Ἄλλη μιὰ κατάδειξη πτυχῶν τῆς παναιρέσεως, ἄλλη μιὰ ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἐπιμένουν ὁ ἀγώνας νὰ σέρνεται καὶ νὰ παραμένει στὶς προδιαγραφὲς ἑνὸς χαρτοπόλεμου!
Πηγή: "Κατάνυξις"
Αἱ νέαι θεολογικαὶ προκλήσεις τῆς Ἀκαδημίας Βόλου
• Μετά τήν Μεταπατερικήν θεολογίαν ἐνεπνεύσθησαν τήν άναθεώρησιν τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας
Η ΓΝΩΣΤΗ μικρὴ ἀλλὰ θορυβοῦσα ὁμάδα νεωτεριστῶν θεολόγων καὶ κληρικῶν ἔχει εἰσάγει τὰ τελευταῖα χρόνια νέους καινοφανεῖς ὅρους, γιὰ νὰ περιγράψει τὴν «θεολογία» ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλλει στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικά μας πράγματα. Ἐκτός τῆς γνωστῆς στοὺς πολλοὺς «μεταπατερικῆς θεολογίας», οἱ θεολόγοι αὐτοὶ μᾶς ἔμαθαν τὴν «θεολογία τῆς ἑτερότητας», τὴν «φεμινιστικὴ θεολογία», τὴν «θεολογία τῆς πολυπολιτισμικότητας» καὶ τὴν «συναφειακὴ θεολογία» ἢ «θεολογία τῆς συνάφειας». Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὅρους αὐτοὺς ἀποτελοῦν μεταφορὰ στὰ ἑλληνικὰ ἀντίστοιχων ὅρων τῆς προτεσταντικῆς ἢ ἄλλων ὁμολογιῶν «θεολογίας». Τὸ μεῖζον ζήτημα ὡστόσο δὲν βρίσκεται στὴν προέλευση τῶν ὅρων – μολονότι ἔχει καὶ αὐτὴ τὴ σημασία της ἀλλὰ στὸ περιεχόμενο ποὺ αὐτοὶ ἐκφράζουν.
Ἡ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐμφανισθεῖσα ἀπὸ τὴν «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος «μεταπατερικὴ θεολογία» ἀπεδείχθη ὅτι ἀποτελεῖ αἱρετικὴ ἀπόκλιση, εὐθεῖα ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας καί τῆς πείρας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία ἐτίθετο ὑπὸ ἀναθεώρηση ἢ καὶ ὑπέρβασή της σὲ ὅσα σημεῖα δὲν «συνέφεραν» τοὺς νεωτεριστὲς κληρικοὺς καὶ θεολόγους. Ὡστόσο παρὰ τὴν θύελλα τῶν ἀντιδράσεων ποὺ ξεσήκωσε ἡ «μεταπατερικὴ θεολογία», οἱ εἰσηγητὲς της ἐπιχειροῦν τώρα νέα «ἀναθεώρηση», αὐτὴ τὴ φορά ὄχι τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀλλὰ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «Ἀκαδημία» τοῦ Βόλου διοργανώνει ἀπὸ τὶς 8 Μαΐου συνέδριο μὲ τίτλο «Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύγχρονες προκλήσεις» καὶ στὸ ἐνημερωτικὸ σύντομο κείμενο ἀναφέρει:
«Ὅπως κάθε πατερικὸ κείμενο ποὺ ἀποτελεῖ στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἔτσι καὶ ὁ κάθε κανόνας προέρχεται ἀπὸ μία συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ ἀπηχεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαχρονικὴ σωτηριώδη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ συγχρονικὰ χαρακτηριστικά τοῦ τόπου καὶ χρόνου διαμόρφωσής του. Τὸ κεντρικὸ ζήτημα ποὺ τίθεται γιὰ μία ἀκόμη φορά εἶναι, ἐὰν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅσον ἀφορᾶ εἰδικὰ στὴν κανονική της παράδοση, νὰ κατανοηθεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει ὄχι μόνο ὡς «παραδοσιακή», μένοντας ἀμετακίνητα πιστὴ στὸ γράμμα μίας ὑποτιθέμενης «παράδοσης», ἀλλὰ καὶ ὡς συναφειακή, ὑπερβαίνοντας τὶς συντεταγμένες ἑνὸς πρὸ-νεωτερικοῦ κοσμοειδώλου, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τελεσίδικα παρελθὸν γιὰ τὸν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας. Τίθεται, λοιπόν, τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα κατὰ πόσο, μέσα στὸ ἀναμφισβήτητο κῦρος ποὺ τοὺς περιβάλλει, οἱ κανόνες αὐτοὶ διατηροῦν τὴν ὑπαρκτικὴ δυναμική τους, γιὰ νὰ ἀνταποκρίνονται στὰ αἰτήματα τοῦ ὁλοένα καὶ περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου».