὰ τὸν Πατριαρχικὸν θῶκον, καὶ νὰ μὴ θίξουν τὸν Πλανητάρχην, ὥστε νὰ προωθηθοῦν καταλλήλως εἰς ἑτέραν ἐπαρχίαν, καθὼς δὲν τοὺς «χωρᾶ» ὁ τόπος! Αὐτοὶ εἶναι οἰκουμενισταὶ καὶ ὄχι οἰκουμενικοί, διότι διὰ νὰ εἶσαι οἰκουμενικὸς πρέπει νὰ διαθέτης ὁ ἴδιος σταθερὰν βάσιν.
«Εἶναι καιρός, ἡ ὥρα ἐπέστη, ἵνα καὶ ἡ Πολιτεία πράξη τὸ καθ’ ἑαυτήν. Ἡ ἐν τῷ Ὑπουργείῳ Ἐξωτερικῶν τηρουμένη ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἔχει ἀνάγκην ριζικῆς μεταβολῆς. Δέον νὰ προσεγγίση πρὸς τὴν ἑλληνικὴν ἐκκλησιαστικὴν πολιτικήν, ἥν ἐφαρμόζει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἀπαιτεῖται συνεργασία στενὴ μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ἐν τῷ κατ’ ἐξοχὴν ἐθνικῷ τομεῖ τούτῳ, οὐχὶ δὲ συνεχὴς ἀντιδικία, ὡς εἰς τὸ πρόσφατον παρελθὸν ἀφθόνως ἔλαβε χώραν. Καὶ περὶ τοῦ τίνι τρόπῳ δύναται, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται, νὰ γίνη ἡ τοιαύτη συνεργασία, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἡμῶν, δὲν χρῄζει μακρᾶς ἢ εἰδικῆς ἀναπτύξεως. Ἀρκεῖ οἱ ἐν τῷ Β. Ὑπουργείῳ Ἐξωτερικῶν πρὸς στιγμὴν ἐρωτῶντες ἑαυτοὺς νὰ πληροφορηθῶσιν, ὅτι εἶναι Ἕλληνες πολῖται, τέκνα τῆς ἐν Ἑλλάδι Ποιμαινούσης Ἐκκλησίας. Μετὰ τοῦτο, δύναται εὐχερῶς νὰ ἐπακολουθήση οἱαδήποτε μεταξὺ ἡμῶν συζήτησις.
Ἴδια δὲ ἡ ἐκ βαθέων ἐπιποθουμένη συζήτησις πρὸς χάραξιν κοινοῦ προγράμματος, κατευθυνομένου πρὸς χάραξιν δεούσης ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, παρεχούσης πᾶν ἐχέγγυον πρὸς διασφάλισιν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς ἡμῶν Πίστεως, τῆς Πίστεως τοῦ Ἔθνους. Γένοιτο!»
Παρατηροῦμεν ὅτι ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦτο ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐφήρμοζε ποιμαντικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν πολιτικὴν πρὸς πραγματικὴν ὠφέλειαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καὶ πρὸς αὐτὴν ἔδει νὰ συντάσσεται καὶ ἡ Πολιτεία. Δυστυχῶς, ἡ Πολιτεία εἶχεν ὀφθαλμὸν ἀλλήθωρον, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἀτένιζε τὴν Δύσιν, κατ’ οὐσίαν τὸ χρῆμα καὶ τὰς ἀλληλενδέτους πρὸς αὐτὸ διεθνεῖς στοάς, καὶ ὄχι τοὺς Ἕλληνας κατὰ πρόσωπον.
Αἱ μηχανορραφίαι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (Σπύρου), τοῦ καὶ Μασώνου, τὸν ὁποῖον δὲν παραλείπει νὰ ἐγκωμιάζη ἀνὰ τὴν γῆν ὁ νῦν Πατριάρχης Βαρθολομαῖος (Ἀρχοντώνης), ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος ἔχει ἐπισκεφθῆ τεκτονικὴν στοὰν εἰς Ρώμην ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας τὸν Ἀθηναγόραν, ὡδήγησαν τὸ Φανάρι ὁλοσχερῶς εἰς χεῖρας τῆς Δύσεως. Τοιουτοτρόπως, Πολιτεία καὶ Φανάρι κρατοῦν σιδηροδέσμιον τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία σὺν τῷ χρόνῳ ὑποτάσσεται πλήρως, ἕως ὅτου σχηματίσουν τὸ θηρίον μὲ τὰ τρία κέρατα.
Ἀπαιτεῖται μία πνευματικὴ ἐπανάστασις, τὴν ὁποίαν μόνον νέοι ἀσκοὶ δύνανται νὰ προσφέρουν. Ὅσοι Ἀρχιερεῖς δὲν τὸ κατανοοῦν καὶ δὲν παραιτηθοῦν θὰ βυθισθοῦν μαζὶ εἰς τὴν ἄβυσσον. Ἐπαναστατήσετε ἤ δώσετε τόπον εἰς ἀξίους!
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος