Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

KYΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [Ρωμ. 2, 10-16] ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



KYΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [Ρωμ. 2, 10-16] 

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι (:Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐργάζεται τὸ καλό, στὸν Ἰουδαῖο πρῶτα καὶ στὸν εἰδωλολάτρη Ἕλληνα)» [Ρωμ.2,10].

Ποιόν «Ἰουδαῖο» ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἢ γιὰ ποιούς «Ἕλληνες» μιλάει; Γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ· γιατί ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὰ χρόνια τῆς χάριτος, ἀλλὰ μένει ἀκόμη στὰ προηγούμενα χρόνια, προκαθορίζοντας ἀπὸ μακριὰ καὶ ἐξαφανίζοντας τὴ διαφορὰ τοῦ εἰδωλολάτρη καὶ τοῦ Ἰουδαίου, ὥστε, ὅταν τὸ κάνει αὐτὸ στὸν καιρὸ τῆς χάριτος, νὰ μὴ φανεῖ πιὰ ὅτι ἐπινοεῖ κάτι τὸ νέο καὶ ἐνοχλητικό. Ἐὰν λοιπὸν στὰ προηγούμενα χρόνια, ὅταν δὲν ἔλαμψε ἀκόμη ἡ τόσο μεγάλη χάρη, ὅταν τὰ πράγματα τῶν Ἰουδαίων ἦταν σὲ ὅλους σεβαστὰ καὶ ξακουστὰ καὶ λαμπερά, δὲν ὑπῆρχε καμία διαφορά, ποιό λόγο θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ στὴ συνέχεια ὕστερα ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη φανέρωση τῆς χάρης; Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα τὸ ἑτοιμάζει αὐτό· γιατί πραγματικὰ ὁ ἀκροατής, ἀφοῦ μάθει ὅτι αὐτὸ ἐπικρατοῦσε στὰ προηγούμενα χρόνια, θὰ τὸ παραδεχτεῖ αὐτὸ πολὺ περισσότερο μετὰ τὴν πίστη.

«Ἓλληνες» ὅμως ἐδῶ λέγει ὄχι τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ τοὺς θεοσεβεῖς, ἐκείνους ποὺ πείθονταν στὸν φυσικὸ νόμο τῆς συνειδήσεως, ἐκείνους ποὺ δὲν τηροῦσαν βέβαια τίς ἐντολὲς ποὺ εἶχαν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς Ἰουδαίους μέσῳ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, τηροῦσαν ὅμως ὅλα αὐτὰ ποὺ συντελοῦσαν στὴν εὐσέβεια. Τέτοιοι ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Μελχισεδέκ, τέτοιος  ἦταν ὁ Ἰώβ, τέτοιοι ἦταν οἱ Νινευίτες, τέτοιος ἦταν ὁ Κορνήλιος. Ἤδη λοιπὸν ὑπονομεύει ἀπὸ πρὶν τὴ διαφορὰ τῆς περιτομῆς καὶ τῆς ἀκροβυστίας καὶ ἀπὸ πολὺ νωρίτερα ἐξαφανίζει αὐτὴ τὴ διαφορά, ὥστε καὶ χωρὶς ὑποψία νὰ κάμει αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἄλλη ἀνάγκη νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τοὺς διδάξει, πρᾶγμα ποὺ πάντοτε εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς σύνεσης τοῦ ἀποστόλου. Ἐὰν λοιπὸν φανέρωνε αὐτὸ στὰ χρόνια τῆς χάριτος, θὰ φαινόταν πὼς ὁ λόγος ἦταν πολὺ ὕποπτος, ἐνῶ τὸ νὰ ἀλλάξει τὸν λόγο γι᾿ αὐτοὺς μὲ βάση τὸ συμπέρασμα ἐκεῖνο, τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν κακία καὶ τὴν πονηρία ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο, ἔκανε ἀνύποπτη τὴ διδασκαλία.

Καὶ ὅτι θέλει αὐτὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ παρουσίασε ἔτσι, εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖ· γιατί, ἐὰν δὲν προσπαθοῦσε νὰ ἀποδείξει αὐτό, ἦταν ἀρκετό, λέγοντας, ὅτι «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ (:καὶ σύμφωνα μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητη καρδιά σου, ποὺ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόση καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἐξαπολυθοῦν ἐναντίον σου τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ξεσπάσει ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ δίκαια κρίση τοῦ Θεοῦ)» [Ρωμ. 2,5], νὰ σταματήσει τὸ θέμα αὐτό· γιατί πραγματικὰ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦταν τοῦτο τὸ ζητούμενο γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, νὰ μιλήσει δηλαδὴ μόνο γιὰ τὴ μέλλουσα κρίση, ἀλλὰ καὶ νὰ δείξει ὅτι ὁ Ἰουδαῖος δὲν ἔχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕναν τέτοιον Ἕλληνα, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, προχωρεῖ στὰ ἑπόμενα, καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν τάξη. Πρόσεχε ὅμως. Φοβέρισε τὸν ἀκροατή, ὑπενθύμισε σὲ αὐτὸν τὴ φοβερὴ ἡμέρα, εἶπε πόσο κακὸ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς μαζὶ μὲ τὴν πονηρία, ἔδειξε πὼς κανεὶς δὲν ἁμαρτάνει ἀπὸ ἄγνοια οὔτε χωρὶς τιμωρία, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν τιμωρηθεῖ τώρα, θὰ τιμωρηθεῖ ὁπωσδήποτε. Ἔτσι στὴ συνέχεια θέλει νὰ ἀποδείξει πὼς ἡ διδασκαλία τοῦ νόμου δὲν ἦταν ἀπὸ τὰ πολὺ ἐπείγοντα πράγματα, γιατί ἡ κόλαση καὶ ἡ τιμὴ βρίσκονται στὰ ἔργα, καὶ ὄχι στὴν περιτομὴ καὶ τὴν ἀκροβυστία.

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶπε πὼς ὁπωσδήποτε θὰ τιμωρηθεῖ ὁ Ἕλληνας καὶ τὸ θεώρησε αὐτὸ σὰν δεδομένο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀπέδειξε ὅτι καὶ θὰ τιμηθεῖ, ὡς περιττὰ πλέον φανέρωσε στὴ συνέχεια καὶ τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ τὴν περιτομή· διότι ἐδῶ μάχεται ἰδιαίτερα τοὺς Ἰουδαίους. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐκεῖνοι ἦταν περισσότερο φιλόνικοι, πρῶτα μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀπὸ ὑπερηφάνεια τὴν ἀξίωση νὰ μὴν συναριθμοῦνται μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς· δεύτερο, μὲ τὸ νὰ περιγελοῦν, ἐὰν ἡ πίστη ἐξαφανίζει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα,  γι᾿ αὐτὸ κατηγόρησε πρῶτα τοὺς Ἕλληνες [βλ. Ρωμ. 2,9: «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος (:Ναί. Θλίψη καὶ στεναχώρια, θὰ πέσει σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπιμένει νὰ ἐργάζεται τὸ κακό, τόσο στὸν Ἰουδαῖο κατὰ πρῶτο λόγο, ὅσο καὶ στὸν εἰδωλολάτρη)»], γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάει, ὥστε χωρὶς ὑποψία καὶ μὲ παρρησία νὰ φθάσει στοὺς Ἰουδαίους.

Ἔπειτα, ἀφοῦ ἦρθε ὁ λόγος στὴν ἐξέταση γιὰ τὴν κόλαση, δείχνει πὼς ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖται καθόλου ὁ Ἰουδαῖος ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἀλλὰ καὶ ἐπιβαρύνεται. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἕλληνας εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀναπολόγητος, ἐπειδὴ δὲν ἔγινε καλύτερος, παρὰ τὸ ὅτι ἡ συνείδηση καὶ οἱ σκέψεις του τὸν ὁδηγοῦσαν σὲ αὐτό, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι ὁ Ἰουδαῖος, ἀφοῦ πῆρε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὴ διδασκαλία ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο ποὺ δὲν ἐφάρμοσε. Ἀφοῦ ἔπεισε λοιπὸν τὸν Ἰουδαῖο ἀκροατή του εὔκολα νὰ δεχθεῖ τὴ σκέψη αὐτὴ στὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τὸν ἀναγκάζει στὴ συνέχεια καὶ χωρὶς τὴ θέλησή του νὰ κάνει αὐτὸ καὶ στὰ δικά του ἁμαρτήματα.

Καὶ γιὰ νὰ γίνει εὔκολα δεκτὸς ὁ λόγος, τὸν ὁδηγεῖ καὶ στὰ πιὸ ἀγαθά, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Δόξα ἀπὸ τὸν Θεό, τιμὴ καὶ ἔπαινος, εἰρήνη καὶ χαρὰ θὰ δοθεῖ σὲ καθένα, ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, στὸν Ἰουδαῖο πρῶτα ἀλλὰ καὶ στὸν εἰδωλολάτρη»· γιατί ἐδῶ βέβαια, ὅσα καλὰ καὶ ἂν ἔχει κανείς, τὰ ἔχει μὲ πολλὲς ταραχές, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πλούσιος ἢ ἄρχοντας ἢ βασιλιᾶς. Καὶ ἂν ὄχι πρὸς ἄλλον, τοὐλάχιστον ἐπαναστατεῖ πρὸς τὸν ἑαυτό του πολλὲς φορὲς καὶ στὶς σκέψεις του ἔχει πολὺ πόλεμο. Ἐκεῖ ὅμως δὲν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ τὰ πάντα εἶναι γαλήνια καὶ χωρὶς ταραχὴ καὶ ἔχουν τὴ γνήσια εἰρήνη.

Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν ἀπὸ τὰ προηγούμενα ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν νόμο, θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια, προσθέτει καὶ ἕνα συλλογισμό, λέγοντας ἔτσι: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ (:θὰ συμβοῦν τὰ ἴδια στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες, διότι δὲν χαρίζεται σὲ πρόσωπα ὁ Χριστός)» [Ρωμ. 2,11]· γιατί ὅταν λέγει ὅτι τιμωρεῖται καὶ ὁ Ἰουδαῖος καὶ ὁ Ἕλληνας, ὅταν ἁμαρτάνουν, δὲν χρειάζεται συλλογισμούς· ὅταν ὅμως λέγει ὅτι καὶ τιμᾷται ὁ Ἕλληνας, θέλει νὰ κάνει ἀποδεικτικοὺς συλλογισμοὺς καὶ στὴ συνέχεια χρειάζεται πλέον τεκμηρίωση· γιατί πραγματικὰ φαινόταν πὼς εἶναι θαυμαστὸ καὶ παράδοξο, ἐὰν ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἄκουσε οὔτε τὸν νόμο οὔτε τοὺς προφῆτες, τιμᾷται ὅταν ἐργάζεται τὰ ἀγαθά. Γι᾿ αὐτό, πρᾶγμα ποὺ εἶπα καὶ πιὸ μπροστά, στὰ πρὶν ἀπό τὴ χάρη χρόνια γυμνάζει τίς ἀκοές τους, γιὰ νὰ προσθέσει εὐκολότερα στὴ συνέχεια μαζὶ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ συγκατάθεσή τους σὲ αὐτά. Ἐδῶ βέβαια γίνεται ἰδιαίτερα ἀνύποπτος, ἐπειδὴ οὔτε τὸ δικό του δὲν προετοιμάζει.

Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε «δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἓλληνι», πρόσθεσε: «οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Πῶ, πῶ, μὲ πόση ἀφθονία νίκησε! Γιατί δείχνει, φέροντας τὸν λόγο σὲ παραδοξολογία, ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ νὰ μὴ γίνει ἔτσι· γιατί τότε τὸ πρᾶγμα θὰ ἦταν ἀποτέλεσμα μεροληψίας, ἐνῶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Καὶ δὲν εἶπε «ἐὰν ὅμως δὲν γίνει αὐτό, ὁ Θεὸς εἶναι μεροληπτικός», ἀλλὰ μὲ πιὸ σεμνὸ τρόπο ἐκφράστηκε: «Οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἐξετάζει τὴν ποιότητα τῶν προσώπων, ἀλλὰ τὴ διαφορὰ τῶν πράξεων. Λέγοντας αὐτά, φανέρωσε ὅτι ὁ Ἰουδαῖος δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν Ἕλληνα στὶς πράξεις, ἀλλὰ μόνο στὰ πρόσωπα.

Σὲ αὐτὰ ἦταν ἑπόμενο νὰ πεῖ: «ὄχι λοιπόν, ἐπειδὴ ὁ ἕνας εἶναι Ἰουδαῖος καὶ ὁ ἄλλος Ἕλληνας,  γι᾿ αὐτὸ νὰ τιμᾷται ὁ πρῶτος καὶ νὰ περιφρονεῖται ὁ δεύτερος, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο γίνονται ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τους». Ὅμως δὲν τὸ ἐξέφρασε ἔτσι, γιατί θὰ προκαλοῦσε τὴν ὀργὴ τοῦ Ἰουδαίου, ἀλλὰ κάτι ἄλλο περισσότερο ἀναφέρει συγκρατῶντας καὶ ταπεινώνοντας παρακάτω τὸ φρόνημά τους, ὥστε νὰ παραδεχθοῦν ἐκεῖνο. Καὶ ποιό εἶναι αὐτό; Τὰ ἑπόμενα λόγια : «ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται (:καὶ γι᾿ αὐτὸ ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν σὲ ἀπώλεια, χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸν μωσαϊκὸ νόμο σὲ αὐτό. Καὶ ὅσοι ἁμάρτησαν ἐνῶ εἶχαν λάβει γραπτὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό)» [Ρωμ. 2,12].

Ἐδῶ λοιπόν, πρᾶγμα ποὺ εἶπα παραπάνω, ὄχι μόνο δείχνει τὴν ἰσοτιμία Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνα, ἀλλὰ καὶ πῶς ὁ Ἰουδαῖος ἐπιβαρύνεται πολὺ ἀπὸ τὴ χορήγηση τοῦ νόμου· γιατί ὁ Ἕλληνας κρίνεται χωρὶς τὸν νόμο. Τὸ «χωρὶς νόμο» ἐδῶ δὲν σημαίνει τὸ πιὸ δυσάρεστο, ἀλλὰ τὸ πιὸ μαλακό· δηλαδὴ δὲν ἔχει τὸν νόμο ὡς κατήγορο· γιατί τό «χωρὶς νόμο», δηλαδή, χωρὶς τὴν κατηγορία τοῦ νόμου, σημαίνει καταδικάζεται μόνο ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς συλλογισμοὺς καὶ τὴν ἐπιβαρυμένη συνείδηση ποὺ δὲν ἄκουγε ὅσο ζοῦσε. Ὁ Ἰουδαῖος ὅμως κρίνεται μὲ βάση τὸν μωσαϊκὸ νόμο, δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴ φύση εἶναι καὶ ὁ νόμος κατήγορος· γιατί ὅσο περισσότερο δέχτηκε τὴ φροντίδα, τόσο περισσότερο θὰ τιμωρηθεῖ, ἐφόσον ὑπῆρξε ἀπείθαρχος καὶ ἀμετανόητος. Βλέπεις πῶς παρουσίασε μεγαλύτερη τὴν ἀνάγκη στοὺς Ἰουδαίους γιὰ νὰ τρέξουν στὴ χάρη; Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔλεγαν ὅτι δὲν χρειάζονται τὴ χάρη, σωζόμενοι μόνο μὲ τὸν νόμο, δείχνει πὼς αὐτοὶ τὴ χρειάζονται περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀφοῦ βέβαια πρόκειται νὰ τιμωρηθοῦν περισσότερο.

Ἔπειτα πάλι προσθέτει  ἄλλο συλλογισμό, γιὰ νὰ ὑπερασπίσει αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν: «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται (:διότι δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ὅσοι ἀκοῦνε ἁπλῶς τὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου νόμου, ἀλλὰ ὅσοι τηροῦν τὸν νόμο· αὐτοὶ θὰ ἀναγνωριστοῦν δίκαιοι)» [Ρωμ. 2,13]. Σωστὰ πρόσθεσε τὴ φράση «παρὰ τῷ Θεῷ (:ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)»· γιατί μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ἴσως μποροῦν νὰ φαίνονται ἀξιοσέβαστοι καὶ νὰ ὑπερηφανεύονται πολὺ ἐπειδὴ ἁπλῶς γνωρίζουν τὸν Νόμο, μπροστὰ στὸν Θεὸ ὅμως, ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, «αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὸν νόμο, αὐτοὶ μονάχα θὰ ἀναγνωριστοῦν δίκαιοι καὶ ἄξιοι ἀμοιβῆς ἀπὸ τὸν Θεό». Εἶδες πόση ἀφθονία ἐπιχειρημάτων μεταχειρίζεται γιὰ νὰ τρέψει τὸν λόγο αὐτὸ στὸ ἀντίθετο; «Ἐὰν λοιπὸν ἔχεις τὴν ἀξίωση νὰ σωθεῖς ἐξαιτίας τοῦ νόμου ποὺ ἀκοῦς στὶς συναγωγές», λέγει, «θὰ σταθεῖ ἔτσι πρῶτα ἀπὸ ἐσένα ὁ Ἕλληνας, ἐπειδὴ φάνηκε πὼς ἔκανε πράξη ὅσα ἔχουν γραφεῖ».

«Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ ἕνας ἄνθρωπος», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «χωρὶς νὰ ἀκούσει τὸν νόμο, νὰ ἐκτελέσει τὸν νόμο μὲ τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ;». «Εἶναι δυνατόν», ἀπαντᾷ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτό· γιατί ὄχι μόνο χωρὶς νὰ ἀκούσει κανείς, μπορεῖ νὰ ἐκτελέσει τὸν νόμο, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸν ἀκούσει νὰ μὴ συμβεῖ αὐτὸ καὶ νὰ μὴν τὸν ἐφαρμόσει», πρᾶγμα ποὺ ἀναφέρει πιὸ καθαρὰ ὕστερα λέγοντας καὶ μὲ περισσότερη ἔμφαση: «Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; (:ἐσὺ λοιπὸν ποὺ διδάσκεις τὸν ἄλλο, δὲν διδάσκεις καλύτερα τὸν ἑαυτό σου; Ἐσὺ ποὺ κηρύττεις στοὺς ἄλλους νὰ μὴν κλέβουν, κλέβεις;)» [Ρωμ. 2,21]. Ἐδῶ ὅμως πρῶτα ἀποδεικνύει τὸ προηγούμενο.

«Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος (:διότι ὅταν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γραπτὸ λόγο, θεοσεβεῖς ἄνθρωποι, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο κάνουν ὅ,τι προστάζει ὁ γραπτὸς νόμος, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἂν καὶ δὲν ἔχουν γραπτὸ νόμο, ἔχουν ὡς νόμο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, δηλαδὴ τὴ συνείδησή τους)» [Ρωμ, 2,14]. «Δὲν ἀπορρίπτω τὸν νόμο», λέγει, «ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐδῶ δικαιώνω τοὺς ἐθνικούς». Εἶδες πῶς ὑπονομεύοντας τὴ δόξα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δὲν δίνει καμία ἀφορμὴ ἐναντίον του ὅτι προσβάλλει τὸν νόμο, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, ἀποδεικνύει τὰ πάντα ἔτσι, ὥστε νὰ τὸν ἐξυψώνει καὶ νὰ τὸν παρουσιάζει μεγάλο; Καὶ ὅταν λέγει «φύσει» ἐννοεῖ «μὲ τίς σκέψεις ποὺ εἶναι ἔμφυτες μέσα στὴ συνείδηση του κάθε ἀνθρώπου» καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἄλλοι εἶναι καλύτεροι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, γι᾿ αὐτὸ εἶναι καλύτεροι, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβαν νόμο, οὔτε ἔχουν αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν πὼς βρίσκονται σὲ καλύτερη κατάσταση ἀπὸ αὐτούς.

«Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς», λέγει, «εἶναι ἀξιοθαύμαστοι, ἐπειδὴ δὲν χρειάστηκαν νόμο καὶ ἐκτέλεσαν ὅλες τίς ἐντολὲς τοῦ νόμου, χαράζοντας στὶς διάνοιές τους τὰ ἔργα καὶ ὄχι τὰ γράμματα». Γιατί αὐτὸ λέγει: «οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων- ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ (:τὸ ἔργο ποὺ κάνει ὁ νόμος νὰ διαφωτίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ διακρίνουν τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ ἔργο οἱ ἐθνικοὶ ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ἔχουν γραμμένο στὶς καρδιές τους. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σὲ αὐτοὺς γιὰ κάθε πράξη, καὶ οἱ ἐσωτερικοί τους λογισμοὶ ἀναμεταξύ τους κατηγοροῦν ἢ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπολογοῦνται. Καὶ θὰ ἀναδειχθοῦν δίκαιοι οἱ τηρητὲς τοῦ νόμου τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττω. Καὶ θὰ τίς κρίνει διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπέρτατου κριτῆ»[Ρωμ. 2,15-16]. Βλέπεις πὼς πάλι παρουσίασε τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ τὴν ἔφερε κοντά, τρομάζοντας τὸν νοῦ τους καὶ δείχνοντας πὼς πρέπει νὰ τιμῶνται περισσότερο αὐτοὶ πού, χωρὶς νὰ ἔχουν νόμο, φρόντισαν νὰ πραγματοποιήσουν τίς ἐντολὲς τοῦ νόμου;

Γιὰ ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μποροῦμε νὰ θαυμάσουμε ἰδιαίτερα τὴ σύνεση τοῦ ἀποστόλου, αὐτὸ ἀξίζει νὰ ποῦμε τώρα. Γιατί ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπόδειξη ἔδειξε ὅτι ὁ Ἕλληνας εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἰουδαῖο, δὲν τὸ ἀναφέρει αὐτὸ στὴν ἀνακεφαλαίωση καὶ στὸ συμπέρασμα τῶν σκέψεών του, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίσει τὸν Ἰουδαῖο. Γιὰ νὰ κάνω ὅμως πιὸ καθαρὸ αὐτὸ ποὺ εἶπα, θὰ ἀναφέρω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου. Ἀφοῦ εἶπε «Γιατί ὄχι ὅσοι ἀκοῦνε τὸν νόμο, ἀλλὰ ὅσοι τὸν ἐκτελοῦν θὰ ἀναγνωριστοῦν δίκαιοι», ἦταν ἑπόμενο νὰ πεῖ: «γιατί ὅταν οἱ ἐθνικοί, ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, κάνουν ἀπὸ τὴ φύσῃ ὅσα ὁρίζει ὁ νόμος, εἶναι πολὺ καλύτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διδάσκονται ἀπὸ τὸν νόμο». Δὲν λέγει ὅμως αὐτό, ἀλλὰ σταματάει μέχρι τὸν ἔπαινο τῶν Ἑλλήνων, καὶ δὲν συνεχίζει τὸν λόγο κάνοντας σύγκριση πρῶτα, γιὰ νὰ δεχθεῖ τοὐλάχιστον ἔτσι τὰ λεγόμενα ὁ Ἰουδαῖος.

Γι᾿ αὐτὸ βέβαια δὲν ὁμίλησε ἔτσι ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, ἀλλὰ πῶς; «Γιατί ὅταν οἱ ἐθνικοί, ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, κάνουν ἀπὸ τὴ φύση ὅσα ὁρίζει ὁ νόμος, αὐτοὶ χωρὶς νὰ ἔχουν νόμο, εἶναι οἱ ἴδιοι νόμος στοὺς ἑαυτούς τους. Αὐτοὶ ἀποδεικνύουν πὼς ἔχουν γραμμένο στὶς καρδιές τους τὸ ἔργο τοῦ νόμου, ὅταν ἡ συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σὲ αὐτούς»· γιατί εἶναι ἀρκετὴ ἀντὶ τοῦ νόμου ἡ συνείδηση καὶ τὸ λογικό. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἔδειξε πάλι πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κακίας.

Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἂν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποδεικνύει αὐτὸ καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές· γιατί τοῦ ἦταν πάρα πολὺ ἀναγκαῖο αὐτὸ τὸ σπουδαῖο πρᾶγμα γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔλεγαν: «Γιατί λοιπὸν ἦρθε τώρα ὁ Χριστός; Καὶ ποῦ ἦταν οἱ ἐκδηλώσεις τῆς μεγάλης Του πρόνοιας τὸν προηγούμενο καιρό;». Καὶ αὐτοὺς λοιπὸν ἀποκρούοντας παρεμπιπτόντως τώρα δείχνει πὼς καὶ στὰ προηγούμενα χρόνια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ χορήγηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπολάμβανε ὅλη τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ· γιατί πραγματικὰ ἐκεῖνο ποὺ μποροῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνει γνωστό, ἦταν φανερὸ σὲ αὐτούς, καὶ γνώριζαν ποιό ἦταν τὸ καλὸ καὶ ποιό ἦταν τὸ κακό, μὲ τὰ ὁποῖα ἔκριναν τοὺς ἄλλους.

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τοὺς κατηγοροῦσε καὶ ἔλεγε ὅτι «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις (:ἀκριβῶς ἐπειδὴ γνωρίζεις πόσο ὀργίζεται ὁ Θεὸς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, γι᾿ αὐτὸ εἶσαι ἀναπολόγητος ἄνθρωπέ μου, ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι· διότι μὲ τὴν πράξη σου αὐτὴ νὰ κατακρίνεις τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου)» [Ρωμ. 2,1]. Στὴν περίπτωση τῶν Ἰουδαίων ὅμως, μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, ὁρίστηκε καὶ ὁ νόμος, ὄχι μόνο τὸ λογικό, οὔτε ἡ συνείδηση.

Γιὰ ποιό λόγο ὅμως ἀναφέρει τό «ὅταν κατηγοροῦν οἱ σκέψεις ἢ ἀπολογοῦνται»; Γιατί, ἂν ἔχουν γραπτὸ νόμο καὶ ἀποδεικνύουν τὸ ἔργο του, τί μπορεῖ νὰ κατηγορήσει στὴ συνέχεια ἡ σκέψῃ; Ἀλλὰ δὲν λέγει πιὰ γιὰ ἐκεῖνες μόνο τὸ «ὅταν κατηγοροῦν», ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴ φύση· γιατί τότε παρουσιάζονται καὶ οἱ σκέψεις μας, ἄλλες γιὰ νὰ κατηγορήσουν καὶ ἄλλες γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦν, καὶ δὲν χρειάζεται ἄλλον κατήγορο ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐκεῖνο τὸ δικαστήριο.

Στὴ συνέχεια αὐξάνοντας τὸν φόβο δὲν εἶπε «τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων», ἀλλὰ «τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων». Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶπε: «Φαντάζεσαι ἐσύ, ποὺ κατακρίνεις ἐκείνους ποὺ κάνουν τέτοια ἔργα καὶ ὅμως κάνεις καὶ ἐσὺ αὐτά, ὅτι θὰ ἀποφύγεις τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;», γιὰ νὰ μὴ δεχθεῖς τέτοια κρίση, ὅμοια μὲ αὐτὴν ποὺ ἐκφέρεις καὶ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεῖς ὅτι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ ἀκριβέστερη ἀπὸ τὴ δική σου, συμπλήρωσε: «τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων» καὶ πρόσθεσε «σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττω, μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό»· γιατί οἱ ἄνθρωποι δικάζουν τίς φανερὲς πράξεις μόνο. Μολονότι βέβαια μιλοῦσε παραπάνω γιὰ τὸν Πατέρα μόνο, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴ συνέχεια τοὺς μαλάκωσε μὲ τὸν φόβο, πρόσθεσε καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ, ἀφοῦ μνημόνευσε τὸν Πατέρα, τότε τὸν πρόσθεσε. Καὶ τὴν ἀξία ὅμως τοῦ κηρύγματος ἐξυψώνει μὲ αὐτά· «διότι τὸ ἴδιο τὸ κήρυγμα», λέγει, «διακηρύσσει αὐτὰ ποὺ προκαταβολικὰ φανέρωσε ἡ φύση».

Εἶδες ὅτι μὲ σύνεση ὁδήγησε αὐτοὺς καὶ τοὺς προσκάλεσε στὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν Χριστό, καὶ ὑπέδειξε ὅτι τὰ ἀνθρώπινα δὲν σταματοῦν μέχρι ἐδῶ, ἀλλὰ προχωροῦν πιὸ πέρα; Αὐτὸ καὶ προηγουμένως τὸ ἔκανε, λέγοντας «Μαζεύεις ἐναντίον σου θησαυροὺς ὀργῆς κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀργῆς», καὶ ἐδῶ πάλι: «Θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τίς ἀπόκρυφες πράξεις τῶν ἀνθρώπων». Ὁ καθένας, λοιπόν, γνωρίζοντας τὴ συνείδησή του καὶ ἀναλογιζόμενος τὰ ἁμαρτήματά του, ἂς ζητάει τίς εὐθύνες μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε τότε μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο· γιατί εἶναι φοβερὸ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο, φρικτὸ τὸ βῆμα, οἱ εὐθύνες εἶναι γεμᾶτες τρόμο, τρέχει ποταμὸς φωτιᾶς. «Ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; (:ὅμως καὶ αὐτοὶ θὰ ἀντικρίσουν τὸ θάνατο· διότι ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ ὁ πιὸ ἀγαπημένος τους ἀδελφὸς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἐξαγοράσει καὶ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἄγνωστος ἄνθρωπος; Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαγοράσει τὴν ζωὴ τοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, δίνοντάς Του κάποια προσφορὰ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀπέναντι Του καὶ νὰ παρατείνει ἔτσι τὴν ζωὴ του)» [Ψαλμ. 48,8].

Θυμήσου λοιπὸν αὐτὰ ποὺ λέγονται στὸ εὐαγγέλιο, τοὺς ἀγγέλους ποὺ τρέχουν γύρω-γύρω νὰ περισυνάξουν κάθε ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνει ἡ τελικὴ κρίση, τὸν νυμφῶνα ποὺ ἀποκλείεται γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν καθαρὸ ἔνδυμα, τίς λαμπάδες ποὺ δὲν σβήνουν, τίς δυνάμεις ποὺ σύρουν στὰ καμίνια. Καὶ ἐκεῖνο νὰ σκεφτεῖς, ὅτι ἂν κάποιου ἀπὸ ἐμᾶς φανερώθηκε σήμερα κάποιο κρυφὸ πρᾶγμα μπροστὰ στὴν ἐκκλησία μόνο, πῶς δὲ θὰ εὐχόταν νὰ ἐξαφανιστεῖ μᾶλλον καὶ νὰ τὸν καταπιεῖ ἡ γῆ, παρὰ νὰ ἔχει τόσους μάρτυρες γιὰ τὴν κακία του;

Τί λοιπὸν θὰ πάθουμε τότε, ὅταν θὰ παρουσιάζονται ὅλα μπροστὰ στὴν οἰκουμένη σὲ τέτοιο λαμπρὸ καὶ ἐπίσημο θέατρο, καὶ ἐνῶ γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι σὲ μᾶς θὰ τὰ βλέπουν ὅλα καθαρά; Ἀλλὰ ἀλίμονο, ἀπὸ ποῦ ἀναγκάζομαι νὰ σᾶς φοβερίσω; Ἀπὸ τὴν ὑπόληψη τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ πρέπει νὰ τὸ κάμω αὐτὸ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς καταδίκης Του. Ποιοὶ λοιπόν, πές μου, θὰ εἴμαστε τότε, ὅταν ἐνῶ θὰ μᾶς δέσουν καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια, θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο; Ἢ καλύτερα, τί θὰ κάνουμε, πρᾶγμα ποὺ εἶναι πιὸ φοβερὸ ἀπὸ ὅλα, ὅταν θὰ ἔρθουμε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Θεό; Γιατί, ἐὰν κάποιος ἔχει αἴσθηση καὶ νοῦ, ἤδη ὑπέμεινε καὶ τὴ γέεννα, ὅταν θὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Θεό· ἐπειδὴ ὅμως δὲν παθαίνει αὐτό,  γι᾿ αὐτὸ ἀπειλοῦσε μὲ τὴ φωτιὰ τῆς κόλασης· γιατί πραγματικὰ ἔπρεπε νὰ ὑποφέρουμε, ὄχι ὅταν τιμωρούμαστε, ἀλλὰ ὅταν ἁμαρτάνουμε.

[...]Ἄς σταματήσουμε λοιπὸν στὸ ἑξῆς νὰ βαδίζουμε πρὸς τοὺς γκρεμοὺς καὶ ἂς συνέλθουμε καὶ ἀφοῦ ἀναλογιστοῦμε ὅλα αὐτά, ἂς ἀναπέμψουμε δόξα στὸν Θεὸ μὲ τὰ ἔργα μας, γιατί δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα μὲ τὰ λόγια, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴ δική Του δόξα, τὴν ὁποία εὔχομαι νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήνὁμιλία ΣΤ΄ [ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα], πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Β, σελίδες 443-459 καὶ 468-469.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

•   liddell & Scott, Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας(Ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου ΛεξικοῦἐκδΠελεκάνος 2007),

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

__________________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ 
«Πᾶνος»