Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: «Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η καιρική εκκλησιαστική εικόνα του» Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄

Ο ΟΛΕΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑΣ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
 Ο ΔΗΘΕΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ       ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑΣ 

ΑΡΧΙΕΠ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΑΙΟΝΣ

«Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η καιρική εκκλησιαστική εικόνα του»

(Η φωτεινή εξαίρεση του Επισκόπου 

π. Στέφανου Αφεντουλίδη)

ΜΕΡΟΣ Δ΄

Αναμφίβολα, ο ανθρώπινος νους είναι αδιαχώριστα ενωμένος με την συνείδηση.

Το Σεραφειμικό καθεστώς με «επιχειρήματα» αντίθετα στην Ευαγγελική λογική και αλήθεια, έπιανε θέση στο οργανωμένο (μεταπολιτευτικό) κοινωνικό σύστημα. Όποιες επιθέσεις και αν δεχθεί ο νους και η λογική, η συνείδηση αντιστέκεται στην υπερένταση των επιθέσεων.

Αυτό συνέβη και στον Μητροπολίτη Στέφανο Αφεντουλίδη, ο οποίος εκλέχτηκε (αντικανονικά) το 1974, ως Τρίκκης και Σταγών, υπό του Σεραφειμικού διοικητικού σχήματος. Η πραγματικότητα, οι ιδέες και η «αλήθεια» του Σεραφειμικού καθεστώτος σχετικοποιήθηκαν στη συνείδησή του∙ κατανόησε ότι η ενότητα της Εκκλησίας είναι ανώτερη και πιο αναγκαία από την όποια Μητροπολιτική θέση.

Υπέβαλε αναφορά (23-12-74) προς την Δ. Ι. Σύνοδο, ως μορφή ενέργειας – δράσης της συνειδήσεώς του, που δεν ήθελε το βάρος κανενός «ελατηρίου – σκοπιμότητας», κανενός πάθους∙ ως ελεύθερος εν Χριστώ, σχεδιαστής της Αρχιερατικής του συνειδήσεως.

Τα σημαντικά, πρωτοθεμελιακά του βήματα, ήταν:

Α) Με αναφορά του διαφώνησε για τον σφαγιασμό των 12 Μητροπολιτών.

Β) Πρότεινε «χάριν της γαλήνης της Εκκλησίας και της αποκαταστάσεως της κανονικής τάξεως, να παραχωρήση τη θέση του (Ι. Μ. Τρικάλων) στον κανονικό Μητροπολίτην Τρίκκης και Σταγών Σεραφείμ.

Έγραψε σχετικά: «ποιούμεθα έκκλησιν και παρακαλούμεν, όπως η Ι. Σύνοδος επιληφθή πάραυτα του εκκρεμούντος εισέτι εκκλησιαστικού ζητήματος, ήτοι της αυστηρώς επί τη βάσει των Ι. Κανόνων αποκαταστάσεως της εν τη Εκκλησία διασαλευθείσης κανονικής τάξεως∙ επιληφθή προ πάντων της αποκαταστάσεως εις αρχιερατικούς θρόνους πάντων των αδίκως και αντικανονικώς και δυνάμει αυθαιρέτων, αντικανονικών και αντισυνταγματικών πολιτειακών Νόμων της Δικτατορίας εξωσθέντων και αποβληθέντων από των ιερών αυτών επισκόπων Σεβ. Μητροπολιτών» (βλέπε εφημ. «Εκκλησιαστικός Αγών» - Ιαν. 1975, σελ. 3).

Έγραψε, επίσης:

«Δια την αποκατάστασιν του απομακρυνθέντος εκ της Ι. Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών προκατόχου μου Σεβ. κ. Σεραφείμ ευχαρίστως θα έθετον εις την διάθεσιν της Ι. Συνόδου την παραίτησίν μου από του επισκοπικού θρόνου της Ι. Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών.

Εις την περίπτωσιν ταύτην θα εδεχόμην να υπηρετήσω εις την μικροτέραν εξ όλων των προσκαίρως ή μονίμως τυχόν ιδρυθησομένων Ι. Μητροπόλεων εν τη περιφερεία της προσφιλούς μοι Μακεδονίας, τον λαόν της οποίας επί 25 ήδη συναπτά έτη ως Εφημέριος και ως Πρωτοσύγκελος και βοηθός Επίσκοπος υπηρέτησα, αλλά και εις περίπτωσιν καθ’ ην δι’ οιονδήποτε λόγον δεν θα ήτο δυνατή η άμεσος τοποθέτησίς μου εν τινι Μητροπόλει, θα εδεχόμην, χάριν της ειρηνεύσεως της Εκκλησίας να περιέλθω άχρι καιρού εις την τάξιν των σχολαζόντων Επισκόπων».

Το καθήκον, η Αρχιερατική τιμή και ειλικρίνεια, η αλήθεια του Ευαγγελίου, η δικαιοσύνη των Ι. Κανόνων και η εκτίμηση προς τους 12 Ιεράρχες, έχουν σφυρηλατηθεί – συμπυκνωθεί στον επίλογο της αναφοράς του Επισκόπου Στεφάνου Αφεντουλίδη.

Γράφει:

«Τελευτών δηλώ, ότι αι εκφραζόμεναι πεποιθήσεις ημών και η τοποθέτησις ημών αύτη ενώπιον της υφισταμένης εκκλησιαστικής κρίσεως είναι απόρροια απολύτως αντικειμενικής εν Χριστώ μελέτης των δεδομένων και λατρείας προς την ειρήνην και την ενότητα της Εκκλησίας, και του επισκοπικού αυτής σώματος ανεξαρτήτως απολύτως προσώπων και παρατάξεων, και μάλιστα της λεγομένης «Ιερωνυμικής». Τα πρόσωπα ουδόλως υπολογίζομεν. Υπεράνω πάντων η ειρήνη και η ενότης της Εκκλησίας υπέρ των οποίων θυσιάζομεν κάθε τι προσωπικόν».

1ο Σχόλιο: Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Στέφανος, υπογράμμισε τα θεμέλια του αυταρχισμού του Σεραφειμικού καθεστώτος, ως εξής:

«Όταν όμως εις τ’ ανωτέρω (της αναφοράς του δηλ.) προσθέσωμεν και την απίστευτον απόφασιν της Ιεραρχίας, δι’ ής εκηρύχθησαν έκπτωτοι δύο Σεβ. Ιεράρχαι απολύτως κανονικοί και νόμιμοι, της λεγομένης Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας, οι Σεβ. Διδυμοτείχου και Κιλκισίου κ.κ. Κωνσταντίνος και Χαρίτων, και εξεθρονίσθησαν άνευ δίκης και απολογίας και της υπό των Ιερών Κανόνων προβλεπομένης διαδικασίας, αλλά δυνάμει μόνον διατάξεως της αντικανονικής και αντισυνταγματικής υπ’ αριθμ. 7/1974 Σ.Π. (Συντακτικής Πράξεως) της Πολιτείας, διότι και αυτών πράξεις και ενέργιαι εθεωρήθησαν στρεφόμεναι κατά της σεπτής Ιεραρχίας, τότε γίνεται φανερόν τοις πάσιν, ότι δια πάντων τούτων κατελύθη πάσα έννοια Εκκλησιαστικού και Κανονικού δικαίου (τέλος σχολίου).

Στο Πανεπιστήμιο Πατρών την περίοδο εκείνη (1974-1975), φοιτούσα στο Μαθηματικό Τμήμα (Γ΄ έτος). Οι συμφοιτητές μου βίωναν ένα μεταπολιτευτικό ξελάφρωμα εξαιρετικά εύθραυστο. Η χιλιοειπωμένη (τότε) φράση – λέξη «Αποχουντοποίηση» δεν ήταν αρκετά σοβαρή (ως ανάλυση) για την περίπτωση (ειδικά) του εκκλησιαστικού Σεραφειμικού καθεστώτος.

Η ανατομία της αποχουντοποίησης στην εκκλησία με αρχιεπίσκοπο τον Σεραφείμ δεν έπειθε την λογική των φοιτητών (όλων των παρατάξεων)∙ γι’ αυτό και υποβάλαμε υπόμνημα στην κυβέρνηση Κων. Καραμανλή να απομακρυνθεί ο κατ’ εξοχήν χουντικός Σεραφείμ,  ο οποίος βοήθησε την Β΄ φάση της δικτατορίας. Το υπόμνημα υπέγραψαν 80-100 φοιτητές και το δημοσίευσε και ο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ». Και υπάρχουν, δυστυχώς, πιστοί άνθρωποι (σήμερα) της εφημερίδος «Χριστιανική Δημοκρατία» και της «Ενωμένης Ρωμιοσύνης», που δικαιώνουν τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ με ατυχή άρθρα τους.

Σε άρθρα που φιλοξένησε η «Χριστιανική Δημοκρατία» (πρόσφατα χρονικά) και σε σχετική ανάρτηση της «Ενωμένης Ρωμιοσύνης», περί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και του ζητήματος των 12 εκθρονισθέντων Ιεραρχών, η λογική και η αλήθεια ευρίσκονται υπό σκιάν!!

Αποτελεί ψεύδος ο ισχυρισμός, ότι ο ισχυρός επιταχυντής της διοικητικής διαδικασίας διαμόρφωσης της εκκλησίας (τότε), ήτο οι Ι. Κανόνες και η δικαιοσύνη.

Όλα έγιναν με Συντακτικές Πράξεις της Δικτατορίας, ενώ το πλήθος των μοιχεπιβατών που τοποθετήθηκαν στους θρόνους των εκδιωχθέντων ιεραρχών, αποτέλεσε παραβίαση των Ι. Κανόνων, όπως είχε υπογραμμίσει και ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Εξαίρεση φωτεινή ο επίσκοπος Στέφανος Αφεντουλίδης! (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

«Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η καιρική εκκλησιαστική εικόνα του»
                        ΜΕΡΟΣ Γ΄

Στο δοκίμιο «Ο φόβος της Ελευθερίας» του Άγγλου κλασικού φιλολόγου E.R.DODDS, διαβάζουμε μεταξύ άλλων:

1) «Οι χειρότερες δυσκολίες για τον άνθρωπο αρχίζουν από τη στιγμή που μπορεί να κάνη ό,τι θέλει» (T.H.Huxley) και 2) «Φόβος της ελευθερίας – η ασυναίσθητη φυγή από το βαρύ φορτίο της ατομικής εκλογής που επιβάλλει στα μέλη της μια ανοικτή κοινωνία».

Επίσης στο άρθρο «σοσιαλισμός και Ανθρωπισμός» του H. Weinstock, καθηγητού (από το 1949) στο Πανεπιστήμιο της Frankfurt, υπογραμμίζουμε την παρατήρησή του:

«Ο Πλάτων αντιστάθηκε επίμονα στον πειρασμό να αποτρέψη το κακό με το χειρότερο. Προτιμούσε ν’ αποτύχη σ’ ολόκληρο το έργο της ζωής του, παρά να καταπολεμήση τη δύναμη του κακού με την κακία της δύναμης».

Μέσα από τις ανωτέρω κοινωνιολογικές – φιλοσοφικές αποστροφές, διήλθε και το Σεραφειμικό καθεστώς.

Πράγματι, κάτω από την εποπτεία της δικτατορίας (β΄ φάση), ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ είχε πολύπτυχη ελευθερία κινήσεων, «μπορούσε να κάνει ό,τι νόμιζε-ήθελε».

Εκτός, το διατυπώνω με κάθε επιφύλαξη, αν αυτή η φαινομενική (ίσως) ελευθερία ήτο προϊόν υποχωρήσεων σε αντ-ορθόδοξες δυνάμεις, που ήθελαν περιπαιχτικούς (αντικανονικούς κλπ) συριγμούς σε βάρος των υγιών (12) ιεραρχών, διότι αυτές οι «δυνάμεις» δεν ήθελαν το «αντι-μασσονικώς σκέπτεσθαι και δραν» των εν λόγω ιεραρχών∙ διότι, ίσως, αυτές οι σκοτεινές δυνάμεις, γνώριζαν αντι-ευαγγελικές συνθέσεις της ζωής του αρχιεπισκόπου και τον απειλούσαν.

Συμπερασματικά, την εποχή Ιωαννίδη, ο Σεραφείμ παραμέρισε την Δημοκρατία και την (όντως) Αρχιερατική τιμή δώδεκα (12) ιεραποστολικών, ορθοδόξων ιεραρχών, πληγώνοντας την ενότητα της Εκκλησίας.

1ο Σχόλιο: Ένας Ιεράρχης αληθινός, ουδέποτε θα πλήγωνε την ενότητα της Εκκλησίας εν μέσω ψοφοδεών, δολοπλόκων στρατιωτικών πολιτικάντηδων. Οι παρατηρήσεις μας γράφονται από την σκοπιά της Ηθικής (Ορθόδοξης Χριστιανικά) του πρέπει. Δεν αποτελούν οντολογική, αλλά δεοντολογική έρευνα - εργασία∙ Έχουμε αυστηρή διάκριση στην συνείδησή μας του οντολογικού και του δεοντολογικού∙ δεν αναφερόμεθα στην τελική κρίση του Θεού∙ αντίθετα ο ύπατος σκοπός των προσευχών μας είναι η σωτηρία του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (τέλος σχολίου).

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α  συλλαμβάνοντας το νόημα των καιρών, μεγιστοποίησε την προσφορά του με την εκλογή ιεραρχών πλήρους ορθόδοξης ικμάδας.

Γνώριζε, ότι έτσι θα εξασφάλιζε μια πνευματική – ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Με την εκλογή τους ο λαός δεν θα ασφυκτιούσε μέσα στον κλοιό του ποικίλου υλισμού. Πιστεύω, ότι παρά τις ατέλειες της Εκκλησιαστικής διοικήσεων του Ιερωνύμου Α΄ (που σ’ όλες τις εποχές και Μητροπόλεις υπάρχουν), είχε εντοπίσει τη σημασία των αξίων ιεραρχών στις συνθήκες του τώρα, και τη σύνδεσή τους με την πορεία της Εκκλησίας στο μέλλον.

2ο Σχόλιο: Όλη η παραπλανητική κλιμάκωση της έννοιας «κανονικότης», βρήκε πρόσφορο έδαφος στην διοίκηση του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ως «άμεσο (δήθεν) καθήκον». Με ρητορική επίφαση, ως λέξη εξακοντιζομένης με πρόθεση παραπλανήσεως, χρησιμοποιήθηκε η λέξη «αντικανονικοί» περί της παρουσίας των (12) ιεραρχών στη διοίκηση – ιεραρχία της Εκκλησίας.

Εάν πράγματι η Σεραφειμική διοίκηση εσέβετο την ελευθερία, που οριοθετούν οι Ιεροί Κανόνες, τότε δεν θα χρησιμοποιούσε την λέξη «κανονικότης» ως υπνωτιστική επιρροή∙ αντίθετα, στα όρια ελευθερίας των Ι. Κανόνων, θα έδινε την νόμιμη ελευθερία κινήσεων στους (12) ιεράρχες, εκφραζομένη με κανονική δίκη και απολογία, πράγμα που δεν συνέβη. Υπήρξε, αναμφίβολα, ο «φόβος της ελευθερίας»!

Στην «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» - Ιαν. 1975 – αριθμ. 371, ο μακαριστός Αυγουστίνος Καντιώτης, υπογράμμιζε (Σελ. 2):

«Παρήλθεν εξάμηνον και πλέον, αφ’ ής συνετελέσθη η αγρία σφαγή δώδεκα αδελφών Μητροπολιτών, και ουδεμία συναίσθησις ευθύνης εις τους διαπράξαντας τα πρωτάκουστα εκκλησιαστικά εγκλήματα περετηρήθη… Εθέσπισαν σατανικήν διάταξιν, κατά την οποίαν ουδεμία προσφυγή εις το Συμβούλιον της Επικρατείας κατά των πράξεών των επετρέπετο. Ως έχει διατυπωθή η σχετική διάταξις, λέγουν κορυφαίοι νομικοί, αποτελεί αύτη πρωτάκουστον φαινόμενον και δια τα πλέον δικτατορικά καθεστώτα. Εις αυτήν εξεχύθη όλη η χολή των υπευθύνων εκκλησιαστικών και στρατιωτικών παραγόντων… Μόλις ηκούσθη, ότι η νέα κυβέρνησις προερχομένη εξ ελευθέρων εκλογών, ηθέλησε να άρη το απαράδεκτον των προσφυγών εις το συμβούλιον της Επικρατείας οι ένοχοι συνεταράχθησαν και εκ περάτων Ελλάδος εγκατέλειψαν παραμονάς των Χριστουγέννων τα ποίμνιά των και κατήλθον εις Αθήνας – διατί, παρακαλώ;

Δια να είπουν εις την Κυβέρνησιν ότι, εάν τολμήση να επιτρέψη προσφυγάς, αυτοί είνε ικανοί ν’ ανατρέψουν την Κυβέρνησιν και να κηρύξουν την Εκκλησίαν εν διωγμώ…».

Επίσης γράφει:

«Και μόνον το γεγονός, ότι οι ένοχοι τρέμουν μήπως τα εγκλήματά των τεθούν υπό την κρίσιν της δικαιοσύνης, αρκεί ν’ αποδείξη το μέγεθος των εγκληματικών των πράξεων. Τις δίκαιος και ευσυνείδητος δικαστής φοβείται την προσφυγήν εις ανώτερον δικαστήριον;» (Σελ. 2).

Συνεχίζει ο Μητροπολίτης Φλωρίνης:

«Μη είπη δε τις, ότι ως εκκλησιαστική απόφασις η σφαγή των 12 Μητροπολιτών δεν πρέπει να αχθή ενώπιον κοσμικού δικαστηρίου. Διότι οι Μητροπολίται εσφάγησαν δια Συντακτικών πράξεων, δια μαχαίρας Καίσαρος, την οποίαν ετρόχισεν ο τότε υπουργός της Παιδείας και προσέφερεν εις Ιεράρχας διψώντας αίμα αδελφικόν. Η κοσμική εξουσία τους εξεθρόνισεν∙ η κοσμική εξουσία οφείλει πάλιν να τους επαναφέρη εις τους θρόνους των.

Ο δε νυν Αρχιεπίσκοπος (Σεραφείμ) λεχει την τεραστίαν ευθύνην, ότι εδέχθη να γίνη όργανον σκοτεινών δυνάμεων, απεργαζομένων την εξουθένωσιν και την διάλυσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διότι είναι ορθόν το λεχθέν εξ επισήμων χειλέων, ότι «υπάρχουν σκοτειναί δυνάμεις, αι οποίαι κατέχουν κεντρικάς και υψηλάς θέσεις και αι οποίαι επ’ ουδενί λόγω ούτε ήθελον, ούτε θέλουν να ίδουν την Εκκλησίαν να στέκεται υψηλά» (Σελ. 2).

3ο Σχόλιο: Η Σεραφειμική εκκλησιαστική διοίκηση δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι, τέλος πάντων, ευρίσκετο στην υπηρεσία της Εκκλησίας∙ ύψωσε τον εαυτό της υπεράνω του Ευαγγελίου και χωρίς την θεολογική λεπτότητα της Πατερικής σοφίας, δίχασε την Ιεραρχία. Προτίμησε να δράση υπερατομικά πάνω στην χρονική και πολιτική εκτύλιξη (τότε) της ιστορίας, χωρίς να προτιμήσει ν’ αφήσει την ιεραρχία να βαδίση ειρηνικά, ως γνήσια έκφραση ορθοδόξου ήθους.

Να θυμίσουμε, ότι το κατηγορητήριο εναντίον των 12 Μητροπολιτών (δήθεν αντικανονικοί) το κονιορτοποίησαν, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (της πρεσβυτέρας Ιεραρχίας), ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, ο Κων. Μουρατίδης κ.α.

Σ’ αντίθεση με τον Πλάτωνα, όπως αναφέραμε αρχικά, ο Σεραφείμ δεν αντιλήφθηκε το πελώριο, το ωφέλιμο, και το δυναμικό στην αξιολογική κλίμακα της Εκκλησιαστικής ζωής. (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

==============================================

«Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η

 καιρική εκκλησιαστική εικόνα του»

(Το χρονικό της αδελφοκτονίας του

 Σεραφειμικού Καθεστώτος)

ΜΕΡΟΣ Β΄

Στη «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» του Ιανουαρίου 1975 – αρ. 371, διαβάζουμε: «Το παρελθόν έτος 1974, εξ επόψεως εκκλησιαστικής κρινόμενον, τολμώμεν να είπωμεν, είναι το θλιβερώτερον έτος εξ όσων η Εκκλησία της Ελλάδος έζησεν αφ’ ής ημέρας εγένετο αυτοκέφαλος. Μια τελευταία επέμβασις του δικτατορικού καθεστώτος, επέμβασις θίγουσα όχι μόνον τον εξωτερικόν αλλά και τον εσωτερικόν βίον της Εκκλησίας, προεκάλεσε τεκτονικόν σεισμόν και εδημιούργησεν ερείπια. Μητροπολίται αδιαβλήτου ήθους, εν οίς και άνδρες υπηρετήσαντες Εκκλησίαν και Γένος κατά τας φοβεράς ημέρας και θέσαντες τον τράχηλόν των υπέρ του λαού, εξεθρονίσθησαν άνευ απολογίας και δίκης, και τας ούτω πως κενωθείσας θέσεις έσπευσαν να καταλάβουν σπουδαρχίδαι κληρικοί» (Σελ. 2).

Ήταν ο Ιούλιος του 1974∙ ήμουν, τότε, εικοσιδύο (22) ετών, τρίτο έτος στο Μαθηματικό του Πανεπιστημίου Πατρών. Γνώριζα τα ευσεβή, πελώρια αναστήματα του Δημητριάδος Ηλία και του (γείτονα) Θεολόγου Λαρίσης.

Μία παρένθεσις, δημόσια εξομολόγηση – μαρτυρία.

Ο μακαριστός Ηλίας, αληθής επίσκοπος, αυστηρός παπάς – καλόγερος, μου είπε τότε, ως υποψήφιο φοιτητή (1971-72) να μην κατευθύνω τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό προς το πολυτεχνείο, αλλά προς την Μαθηματική Επιστήμη. Μου περιέγραψε λεπτομερώς – ευκρινώς την μελλοντική (οικονομική) κρίση των επαγγελμάτων του Πολυτεχνείου. Πράγματι, χρόνια αργότερα, συμμαθητές μου, με πρωτιές στις εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου, έκλεισαν τα γραφεία τους και διορίσθηκαν στην Μέση Εκπαίδευση! Εδώ κλείνω τον μικρό αυτό κύκλο του προορατικού χαρίσματος του Δημητριάδος Ηλία που αργότερα, το χάρισμα αυτό, γεφύρωσε (επιτυχώς) τις φάσεις της ζωής μου.

Τότε, Ιούλιος ’74, είδα την αδελφοκτονία, όπου δολοφονήθηκαν πνευματικά οι Δώδεκα (12) άξιοι – ευσεβείς Ιεράρχες. Το σύστημα παρουσίαζε (τότε) τον Σεραφείμ ως τον αναδιανεμητή της Εκκλησιαστικής δημοκρατίας, με πρόταξη (δήθεν) της κανονικότητος των παλαιών ιεραρχών απέναντι στην «αντικανονικότητα» των εκβληθέντων Ιεραρχών!

1ο Σχόλιο: Ενώ «η τυραννία είναι μισητή από τον Θεό και από τους ανθρώπους…» (Ελληνική Νομαρχία), ο Σεραφείμ λειτούργησε ως στυλοβάτης της δικτατορίας Ιωαννίδη. Σε καμμία περίπτωση δεν λειτούργησε ως σύμβολο πνευματικής αντίστασης στις ενέργειες της δικτατορίας, ως κινητήριος δύναμις πνευματικής αγρύπνιας.

Να θυμηθούμε: α) Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων δεν σεβάσθηκε τους Ι. Κανόνες και λαθραία εισήλθε στην Αττική, στην Αθήνα, πνευματικής ευθύνης του Ιερωνύμου Α΄ και β) όρκισε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη (ως νέο πρόεδρο της Δημοκρατίας) και την κυβέρνηση Αδ. Ανδρουτσόπουλου (Νοέμβριος 1973).  Αυτή η διακρίνουσα στήριξη και προσαρμογή του στην δικτατορία, υπογράμμιζε – καθόριζε και την ποιότητα της ατομικής του συνείδησης (τέλος σχολίου).

Με τον πνευματικό – τραγικό τόνο της αδελφοκτονίας μας συνδέει η Π. Διαθήκη (Άβελ και Κάιν). Συμπληρωματική, ωφέλιμη μάθηση εκ της αρχαίας Ελλάδας, όπου δυο αδέλφια αλληλοσκοτώθηκαν μπροστά στα τείχη των Θηβών∙ ήταν οι δύο υιοί του Οιδίποδα. Διδαχθήκαμε, ακόμη, και το ηθικό φρόνημα της Αντιγόνης, που προσπάθησε να γεφυρώσει τα μίση με τη θυσία της.

Γνωστή και η διήγηση του Γεωργίου Κεδρηνού περί του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Κώνσταντος, που εφόνευσε τον αδελφό του. Κατ’ αναλογία πνευματική η εκθρόνιση των (12) Δώδεκα ήταν αδελφοκτονία.

Το Σεραφειμικό καθεστώς, Σεραφείμ και οι συν αυτώ Μητροπολίτες, έδιναν την εικόνα μιας διπλής συνειδήσεως:

α) Χρησιμοποιούσαν ιδιοτελώς τους όρους «κανονικός – αντικανονικός»

Παραδείγματα:

i) «Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ ως Πρόεδρος της Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας και οι περί αυτόν διεμαρτύροντο και εφωνάσκουν μέχρι διαρρήξεως των πνευμόνων των, ότι οι δια του Νόμου 214/1967 εκβληθέντες των θρόνων Μητροπολίται Αττικής κ. Ιάκωβος και Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμων εξεβλήθησαν αντικανονικώς. Αλλ’ εφ’ όσον κατά την κρίσιν αυτών οι δύο ούτοι Ιεράρχαι εξεβλήθησαν αντικανονικώς, διατί δεν επανέφεραν αυτούς εις τους θρόνους;» (Βλέπε «Χριστιανική Σπίθα» - Σεπτέμβριος 1974).

ii) Ο 30ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων υπογραμμίζει την αντικανονικότητα των ενεργειών του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ: «Ει τις επίσκοπος κοσμικοίς άρχουσι χρησάμενος δι’ αυτών εγκρατής Εκκλησίας γένοιτο καθαιρείσθω και αφοριζέσθω∙ και οι κοινωνούντες αυτώ πάντες» (Βλέπε και 3ο Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου).

iii) Αντικανονικά εισήλθε και εις την Αθήνα, σε άλλη Μητρόπολη, και όρκισε πρόεδρο Δημοκρατίας και κυβέρνηση της δικτατορίας.

β) Ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και οι συν αυτώ Μητροπολίτες αρνήθηκαν (αυτό είναι και το πλέον σοβαρό παράπτωμά τους) την πνευματική λογικότητα της Πίστεως∙ απέρριψε την συνοχή που χαρίζει∙ ευτέλισε την πίστη και δεν την ανέδειξε ως θεμέλιο ειρήνης και ομόνοιας, όπως υπογραμμίζει ο Αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος:

«Σπουδάζετε ουν πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις δόξαν∙ όταν γαρ πυκνώς επί το αυτό γίγνεσθε, καθαιρούνται αι δυνάμεις του σατανά, και λύεται ο όλεθρος αυτού εν τη ομονοία υμών της πίστεως» (Προς Εφεσίους ΧΙΙΙ, 1-4).

Γράφει ο π. Αυγουστίνος: «Η ενότης της Εκκλησίας, ήτις κατ’ εξοχήν απησχόλει τας διανοίας και τας καρδίας αειμνήστων Πατέρων της Εκκλησίας, οίτινες και τυχόν χωλαινούσας πως κανονικάς εκλογάς Μητροπολιτών ανεγνώριζον, ίνα μη επέλθουν διάσπασις και εμφύλιοι Εκκλησιαστικοί σπαραγμοί, η ενότης, λέγω, αύτη κατεκερματίσθη υπό του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, κυρίως υπευθύνου και ενόχου…» (Βλέπε «Χριστ. Σπίθα» - Σεπτ. 1974).

Να θυμηθούμε, ότι: «οι Έλληνες Ιεράρχες κατά τα πρώτα τουλάχιστον 150 χρόνια του ελέυθερου βίου του τόπου προέρχονται, αν όχι όλοι σχεδόν, όμως στη μεγάλη πλειοψηφία τους από συνόδους ολιγομελείς, δηλ. Διαρκής, Ημιαριστίνδην και Αριστίνδην…» (Παναγ. Ιωαν. Ανδριόπουλος - Θεολόγος).

2ο Σχόλιο (Ερώτημα)

Γιατί η πολιτική των κυριάρχων (τότε, 1974) πολιτικών αρχηγών και κομμάτων διατήρησε τον Σεραφείμ στην εκκλησιαστική ηγεσία;

Την απάντηση την δίδει ο κοινός – λογικός νους:

«Η πολιτική των κυριάρχων παρουσιάζεται συνήθως σαν η πολιτική που σκοπό έχει την επικράτηση του δικαίου και της ευημερίας για όλη την κοινωνία και ιδιαίτερα για το λαό, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει πάντοτε στην υπηρεσία των συμφερόντων και των σκοπών των κυριάρχων, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο σε βάρος των κυριαρχουμένων» (Βιβλίο «Η Επιστημονική Οργάνωση της Κοινωνίας» - Ευτύχιος Φικιώρης – 1953, Σελ. 126) (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

==============================================

«Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η καιρική εκκλησιαστική εικόνα του»

ΜΕΡΟΣ Α΄

Το Σεραφειμικό καθεστώς, ως εκκλησιαστική – εκκλησιολογική παρουσία, σκόρπισε πόνο και φόβο τον Ιούλιο του 1974, όταν με το κλουβί (φυλακή) Συντακτικών Πράξεων της δικτατορίας δημιούργησε πληγή στο σώμα της Ιεραρχίας∙ μια αντανάκλαση του πολιτικού αδιεξόδου της δικτατορίας του Ιωαννίδη (β΄ φάση)∙ μια πληγή που ονομάσθηκε «γραμμή κανονικής πλεύσεως» της Εκκλησίας, με υποκριτική μωροφιλόδοξη έπαρση των υπαιτίων επισκόπων, μπερδεμένη με βουητό «επικαλέσεως» Ιερών Κανόνων.

Η Αριστίνδην Σύνοδος του 1974 κήρυξε έκπτωτους, αναπολόγητους και άνευ δίκης (αδίκαστους) τους (12) Δώδεκα Επισκόπους, χρησιμοποιώντας το «μύθο της κανονικότητας» (Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος).

Συχνά οι Εκκλησιαστικές διοικήσεις συνοδεύονται από λογής – λογής παρακκλίσεις και αστοχίες.

Η Εκκλησιαστική διοίκηση του μακαριστού Ιερωνύμου Α, παρά τα λάθη της, ήτο στράτευση για μια υγιή πορεία της Εκκλησίας. Οι Επίσκοποι που εξέλεξε είχαν όλα τα γνωρίσματα της ουσιαστικής Ορθόδοξης γνησιότητας∙ ήταν εκκλησιαστικής, ορθόδοξης ηθικής μορφής, η δίδυμη όψη της υγείας, ως καρποφόρα πραγματικότης, των: Φλωρίνης Αυγουστίνου, του Αμβροσίου Ελευθερουπόλεως κ.λ.π.

Αποτελούσαν δηλαδή οι Δώδεκα (12) γερά κρηπιδώματα της ευσεβείας, ως έμπνευση και ενέργεια στο σύνολο της καθόλου εθνικής και εκκλησιαστικής ζωής, που η εμβέλεια των ενεργειών τους ενοχλούσε την ανελεύθερη θρησκεία της Μασονίας. Να θυμηθούμε, ότι πολλοί εξ αυτών, ήταν φράγμα στο φιλοσοφικό – Μασονικό αντίκρυσμα της ζωής, με δράσεις και ομιλίες (π.χ. Λαρίσης Θεολόγος, Δημητριάδος Ηλίας).

Μνημονεύουμε την τοποθέτηση του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Η Μασονία είναι ο μέγιστος εχθρός της Ορθοδοξίας, εσωτερικός και εξωτερικός».

Η πάγια ισχύς των Ι. Κανόνων δεν ήταν, δεν βρήκαν, έκφραση στις ενέργειες του Σεραφειμικού καθεστώτος∙ αντίθετα, στόχος των ενεργειών του, ήταν το πλήγωμα, ο τραυματισμός της Εκκλησίας. στόχος, η ενότης της Εκκλησίας, όπως και η (παλιά) εισαγωγή του νέου ημερολογίου ή, καλύτερα, εορτολογίου.

Εάν ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας είχε σε εκκλησιαστική υπόληψη τον εαυτό του, θα έθετε ως προτεραιότητα το πνευματικό συμφέρον της Εκκλησίας, την πνευματική ειρήνη της, στα όρια της αγάπης και όχι τον ωφελισμό του, του ιδίου και των συνεργατών του, πολιτικών – στρατιωτικών και ιεραρχών.

Απορούμε, πως η σκέψη του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ είχε «αναπνεύσει» με τόση άνεση και αυτοτέλεια την πνοή του δικτατορικού καθεστώτος, των νοημάτων του. Η καιροσκοπική δράση του, αναπτύχθηκε καθοριστικά – αρχικά, με την παράνομη (εκκλησιαστικώς) είσοδό του στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄, για να «ορκίσει» την κυβέρνηση της δικτατορίας (Κυβέρνηση Αδαμ. Ανδρουτσόπουλου – Νοέμβριος 1973).

Εισπήδησε σε ξένη εκκλησιαστική περιοχή, ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων, υπάρχοντος του νομίμου και κανονικού Αρρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, χωρίς την άδειά του∙ ενέργεια που συνεπάγεται, ως παράβαση θεμελιώδους Ι. Κανόνος, την ποινή της καθαιρέσεως. Ο 30ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων είναι σαφής: «Εις τις Επίσκοπος κοσμικοίς άρχουσι χρησάμενος, δι’ αυτών εγκρατής Εκκλησίας γένοιτο, καθαιρείσθω και αφοριζέσθω. Και οι κοινωνούντες αυτώ πάντες».

Όταν ένας επίσκοπος, υποτίθεται κάτοχος και θεματοφύλακας της αλήθειας του Ευαγγελίου, αναπτύσσει συνειδητή συνεργασία με δικτατορία, όταν αυτή οργανώνει και μεθοδεύει την αφαίρεση των ελευθεριών (δημοκρατικών) του Λαού τότε, αναμφίβολα, αυτός δεν εκπληρώνει την αποστολή του, αλλά κυριολεκτικά την προδίδει. Τι νόημα είχαν λοιπόν, οι φραστικές περικοκλάδες του Σεραφειμικού καθεστώτος περί «τηρήσεως των Ι. Κανόνων» και «επαναφοράς της Εκκλησίας εις την Κανονικήν Τάξιν»;

Ήταν φανερή η προσπάθεια του Σεραφείμ να συμβάλλει σε μια πλατύτερη επικράτηση της δικτατορίας.

Διάβασα: «Κανένα δικαίωμα θελητικής ελευθερίας δεν επιτρέπεται να έχει το άτομο εκείνο, που κάθε του ενέργεια υπάρχει φόβος να στρέφεται εναντίον της κοινωνίας» (Ρήγας Δ. Ρηγόπουλος – βιβλίο «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», 1954, σελ. 172).

Η ανάλυση, στα πλαίσια του Σεραφειμικού φαινομένου, φανερώνει (επίσης) ότι η εξαρτηματοποίηση – υπαλληλοποίηση του επισκοπικού αξιώματος στα ανώτερα στρώματα της δικτατορίας, εξυπηρετούσε τις «αρχιεπισκοπικές φιλοδοξίες του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σεραφείμ.

Οι άξονες ισχυρισμών του Σεραφείμ και των συνεργών του Επισκόπων, ότι οι Δώδεκα (12) Ιεράρχες ήταν «αντικανονικοί» λόγω εκλογής τους από Αριστίνδην Σύνοδον, υπογραμμίζει την προχειρότητά τους, την εκκλησιολογική στασιμότητά τους, για να δικαιολογήσουν τις ευκαιριακές – καιρικές συνθήκες των ενεργειών τους.

Να πληροφορήσουμε, ότι οι Ιεροί Κανόνες (ΙΒ΄ Αντιοχείας, παράδειγμα) θέτουν (θέλουν) ως όρο, την εκλογή επισκόπων από επαρχιακή Σύνοδο, αυτό είναι το Κανονικό∙ όμως στο πέρασμα των χρόνων η Εκκλησία για ν’ αντιμετωπίσει τις ποικίλες μορφές πολιτειακών συστημάτων – συνθηκών, χρησιμοποίησε και άλλα σχήματα Συνοδικής διοικήσεως, όπως: Ενδημούσα, Διαρκή ή Αριστίνδην Σύνοδος, τις οποίες αγνοούν οι Ιεροί Κανόνες. Στη συνέχεια η Εκκλησία χρησιμοποιεί αυτές τις Συνόδους (κατ’ οικονομία), εφ’ όσον οι αποφάσεις τους δεν παραβιάζουν το έργο σωτηρίας ψυχών, οποτε η Εκκλησιαστική κοινωνία των επισκόπων, με αγάπη και ειρήνη, καλύπτει τις αδυναμίες του εκκλησιαστικού συστήματος διοικήσεως.

Όλα τα περί «κανονικότητας», που εισάγουν οι Συντακτικές Πράξεις 3/1974 και 7/1974 ης δικτατορίας και χρησιμοποίησε ο Σεραφείμ και η «πρεσβυτέρα» Ιεραρχία στη σύνοδο του 1974 είναι μύθος, κατά τον Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιον. Και η σύνοδος του 1974 Αριστίνδιν ήταν, διότι ως το τέλος του 1973 και αρχές του 1974, υπήρχε πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

«Προκειμένου δε περί αναγνωρίσεως Επισκόπων, ων η εκλογή πάσχει oπωσδήποτε κανονικώς, η κοινωνία των λοιπών Επισκόπων προς αυτούς, κορυφωμένη μάλιστα δια της συλλειτουργίας, αποτελεί την πλέον επίσημον και πανηγυρικήν αποδοχήν αυτών» γράφει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (Άρθρα – Μελέται – Επιστολαί, τομ. Α΄, 1981, σελ. 387).

Ερώτησε, τότε, ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος: «Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εξελέγη υπό καθεστώτος δικτατορίας, μάλιστα δε υπό Πενταμελούς Αριστίνδην Συνόδου δια ψήφων 3 κατά 2… Εξ όσωνγνωρίζεται ημφεσβητήθη ποτέ η εκλογή του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ή έτσι περισσότερο των υπό του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου εκλεγέντων και κατασταθέντων Μητροπολιτών;».

Να υπογραμμίσουμε, συμπερασματικά, ότι μέχρι το 1974, καμμία εκλογή (υπό Αριστίνδην Συνόδου) αρχιεπισκόπου ή Μητροπολίτου αμφισβητήθηκε!

«Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ, εάν είχεν ολίγην συναίσθησιν του δι’ αυτού, επί της στυγνοτέρας δικτατορίας Ιωαννίδου, διαπραχθέντος εν τη Εκκλησία κακού, το ολιγώτερον, όπερ  είχε να κάμη, ήτο να σιωπήση. Αλλ’ όταν λείπη το «Γνώθι σαυτόν»!... (Αυγ. Καντιώτης – «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» - Σεπτ. 1974). (Συνεχίζεται)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ