Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πρόβα τζενεράλε η συνάντηση Πάπα, Πατριάρχου και Αρχιεπισκόπου στη Λέσβο εν όψει της "Αγίας και Μεγάλης Συνόδου"

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος,

Ἐν Πειραιεῖ 13-4-2016
ΠΡΟΒΑ ΤΖΕΝΕΡΑΛΕ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΠΑ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
Γεμάτο λύπη, πικρία καί ἱερή ἀγανάκτηση παρακολουθεῖ τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τίς, ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ παναιρετικοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔσχατες, σκανδαλώδεις καί ἀντικανονικές ἐνέργειες τόσο τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τῆς πατρίδας μας, δηλ. τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Δημοκρατίας κ. Προκοπίου Παυλοπούλου καί τοῦ Ἐξοχωτάτου Πρωθυπουργοῦ κ. Ἀλεξίου Τσίπρα, ὅσο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς τοιαύτης, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος  κ. Ἱερωνύμου Β΄ καί τῆς ΔΙΣ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σχετικά μέ τίς πρόσφατες ἐπίσημες προσκλήσεις τους πρός τόν ἐκλαμπρότατο αἱρεσιάρχη «Πάπα» κ. Φραγκῖσκο νά ἐπισκεφθεῖ ἐπισήμως στίς 16 τ.μ. τή νῆσο Λέσβο, γιά νά συναντηθεῖ μέ τούς ἐκεῖ μουσουλμάνους πρόσφυγες, καθιστώντας ἔτσι τήν Ἑλλάδα κέντρο τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος καί συμβάλλοντας στήν ἀνάδειξη καί λύση τοῦ προσφυγικοῦ προβλήματος, πού ἀντιμετωπίζει ἡ χῶρα μας.

Εἶναι πολύ αὐστηρά, ἀλλά ρεαλιστικά, τά ὅσα ἔγραψε το 1971 ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς[1] γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, τά ὁποῖα κατ’ἀναλογίαν ἰσχύουν καί γιά τόν κ. Βαρθολομαῖο : «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτός, μέ τήν νεοπαπιστική συμπεριφορά του στούς λόγους καί στίς πράξεις, σκανδαλίζει ἐπί μία ἤδη δεκαετία τίς ὀρθόδοξες συνειδήσεις, ἀρνούμενος τήν μοναδική καί πανσωστική ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζοντας τίς ρωμαϊκές καί ἄλλες αἱρέσεις ὡς ἱσότιμες μέ τήν Ἀλήθεια, ἀναγνωρίζοντας τόν Ρωμαῖο ἄκρο Ποντίφηκα μέ ὅλη τήν δαιμονική, ἀντιεκκλησιαστική ὑπερηφάνειά του. Καί προετοιμάζει μέ αὐτοκτονική ταχύτητα καί ἐπιπολαιότητα, κατά τό παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτή τήν δική του λεγομένη «Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο», ὄχι ὅμως μέ τό βασικό εὐαγγελικό καί ἁγιοπαραδοσιακό θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μέ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντική θεματολογία. Τήν προετοιμάζει μάλιστα στόν Πύργο τῆς Βαβέλ (στή Γενεύη) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καί μηδενιστικοῦ κόσμου, χωρίς τήν συμμετοχή τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος. Τόν τελευταῖο καιρό αὐτός ἔχει γίνει πηγή ἀναρχισμοῦ καί μηδενισμοῦ στόν Ὀρθόδοξο κόσμο. Οἱ Ἁγιορεῖτες δικαίως τόν ὀνομάζουν αἱρετικό καί ἀποστάτη σε ἀνοικτές ἐπιστολές τους, οἱ ὁποῖες ἀπευθύνονται σ’αὐτόν μέσῳ τοῦ Τύπου». Δυστυχῶς, τόν ὀλισθηρό αὐτό δρόμο καί τήν κατά κρημνῶν αὐτή πορεία, πού χάραξαν οἱ Ἀθηναγόρας, Δημήτριος καί Βαρθολομαῖος, ἀκολουθοῦν πλεῖστοι ὅσοι ἀνώτατοι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας.
Ἐν ὄψει, λοιπόν, τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», τῆς ὁποίας κύριος στόχος εἶναι νὰ ἀναγνωρίσει τοὺς αἱρέσεις τῆς Δύσεως (Παπισμό καί Προτεσταντισμό) ὡς «ἐκκλησίες», ὁ κ. Βαρθολομαῖος παρουσιάζει τὸν αἱρεσιάρχη «Πάπα» Φραγκῖσκο» γι’ἀκόμη μία φορά ὡς «ἀγαπητὸ ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ καὶ συνεπίσκοπο» καί ὡς «κανονικὸ καὶ νόμιμο ἐπίσκοπο» Ρώμης ἐνώπιον τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, γιὰ νὰ ἀμβλυνθοῦν οἱ ἀντιδράσεις τῶν παραδοσιακῶν καί ἀντιοικουμενιστῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν ὀρθῶς νὰ θεωροῦν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ κ. Βαρθολομαῖος κάνει λήψη τοῦ ζητουμένου στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἀπό πρίν (a priori) καί καταφέρνει ἡ συνάντηση τῆς Λέσβου νά ληφθεῖ ὡς προοίμιο τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἡ συνάντηση βεβαίως προπαγανδίζεται μέ τόν καλύτερο τρόπο καί ἀπό τίς τρεῖς πλευρές, ἐξαίροντας τήν σπουδαιότητα τῆς συναντήσεως τῶν πολιτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν γιά τήν προώθηση τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἑνότητος τοῦ Χριστιανικοῦ καί μή κόσμου.
Ποιός, ὅμως, ἐξουσιοδότησε τούς ἀνωτέρω ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες νά προβοῦν στίς παραπάνω ἐνέργειες καί ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος τίς ἐνέκρινε; Μήπως ὑπῆρξε συγκατάθεση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πιστοῦ καί δογματικά εὐαίσθητου λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Δυστυχῶς, ὅλα ἔγιναν ἀντικανονικῶς καί μονομερῶς. Ὅπως ἔγραψε ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, «ἡ ἀπόφασις τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 5ης Ἀπριλίου 2016, διά τῆς ὁποίας συγκατατίθεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀντικανονικῶς διακατέχοντος τόν πάλαι ποτέ περίπυστον Πρεσβυγενή Πατριαρχικόν Θρόνον τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί τῆς Δύσεως κ. Φραγκίσκου Μπεργκόλιο, στήν μαρτυρική μας Πατρίδα, ἐξεδόθη κατά πρόδηλον ὑπέρβασιν τῶν ὁρίων τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί κατά παράβασιν τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος… ἡ ἀποδοχή τῆς ἐπισκέψεως ἑνός τοσοῦτον προβληματικοῦ καί κακοδόξου προσώπου διά τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀπαιτεῖ τήν διαγνώμην ὅλου τοῦ Ἱεροῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας»[2].
Τό ἐνσυνείδητο ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας λυπᾶται βαθύτατα καί ἀγανακτεῖ γιά τήν συνεχῆ καταστρατήγηση τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί θεολογίας ἐκ μέρους τῶν ἀνωτέρω ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν. Τήν διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν στάση ὅλων τῶν πιστῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ἀπέναντι τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων σὲ περίπτωση, ποὺ δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἐνισχύουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη, μᾶς τήν ὑπενθυμίζει ὁ μέγας ἀγωνιστής τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἅγιος Ἀθανάσιος. Γράφει ὅτι στὴν περίπτωση, ποὺ ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριφέρονται κακῶς καὶ σκανδαλίζουν τὸν λαό, πρέπει νὰ ἐκδιώκονται, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μείνουν οἱ πιστοὶ χωρὶς ποιμένα. Εἶναι καλύτερα, συμφέρει, χωρὶς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς νὰ γίνονται οἱ συνάξεις στοὺς ναούς, παρὰ νὰ ριφθοῦν οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἱερεῖς στὴν κόλαση, ὅπου πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τους Ἄννα καὶ Καϊάφα : «Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἢ μετ᾿ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»[3].
Ὡς μή ὤφειλε, σήμερα προβάλλονται καὶ μεγαλύνονται ὅσοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ὑμνοῦν καὶ προσκυνοῦν τὸ θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τοῦ Ἀντιχρίστου, τὴν ἰσοπέδωση θρησκειῶν καὶ ὁμολογιῶν, τὸ πολυπολιτισμικὸ καὶ πολυθρησκευτικὸ μοντέλο τῆς δῆθεν «Νέας Ἐποχῆς», ποὺ ἐπαναφέρει τὸν κόσμο στὸ σκοτάδι καὶ στὴν διαφθορὰ τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς.
Ὅσες συναντήσεις καὶ ἂν γίνουν τοῦ «Πάπα» μὲ «ὀρθοδόξους» οἰκουμενιστές πατριάρχες, ἡ μόνη ὁδὸς ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν Χριστιανῶν καί τῶν ἀλλοθρήσκων εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ ἐπάνοδος, ἡ μίμηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὰ δάκρυα, ποὺ ἔχυσε γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μέν «Πάπας» πρέπει να χύσει δάκρυα μετανοίας γιὰ τὴν ἄρνηση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας, τῶν κοινῶν Πατέρων καὶ Ἁγίων τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας χιλιετηρῖδος. Ἀντιθέτως, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιμένει ἐγωιστικὰ στὸ δῆθεν ἀξίωμα τοῦ Πέτρου καὶ στὰ κλειδιὰ τῆς Βασιλείας, σὲ κοσμικὲς φιλοδοξίες καὶ πρωτεῖα, παρ’ὅλο τό προσωπεῖο τοῦ «Πάπα» τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων. Οἱ δέ Μουσουλμάνοι πρέπει νά πράξουν κι αὐτοί ἀναλόγως. Μέσα, λοιπόν, στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς δῆθεν «Νέας Ἐποχῆς», ποὺ διαμορφώνουν ὁ διαχριστιανικός καὶ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός, μὲ ἀπώτερο ὅραμα τὴν πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του δὲν κηρύσσονται ὡς τὸ μοναδικὸ φῶς, ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας. Συνεργοῦν δυστυχῶς σ’αὐτό καὶ συμφωνοῦν καὶ οἱ περισσότεροι «Ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστές Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι καὶ Ἐπίσκοποι. Διαψεύδουν στὴν πράξη αὐτὸ, ποὺ ψάλλουν στὸ τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, ὅτι δηλαδὴ «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες».Δυστυχῶς, τὸ φῶς, ποὺ θά ἐκπεμφθεῖ ἀπό τήν συνάντηση «Πάπα», Πατριάρχη καί Ἀρχιεπισκόπου στή Λέσβο δὲν θά εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς, ἡ ἀληθινὴ πίστη, ἀλλὰ τὸ σκότος καὶ ἡ πλάνη τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Θά μεταδοθεῖ γι’ἀκόμα μία φορά ἀπό τά Μ.Μ.Ε. ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων προκαθημένων, τοῦ «Πάπα», τοῦ Πατριάρχη καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀλληλοασπαζομένων καὶ ἀπὸ κοινοῦ εὐλογούντων. Διερωτώμαστε, ὅμως, μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παύλο καὶ μέ τόν 46οἈποστολικό Κανόνα : «Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ ἢ τὶς μερὶς πιστῷ, μετὰ ἀπίστου»[4]; Πῶς θὰ ἰσχυριστοῦμε πλέον ὅτι τὴν σωτηρία τήν βρίσκουμε, πιστεύοντας στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, στὴν Ὀρθόδοξη δηλ. Ἐκκλησία; Πόσες ἐκκλησίες ὑπάρχουν, καὶ πόσες πίστεις, καὶ πόσα βαπτίσματα, μία, ἕνα ἢ πολλὲς καὶ πολλά; Ἂν δὲν εἶναι μία ἡ Ἐκκλησία, δηλ. ἡ Ὀρθόδοξη, τότε κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ λέγει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμᾳ»[5];
Τὰ ἐρωτήματα, ὅμως, αὐτὰ τώρα δὲν προβληματίζουν, δὲν γίνεται κατανοητὴ ἀκόμη καὶ ἡ ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Ἔπαυσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ διακρίνουν μεταξὺ ὀρθοῦ καὶ ἐσφαλμένου, μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης. Τὸ ναρκωτικὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς νέας αὐτῆς θρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου, τῆς Παναιρέσεως αὐτῆς, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, διδόμενο κατὰ μικρὲς δόσεις ἐπὶ δεκαετίες καὶ καλυμμένο μὲ ὀρθοδοξοφανὲς περικάλυμμα σὰν τὴν Οὐνία, μὲ παρερμηνευόμενα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ναρκώσει τὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων καὶ μάλιστα πολλῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων. Ἔχει δημιουργήσει μία φανταστική, ψεύτικη ἀτμόσφαιρα εἰρήνης καὶ ἑνότητος μὲ τὸν δῆθεν διάλογο τῆς ἀγάπης, μέσα στὴν ὁποία ἀναπαύονται μακάρια τὰ πλήθη, ποὺ παίρνουν ἀνυποψίαστα καὶ δωρεὰν ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημέρωσης τὸ χαπάκι τῆς οἰκουμενιστικῆς ἡρωίνης. Οἱ δόσεις διαρκῶς γίνονται ἰσχυρότερες · ἀπὸ τὴν ἁπλὴ συνεργασία σὲ πρακτικὰ καὶ κοινωνικὰ θέματα, ἀπὸ τὶς ἀρχικές δηλώσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στὰ οἰκουμενιστικὰ συνέδρια ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, φθάσαμε στὴν πλήρη κατεδάφιση τῶν ἱερῶν κανόνων, μὲ ἀπροκάλυπτες καὶ ἐμφανεῖς πλέον συμπροσευχὲς στὰ μάτια ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, στὴν σύληση τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη ἑνότητα ἐν ἀληθείᾳ, μὲ τοὺς λειτουργικοὺς ἀσπασμοὺς τῶν αἱρετικῶν καὶ τὶς ὑπὲρ αὐτῶν δεήσεις τῶν διακόνων καὶ τοὺς πολυχρονισμοὺς τῶν ἱεροψαλτῶν.
Φαντάζεται κανεὶς τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ συμπροσεύχεται μέ τόν πρωτομάχο καί θεομάχο Ἄρειο καὶ νὰ ἀλληλοασπάζονται; Φαντάζεται κανείς νά πράττουν τό ἴδιο ὁ ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τόν πνευματομάχο Μακεδόνιο; Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας μέ τόν Νεστόριο; Ὁ ἅγιος Φλαβιανός Κων/λεως καί ὁ ἅγιος Εὐσέβειος Δορυλαίου μέ τούς μονοφυσίτες Εὐτυχῆ, Διόσκορο καί Σεβῆρο; Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μέ τούς Μονοθελῆτες καί μονενεργῆτες; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μέ τούς εἰκονομάχους; Ο Μ. Φώτιος μέ τόν Πάπα τοῦ Filioque; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μέ τούς Βαρλαάμ Καλαβρό, Γρηγόριο Ἀκίνδυνο, Νικηφόρο Γρηγορᾶ καί Γεώργιο Λαπίθη; Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μέ τόν Πάπα Εὐγένιο; Ἔχει καμμία σχέση ἡ εἰκόνα, πού παρουσιάζει τόν ἅγιο Νικόλαο νά ραπίζει, νά χαστουκίζει τόν Ἄρειο, μέ τήν εἰκόνα τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά ἀσπάζονται τόν παναιρετικό Πάπα καί νά θεωροῦν εὐλογία τήν παρουσία του; Ποιός ἔχει δίκαιο, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού καταρᾶται τόν «Πάπα», ἐπειδή αὐτός θά εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, ἤ ὁ Πατριάρχης καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πού τόν ἐπαινοῦν καί τόν περιπτύσσονται ὡς ἀδελφό; Οἱ νεοφανεῖς καί θαυματουργοί ἀντιπαπικοί ἅγιοι τῆς Μυτιλήνης Ραφαήλ, Νικόλαος καί Εἰρήνη, οἱ ὁποῖοι δέν ἔλαβαν μέρος στό προδοτικό οὐνιτικό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στήν Ἁγία Σοφία στίς 12-12-1452, ἀντιτασσόμενοι σθεναρά στήν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα Κων/νου Παλαιολόγου, καί οἱ ὁποῖοι ἐτελειώθησαν μέ φρικτά βασανιστήρια ἀπό τούς Μουσουλμάνους ἤ ὁ «Πάπας», ὁ Πατριάρχης καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πού δέν διστάζουν νά προωθήσουν τόν διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητισμό καί ἀπό τό ἡγιασμένο καί αἱματοπότιστο νησί τῆς Λέσβου, μέ τήν σιωπή καί εὐθύνη τῶν δύο τοπικῶν Σεβ. Μητρ. Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου κ. Ἰακώβου καί Μηθύμνης κ. Χρυσοστόμου;          
Εἶναι γνωστή ἡ μυστική εἰκόνα, πού παρουσιάζει τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς καράβι, τήν ὁποία οἱ βασανιστές καί οἱ αἱρετικοί χρόνια πολεμοῦν, ἀλλά δέν μποροῦν νά κατισχύσουν. Ἀνάμεσα στήν συναγωγή ἁπάντων τῶν αἱρετικῶν, πού πολεμοῦν τήν ἁγία Ἐκκλησία μας, παρουσιάζει ἡ εἰκόνα τόν «Πάπα» καί τόν Οἰκουμενιστή Δεσπότη, οἱ ὁποῖοι μέ μεγάλους γάντζους προσπαθοῦν νά ἀποτραβήξουν καί νά ἐκτρέψουν τό καράβι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀπό τήν ὀρθή πορεία του, βασταζόμενοι καί καθοδηγούμενοι ἀπό δαίμονες, καθώς ἐπίσης καί τό θηρίο τοῦ Ἄδη τῆς λαοπλάνου Μουσουλμανικῆς ψευδοθρησκείας.
Οἱ συνειδήσεις πολλῶν ἔχουν ἀφυπνισθεῖ καί διαπιστώνουν ὅτι κινδυνεύει πλέον ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀλήθειας, ὅτι οἱ μνημονευόμενοι στὴ Θ. Λειτουργία ἐπίσκοποι, ὡς ἐγγυητὲς τῆς ἐν τῇ πίστει ἑνότητος δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, δὲν βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ εἶναι ἀκοινώνητοι, ὡς κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους. Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ὅσων σιωποῦν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει ὡς «ἀνευλαβῆ εὐλάβεια» τὴν παραίτηση ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάζουμε τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη, ὅπως ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ γιὰ τὶς πιὸ μικρὲς κακοδοξίες. Ἀληθὴς εὐσέβεια εἶναι νὰ ἀκολουθοῦμε ὄχι αὐτούς, ποὺ καταστρέφουν τοὺς φράκτες, γιὰ νὰ εἰσέλθουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ τοὺς θεοφόρους Πατέρες. Λέει ὁ ἅγιος : «Τοιγαροῦν, τουτ᾿ ἔστιν ἀληθὴς εὐσέβεια, τὸ μὴ πρὸς τοὺς θεοφόρους πατέρας ἀμφισβητεῖν. Καὶ γὰρ τῶν προειρημένων ἁγίων αἱ θεολογίαι ὅρος εἰσὶ θεοσεβείας ἀληθοῦς καὶ χάραξ, ὥσπερ ἑκάστη τὸν οἰονεῖ φραγμὸν καὶ τὸ περιτείχισμα τῆς εὐσεβείας συμπληροῦσα, κἂν περιέλῃ τις μίαν γοῦν αὐτῶν, ἐκεῖθεν ὁ τῆς κακονοίας τῶν αἱρετικῶν ἑσμὸς εἰσρυήσεται πολύς»[6]. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, ὅσους σιωποῦν καὶ δὲν ἀγωνίζονται ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ὡς τρίτο εἶδος ἀθεΐας, ἐνῶ στὰ δύο πρῶτα εἴδη κατατάσσει τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς αἱρετικούς[7]. Εἶναι εὔλογη αὐτή ἡ ἐκτίμηση, ἂν ἀναλογισθεῖ κανεὶς τὴν ἀξιωματικὴ ρήση ὅτι σιωπὴ σημαίνει συγκατάθεση.
Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο καί παράλογο τό γεγονός ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές ἐπιδιώκουν τὴν ἑνότητα μόνο μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καί ἀλλοθρήσκους καὶ ὄχι μέ τοὺς Ὀρθοδόξους· ἐκείνους τοὺς ἀγκαλιάζουν, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀφορίζουν καὶ τοὺς τιμωροῦν.
Ὅσοι δικαιολογοῦν τίς Δυτικές αἱρέσεις ὡς θεολογούμενα, ὅσοι ἀναγνωρίζουν τὰ μυστήρια καὶ τὴν Χάρη τῶν δῆθεν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ὅσοι ἐσμίκρυναν καὶ ἐξευτέλισαν τὴν Ἐκκλησία, συναριθμώντας την μεταξὺ τῶν αἱρέσεων, τῶν δῆθεν «ἐκκλησιῶν», αὐτοὶ σχίζουν καὶ διαιροῦν τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς καὶ ὑπόκεινται στὰ σχετικὰ ἐπιτίμια τῶν ἱερῶν κανόνων, ποὺ δὲν ἔχουν παλιώσει, οὔτε ἔχουν ἀκυρωθεῖ, ἀλλὰ ἴσχυαν, ἰσχύουν καὶ θὰ ἰσχύουν πάντοτε. Ὅσοι τολμοῦν καί χρησιμοποιοῦν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ κατὰ τὸ συμφέρον κάποιους κανόνες ὡς κανόνια ἐναντίον τῶν παραδοσιακῶν και ἀντιοικουμενιστῶν κληρικῶν και λαϊκῶν, πρέπει σκεφθοῦν ἐν πρώτοις ὅτι εἶναι ἐμφανῶς καὶ καταφανῶς, μὲ ὅσα δημοσίως λέγουν καὶ πράττουν, ἔνοχοι οἱ ἴδιοι πλήθους κανονικῶν παραβάσεων, καὶ ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὅτι «ἔνοχος ἔνοχον οὐ ποιεῖ», ἐνεδρεύει σὲ περίπτωση ἀδίκων ἀποφάσεων ὁ κίνδυνος τῆς ταυτοπαθείας εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον.
Μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ μερικοὺς μόνο κανόνες, ποὺ ἔχουν πλέον κουρελιασθεῖ ἀπὸ τοὺς παραβαίνοντες Οἰκουμενιστές : «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω»[8]. «Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου»[9]. «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς οἶκον Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει»[10]. «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσιν, ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι»[11]. «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι»[12]. «Ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[13], πού δέν ἔχουν παλιώσει, οὔτε ἔχουν ἀκυρωθεῖ, ἀλλά ἴσχυαν, ἰσχύουν καί θά ἰσχύουν πάντοτε[14].
…………………………………………………………………………………
[1] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Ἔκθεσις ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου» ὑποβληθεῖσα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τό 1971», ἐν Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ, Πανορθόδοξος Σύνοδος, Σύνοδοι, Ἀντισύνοδοι καί ἡ «Πανορθόδοξος Σύνοδος», Ἀθήναι 1976, σσ. 111-118.
[2] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοινωθέν : Ἄστοχος καί ἑσφαλμένη ἡ ἀπόφασις τῆς Δ.Ι.Σ., 6-4-2016, http://www.impantokratoros.gr/5F4461D6.el.aspx
[3] ΒΕΠΕΣ 33, 199.
[4] Β΄ Κορ. 6, 14-15.
[5] Ἐφ. 4, 5.
[6] Πρός τόν εὐλαβέσταστον ἐν μοναχοῖς κύρ Διονύσιον 5, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Θεσ/κη 1966, τ. 2, σ. 486.
[7] Αὐτόθι, σ. 482.
[8] Κανών ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
[9] Κανών ΜΣΤ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
[10] Κανών ΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[11] Κανών ΛΒ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[12] Κανών ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία συνόδου
[13] Κανών Α΄ τῆς ἐν Νικαία Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

[14] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Συνάντηση Βαρθολομαίου καί Βενεδίκτου. Μακράν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων», Θεοδρομία Η4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2006) 552-557.