ΤO ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17)
Ὁ
δεσπότης, ἀγαπητοί μου, ἦρθε σήμερα στὸ ναό σας νὰ κάνῃ ἕνα παράπονο.
Ποιός δεσπότης; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ ἀφέντης μας,
στὰ χέρια του εἶνε ὅλα. Καὶ τί παράπονο ἔχει ὁ Χριστὸς μ᾿ ἐμᾶς; θὰ
πῆτε. Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ
ἀκούγεται σήμερα ἐκεῖ. Γιὰ σᾶς μιλάει, ὄχι γιὰ ἄλλον. Τί λέει λοιπὸν τὸ
εὐαγγέλιο; Ποιό εἶνε τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ;
* * *
Λέει, ὅτι σὲ κάποιο μέρος ἔξω
ἀπὸ ἕνα χωριό, μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, χειμῶνα – καλοκαίρι ζοῦσαν δέκα
δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Ἦταν ἄρρωστοι. Μόλις εἶδαν τὸ Χριστὸ νὰ περνάῃ,
ἄρχισαν ἀπὸ μακριὰ νὰ φωνάζουν, νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά του. Γιατί ἀπὸ
μακριά; Διότι ἡ ἀρρώστια τους ἦταν ἄσχημη, κολλητική, ἐπικίνδυνη καὶ
τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη ἀθεράπευτη (μόνο τὰ νεώτερα χρόνια βρέθηκε φάρμακο καὶ
θεραπεύεται). Εἶχαν λέπρα. Τὸ κορμί τους γέμιζε σπυριὰ καὶ πληγές, κάτι
σὰν τὰ λέπια τοῦ ψαριοῦ, σὰν τὴν ψώρα. Ὅλη νύχτα δὲν μποροῦσαν νὰ
κοιμηθοῦν. Ἔπαιρναν κεραμίδια καὶ πέτρες κ᾿ ἔξυναν τὸ δέρμα. Σάπιζαν οἱ
μύτες καὶ τ᾿ αὐτιά, ἔπεφταν οἱ σάρκες. Κάτι φοβερό.Ἕνας λεπρὸς ἔφτανε νὰ μολύνῃ ὁλόκληρο χωριό. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς λεπροὺς τοὺς ἀπομάκραιναν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς μάζευαν ὅλους σ᾿ ἕνα μέρος. Τέτοιος τόπος ἦταν ἡ Σπιναλόγγα, ἕνα ἐρημονήσι στὰ βόρεια τῆς Κρήτης, ὅπου δὲν ἐπιτρεπόταν κανεὶς νὰ πλησιάσῃ. Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς κρατοῦσαν μακριά, τοὺς κρεμοῦσαν καὶ κουδούνια στὸ λαιμό, ὅπως στὰ ζῷα, γιὰ ν᾿ ἀκοῦνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ φεύγουν. Οὔτε ἡ γυναίκα τους οὔτε τὸ παιδί τους οὔτε ἄλλος τοὺς πλησίαζε. Ζοῦσαν σὰν τ᾿ ἀγρίμια μέσ᾿ στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια.
Ἀπελπισμένοι λοιπὸν ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους οἱ δέκα λεπροί, ὅταν εἶδαν τὸ Χριστὸ μὲ τοὺς μαθητάς του, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ ὅλη τὴ δύναμί τους· «Ἐπιστάτα», ἀφέντη, σῶσε μας (Λουκ. 17,13). Εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματά του καὶ πίστευαν ὅτι μπορεῖ νὰ κάνῃ κι αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χριστός; Τοὺς θεράπευσε ἀμέσως; Ὄχι. Τοὺς εἶπε· «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι» (ἔ.ἀ. 17,14). Θέλετε νὰ γίνετε καλά; πηγαίνετε στοὺς παπᾶδες. Ἀκοῦτε; Κάτι καφενόβιοι ποὺ παίζουν πρέφα ἀκοῦς καὶ λένε· «Ἄλλο ὁ Χριστός, ἄλλο οἱ παπᾶδες· ἐγὼ πιστεύω τὸ Χριστό, μὲ παπᾶδες ὅμως δὲν ἔχω σχέσι…». Εἶνε ἀνώτεροι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Χριστό; Ἐδῶ ὅμως ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ ζήτησαν βοήθεια οἱ λεπροί, δὲν τοὺς θεραπεύει ἀμέσως, ἀλλὰ τοὺς λέει νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς.