Συνάντησις Αγ. Παϊσίου και π. Αθανασίου Μυτιληναίου |
Ὅταν ἤμουν δόκιμος μοναχός, μὲ πολεμοῦσαν πολὺ τὰ ταγκαλάκια. Τὸ βράδυ, ποὺ ἤμουν στὸ κελλί, μοῦ χτυποῦσαν συνεχῶς τὴν πόρτα καὶ ἔλεγαν: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων». Ἄνοιγα τὴν πόρτα καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἔβλεπα κανέναν, μὲ ἔπιανε φόβος. Μετά, δὲν μὲ χωροῦσε ὁ τόπος· μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ μείνω μέσα στὸ κελλί. Ὑπέφερα, ἔκλαιγα, ἔκανα προσευχή, τίποτε. Ἔβγαινα ἔξω. Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, μὲ βλέπει ἔξω ἕνας Προϊστάμενος τῆς Μονῆς.
- Παιδί μου, μοῦ λέει, γιατὶ δὲν πᾶς στὸ κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα νὰ γυρνάει ἔξω; Οἱ Πατέρες κάνουν προσευχὴ στὰ κελλιά τους.
Ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ τοῦ εἶπα τί συμβαίνει. Μοῦ φέρνει τότε λίγο Τίμιο Ξύλο σὲ ἕνα κεράκι καὶ μοῦ λέει:
- Πήγαινε, παιδί μου, ἥσυχος τώρα στὸ κελλί σου.
Μόλις ἔκλεισα τὴν πόρτα, ἄκουσα ἀμέσως δυνατά: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων». «Ἀμήν», εἶπα. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ἕνας ἀστυνομικὸς μὲ πλήρη στολή. Τὰ γαλόνια τὰ φοροῦσε λοξὰ στὸ μανίκι, ὅπως παλιὰ οἱ ἀστυνομικοί, καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ἔ, παλιοκαλόγερε, ἐσὺ ἀδιάβαστος, τί τὸ ἔχεις αὐτὸ τὸ ξύλο;». Καὶ ἄρχισε νὰ γελάει μὲ τό... «γλυκό» του γέλιο. Φώναζε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει, γιατὶ εἶχα τὸ Τίμιο Ξύλο. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», φώναξα, καὶ ἔγινε καπνὸς ὁ «ἀστυνομικός»!
Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης