Ο μύθος του χταποδιού
(Από το βιβλίο: «Μυστικά άνθη», Φωτίου Κόντογλου, εκδόσεις «ΑΣΤΕΡΟΣ»)
Γράφει ο Φώτης Κόντογλου: «… Το κρασί, που φαίνεται το πιο ήρεμο πράγμα μπροστά στο μαχαίρι και στο μάσημα, στο βάθος είναι για το χταπόδι ο πιο μεγάλος οχτρός.
Έτσι και για μας τους Έλληνες. Περάσανε από την πλάτη μας άγριες ανεμοζάλες κάθε λογής, αγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες με σπαθιά, με κοντάρια και μ΄ άρματα κάθε λογής, Πέρσες, Αλαμανοί, Φράγκοι, Αραπάδες, Τούρκοι κι άλλοι. Μας σφάζανε, μας κομματιάζανε, μας κρεμάζανε, μας σουβλίζανε, μα δεν πεθάναμε, γιατί μας ατσάλωνε ο αγώνας, δίναμε φωτιά στη φωτιά, είχαμε να κάνουμε με οχτρούς φανερούς και σκληρούς.
Τώρα όμως, στο σημερινό καιρό, οι εχθροί αλλάξανε όψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, με το χαμόγελο στα χείλια, φίλοι δολεροί, που φαίνονται άβλαβοι, μάλιστα και ευεργέτες και καλόβολοι.
Τέτοια είναι και τα αγαθά που έρχονται με τις μηχανές και με τις άλλες ευκολίες,… που θα μας ξεπαραλύσουν και θα μας αφήσουνε χωρίς θρησκεία, χωρίς παράδοση, χωρίς οικογένεια, χωρίς τίποτα δικό μας.
Ένα απ΄ αυτά τα πονηρά αγαθά είναι και ο τουρισμός*, που είναι το αθώο κρασί, που σκοτώνει το χταπόδι, ενώ δεν το σκότωσαν μήτε το μαχαίρι μήτε τα δόντια».
*Σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες, κοντά στον τουρισμό αριθμούν πλείστα όσα άλλα «αγαθά», τα οποία, με την ανοχή των υπευθύνων, πολιτικών και πνευματικών, αλλά και την ηθική και πνευματική νάρκωση του λαού, ισοπεδώνουν, πλήρως και απολύτως, με σύγχρονη θανατηφόρα «κρασοκατάνυξη», τα ιερά του έθνους.
Παραθέτουμε και μια προσπάθεια έμμετρης απόδοσης του μύθου:
Το κρασί και το χταπόδι
Στης θάλασσας την ήρεμη αγκαλιά
βασίλισσα η σιωπή, κυλάει τον χρόνο
και μια χταπόδα μάνα με τον γιο
την πείνας τους ζητούν να γειάνουν μόνο.
Ξάφνου, μες στην απόχη του ψαρά
πιάνεται το χταπόδι και φωνάζει:
«Με πιάσανε, μαμά μου, σώσε με».
«Παιδί μου, μη φοβάσαι, δεν πειράζει»!
«Μαμά, με βγάλαν μεσ΄ απ΄ το νερό
κι ο φόβος την καρδούλα μου πληγώνει».
«Θάρρος, ψυχή μου, κάνε υπομονή,
στο βγάλσιμο η ζωή σου δεν τελειώνει».
«Μητέρα, με σγουρίζουν, μάνα μου,
χάνομαι, σβήνω, πίσω δεν γυρίζω».
«Μικρό μου, ακόμη κι απ΄ το σγούρισμα
γερός θα βγεις, πως θα σωθείς ελπίζω».
«Μάνα, με κόβουνε με τον σουγιά,
με κάνουν κομματάκια, δεν σε νοιάζει»;
«Με νοιάζει, γιε μου, μα το κόψιμο
θανάτου μήνυμα σαν δεν μου μοιάζει».
«Ποπό! Με βράζουνε, με ψήνουνε,
σιμά είν΄ το τέλος μου μες στο τσουκάλι»!
«Κράτα γερά κι αυτόν τον παιδεμό
και στη ζωή θε να γυρίσεις πάλι»!
«Μανίτσα μου, με καταπίνουνε,
με τρώνε, με μασάνε στην παρέα»!
«Κι αν η στερνή σου είν΄, σπλάχνο μου, πνοή,
η ελπίδα πάντα σβήνει τελευταία»!
«Μανούλα, τώρα πίνουν το κρασί…»!
«Είπες κρασί; Αχ, τρόμος μ΄ έχει πιάσει!
Σ΄ έχασα! Μου ΄φυγες, παιδάκι μου!
Ο ύπουλος εχθρός μ΄ έχει γελάσει»!
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 1-10-2023