Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

...μὲ πολεμοῦσαν πολὺ τὰ ταγκαλάκια...

 



Συνάντησις Αγ. Παϊσίου και π. Αθανασίου Μυτιληναίου 


Ὅταν ἤμουν δόκιμος μοναχός, μὲ πολεμοῦσαν πολὺ τὰ ταγκαλάκια. Τὸ βράδυ, ποὺ ἤμουν στὸ κελλί, μοῦ χτυποῦσαν συνεχῶς τὴν πόρτα καὶ ἔλεγαν: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων». Ἄνοιγα τὴν πόρτα καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἔβλεπα κανέναν, μὲ ἔπιανε φόβος. Μετά, δὲν μὲ χωροῦσε ὁ τόπος· μοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ μείνω μέσα στὸ κελλί. Ὑπέφερα, ἔκλαιγα, ἔκανα προσευχή, τίποτε. Ἔβγαινα ἔξω. Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, μὲ βλέπει ἔξω ἕνας Προϊστάμενος τῆς Μονῆς.

- Παιδί μου, μοῦ λέει, γιατὶ δὲν πᾶς στὸ κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα νὰ γυρνάει ἔξω; Οἱ Πατέρες κάνουν προσευχὴ στὰ κελλιά τους.

Ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ τοῦ εἶπα τί συμβαίνει. Μοῦ φέρνει τότε λίγο Τίμιο Ξύλο σὲ ἕνα κεράκι καὶ μοῦ λέει:

- Πήγαινε, παιδί μου, ἥσυχος τώρα στὸ κελλί σου.

Μόλις ἔκλεισα τὴν πόρτα, ἄκουσα ἀμέσως δυνατά: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων». «Ἀμήν», εἶπα. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ἕνας ἀστυνομικὸς μὲ πλήρη στολή. Τὰ γαλόνια τὰ φοροῦσε λοξὰ στὸ μανίκι, ὅπως παλιὰ οἱ ἀστυνομικοί, καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Ἔ, παλιοκαλόγερε, ἐσὺ ἀδιάβαστος, τί τὸ ἔχεις αὐτὸ τὸ ξύλο;». Καὶ ἄρχισε νὰ γελάει μὲ τό... «γλυκό» του γέλιο. Φώναζε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει, γιατὶ εἶχα τὸ Τίμιο Ξύλο. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», φώναξα, καὶ ἔγινε καπνὸς ὁ «ἀστυνομικός»!

Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης