ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικὰ ἀπὸ παλαιὲς γενεές, καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴν προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δέντρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο, τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν χωρισμό της ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσο ζούσαμε μετὰ τὴν παράβαση, ζούσαμε στὴν ἁμαρτία καὶ τὴ σαρκικὴ ζωή· ἡ δὲ ἁμαρτία «τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται (:δὲν ὑποτάσσεται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οὔτε ἔχει καὶ τὴ δύναμη νὰ ὑποταχθεῖ. Ὅσοι λοιπὸν εἶναι παραδομένοι σὲ σαρκικὴ καὶ κοσμικὴ ζωὴ δὲν μποροῦν νὰ ἀρέσουν στὸν Θεό)» [Ρωμ. 8, 7-8].
Ἐπειδὴ λοιπόν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος: «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε (:Ἡ κατώτερη φύση μας, ποὺ ὑπηρετεῖ τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς φύσεώς μας, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνώτερη αὐτὴ φύση μας ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς κατώτερης φύσεώς μας. Καὶ τὰ δύο αὐτά, δηλαδὴ ἡ σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα, ἀντιμάχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν κάνετε χωρὶς ἀντίδραση ἐκεῖνα ποὺ θέλετε. Οὔτε τὸ κακὸ δηλαδὴ χωρὶς ἀντίδραση, διότι τότε ἐξεγείρεται μέσα σας ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως˙ οὔτε τὸ καλό, διότι πολλὲς φορὲς πρέπει νὰ ἀσκήσετε βία στὸν ἑαυτό σας γιὰ νὰ τὸ κάνετε. Ὅταν λοιπὸν κυριαρχήσει μέσα σας τὸ πνεῦμα, θὰ ὑποταχθεῖ ἡ σάρκα μὲ τίς ἐπιθυμίες της, καὶ ἐσεῖς δὲν θὰ πραγματοποιήσετε ποτὲ καμιὰ ἐπιθυμία τῆς σάρκας)» [Γαλ. 5,17], ὁ δὲ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐτοαγαθότης καὶ ἀρετή, καὶ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Αὐτοῦ εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα, ὡς πρὸς τὰ ὁποῖα ἀχρειώθηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ νὰ συμφιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, χωρὶς νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ζωὴ κατὰ σάρκα; Τοῦτο δὲ εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς θεοφόρους πατέρες μας, ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἄπιστο ἂν πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο, «ναί», λέγει, «σὲ Αὐτὸν ποὺ σταύρωσε τὴν ἁμαρτία». Πολλοὶ δὲ φίλοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ μετὰ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμη ὁ Σταυρός. Ἐξάλλου ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης Δαβίδ, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὑπῆρχαν ὁπωσδήποτε τότε φίλοι τοῦ Θεοῦ, λέγει: «Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός (:Ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν πάρα πολὺ οἱ φίλοι Σου, Θεὲ μου)» [Ψαλμ. 138,17]. Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ διετέλεσαν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, θά σᾶς τὸ ὑποδείξω ἐγώ, ἂν μοῦ προσφέρετε φιλόθεα καὶ φιλήκοα τὰ αὐτιά σας.
Ὅπως πρὶν ἀκόμη ἔλθει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας, ὁ Ἀντίχριστος, δηλαδή, λέγει ὁ ἀγαπημένος τοῦ Χριστοῦ θεολόγος: «Καὶ νῦν, ἀγαπητοί, ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν (:Καὶ τώρα, ἀγαπητοί, ἔχουν παρουσιαστεῖ πολλοὶ αἱρετικοί, πρόδρομοι τοῦ ἀντιχρίστου)» [Α΄ Ἰω. 2,18], ἔτσι καὶ ὁ Σταυρὸς βρισκόταν στοὺς προγενεστέρους καὶ πρὶν πραγματοποιηθεῖ, προτοῦ γίνει ἡ θυσία τοῦ Θεανθρώπου μέσῳ αὐτοῦ. Πραγματικὰ ὁ μέγας Παῦλος, διδάσκοντάς μας σαφῶς πὼς ὁ Ἀντίχριστος εἶναι μεταξύ μας καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἔλθει ἀκόμη, λέγει ὅτι «τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας (:δὲν ἦλθε ὅμως ἀκόμη ὁ καθορισμένος καιρός του· διότι τώρα εἶναι σὲ ἐνέργεια ἡ μυστικὴ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἀνομίας, ἡ ὁποία σὲ μεγάλο βαθμὸ παραμένει κρυμμένη καὶ δὲν φανερώθηκε ἀκόμη ὁλόκληρη)» [Β΄ Θεσ. 2,7]. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνάμεσα στοὺς προπάτορες καὶ πρὶν πραγματοποιηθεῖ ἀκόμη, διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριό του.
Καὶ γιὰ νὰ ἀφήσω τώρα τὸν Ἄβελ, τὸν Σήθ, τὸν Ἐνώς, τὸν Ἐνώχ, τὸν Νῶε, ὅσους εὐαρέστησαν τὸν Θεὸ ἕως τὸν Νῶε καὶ ἐκείνους ποὺ ἦσαν κοντὰ σὲ αὐτούς, καὶ νὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, τῶν μὲν Ἰουδαίων κατὰ τὴ σάρκα, ἐμᾶς δὲ κατὰ τὴν πίστη. Γιὰ νὰ ἀρχίσω λοιπὸν ἀπὸ αὐτόν τὸν κατὰ πνεῦμα Πατέρα μας καὶ ἀπὸ αὐτήν τὴ σχετικὰ μὲ αὐτὸν ἀγαθὴ ἀρχὴ καὶ τὴν πρώτη κλήση ἀπὸ τὸν Θεό, ποιός εἶναι ὁ πρῶτος λόγος ποὺ ἄφησε σὲ αὐτὸν ὁ Θεός; «Ἒξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἂν σοι δείξω (:Βγές, φύγε καὶ ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἀπὸ τὸ πατρικό σου σπίτι· ἄφησε ὅλα τὰ ἀκίνητα ὑποστατικά σου καὶ πήγαινε σὲ χώρα, τὴν ὁποία δὲν γνωρίζεις καὶ τὴν ὁποία δὲν σοῦ ἀποκαλύπτω· ταξίδεψε σὲ τόπο, τὸν ὁποῖο θὰ σοῦ ὑποδείξω)» [Γέν. 12,1]. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ· διότι εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος ὅταν καυχᾷται στὸν Σταυρὸ ὅτι «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται (:μὲ τὴν πίστη στὸν θάνατό Του αὐτὸν ἔχει νεκρωθεῖ καὶ ἔχει χάσει τὴ δύναμή του ὁ κόσμος γιὰ μένα)» [Γαλ. 6,14]. Πραγματικὰ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔφυγε δίχως ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν πατρίδα ἢ τὸν κόσμο, ἡ κατὰ σάρκα πατρίδα καὶ ὁ κόσμος νεκρώθηκε καὶ καταργήθηκε· καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ Σταυρός.
Ἀλλὰ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ μὲν πρὶν ἀκόμη φύγει ἀπὸ τὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἀθέους, λέγει: «βγὲς ἀπό τὴ γῆ σου καὶ ἔλα στὴ γῆ», ὄχι ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ «ποὺ θὰ σοῦ δείξω», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μὲ ἐκείνη δείχνεται ἄλλη, πνευματικὴ γῆ. Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος, τί λέγει ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Θεοῦ; «Λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου (:Μὴν πλησιάσεις ἐδῶ στὴ βάτο. Νὰ λύσεις καὶ νὰ βγάλεις τὰ ὑποδήματά σου, διότι ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ἐσὺ βρίσκεσαι, εἶναι τόπος ἅγιος καὶ καθαρός)» [Ἔξ. 3,5]. Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἀκολουθεῖ φυσικὰ τὸ προηγούμενο· διότι λέγει: «Καὶ ἂν ἐξῆλθες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄφησες τὴν ὑπηρεσία στὸν Φαραὼ καὶ παρέβλεψες τὴν τιμὴ νὰ καλεῖσαι υἱὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραὼ καὶ ὅσο ἐξαρτιόταν ἀπὸ ἐσένα ὁ κόσμος ἐκεῖνος τῆς πονηρῆς ὑπηρεσίας λύθηκε καὶ καταργήθηκε, ὡστόσο πρέπει νὰ προσθέσεις κάτι. Τί εἶναι αὐτό; Νὰ λύσεις τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου, νὰ ἀποθέσεις τοὺς δερματίνους χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους σὲ ἔντυνε καὶ μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ σὲ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴ ἁγία γῆ. Λῦσε λοιπὸν τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου, δηλαδὴ νὰ μὴν ζεῖς πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικείμενη στὸν Θεὸ ζωή»· καὶ τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ ὁ νόμος στὰ μέλη, ποὺ ἀντιστρατεύεται τὸν νόμο τοῦ νοῦ κι αἰχμαλωτίζει στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας [Ρωμ. 7,23: «Βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου (:Βλέπω ὅμως νὰ κυριαρχεῖ ἄλλος νόμος καὶ ἄλλη δύναμη στὰ μέλη μου, ὁ νόμος καὶ ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸς ὁ νόμος ἐναντιώνεται σὲ ὅσα ὁ νοῦς μου καὶ ἡ συνείδησή μου ἀναγνωρίζουν ὡς νόμο σωστό, καὶ μὲ κάνει δοῦλο αἰχμάλωτο στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κυριαρχεῖ στὰ μέλη μου)»], νὰ μὴν ἐπικρατεῖ πλέον μήτε νὰ ἐνεργεῖ, νεκρούμενος μὲ τὴ δύναμη τῆς θεοπτίας. Δὲν εἶναι τοῦτο ἄραγε ὁ Σταυρός; Διότι Σταυρὸς εἶναι πάλι, γιὰ νὰ μιλήσουμε κατὰ τὸν θεσπέσιο Παῦλο, τὸ νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις (:μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τίς ἐπιθυμίες του)» [Γαλ. 5,24].
«Λῦσε λοιπόν», λέγει, «τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου· διότι ἡ γῆ ἐπάνω στὴν ὁποία στάθηκες ἐσὺ εἶναι γῆ ἁγία»· σήμαινε λοιπὸν ὁ λόγος Του τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συντελεστεῖ ἐπάνω στὴ γῆ διὰ τοῦ Σταυροῦ μετὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρατηρῶντας τὸ μεγάλο ἐκεῖνο θέαμα, τὴ μέσα στὸ πῦρ δροσιζομένη βάτο· ὥστε καὶ ἡ ἐν Θεῷ θεωρία τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο, μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο ἐκεῖνο μυστήριο. Τόσο ὁ μέγας Παῦλος ὅσο καὶ οἱ θεῖοι πατέρες μας ὑπαινίσσονται ὅτι αὐτὰ εἶναι δύο· ὁ μὲν πρῶτος ὄχι μόνο λέγοντας ὅτι «γιὰ μένα ὁ κόσμος ἔχει σταυρωθεῖ», ἀλλὰ προσθέτοντας ὅτι «καὶ ἐγὼ γιὰ τὸν κόσμο»· οἱ δὲ πατέρες παραγγέλλοντάς μας νὰ μὴν σπεύδουμε νὰ ἀνεβαίνουμε στὸν σταυρὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Σταυρό, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ λόγοι καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁπωσδήποτε δύο.
Κατὰ τὸ πρῶτο λοιπὸν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ποὺ εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἡ διάζευξη ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἂν βέβαια ἐμποδίζουν πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν βίο κατὰ τὴν εὐσέβεια, καὶ ἡ σωματικὴ ἄσκηση, ποὺ κατὰ τὸν Παῦλο λίγο ὠφέλιμη εἶναι [Α΄ Τιμ. 4,8: «Ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης (:Καὶ σοῦ συνιστῶ τὴν ἄσκηση αὐτή, διότι ἡ σωματικὴ ἐξάσκηση καὶ ἐκγύμναση εἶναι ὠφέλιμη σὲ μικρὸ βαθμό, ἐπειδὴ ἀποβλέπει μόνο στὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο εἶναι φθαρτό˙ ἡ εὐσέβεια ὅμως εἶναι ὠφέλιμη σὲ ὅλα, καὶ στὸ σῶμα δηλαδὴ καὶ στὴν ψυχή, διότι ὑπόσχεται ἀγαθὰ καὶ ἀνταμοιβὲς καὶ γιὰ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ γιὰ τὴ μελλοντική)»], κατὰ αὐτὰ λοιπὸν σταυρώνεται γιὰ μᾶς ὁ κόσμος καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν φύγουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο. Κατὰ τὸ δεύτερο δὲ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἐμεῖς σταυρωνόμαστε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ πάθη, ποὺ φεύγουν ἀπὸ μᾶς. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸ νὰ φύγουν αὐτὰ τελείως ἀπὸ μᾶς, νὰ μὴν ἐνεργοῦν μέσα μας συλλογιστικά, ἂν δὲν φτάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δηλαδὴ διὰ τῆς πρακτικῆς φτάσουμε στὴ θεωρία καὶ καλλιεργοῦμε καὶ καθαρίζουμε τὸν μέσα μας ἄνθρωπο, ἀναζητῶντας τὸν μέσα μας κρυμμένο θεῖο θησαυρὸ καὶ ἐξετάζοντας τὴν μέσα μας εὑρισκόμενη βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ἐμεῖς σταυρωνόμαστε γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ πάθη. Διότι διὰ τῆς μελέτης αὐτῆς δημιουργεῖται στὴν καρδιὰ κάποια θέρμη, ποὺ καταπνίγει τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς σὰν μῦγες, ἐμβάλλει στὴν ψυχὴ πνευματικὴ εἰρήνη καὶ παράκληση καὶ παρέχει στὸ σῶμα τὸν ἁγιασμὸ κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ποὺ εἶπε: «Ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ (:Θερμάνθηκε ἡ καρδιά μου μέσα μου καὶ στὴ μελέτη μου θὰ ἀνάψει πῦρ)» [Ψαλμ. 38,4]. Καὶ τοῦτο εἶναι αὐτὸ ποὺ κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους πατέρες μας μᾶς δίδαξε λέγοντας: «Φρόντισε μὲ κάθε τρόπο ὥστε ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία νὰ εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ νικήσει τὰ ἐξωτερικὰ πάθη» [βλ. πχ. τὰ ἀποφθέγματα Νισθερώου, 3].
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Παῦλος συμβουλεύοντάς μας λέγει: «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε (:Καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, ἐννοῶ ὅτι πρέπει νὰ συμπεριφέρεστε σύμφωνα μὲ τίς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τότε δὲν θὰ ἐκπληρώσετε τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ βλάπτει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, οὔτε θὰ ὑπάρχει μῖσος μεταξύ σας)» [Γαλ. 5,16]. Γι᾿ αὐτὸ ἀλλοῦ παραγγέλλει: «Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ (:Σταθεῖτε λοιπὸν στὴν παράταξη τοῦ ἀγῶνα. Ζωσθεῖτε τὴν ἀλήθεια σὰν ζώνη, ὥστε ὁ φωτισμὸς τῆς ἀλήθειας νὰ σᾶς δίνει πνευματικὴ δύναμη καὶ εὐκινησία)» [Ἐφ. 6,14], καθόσον τὸ θεωρητικὸ ἐνισχύει καὶ βοηθάει τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ ἀποσοβεῖ τίς σαρκικὲς ἐπιθυμίες· διότι ὁ μέγας Πέτρος μᾶς ὑποδεικνύει φανερότερα ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ «ὀσφὺς» καὶ ποιά ἡ «ἀλήθεια». «Διὸ ἀναζωσάμενοι (:γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν μαζέψτε)», λέγει, «τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, νήφοντες, τελείως ἐλπίσατε ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ (:ἀπὸ τὴ διάχυση τὸν νοῦ σας καὶ συγκεντρῶστε τίς σκέψεις σας ἐλευθερώνοντας τὴν ψυχὴ σας ἀπὸ καθετὶ ποὺ τὴν ἐμποδίζει νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεό. Καὶ κάνοντας ἐγκράτεια σὲ ὅλα, ἐλπίστε χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ ὅτι θὰ λάβετε τὴ χάρη τῆς σωτηρίας ποὺ σᾶς φέρνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας μεγαλοπρεποῦς ἀποκαλύψεως καὶ παρουσίας Του)» [Α΄ Πέτρ. 1,13].
Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φύγουν τελείως ἀπό μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴν ἐνεργοῦν σὲ μᾶς μὲ ἔλλογο τρόπο, ἐὰν δὲν φτάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸν κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ, στὴν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ, ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς μυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι; Ποιά λογικὴ θὰ εἶχε τοῦτο; Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ τὴν ἴδια τὴν κλήση ὁ Ἀβραὰμ δὲν εἶχε μυηθεῖ, ὕστερα ὅμως μετὰ τὴν κλήση μυήθηκε καὶ μία φορὰ καὶ δύο καὶ πολλές, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ ποῦμε γιὰ ὅλα.
Ἐγὼ ἐπίσης θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴν ἀκόμα πιὸ θαυμαστὴ θεοπτία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν εἶδε σαφῶς καὶ τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ποὺ ἀκόμη δὲν κηρυσσόταν ἔτσι: «Ὢφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας· ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν (:Ὁ Θεὸς παρουσιάστηκε στὸν Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης βρισκόταν κοντὰ στὴ βελανιδιὰ τοῦ Μαμβρῆ καὶ καθόταν μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς σκηνῆς του κατὰ τὸ μεσημέρι. Καθὼς λοιπὸν ὁ Ἀβραὰμ ὕψωσε τὸ βλέμμα του, εἶδε ξαφνικὰ τρεῖς ἄντρες νὰ στέκονται λίγο παραπέρα ἀπέναντί του, ὄρθιοι· μόλις τοὺς εἶδε, χωρὶς νὰ περιμένει νὰ τὸν πλησιάσουν, ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς σκηνῆς του νά τοὺς συναντήσει. Καὶ ὅταν ἔφτασε κοντά τους, ἔπεσε κάτω μέχρι τὸ ἔδαφος καὶ τοὺς προσκύνησε ταπεινά, μὲ φιλοφροσύνη)» [Γέν. 18,1-2]. Ἰδοὺ ὅτι τὸν φανερωθέντα ἕνα Θεὸ Τὸν ἔβλεπε ὡς τρεῖς. Διότι, λέγει, φάνηκε σὲ αὐτὸν ὁ Θεός· καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες καὶ ἀφοῦ προσέτρεξε στοὺς τρεῖς, πάλι ὁμιλοῦσε σὰν πρὸς ἕνα, λέγοντας: «Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδὰ σου (:Κύριε, ἐὰν βρῆκα χάρη ἐνώπιόν Σου, μὴν παραβλέψεις τὴ σκηνή μου καὶ μὴν παραθεωρήσεις τὸν δοῦλο σου)». Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τρεῖς συνομιλοῦν μὲ αὐτὸν σὰν νὰ εἶναι ἕνας. Λέγει ἡ Γραφὴ εἶπε πρὸς τὸν Ἁβραάμ: «Ποῦ Σάῤῥα ἡ γυνή σου; ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάῤῥα ἡ γυνή σου. Σάῤῥα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ (:Ποῦ εἶναι ἡ Σάρρα, ἡ γυναῖκα σου; Ἐπιστρέφοντας θὰ ἔλθω σὲ σένα κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος,τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τώρα καὶ ἡ γυναῖκα σου θὰ ἔχει γεννήσει ἕνα γιό)» [Γέν. 18,9-10]. Στὴ συνέχεια, μᾶς λέει πάλι τὸ κείμενο τῆς Γραφῆς: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ἁβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάῤῥα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρὰ γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα (:Εἶπε ὁ Κύριος: ''Γιατί γέλασε ἀπὸ ἀπιστία ἡ γυναῖκα σου ἡ Σάρρα;'')» [Γέν. 18,13] κ.λπ. Ἰδοὺ ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι τρεῖς ὑποστάσεις καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς εἶναι ἕνας Κύριος· διότι λέγει: «Εἶπε Κύριος (:Εἶπε ὁ Κύριος)».
Ἔτσι λοιπὸν ἐνεργεῖτο στὸν Ἀβραὰμ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ δὲ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος Ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σὲ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸν πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως καὶ ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε ὡς δῶρο προεδήλωνε τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε σὲ σφαγὴ γιὰ χάρη μας. Καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν ἑβραϊκὰ φυτὸ Σαβέκ, δηλαδὴ φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας. Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸν υἱὸ τοῦ Ἰσαάκ· διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προτύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, ἐνῶ τὸ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; (:Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι ὅσοι βαπτισθήκαμε μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ συνταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή μας μὲ Αὐτόν, γίναμε μὲ τὸ βάπτισμα μέτοχοι τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, καὶ ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας σταυρώθηκε καὶ πέθανε, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς πάνω στὸν σταυρό;)», λέγει ὁ ἀπόστολος [Ρωμ. 6,3]. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπίσης πλήθυνε ἐπάνω στὴ γῆ τὰ λογικά Του ποίμνια μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ.
Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του [βλ. Γέν. 47,31: «Εἶπε δέ· ὄμοσὸν μοι. Καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. Καὶ προσεκύνησεν Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ (:Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ἐπέμεινε καὶ τοῦ εἶπε: ''Ὁρκίσου μου ὅτι θὰ τὸ κάνεις. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁρκίστηκε στὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε, ὥστε νὰ μεταφερθεῖ ἡ σορός του στὴ Χαναὰν γιὰ νὰ ταφεῖ ἐκεῖ, ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸν Θεό, ἀφοῦ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ του, στὸ ὁποῖο στηριζόταν λόγῳ τῆς γεροντικῆς ἀδυναμίας του. Μὲ τὴν προσκύνηση αὐτὴ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεό)»] καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονοὺς του [Γέν. 48,9-20], ὑποδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ. Ἀλλὰ καὶ ὄντας εὐπειθὴς στοὺς γονεῖς μέχρι τέλους καὶ ἀγαπητὸς καὶ εὐλογητὸς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ καὶ μισητὸς στὸν Ἠσαῦ γι᾿ αὐτά, καὶ ὑποφέροντας ἔτσι κάθε πειρασμό, εἶχε σὲ ὅλο τὸν βίο του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργούμενο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔλεγε: «Τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἠσαῦ ἐμίσησα (:Ἀγάπησα τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς Ἰσραηλῖτες ποὺ κατάγονται ἀπὸ αὐτόν. Ἀντίθετα ἀποδοκίμασα τὸν Ἠσαῦ καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰδουμαίους)» [Ρωμ. 9,13]. Κάτι τέτοιο γίνεται καί μὲ ἐμᾶς, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ὑποτάσσεται τόσο στοὺς κατὰ τὸ πνεῦμα, ὅσο καὶ στοὺς κατὰ τὸ σῶμα πατέρες κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ ποὺ λέγει: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ (:Τὰ παιδιὰ νὰ ὑπακοῦτε τοὺς γονεῖς σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου· διότι αὐτὸ εἶναι δίκαιο)» [Ἐφ. 6,1], αὐτὸς ὡς ἀφοσιωμένος κατὰ τοῦτο πρὸς τὸν ἀγαπητὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾷται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ παρακούει, ὡς ξένος τῆς ὁμοιώσεως πρὸς τὸν Ἀγαπητό, μισεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ σοφὸς Σολομῶν δείχνοντας ὅτι τοῦτο συμβαίνει ὄχι μόνο μὲ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ, ἀλλὰ καὶ διαπαντὸς καὶ μὲ ὅλους, λέγει: «Υἱὸς πανοῦργος ὑπήκοος πατρί, υἱὸς δὲ ἀνήκοος ἐν ἀπωλείᾳ (:Τὸ ἔξυπνο καὶ φρόνιμο παιδὶ ὑπακούει στὸν πατέρα του, ἐνῶ τὸ ἀνόητο καὶ ἀνυπάκουο βαδίζει πρὸς τὴν καταστροφή)» [Παρ. 13,1].
Ἀλλὰ ὁ υἱὸς τῆς ὑπακοῆς Ἰακώβ, δὲν πέτυχε τάχα καὶ τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, τὸ τῆς θεοπτίας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος σταυρώνεται καὶ ἀποθνήσκει τελειότερα γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ζεῖ γιὰ τὴν ἀρετή; Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀκριβῶς μαρτυρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ θεωρία καὶ τὴ μαρτυρία· διότι λέγει: «Εἶδον γὰρ Θεὸν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή (:Τότε ἀντιλήφθηκε ὁ Ἰακὼβ Ποιός ἦταν Ἐκεῖνος, μὲ τὸν ὁποῖο πάλεψε, καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη δοξάζει καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο: ''Ἐμφάνιση Θεοῦ'' -Θεοφάνεια, ἑβραϊκὰ Φανουήλ-, διότι εἶπε: ''Εἶδα τὸν Θεὸ πρόσωπο μὲ πρόσωπο καὶ ὅμως δὲν πέθανα, ἀλλὰ ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ! Μεγάλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ)» [Γέν. 32,30].
Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκόμη συμπαρατάσσονται μὲ τίς βδελυρὲς φλυαρίες τῶν κακοδόξων ποὺ ἐμφανίστηκαν στὰ χρόνια μας; Ἄς ἀκοῦνε ὅτι ὁ Ἰακὼβ εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ· καὶ ὄχι μόνο δὲν ἔχασε τὴ ζωή του, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, καὶ σώθηκε, ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς λέγει: «Κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸ πρόσωπό μου καὶ θὰ ζήσει» [ βλ. Ἔξ. 33,20: «Καὶ εἶπεν· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται (:Καὶ εἶπε ὁ Θεός: ''Δὲν θὰ μπορέσεις νὰ δεῖς τὸ πρόσωπό μου· διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπό μου καὶ νὰ ζήσει'')»]. Ἄραγε λοιπὸν δύο θεοὶ ὑπάρχουν, ποὺ ἔχουν ὁ μὲν ἕνας πρόσωπο ποὺ ὑποπίπτει στὴν ὅραση τῶν ἁγίων, ὁ δὲ ἄλλος ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ κάθε θέα; Εἶναι ἡ χειρότερη βλασφημία! Ἀλλά, πρόσωπο τοῦ Θεοῦ βλεπόμενο εἶναι ἡ κατὰ τὴν ἐπιφάνεια στοὺς ἀξίους ἐνέργεια καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ· τοῦ ἰδίου δὲ πρόσωπο, ποὺ δὲν φαίνεται ποτέ, λέγεται μερικὲς φορές, ἡ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἔκφανση καὶ ὅραση φύση τοῦ Θεοῦ· διότι κανεὶς δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ γεγραμμένο [Ἰερ. 23,18: «Ὅτι τίς ἔστη ἐν ὑποστήματι Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ; τίς ἠνωτίσατο καὶ ἤκουσεν; (: Ἀλλὰ ποιός ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες αὐτοὺς πλησίασε καὶ στάθηκε μὲ ἅγιο φόβο καὶ εἰλικρίνεια μπροστὰ στὸν δικαιοκρίτη Κύριο, ἀναμένοντας θεία ἐνέργεια, καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεχτεῖ φωτισμὸ καὶ νὰ γνωρίσει τὸν λόγο Του; Ποιός ἀπὸ αὐτοὺς ἔβαλε αὐτί, πρόσεξε καὶ ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Κανείς)»], καὶ ἢ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴ φύσῃ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ἡ θεωρία κατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ θεῖο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δὲν ἀπελαύνει μόνο τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τοὺς δημιουργούς τους, τοὺς δαίμονες, ἀπὸ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ τίς κακόδοξες γνῶμες, καὶ σκεπάζει τοὺς συνηγόρους τους καὶ τοὺς ἀπωθεῖ ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία μᾶς χαρίστηκε τώρα νὰ ἑορτάζουμε καὶ διακηρύσσουμε τὴ θεία χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ ἀνάμεσα στοὺς προπάτορες πρὶν ἀπὸ τὸν Σταυρό.
Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ υἱός του ὁ Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ἔπειτα Σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸν βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δέ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰακώβ, ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα ἐπρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ· διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς σφαγή, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς, γιὰ χάρη τῶν ὁποίων στάλθηκε πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἀπὸ τὸν πατέρα τους, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ὕστερα. Καὶ ἐὰν δὲν σφαγιάστηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσήφ, δὲν εἶναι ἀξιοπερίεργο· οὔτε ὁ Ἰσαὰκ ἄλλωστε σφαγιάστηκε· διότι αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀλήθειας. Καὶ ἐὰν πρέπει καὶ σὲ αὐτοὺς νὰ δίνουμε τὸ διπλὸ μυστήριο τοῦ διπλοῦ κατὰ τὴν φύση Ἰησοῦ, ἡ μὲν ὁδήγηση πρὸς τὴ σφαγὴ προφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς θεότητος. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτοί, ἂν καὶ δοκιμάστηκαν, ὡστόσο νίκησαν, πρᾶγμα ποὺ ἔχει γραφτεῖ σαφῶς καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἀπὸ τοὺς τέσσερις λοιπὸν περιβόητους πρὸ τοῦ νόμου ἄνδρες, οἱ μὲν δύο, δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἰακώβ, εἶχαν τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργούμενο στὴ ζωή τους, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ, προκήρυξαν τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ μὲ θαυμάσιο τρόπο.
Καὶ τί πάλι συνέβηκε μὲ τὸν πρῶτο ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν νόμο καὶ τὸν μετέδωσε στοὺς ἄλλους, τὸν Μωυσῆ; Δὲν σώθηκε ὁ ἴδιος πρὸ τοῦ νόμου μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου μέσα σὲ ἕνα καλάθι [Ἔξ. 2,3 κ.ε.], μὲ ξύλο δὲ καὶ ὕδωρ ἔσωσε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό [Ἔξ. 14,15 κ.ε.], μὲ τὸ ξύλο προφανερώνοντας τὸν Σταυρὸ καὶ μὲ τὸ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ἐπόπτης τῶν μυστηρίων, λέγει φανερὰ ὅτι «καὶ πάντες εἰς τὸν Μωϋσῆν ἐβαπτίσαντο ἐν τῇ νεφέλῃ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ (:καὶ ὅλοι μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκολούθησαν τὸν Μωυσῆ καὶ ἑνώθηκαν μαζί του, καθὼς βαπτίσθηκαν μέσα στὴ νεφέλη καὶ τὴ θάλασσα)» [Α΄ Κορ. 10,2]; Αὐτὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὴ ράβδο ποὺ χρησιμοποίησε σὲ αὐτὴν μαρτυρεῖ ὅτι ἐκεῖνος ὑπέμεινε ἑκουσίως τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ· διότι λέγει: «Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν (:Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου τίς περιφρονήσεις ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τὸν ὀνειδισμὸ καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἀργότερα θὰ ὑπέμενε ὁ Χριστός. Κι αὐτὰ ὅλα διότι εἶχε καρφωμένα τὰ μάτια του στὶς οὐράνιες ἀνταμοιβές)» [Ἑβρ. 11,26]. «Ὀνειδισμὸς τοῦ Χριστοῦ» βέβαια ἀπὸ τοὺς ἄφρονες εἶναι ὁ Σταυρός, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὑπέμεινε Σταυρόν, καταφρονῶντας τὴν καταισχύνη [Ἑβρ. 12,2: «Ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν (:Καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ ἂς μὴν στρέφουμε τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχὴ μας παρὰ μόνο στὸν Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεώς μας καὶ μᾶς τελειοποιεῖ σὲ αὐτήν. Αὐτὸς γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε μπροστὰ Του καὶ θὰ δοκίμαζε ὅταν μὲ τὸ πάθημά Του θὰ ἔσωζε πολλούς, ὑπέμεινε σταυρικὸ θάνατο καὶ περιφρόνησε τὴν ντροπὴ καὶ τὴν ἀτίμωση τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔχει καθίσει τώρα στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ)»].
Προχωρῶντας δὲ ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα καὶ τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου· διότι, ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε ἐπάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς ἐπάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε ἀμέσως τὸν Ἀμαλὴκ μὲ αὐτὸ τὸ θέαμα καὶ ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖτες νικοῦσαν τοὺς Ἀμαληκῖτες [Ἔξ. 7,8 κ.ε.]. Ἀλλὰ ἐπίσης τοποθετῶντας τὸν χάλκινο ὄφι πλάγιο ἐπάνω σὲ σημαία καὶ ἔτσι ἀναστηλώνοντας τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ ἐλεύθερα, παρήγγειλε στοὺς δαγκωμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ βλέπουν πρὸς αὐτόν, καὶ ἔτσι θεράπευε τὰ δήγματα τῶν ὄφεων [Ἔξ. 21,8 κ.ε.].
Δὲν θὰ μοῦ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι περὶ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν, οἱ ὁποῖοι, ἐνεργούμενοι μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸν πόλεμο, κατέστρεψαν στρατόπεδα ἀντιπάλων, ἀπέφυγαν στόματα μαχαίρας, ἔσβησαν δύναμη πυρός, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔλεγξαν βασιλεῖς, τέφρωσαν πεντηκοντάρχους, ἀνέστησαν νεκρούς, σταμάτησαν μὲ τὸν λόγο τὸν οὐρανὸ καὶ πάλι τὸν ἀπέλυσαν, καθιστῶντας ἄγονα καὶ πάλι γόνιμα τὰ σύννεφα σὲ αὐτόν· διότι, ἂν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι αὐτὰ τὰ ἐνήργησε ἡ πίστη [Ἑβρ. 11,32-40], ἀλλὰ ἡ πίστη εἶναι δύναμη γιὰ τὴ σωτηρία· γι᾿ αὐτὸ ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Τέτοιο εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν: «Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ (:Πράγματι λοιπὸν ἡ διάδοση τοῦ κηρύγματος αὐτοῦ ὀφείλεται στὴ θεία του δύναμη. Διότι τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν σταυρό)», γιὰ νὰ μιλήσουμε κατὰ τὸν Παῦλο: «Τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι (:Σὲ ἐκείνους βέβαια ποὺ βαδίζουν τὸν δρόμο τῆς ἀπώλειας φαίνεται μωρία καὶ κουταμάρα˙ σὲ μᾶς ὅμως ποὺ εἴμαστε στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι δύναμη Θεοῦ ποὺ σώζει)» [Α΄ Κορ. 1,18].
Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους τοὺς πρὶν ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο καί τοὺς ὑπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, γιὰ τὸν Ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, δὲν ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸν Σταυρό: «Καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (:Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ σταυρικὸ θάνατο καὶ δὲν ἀκολουθεῖ πίσω μου μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτή, δὲν μιμεῖται, δηλαδή, σὲ ὅλα τὸ παράδειγμά μου, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα)»; [Ματθ. 10,38]. Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν μπηχθεῖ, ὁ Σταυρὸς ἦταν ποὺ ἔσωζε; Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ Κύριος προέλεγε καθαρὰ στοὺς μαθητὲς τὸ πάθος Του καὶ τὸν θάνατο διὰ τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Πέτρος, μὴν ὑποφέροντας νὰ τὰ ἀκούσει καὶ γνωρίζοντας ὅτι Αὐτὸς ἔχει ἐξουσία νὰ τὸ ἀποφύγει, Τὸν παρακαλοῦσε: «Ἴλεὼς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο (:Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξει ἀπ᾿ αὐτό, Κύριε. Δὲν πρέπει νὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ εἶπες σὲ Σένα, τὸν Μεσσία)» [Ματθ. 16,22], αὐτὸν μὲν ὁ Κύριος τὸν ἐπιτίμησε, διότι στὸ θέμα αὐτὸ συλλογιζόταν μὲ ἀνθρώπινο καὶ ὄχι μὲ θεῖο τρόπο· ἀφοῦ λοιπὸν προσκάλεσε τὸν ὄχλο μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του, τοὺς εἶπε: «Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν (:διότι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του, αὐτὸς θὰ χάσει τὴν πνευματικὴ καὶ εὐτυχισμένη αἰώνια ζωή· ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ χάσει τὴ ζωή του γιὰ τὴν ὁμολογία του καὶ ὑπακοή του σὲ μένα, θὰ τὴ βρεῖ στὸ μελλοντικὸ αἰῶνα, ὅπου θὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή)» [Ματθ. 16,25].
Προσκαλεῖ βέβαια καὶ τὸν ὄχλο μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ τότε διακηρύττει καὶ παραγγέλλει αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑπερφυῆ φρονήματα, τὰ πραγματικὰ ὄχι ἀνθρώπινα ἀλλὰ θεῖα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἀπαιτεῖ αὐτὲς τίς προσπάθειες μόνο ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει σὲ Αὐτόν. Νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ σημαίνει νὰ ζεῖ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιό Του παρουσιάζοντας κάθε ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια. Νὰ ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀκολουθήσει καὶ νὰ σηκώνει τὸν σταυρό του, σημαίνει νὰ μὴ λυπᾷται τὸν ἑαυτό του ὅταν τὸ ἀπαιτεῖ ὁ καιρός, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀλήθειας τῶν θείων δογμάτων. Τοῦτο δέ, τὸ νὰ ἀρνηθεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ παραδοθεῖ σὲ ἔσχατη ἀτιμία καὶ θάνατο, ἂν καὶ εἶναι μέγα καὶ ὑπερφυές, δὲν εἶναι παράλογο· διότι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς δὲν θὰ δέχονταν ποτέ, ὅταν μάλιστα μεταβαίνουν σὲ πόλεμο, νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γι᾿ αὐτούς. Ποῦ λοιπὸν εἶναι τὸ ἀξιοθαύμαστο, ἐὰν καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἐπεδήμησε στὴ γῆ κατὰ τὴν ἐπαγγελία Του, τέτοιους ἀκολούθους ζητεῖ πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ του γένους· ἀλλὰ οἱ μὲν βασιλεῖς τῆς γῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀναζωώσουν τοὺς φονευθέντες στὸν πόλεμο οὔτε νὰ ἀνταποδώσουν κάτι ταιριαστὸ στοὺς πρωταγωνιστὲς ἀπὸ αὐτούς· τί θὰ μποροῦσε τάχα νὰ λάβει ἀπὸ αὐτοὺς κάποιος ποὺ δὲν ζεῖ πλέον; Ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἂν ὁ θάνατος εἶναι ὑπὲρ εὐσεβῶν ἡ ἐλπίδα εἶναι στὸν Κύριο· ἔτσι δὲ ὁ Κύριος ἀνταποδίδει ζωὴ αἰώνια σὲ αὐτοὺς ποὺ πρωτοστάτησαν στὸ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν.
Καὶ οἱ μὲν βασιλεῖς τῆς γῆς ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τους νὰ εἶναι ἕτοιμοι πρὸς θάνατο, ὁ δὲ Κύριος τὸν μὲν ἑαυτὸ Του ἔδωσε σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, σὲ ἐμᾶς δέ, παραγγέλλει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ θάνατο ὄχι ὑπὲρ Αὐτοῦ ἀλλὰ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἴδιων. Καὶ δείχνοντας αὐτό, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὑπὲρ τῶν ἑαυτῶν μας, προσθέτει: «Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν (:Καὶ μὴ διστάσει κανεὶς νὰ κάνει τίς θυσίες αὐτές· διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του, θὰ χάσει τὴν πνευματική, εὐτυχισμένη καὶ αἰώνια ζωή. Ὅποιος ὅμως χάσει καὶ θυσιάσει τὴ ζωή του γιὰ τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ὑπακοή του σὲ μένα καὶ τὸ εὐαγγέλιό μου, αὐτὸς θὰ σώσει τὴν ψυχή του στὴ μέλλουσα ζωή, ὅπου θὰ κερδίσει τὴν αἰώνια εὐτυχία. Καὶ ἐκείνη ἡ σωτηρία εἶναι το πᾶν· διότι τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν κερδίσει ὅλον αὐτὸν τὸν ὑλικὸ κόσμο, καὶ στὸ τέλος χάσει τὴν ψυχή του; Διότι ἡ ψυχή του, ποὺ εἶναι πνευματικὴ καὶ αἰώνια, δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ἀπ᾿ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου)» [Μᾶρκ. 8,35]. Τί σημαίνει τοῦτο τὸ «ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του, θὰ τὴ χάσει, καὶ ὅποιος θὰ τὴ χάσει, θὰ τὴ σώσει»; Διπλὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, δηλαδὴ τὸ σῶμα, καὶ ὁ ἐντός μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἄνθρωπος παραδώσει τὸν ἑαυτό του στὸν θάνατο, χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ αὐτόν· αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τὴν ἔχασε ἔτσι ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, πραγματικὰ θὰ τὴ σώσει καὶ θὰ τὴν κερδίσει, προξενῶντας σὲ αὐτὴν ζωὴ οὐράνια καὶ αἰώνια καὶ παραλαμβάνοντάς την κατὰ τὴν ἀνάσταση σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἐνῶ δι᾿ αὐτῆς θὰ φανεῖ καὶ αὐτὸς οὐράνιος καὶ αἰώνιος, ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προτιμᾷ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἔτσι ἕτοιμος νὰ χάσει αὐτὴ τὴ ζωή, διότι ἀγαπᾷ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸν ἀγῶνα καὶ τὰ πράγματα τοῦ αἰῶνος τούτου, θὰ ζημιώσει τὴν ψυχή του, στερῶντας της τὴν πραγματικὴ ζωὴ καὶ θὰ τὴ χάσει, παραδίδοντάς την, ἀλίμονο, στὴν αἰώνια κόλαση μαζί του. Αὐτὸν θρηνῶντας κατὰ κάποιον τρόπο καὶ ὁ πανοικτίρμων Δεσπότης καὶ δείχνοντας τὸ μέγεθος τοῦ δεινοῦ, λέγει: «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; (:Διότι τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν κερδίσει ὅλον αὐτὸν τὸν ὑλικὸ κόσμο, καὶ στὸ τέλος χάσει τὴν ψυχή του; Διότι ἡ ψυχή του, ποὺ εἶναι πνευματικὴ καὶ αἰώνια, δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ἀπ᾿ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου. Ἤ, ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος χάσει τὴν ψυχή του, τί μπορεῖ νὰ δώσει ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ νὰ τὴν ἐξαγοράσει ἀπ᾿ τὴν αἰώνια ἀπώλεια;)» [Μᾶρκ. 8,36-37]. Διότι δὲν πρόκειται νὰ κατέβει μαζί του ἡ δόξα του, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ φαίνονται πολύτιμα καὶ τερπνὰ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὰ ὁποῖα προέκρινε ἀπὸ τὸν σωτηριώδη θάνατο. Τί δὲ μεταξὺ αὐτῶν θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ ἀντάλλαγμα τῆς λογικῆς ψυχῆς, τῆς ὁποίας δὲν εἶναι ἰσάξιος ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος;
Ἐὰν λοιπὸν καὶ τὸν κόσμο ὅλον μποροῦσε νὰ κερδίσει ἕνας ἄνθρωπος, ἀδελφοί, τοῦτο δὲν θὰ πρόσφερε σὲ αὐτὸν κανένα ὄφελος, ἐφόσον θὰ ἔχανε τὴν ψυχή του· πόσο εἶναι τὸ κακό, ἀφοῦ ὁ καθένας μόνο ἐλάχιστο πολλοστημόριο ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει, ἂν μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ τὸ ἐλάχιστο αὐτὸ χάσει τὴν ψυχή του, μὴν ἐπιθυμῶντας νὰ σηκώσει τὸν τύπο καὶ τὸν λόγο τοῦ Σταυροῦ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν δοτήρα τῆς ζωῆς; Διότι σταυρὸς εἶναι καὶ ὁ προσκυνητὸς τύπος καὶ ὁ λόγος τοῦ τύπου τούτου.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ προηγήθηκε ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο αὐτοῦ τοῦ τύπου, καὶ ἐμεῖς σήμερα θὰ ἐξηγήσουμε αὐτὸ προηγουμένως πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Μᾶλλον δὲ πρὶν ἀπὸ μᾶς ἐξήγησε καὶ αὐτὸ ὁ Παῦλος· ὁ Παῦλος ποὺ καυχᾷται στὸν Σταυρό, ποὺ φρονεῖ ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, καὶ Αὐτὸν Ἐσταυρωμένο. Τί λέγει λοιπὸν ἐκεῖνος; «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις (:Καὶ ὅσοι ἀνήκουν πραγματικὰ στὸν Χριστό, ἔχουν νεκρώσει τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τίς ἐπιθυμίες του)» [Γαλ. 5,24]. Νομίζετε ὅτι εἶπε αὐτὸ μόνο γιὰ τὴν τρυφὴ καὶ τὰ ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στοὺς Κορινθίους ὅτι: «Ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοὶ ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε; (:Διότι σᾶς ρωτῶ: Ἐφόσον μεταξύ σας ὑπάρχει φθόνος καὶ φιλονικία καὶ διαιρέσεις, δὲν εἶστε ἄνθρωποι ἀπὸ σαρκικὰ ἐλατήρια καὶ πάθη καὶ δὲν συμπεριφέρεστε μὲ διαγωγὴ κοινοῦ ἀνθρώπου καὶ μὴ ἀναγεννημένου;)»; [Α΄ Κορ. 3,3]. Ὥστε καὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ δόξα ἢ χρήματα, ἢ ἁπλῶς θέλει νὰ ἐπιβάλει τὸ θέλημά του καὶ προσπαθεῖ ἔτσι νὰ νικήσει, εἶναι σαρκικὸς καὶ περιπατεῖ κατὰ τὴ σάρκα. Γι᾿ αὐτὰ ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καὶ οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς (:Ἀφοῦ σᾶς μίλησα γιὰ ἀκαταστασία, σύγχυση καὶ ταραχή, σᾶς θέτω τώρα καὶ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ἀπὸ ποῦ προέρχονται μεταξύ σας οἱ ἔριδες καὶ οἱ συγκρούσεις; Δὲν προέρχονται ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία, ἀπὸ τὴν προσπάθεια δηλαδὴ ποὺ κάνετε νὰ ἱκανοποιήσετε τίς ἁμαρτωλές σας ἐπιθυμίες, ποὺ ξεσηκώνουν ἐκστρατεία καὶ πόλεμο ἔχοντας πλέον ὡς φρούριο καὶ ὁρμητήριό τους τὰ μέλη σας; Ἐπιθυμεῖτε κάτι. Καὶ δὲν ἔχετε ἐκεῖνο ποὺ ἱκανοποιεῖ τὴν ἐπιθυμία σας. Καὶ στὴν προσπάθειά σας νὰ τὸ ἀποκτήσετε, κινδυνεύετε νὰ φθάσετε μέχρι καὶ τὸν φόνο. Ἐπιθυμεῖτε μὲ σφοδρότητα, καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ πετύχετε ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖτε. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχεστε σὲ συγκρούσεις καὶ ἔριδες. Καὶ δὲν τὸ ἔχετε, ἐπειδὴ δὲν τὸ ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή. Ἔχετε θέσει ὡς σκοπό σας τὴν ἡδονὴ καὶ ξεκόψατε τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ τὸν Θεό)» [Ἰάκ. 4,1].
Τοῦτο λοιπὸν εἶναι τὸ νὰ σταυρώσει τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τίς ἐπιθυμίες, τὸ νὰ καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀδρανὴς πρὸς καθετὶ ποὺ δὲν ἀρέσει στὸν Θεό. Ἐὰν δὲ καὶ τὸ σῶμα τὸν ταλαιπωρεῖ καὶ τὸν στενοχωρεῖ, πρέπει ὁ καθένας νὰ τὸ ἀνεβάζει ἐναγωνίως πρὸς τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ. Τί θέλω νὰ πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔζησε βίο ἀκτήμονα, καὶ δὲν ἔζησε μόνο, ἀλλὰ καὶ κήρυξε λέγοντας: «Οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής (:Ἔτσι λοιπὸν καθένας ἀπό σᾶς ποὺ δὲν κάνει ἀπὸ πρὶν τὸν λογαριασμό του καὶ δὲν ἀπαρνεῖται τὰ πάντα, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, δηλαδὴ καὶ τοὺς φυσικούς του δεσμοὺς καὶ τὸν πλοῦτο καὶ τίς ἀπολαύσεις καὶ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητὴς μου)» [Λουκᾶ 14,33].
Ἀλλὰ κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἂς μὴν δυσανασχετεῖ, ὅταν ἀκούει ποὺ διακηρύσσουμε ἀνόθευτο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο καὶ τέλειο, μήτε νὰ δυσαρεστηθεῖ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τὰ παραγγέλματα· ἀλλὰ πρῶτο μὲν νὰ ἀντιλαμβάνεται ἐκεῖνο, ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν κερδίζεται μὲ τὴ βία καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεταχειρίζονται σπουδὴ καὶ βία πάνω στὸν ἑαυτό τους, τὴν ἁρπάζουν γρήγορα, καὶ νὰ ἀκούει τὸν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ (:Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε σᾶς κάλεσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ εὐεργετεῖτε, κι ὅταν ἀκόμη παραγνωρίζεστε καὶ ὑποφέρετε ἄδικα· διότι καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ χάρη σας, χωρὶς νὰ ἔχει φταίξει σὲ τίποτε, καὶ ἄφησε σὲ σᾶς παράδειγμα τέλειο πρὸς μίμηση, γιὰ νὰ ἀκολουθήσετε ἀκριβῶς ἐπάνω στὰ ἴχνη Του)» [Α΄ Πέτρ. 2,21].
Ἔπειτα, νὰ συλλογίζεσαι ἐπίσης καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ καθένας, ἀφοῦ κατανοήσει ἀληθινὰ πόσα ὀφείλει στὸν Δεσπότη, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποδώσει τὸ πᾶν, τὸ ἕνα μέρος νὰ τὸ προσφέρει μὲ μετριοφροσύνη, ὅσο μπορεῖ καὶ προαιρεῖται, ὡς πρὸς δὲ τὸ μέρος πάλι ποὺ ἐλλείπει, νὰ ταπεινώνεται μπροστὰ Του καὶ ἑλκύοντας τὴ συμπάθεια μέσῳ τῆς ταπείνωσης αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀναπληρώνει τὴν ἔλλειψη. Ἐὰν λοιπὸν κανεὶς βλέπει τὸν λογισμό του νὰ ὀρέγεται πλοῦτο καὶ πολυκτημοσύνη, ἂς γνωρίζει ὅτι ὁ λογισμὸς αὐτὸς εἶναι σαρκικός, καὶ γι᾿ αὐτὸ κινεῖται ἔτσι· ἀντιθέτως, ὁ προσηλωμένος στὸν Σταυρὸ δὲν μπορεῖ νὰ κινεῖται πρὸς κάτι τέτοιο. Εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀνάγκη νὰ τὸν ἀνεβάσουμε τὸν λογισμὸ στὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ ρίξει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του κάτω καὶ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν σταυρωθέντα σὲ αὐτὸν Χριστό.
Πῶς λοιπὸν θὰ ἀρχίσει νὰ τὸν ἀνεβάζει στὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στὸν Χριστό, τὸν χορηγὸ καὶ τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἂς ἀπόσχει ἀπὸ κάθε πόρο ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀδικία, τὸ δὲ εἰσόδημα ποὺ ἔχει ἀπὸ δίκαιο πορισμό, χωρὶς νὰ προσκολλᾷται πολὺ οὔτε σὲ αὐτό, ἂς τὸ χρησιμοποιεῖ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατὸ κοινωνοὺς σὲ αὐτὸ τοὺς φτωχούς. Ἡ ἐντολὴ ὁρίζει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸν σταυρό του· καὶ τὸ ἔχουν μὲν τὸ σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καὶ ζῶντες κατὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἂν δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, καὶ ἐὰν τὸ καλέσει ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ σωματικὰ κτήματα καὶ μέσα· ἐνεργῶντας κανεὶς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε μεγαλύτερο, καλὰ καὶ θεάρεστα πράττει.
Βλέπει κανεὶς πάλι μέσα του νὰ κινεῖται βιαιότερα ὁ λογισμὸς τῆς πορνείας; Αὐτὸς ἂς γνωρίζει ὅτι δὲν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τὸν ἑαυτό του. Πῶς λοιπὸν θὰ τὸν σταυρώσει; Ἄς ἀποφεύγει τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθὼς καὶ τίς ἀταίριαστες πρὸς αὐτὲς συνήθειες καὶ τίς ἄκαιρες συνομιλίες, ἂς μειώνει τίς τροφὲς ποὺ ἐνισχύουν τὸ πάθος, ἂς ἀπέχει ἀπὸ τὴν πολυποσία, ἀπὸ τὴν οἰνοφλυγία, τὴν ἀδηφαγία, τὴν πολυϋπνία· ἂς ἀναμιγνύει τὴν ταπεινοφροσύνη μὲ αὐτὴν τὴν ἀποχὴ τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μὲ συντριβὴ καρδίας τὸν Θεὸ κατὰ τοῦ πάθους· τότε θὰ πεῖ καὶ αὐτός: «Εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ (:Εἶδα τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκμάζει νὰ ὑπερυψώνεται πανίσχυρος καὶ νὰ ἐξαπλώνει τὴν ἐπιρροὴ του σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Καὶ μόλις πρόφτασα νὰ περάσω ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς στὸ μεταξὺ εἶχε ἐκλείψει. Καὶ πέρασα καὶ πάλι καὶ τὸν ἀναζήτησα καὶ δὲν βρέθηκε ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ οὔτε ὁ τόπος ποὺ βρισκόταν πρωτύτερα ὑψωμένος καὶ ἀγέρωχος. Κάθε ἴχνος του εἶχε χαθεῖ)» [Ψαλμ. 36,35-36].
Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμὸς τῆς φιλοδοξίας; Ἐσὺ στὴ σύγκλητο καὶ στὴ συνεδρίαση νὰ ἐνθυμεῖσαι τὴν γι᾿ αὐτὸ συμβουλὴ τοῦ Κυρίου στὰ εὐαγγέλια· στὶς συνομιλίες νὰ μὴ ζητᾷς νὰ ὑπερέχεις τῶν ἄλλων, τίς ἀρετές, ἂν ἔχεις, νὰ τίς ἀσκεῖς μόνο στὰ κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ Αὐτὸν μόνο βλεπόμενος καὶ ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, θά σοῦ τὸ ἀνταποδώσει στὰ φανερά [Ματθ. 6,6: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρὶ σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατὴρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ (:Ἐσὺ ὅμως, ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται νὰ προσευχηθεῖς, μπὲς μέσα στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό σου, κι ἀφοῦ κλείσεις τὴν πόρτα σου, κάνε τὴν προσευχή σου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι ἀόρατος καὶ κρυμμένος. Κι ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀνταποδώσει τὴν ἀμοιβὴ στὰ φανερά)»]. Ἐὰν δὲ καὶ μετὰ τὴν ἀποκοπὴ κάθε πάθους πάλι σὲ ἐνοχλεῖ ὁ ἐσωτερικὸς λογισμός, νὰ μὴν φοβηθεῖς· διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων, ἐπειδὴ δὲν πείθει μὲ τίς ἐνοχλήσεις του οὔτε ἐνεργεῖ, ἀλλὰ εἶναι κίνημα νεκρό, νικημένο ἀπὸ τὸν ἀγῶνα σου κατὰ Θεόν.
Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεστεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικῶς μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τίς σωματικὲς ἡδονές, καὶ αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του· ἀλλὰ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἀτιμία γεννᾷ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στὸν παρόντα, ὅσο καὶ στὸν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δὲ ποὺ δὲν πιστεύουν σὲ Αὐτὸν καὶ δὲν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πίστη, ὁ Παῦλος τοὺς τοποθετεῖ δίπλα στοὺς ἀφανιζομένους, καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες μάλιστα. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστὸ Ἐσταυρωμένο, ποὺ εἶναι στοὺς Ἰουδαίους μὲν σκάνδαλο λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρὸς τὸ σωτηριῶδες πάθος, στοὺς Ἕλληνες δὲ μωρία, διότι δὲν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα λόγῳ τῆς ἀπιστίας πρὸς τίς θεῖες ἐπαγγελίες ὁπωσδήποτε· σὲ ἐμᾶς δὲ τοὺς προσκεκλημένους Θεοῦ δύναμη καὶ σοφία [Α΄ Κορ. 1,23-24: «Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν (:Ἐμεῖς ὅμως κηρύττουμε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔχει σταυρωθεῖ. Καὶ ὁ σταυρωμένος Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσία Χριστὸ ὡς ἐπίγειο βασιλιᾶ εἶναι σκάνδαλο, ἐμπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο σκοντάφτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες πάλι ὁ ἐσταυρωμένος Θεὸς ποὺ δὲν νίκησε τοὺς ἐχθρούς Του παρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὴ καὶ ἀνόητη· σ᾿ αὐτοὺς ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς βρῆκε ἄξιους νὰ καλέσει στὴν σωτηρία, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι, εἴτε Ἕλληνες, κηρύττουμε τὸν Χριστὸ ὁ Ὁποῖος εἶναι Θεοῦ δύναμη ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ ἁγιάζει, καὶ Θεοῦ σοφία ποὺ φωτίζει κάθε πιστό)»].
Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει μέσῳ ἀσθένειας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι ἱερὸς καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγῖδα ἱερή, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀΐδιου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι δὲν πέτυχαν τὴν ἀποστολικὴ εὐχή, ὥστε νὰ κατορθώσουν νὰ καταλάβουν μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, τί εἶναι τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος, τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος· ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα. Προβάλλοντας δὲ κάποια πρόφαση, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε καὶ αὐτοί, ἂν εἶχαν νοῦ, νὰ Τὸν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τὸ σύμβολο τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης, τὸ ὁποῖο κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό· κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.
Ἀλλὰ λέγουν: «Σὲ αὐτὸ προσηλωμένος πέθανε ὁ Χριστὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ βλέπουμε τὸ σχῆμα καὶ τὸ ξύλο στὸ ὁποῖο ἔχει θανατωθεῖ». Τὸ δὲ ἐναντίον μας χρεώγραφο, ποὺ συντάχθηκε διὰ τῆς παρακοῆς μας ὡς πρὸς τὸ ξύλο, μὲ τὸ ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος, σὲ τί προσηλώθηκε καὶ μὲ τί πρᾶγμα ἔφυγε ἀπὸ τὴ μέση καὶ ἀφανίστηκε καὶ ἔτσι ἐπανήλθαμε στὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό; Μὲ τί δὲ ὁ Χριστὸς ἀπέβαλε καὶ ἀπομάκρυνε τελείως τίς ἀρχὲς καὶ τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπιβλήθηκαν στὴ φύση μας ἀπὸ τὸ ξύλο τῆς παρακοῆς, καὶ τίς κατήσχυνε θριαμβευτικὰ καὶ ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τὴν ἐλευθερία; Μὲ τί λύθηκε τὸ μεσότοιχο καὶ καταργήθηκε καὶ θανατώθηκε ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἔχθρα μας καὶ διαμέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ διδαχτήκαμε τὴν πρὸς Αὐτὸν εἰρήνη; Ὄχι στὸν Σταυρὸ καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ;
Ἄς ἀκούσουν τὸν ἀπόστολο, ποὺ στοὺς μὲν Ἐφεσίους γράφει: «Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ (:Πλησιάστε καὶ τὸν Θεὸ καὶ τίς διαθῆκες Του μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκανε καὶ τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Ἐθνισμό, ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε καὶ κατέλυσε τὸν τοῖχο ποὺ δημιουργοῦσε ὁ φραγμὸς τοῦ νόμου ποὺ ὀρθωνόταν ἀνάμεσα στοὺς δύο λαοὺς καὶ τοὺς χώριζε. Κατέλυσε δηλαδὴ τὴν ἔχθρα τῶν δύο λαῶν, ἀφοῦ κατάργησε μὲ τὸ αἷμα Του τὸν νόμο τῶν ἐντολῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ περιεῖχε ἐπιβλητικὲς προσταγές, δὲν ἔδινε ὅμως καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τὴν τήρηση τῶν προσταγμάτων αὐτῶν. Καὶ κατήργησε τὸν νόμο, ἔτσι ὥστε ἑνώνοντας τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν ἑαυτό Του νὰ δημιουργήσει ἕνα νέο ἄνθρωπο, μιὰ νέα ἀνθρωπότητα, κι ἔτσι νὰ φέρει εἰρήνη μεταξύ τους˙ καὶ μὲ τὸν σταυρικό Του θάνατο νὰ συμφιλιώσει καὶ τοὺς δύο λαοὺς μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένους τώρα σὲ ἕνα σῶμα, ἀφοῦ προηγουμένως θὰ θανάτωνε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν θάνατό Του)» [Ἐφ. 2,14-16].
Πρὸς δὲ τοὺς Κολοσσαεῖς γράφει: «Καὶ ὑμᾶς, νεκροὺς ὄντας ἐν τοῖς παραπτώμασι καὶ τῇ ἀκροβυστίᾳ τῆς σαρκὸς ὑμῶν, συνεζωοποίησεν ὑμᾶς σὺν αὐτῷ, χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα ἐξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν ὃ ἦν ὑπεναντίον ἡμῖν, καὶ αὐτὸ ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῷ, ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παῤῥησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ (:Πράγματι λοιπὸν ὁ Θεὸς Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ ζωοποίησε κι ἐσᾶς ποὺ ἤσασταν νεκροὶ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων καὶ τῆς ἀποξένωσής σας ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ὁποία φαινόταν μὲ τὴν ἔλλειψη σωματικῆς περιτομῆς. Κι ἔτσι συγχώρησε ὅλα τὰ παραπτώματα, καὶ τὰ δικά σας, τῶν ἐθνικῶν, καὶ τὰ δικά μας, τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἔσβησε ὁλοκληρωτικὰ τὸ χρεωστικὸ γραμμάτιο ποὺ ἦταν εἰς βάρος μας καὶ εἶχε γίνει ἀπὸ τίς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, τίς ὁποῖες ἦταν ἀδύνατο νὰ τηρήσουμε καὶ γι᾿ αὐτὸ εἴχαμε γίνει ἔνοχοι καὶ χρεωφειλέτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ γραμμάτιο αὐτό, ποὺ ἦταν ἐναντίον μας, ὁ Κύριος τὸ ἔβγαλε ἀπ᾿ τὴ μέση καὶ τὸ κάρφωσε στὸν σταυρό, ὅπου μὲ τὸ αἷμα Του τὸ ἔσβησε. Ἐκεῖ στὸν σταυρὸ ἔγδυσε τίς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες καὶ τίς διαπόμπευσε, τίς καταντρόπιασε φανερὰ μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ ἔσυρε τοὺς δαίμονες νικημένους μὲ θριαμβευτικὴ πομπή. Καὶ τὸ πραγματοποίησε αὐτὸ μὲ τὸν σταυρό Του, ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὰ τὸν Χριστὸ θριαμβευτικὸ ἅρμα νικητῆ)» [Κολ. 2,13-15].
Δὲν θὰ τιμήσουμε λοιπὸν ἐμεῖς καὶ δὲν θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ ἱερὸ αὐτὸ τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τὸ ὁποῖο καὶ μόνο μὲ τὴ θέα του, τὸν μὲν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καὶ διαπομπεύει καὶ καταισχύνει, διακηρύσσοντας τὴν ἧττα καὶ τὴ συντριβή του, δοξάζει δὲ καὶ μεγαλύνει τὸν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στὸν κόσμο τὴ νίκη του; Καὶ ὅμως, ἂν ὁ Σταυρὸς εἶναι παραβλεπτέος, διότι σὲ αὐτὸν ὑπέμεινε τὸν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δὲν πρέπει νὰ εἶναι σεβαστὸς καὶ σωτήριος· πῶς λοιπόν, κατὰ τὸν ἀπόστολο, βαπτιστήκαμε στὸν θάνατό Του; [Ρωμ. 6,3: «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; (:Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι ὅσοι βαπτιστήκαμε μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ συνταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή μας μὲ αὐτόν, γίναμε μὲ τὸ βάπτισμα μέτοχοι τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, καὶ ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας σταυρώθηκε καὶ πέθανε, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς πάνω στὸν σταυρό;)»]. Πῶς δὲν θὰ συμμετάσχουμε στὴν Ἀνάστασή Του, ἂν βέβαια γίναμε σύμφυτοι μετὰ τὸν θάνατό Του; [Ρωμ. 6,5: «Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα (:Ναί. Ἀναστηθήκαμε κι ἐμεῖς σὲ νέα ἅγια ζωή· διότι ἐάν, σὰν τὰ δέντρα ποὺ εἶναι μαζὶ φυτεμένα καὶ θρεμμένα, ἔχουμε γίνει ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ στὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο εἶναι σύμβολο τοῦ θανάτου Του, κατὰ φυσικὴ συνέπεια θὰ γίνουμε ἕνα καὶ στὴν Ἀνάστασή Του)»]. Βέβαια, ἂν κανεὶς προσκυνοῦσε σχῆμα σταυροῦ ποὺ δὲν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τὸ δεσποτικὸ ὄνομα, δικαίως θὰ κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδὴ δὲ «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων (:Τὸν ὑπερύψωσε, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ γονατίσουν ταπεινὰ καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουν λατρευτικὰ καὶ οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ γῆ καὶ οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν στὰ καταχθόνια˙ ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ δαιμονικὰ ὄντα ποὺ εἶναι στὰ καταχθόνια μὲ τρόμο νὰ ὑποκλιθοῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο Του)» [Φιλιπ. 2,10], τοῦτο δὲ τὸ προσκυνητὸ ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο παράφρον δὲν θὰ ἦταν νὰ μὴ γονατίζουμε στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ;
Ἀλλὰ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζὶ μὲ τὰ γόνατα καὶ τίς καρδιές, ἐμπρός, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβίδ [Ψαλμ. 131,7: «Εἰσελευσόμεθα εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ, προσκυνήσομεν εἰς τὸν τόπον, οὗ ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ (:Τώρα ὅμως θὰ εἰσέλθουμε στὰ σκηνώματα τοῦ Θεοῦ στὴ Σιῶν καὶ θὰ προσκυνήσουμε στὸν τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Του καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν Του)»], στὸν τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια Του καὶ ὅπου ξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου τεντώθηκε γιά μας τὸ ζωαρχικὸ Σῶμα, καί, προσκυνῶντας καὶ ἀσπαζόμενοι Αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς τον νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζουμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση καὶ τὴν ὑπεσχημένη μακαρία φωνὴ καὶ εὐλογία, σὲ δόξα του σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ καὶ Θεοῦ.
Διότι σὲ Αὐτὸν πρέπει δοξολογία, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὁμιλίες Α΄- Κ΄, ὁμιλία ΙΑ', πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος 9, σελίδες 282-325.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm