Γιατί ο Κύριος δε στρέφει την άλλη παρειά κατά το «ὅστις
σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην» (Ματθ. ε' 39).
Και ποιο το δικό μας χρέος σε παρόμοιες περιστάσεις;
Η απορία αυτή δεν
ακούγεται μόνο στην εποχή μας. Ακούσθηκε και ακούεται από πολύ παλιά. Με
κίνητρα φυσικά ή την άγνοια ή τη σκοπιμότητα. Και η μεν άγνοια είναι
απαλλαγμένη από το δόλο και έχει πολλά τα ελαφρυντικά υπέρ αυτής. Η σκοπιμότητα
όμως είναι και διαστροφή και συκοφαντία. Την αυθεντική απάντηση μας τη δίνει το
ίδιο το περιστατικό. Την επιβεβαιώνουν όμως και οι Πατέρες και ερμηνευτές.
Είναι έτοιμος και διατεθειμένος να το δεχτεί. Όμως του
ζητάει ειρηνικά και με πραότητα την αιτία του ραπίσματος. Κάτι περισσότερο, τη
διερεύνηση και αποκάλυψη της αλήθειας. «Εἰ μὲν ἔχεις ἐπιλαβέσθαι τῶν εἰρημένων»,
σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος. Και ο Ζιγαβηνός προσθέτει:
«Ἀπόδειξον τὸ κακῶς λαληθὲν, ἔλεγξον τὸν κακῶς
λαλήσαντα». Και δώσε τη μαρτυρία σου με το νόμιμο τρόπο, για κάθε τι που έπραξα
κακό.
Δικαστήριο είναι εδώ και έχεις χρέος και δικαίωμα να
καταθέσεις ως μάρτυρας κατηγορίας. Κανείς, όμως, δεν έχει το δικαίωμα να δέρνει
τον κατηγορούμενο. Η ειρηνική αυτή διαμαρτυρία, δεν αντιτίθεται και δεν
αντιφάσκει στο «στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Άλλωστε ο Μωσαϊκός νόμος απαγόρευε
την κακοποίηση του κατηγορουμένου. Τη διάταξη αυτή του νόμου, έπρεπε να
γνώριζε ο Άννας. Είναι δε αδιανόητο και αντίθετο προς θείους και ανθρώπινους
νόμους, να κτυπά κανείς τον κατηγορούμενο μέσα στο δικαστήριο και ενώπιον των
δικαστών, όταν μάλιστα ό κατηγορούμενος λέει την αλήθεια.
Άλλωστε σκοπός της εντολής εκείνης «στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην»,
ήταν και είναι, με την υποχώρηση και τη μακροθυμία να φυγαδεύεται η αντιδικία
με όλες τις τρομερές επιπτώσεις της. Τέτοια πρόθεση αντιδικίας δεν υπήρχε ούτε
κατά διάνοια στον Κύριο. Διότι, κατά τον ιερόν Αυγουστίνο, ο θυμωμένος, είτε
από αδυναμία ή από θέση, μπορούσε να στρέψει και την άλλη παρειά. Και αυτό ίσως
συμβαίνει πολλές φορές.
Εσωτερικά όμως στην ψυχή του άνθρωπου αυτού, που δέχεται
τα ραπίσματα, τί γίνεται; Καίγεται και βράζει από μίσος και εκδίκηση. Κατά το
«οὐ σὺ μὲ λοιδορεῖς, ἀλλ' ὁ τόπος». Σημασία, λοιπόν, και βαρύτητα δεν έχει το
αν δεν στρέψει κανείς και την άλλη παρειά, σαν εξωτερική εκδήλωση, αλλά πώς θα
δεχθεί και πώς θα αντιμετωπίσει εσωτερικά, την διά του ραπίσματος ταπείνωση και
τον εξευτελισμό. Και στο σημείο αυτό ο Χριστός «οὐκ ἡμύνατο τῷ ραπίσαντι»
(Ζιγαβηνός), όχι μόνο δεν αμύνθηκε, αλλά «οὔτε παρωσάμενος οὔτε ἀποπηδήσας»
(ούτε σκέφθηκε) να αμυνθεί και να το απωθήσει έργω και λόγω, ούτε και να
πεταχτεί από τη θέση του, στην εξόχως ταπεινωτική αυτή πράξη, που του επέβαλε
ο δούλος!
Αντίθετα, ήταν έτοιμος και πρόθυμος και άλλες πληγές και
ταπεινώσεις να δεχθεί, όπως συνέβη στο Πραιτώριο με το φραγγέλιο, τις μαστιγώσεις,
τους κολαφισμούς και το ατελείωτο εκείνο
εξευτελιστικό και εξαντλητικό μαρτύριο.
Εάν τώρα διαμαρτυρήθηκε «τί με δέρεις;», αυτό το έκανε με
πραότητα, με ηρεμία, για αποκατάσταση της αλήθειας. Και κάτι περισσότερο. Για
ν'
απορρίψει την κατηγορία της αυθάδειας, που του καταλόγισε
ο δούλος.
Εάν η απάντηση που έδωκα είναι αυθάδης, είναι κακή, είναι
ψευδής, είναι προσβλητική, εάν περιέχει κάτι το επιλήψιμο, το κακό, πες το.
Εάν κατά το διάστημα των τριών ετών της δημόσιας ζωής μου
είπα και δίδαξα κάτι που αντιτίθεται στο θέλημα του Θεού, εάν κήρυξα κάτι, το
ψευδές ή επιζήμιο προς το αληθινό συμφέρον του λαού, πες το. Αυτό σημαίνει το
«εἰ κακῶς ἐλάλησα». Ποτέ δεν είναι κατακριτέα η διατύπωση, με πράο, με ειρηνικό
τρόπο μιας διαμαρτυρίας για την αδικία που γίνεται εις βάρος μας, άλλο τώρα
ποια είναι η εσωτερική μας διάθεση και από ποια κίνητρα και ελατήρια
κινούμαστε.
Στο σημείο αυτό είναι έξοχη και αποστομωτική η απάντηση,
που δίνει ο ιερός Χρυσόστομος και ο Ζιγαβηνός. Ό πρώτος ρωτά: «Τὶ οὐν; Οὐ χρὴ ἡμᾶς
ἀνθίστασθαι; Δεῖ μὲν, οὐ τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ». Και ο Ζιγαβηνός
προσθέτει: «οὐ θυμῷ σβέννυται θυμὸς ὥσπερ οὐδὲ πυρὶ πῦρ, ἀλλὰ
ἐν τῷ μακροθυμεῖν τε καὶ ύπομένειν».
Πώς διαγράφεται το χρέος μας σε παρόμοιες περιπτώσεις;
Κατ' αρχήν, ποτέ δεν πρέπει να λαμβάνουμε τη θέση του αυστηρού δικαστή γιατί
αδικηθήκαμε σ' αυτή ή σ' εκείνη την περίπτωση. Ποτέ δεν πρέπει ν'
αφήνουμε να υποβόσκει μέσα μας το μίσος της εκδικήσεως
για εκείνους, που ποικιλοτρόπως μας έβλαψαν ή μας αδίκησαν. Ο Κύριος θα
μπορούσε ν'
απαντήσει στο ράπισμα του άνομου εκείνου δούλου μ' ένα
θαύμα οργής και να ξαπλώσει στο έδαφος νεκρό, τον πονηρό εκείνον υπηρέτη.
Αντίθετα, στην κρίσιμη και προκλητική εκείνη στιγμή
δείχνει όλη τη μακροθυμία Του. Και αισθητοποιεί κατά ένα βαθύτατο και
συγκλονιστικό τρόπο αυτό, που είχε διακηρύξει σ' άλλη περίπτωση: «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ,
ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια '29).
Όταν λοιπόν οι άλλοι μιλούν με τρόπο δηκτικό και
προσβλητικό και τα καυστικά τους λόγια, σαν πυρακτωμένο σίδερο διατρυπούν την καρδιά
σου, συγκράτησε τον εαυτό σου. Κλείσε το στόμα σου. Ηρέμησε την ταραγμένη ψυχή
σου. Ποτέ λάδι στη φωτιά. Ένα είναι το χρέος μας στην κρίσιμη αυτή στιγμή. Να
στρέφουμε νου και καρδιά στον πράο και ανεξίκακο Λυτρωτή μας. Και να του
ζητήσουμε χάρη και δύναμη για να δεχθούμε με ηρεμία την προσβολή. Ν'
απαντήσουμε με πραότητα στις προκλήσεις του πονηρού, που χρησιμοποιεί, σαν
όργανο του, τον εξοργισμένο αδελφό μας.
Αυτόν που μας προσβάλλει και μας ταπεινώνει. Η αντιδικία,
οι φωνές και οι απειλές επιδεινώνουν την κατάσταση με τρομερές συνέπειες. Άλλα
και όταν πρόσωπα αγαπητά, που ποικιλοτρόπως έχουμε ευεργετήσει και είμαστε
έτοιμοι να υποβληθούμε και σε μεγαλύτερες θυσίες γι' αυτά, όταν μας δείχνουν
όλη τους την αχαριστία και την αυθάδεια, το χρέος μας είναι
ένα: Όχι εκνευρισμός και ταραχή, άλλα πραότητα και
ανεξικακία.
Κι όταν μας διαβάλλουν, μας συκοφαντούν, υπονομεύουν τη
θέση μας ή και σηκώνουν βέβηλο χέρι εναντίον μας, το χρέος μας είναι να
πνίξουμε την αγανάκτηση μας. Και ειρηνικά να υπερασπίσουμε τον εαυτό μας. Ποτέ
εκδίκηση. Ποτέ μη ζητήσουμε να λάβουμε το δίκιο μας με τα χέρια μας.
Ένας πρέπει να είναι ο στόχος μας όταν αδικούμαστε και
βριζόμαστε: Η πραότητα. Η ψυχραιμία μας, η εσωτερική καθαρότητα από το μικρόβιο
του μίσους και της εκδικήσεως, με σύνθημα μας:
«Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς,
τί με δέρεις;»