Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Τὰ Μυστικὰ Ἄνθη, Φώτη Κόντογλου




Τ Λαμπροδευτέρα τ βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρν ν πλαγιάσω γι ν κοιμηθ, βγκα στ μικρ περιβολάκι πο χουμε πίσω π τ σπίτι μας, κα στάθηκα γι λίγο, κοιτάζοντας τ σκοτειν οραν μ τ᾿ στρα.
Σν ν τν βλεπα πρώτη φορά. Μο φάνηκε πολ βαθύς, κα σν ν ρχότανε π πάνω μία μακριν ψαλμωδία. Τ στόμα μου επε σιγανά: «ψοτε Κύριον τν Θεν μν, κα προσκυνετε τ ποποδί τν ποδν ατο». νας γιασμένος γέροντας μο εχε πε μία φορ πς κατ τοτες τς ρες νοίγουνε τ οράνια. γέρας μοσκοβολοσε π τ λουλούδια κι π τ γιοχόρταρα, πο χουμε φυτέψει. «Πλήρης δ᾿ ορανς κα γ τς δόξης το Κυρίου».
Θ στεκόμουνα χει πέρα μοναχς ς τ ξημέρωμα. Σν ν μν εχα σμα, μήτε κανένα δεσμ μ τ γ. λλ συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στ σπίτι κα νησυχήσουνε πο λειπα, κα γι᾿ ατ μπκα μέσα κα ξάπλωσα.

Δ μ εχε θολώσει καλ-καλ πνος, δν ξέρω ν μουνα ξυπνητς κοιμισμένος, κα βλέπω μπροστά μου ναν νθρωπο μ λλόκοτη ψη. τανε κατακίτρινος, σν πεθαμένος, μ τ μάτια του τανε σν νοιχτ κα μ᾿ βλεπε τρομαγμένος. Τ πρόσωπό του τανε σν μάσκα, σν μούμια, μ τ πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, κα κολλημένο στ νεκροκέφαλο μ λα τ βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σν λαχανιασμένος· στό να χέρι του βαστοσε κάποιο παράξενο πράγμα, πο δν κατάλαβα τί τανε, κα μ τ᾿ λλο σφιγγε τ στθος του, λς κα πονοσε.
κενο τ πλάσμα μ᾿ κανε ν᾿ νατριχιάσω. τ κοίταζα, κα μ κοίταζε, δίχως ν μιλήσει, σν ν περίμενε ν τ γνωρίσω. Κα στ᾿ λήθεια, μ᾿ λο πο τανε τόσο λλόκοτο, σν ν μο επε μία φωνή: «Εναι τάδε!». Μόλις κουσα τ φωνή, τν γνώρισα ποις τανε. Τότε κι κενος νοιξε τ στόμα του κι ναστέναξε. Μ φωνή του σν ν ρχότανε π πολ μακριά, σ νά βγαινε π κανένα βαθ πηγάδι.
βλεπα πς βρισκότανε σ μία μεγάλη γωνία, κι πόφερα κι γ μαζί του. Τ χέρια του, τ πόδια του, τ μάτια του, λα φανερώνανε πς βασανιζότανε. πάνω στν πελπισία μου, πγα κοντά του ν τν βοηθήσω, μ κενος μο κανε νόημα μ τ χέρι του ν σταματήσω.
ρχισε ν βογκ, μ τέτοιον τρόπο, πο πάγωσα. πειτα μο λέγει: «δν ρθα, μ στείλανε. γ λοένα τρέμω! Βρίσκομαι σ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τν Θε ν μ λυπηθε. Θέλω ν πεθάνω, μ δ μπορ. χ! Όσα λεγες βγήκανε ληθινά. Θυμσαι, λίγες μέρες πρν πεθάνω, πο ρθες στ σπίτι μου κα μιλοσες γι θρησκευτικά; τανε κα δυ λλοι φίλοι μου, πιστοι κι ατο σν κι μένα. κε πο μιλοσες, κενοι χαμογελούσανε. Σν φυγες, μο επανε: Κρίμα, νά χει τέτοιο μυαλό, κα ν πιστεύει στς νοησίες πο πιστεύουνε ο γριές! Μία λλη μέρα, σο εχα πε πως κα πολλς λλες φορές: «Βρ Φ., μάζευε λεφτά, θ πεθάνεις στν ψάθα. Βλέπεις γ πόσα χω, κα πάλι θέλω κι λλα».
Τότε μο επες: «χεις κάνει συμβόλαιο μ τν χάρο πς θ ζήσεις τόσα χρόνια πο θέλεις, γι ν καλοπεράσεις στ γερατειά σου;». Σο λέγω γώ: «Θ δες πόσο χρόνο θ πάγω! Τώρα εμαι βδομήντα πέντε. Θ περάσω τ κατό. χω ξασφαλίσει τ παιδιά μου, γιός μου βγάζει λεφτ πολλά, τν κόρη μου τν πάντρεψα μ᾿ ναν πλούσιο π τν βησσυνία, γ κι γυναίκα μου χουμε κα παραέχουμε.
χι σν κι σένα, πο κος ατ πο λν ο παπάδες Χριστιανικ τ τέλη τς ζως μν. Τί θ βγάλεις π τ Χριστιανικ τ τέλη; Παρ νά χεις στν τσέπη σου, κα μ σ μέλει. γ ν δώσω λεημοσύνη; κα γιατί κανε φτωχος πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γι ν τος θρέφω γώ; μ βάζουνε σς κα ταΐζετε τος τεμπέληδες, γι ν πτε στ Παράδεισο! κος κε Παράδεισο; γ ξέρεις πς εμαι γις παπ, κα τ γνωρίζω καλ ατ τ κόλπα. Μ ν τ πιστεύουνε ατ ο μικρόμυαλοι. χι μως κι σύ, πο χεις τέτοια σπουδή, κα ν πς χαμένος. σύ, πως πς, θ πεθάνεις πρν π μένα, θ πάρεις κα στ λαιμό σου τν οκογένειά σου. μ γώ, σο λέγω κα σο πογράφω, σν γιατρός, πο εμαι, πς θ ζήσω κατ δέκα χρόνια».
Λέγοντας ατά, στριφογύριζε π δ κι π κε, σν ν ψηνότανε πάνω σ καμι σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα π τ στόμα του: «χ! Οχ! Ο! Ο! Ο! Χο
σύχασε γι λίγο κα ξαναεπε: «Ατ λεγα, μ σ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι χασα τ στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βουλίαζα κα μία νέβαινα πάνω, κα φώναζα: λεος! μ κανένας δν μ᾿ κουγε. να ρεμα μ κλωθογύριζε σν νά μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ς τ τώρα, κα τί τραβ. Τί γωνία εναι ατή!
λα σα λεγες βγήκανε ληθινά. τ κέρδισες τ στοίχημα. γώ, τότε πο βρισκόμουνα στ κόσμο πο ζες, μουνα ξυπνος. μουνα γιατρός, κι εχα μάθει ν μιλ κα ν μ᾿ κονε, ν κοροϊδεύω τ θρησκεία, ν συζητ γι χειροπιαστ πράγματα. Τώρα μως βλέπω πς χειροπιαστ εναι κενα πο τ λεγα παραμύθια κα χαρτοφάναρα. Χειροπιαστ εναι γωνία πο βρίσκουμε. χ! Τοτος θ εναι σκώληξ κοίμητος, τοτος θ εναι βρυγμς τν δόντων!».
πάνω σ᾿ ατά, χάθηκε π τ μάτια μου, κι κουγα μονάχα τ βογκητά του, πο κα κενα σβήσανε σιγ-σιγά. Μ πρε λίγο πνος, μ σ μία στιγμή, κατάλαβα ν μ σπρώχνει να παγωμένο χέρι. νοιξα τ μάτια μου, κα τν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τ φορ τανε κόμα πι φριχτς κα πι μικρόσωμος. Εχε γίνει σαμε να βυζανιάρικο παιδάκι, μ᾿ να μεγάλο γέρικο κεφάλι, πο τ κουνοσε π δ κι π κε.
νοιξε τ στόμα του κα μο επε: «σ λίγη ρα θ ξημερώσει κα θ ρθουνε ν μ πάρουνε κενοι πο μ στείλανε!» το λέω:
«Ποιο σ στείλανε;». Επε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως ν καταλάβω τίποτα. στερα μο λέγει: «κε πο βρίσκομαι εναι κι λλοι πολλο π κείνους πο σ περιπαίζανε γι τν πίστη σου, κα τώρα καταλάβανε πς ο ξυπνάδες δν περνονε παραπέρα π τ νεκροταφεο. Εναι κα κάποιοι λλοι πο τος κανες καλό, κι ατο σ κακολογούσανε. Κι σο τος συχωροσες, τόσο ατο γινότανε χειρότεροι. Γιατ πονηρς νθρωπος ντ ν τν κάνει καλοσύνη ν χαίρεται, ατς πικραίνεται, πειδ τν κάνει ν νοιώθει τν αυτό του νικημένο.
Τοτοι βρίσκονται σ χειρότερη κατάσταση π μένα, κα δ μπορονε ν βγονε π τ σκοτειν φυλακή τους γι νά ρθουνε ν σ βρονε, πως κανα γώ. Βασανίζονται πολ σκληρά, γιατ δέρνονται μ τ μάστιγα τς γάπης, πως επε νας γιος.
Πόσο λλιώτικος εναι κόσμος π᾿ ,τι τν βλέπαμε!
νάποδος π τν ξυπνη ντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πς ξυπνάδα μας τανε βλακεία, ο κουβέντες μας πονηρς μικρολογίες, κι ο χαρές μας Ψευτι κα πάτη.
σες πο χετε στν καρδιά σας τ Χριστό, κα πο γι σς λόγος του εναι λήθεια, μονάχη λήθεια, σες κερδίσατε τ Μεγάλο Στοίχημα, πο μπαίνει νάμεσα στος πιστος κα στος πίστους, ατ τ στοίχημα πο τ χασα γ λεεινός, κα χάθηκα, κα τρέμω κι ναστενάζω, κα δ βρίσκω συχία: ληθινά, στν δη δν πάρχει πι μετάνοια. λίμονο σ᾿ σους πορεύονται πως πορευθήκαμε μες, τν καιρ πο εμαστε πάνω στ γ. σάρκα μας εχε μεθύσει, κα μπαίξαμε κείνους πο πιστεύανε στ Θε κα στ μέλλουσα ζωή, κι πολς κόσμος μας χειροκροτοσε. Σς λέγαμε νόητους, σς κάναμε περίπαιγμα, κι σο σες δεχόσαστε μ καλοσύνη τ πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε δική μας κακία.
Βλέπω κα τώρα πόσο θλιβόσαστε π τ φέρσιμο τν κακν νθρώπων, λλ πς δεχόσαστε μ πομον τς φαρμακερς σαΐτες πο βγάζουνε π τ στόμα τους, λέγοντάς σας ποκριτές, θεομπαχτες κα λαοπλάνους. ν βρισκότανε, ο δυστυχες στ θέση πο βρίσκομαι τώρα, κα βλέπανε π δ πο βλέπω, θ τρομάζανε γι ,τι κάνουνε. Θέλω ν φανερωθ σ᾿ ατος κα ν τος π ν᾿ λλάξουνε δρόμο, μ δν χω τν δεια, πως δν τν εχε κι κενος πλούσιος κα γι τοτο παρακαλοσε τν Πατριάρχη βραμ ν στείλει τ φτωχ τ Λάζαρο. Μ κα κενον δν τν στειλε, κα τοτο, γι ν γίνουνε δια ξιοι τς καταδίκης σοι μαρτάνουνε, κι ξιοί της σωτηρίας σοι πορεύονται τ στράτα το Θεο.
« δικν δικησάτω τι, κα ρυπαρς υπαρευθέτω τι, κα δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω τι, κα γιος γιασθήτω τι».
Μ᾿ ατ τ λόγια, τν χασα π μπροστά μου.