ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Κατά την Εκκλησία ο Ευαγγελιστής Μάρκος
ταυτίζεται με τον Ιωάννη – Μάρκο, τον αναφερόμενο στις Πράξεις
των Αποστόλων και σε Επιστολές της Κ. Διαθήκης. Ο Ιωάννης, λοιπόν, ή Μάρκος,
που ήταν το δεύτερό του κατά τη συνήθεια των ρωμαϊκών χρόνων, ήταν γιος μιας
χριστιανής με το όνομα Μαρία. Αυτή διέθετε το σπίτι της στα Ιεροσόλυμα, για τις
συνάξεις των πρώτων Χριστιανών. Σύμφωνα
με την κυριαρχούσα άποψη, στο ανώγειο αυτού του σπιτιού έλαβε χώρα ο Μυστικός
Δείπνος. Ακόμα πιστεύεται ότι ο άνδρας που κουβαλούσε «κεράμιον ύδατος» (Μαρκ.
ιδ΄13), ήταν ο ίδιος ο Μάρκος. Άλλωστε και ο νεαρός που φεύγει σχεδόν γυμνός,
για να μη συλληφθεί στη Γεθσημανή είναι πάλι ο Ιωάννης Μάρκος, [Μαρκ. ιε΄ 51].
Ο
Μάρκος συνεργάστηκε ιεραποστολικά με τους Αποστόλους Παύλο και Πέτρο. Στην αρχή
συνόδευε τον Βαρνάβα (θείο του) στην πρώτη
περιοδεία του Παύλου, για να φύγει αργότερα, όταν ο Παύλος και η συνοδεία του έφταναν στην Πέργη, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Στην αρχή της δεύτερης περιοδείας του Παύλου τον εγκαταλείπει και πάλι, σπεύδοντας να κηρύξει το ευαγγέλιο στην Κύπρο με το Βαρνάβα. Τα επόμενα όμως χρόνια ο Μάρκος είναι κοντά στον Παύλο που «αιχμάλωτος» συγγράφει τις επιστολές του (Κολασ. δ΄10, Φιλήμ. 24), ενώ έπειτα συντροφεύει τον Πέτρο (Α΄ Πέτρ. ε΄17).
περιοδεία του Παύλου, για να φύγει αργότερα, όταν ο Παύλος και η συνοδεία του έφταναν στην Πέργη, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα. Στην αρχή της δεύτερης περιοδείας του Παύλου τον εγκαταλείπει και πάλι, σπεύδοντας να κηρύξει το ευαγγέλιο στην Κύπρο με το Βαρνάβα. Τα επόμενα όμως χρόνια ο Μάρκος είναι κοντά στον Παύλο που «αιχμάλωτος» συγγράφει τις επιστολές του (Κολασ. δ΄10, Φιλήμ. 24), ενώ έπειτα συντροφεύει τον Πέτρο (Α΄ Πέτρ. ε΄17).
Η
αρχαία παράδοση, συνδέει τον Ευαγγελιστή με την ίδρυση της Εκκλησίας
Αλεξανδρείας, ενώ η Κοπτική Εκκλησία αποδίδει σ' αυτόν τη συγγραφή μιας από τις
αρχαιότερες Θείες Λειτουργίας. Πάντως κανείς αρχαίος Αλεξανδρινός συγγραφεας
δεν κάνει λόγο για διαμονή του Μάρκου στην Αλεξάνδρεια. Το απόκρυφο βιβλίο
“Πράξεις Μάρκου” (5ος αιώνας) κάνει λόγο για μαρτύριο του Αγίου Ευαγγελιστού
Μάρκου.
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Το
δεύτερο, όπως συνηθίσαμε να λέμε, Ευαγγέλιο [χρονικά γράφηκε πρώτο, πριν το 65
μ.Χ.], έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα άλλα συνοπτικά ευαγγέλια, (Ματθαίου
και Λουκά). Ο Μάρκος ασχολείται με τη δημόσια δράση του Κυρίου μέχρι και την
Ανάσταση Του, παραλείποντας γενεαλογία, γέννηση και παιδικά χρόνια Του.
Αναφέρει περιληπτικά ομιλίες του Κυρίου, με εξαίρεση τις προφητείες Του στο ιγ΄
κεφάλαιο. Αντίθετα απαριθμεί πολλά θαύματά Του. Οι αφηγήσεις του, ζωντανές και
παραστατικές με πολλές λεπτομέρειες («προφορικό» κείμενο). Συνηθίζει να
εκφράζει τις εντυπώσεις των πρωταγωνιστούντων προσώπων της διήγησής του και να
φανερώνει συναισθήματα και αντιδράσεις τους. Όταν, όμως, πρέπει να δοθεί
ζωηρότητα στις διηγήσεις του, ο Μάρκος χρησιμοποιεί πλούσια φρασεολογία. Ο
Ευαγγελιστής διασώζει λόγια του Κυρίου στη μητρική Του γλώσσα, όπως ειπώθηκαν:
«Βοανεργές, Ταλιθά κούμι, Εφφαθά, Κορβάν, Αββά». Το ύφος του Ευαγγελίου κρίνεται
ρεαλιστικό και αντικειμενικό. Μας παρουσιάζει τον Κύριο όπως είναι: «ο Υιός του
Θεού εν δυνάμει» (Ρωμ. α΄ 4), πρόσωπο θεανδρικό ως Υιός του Θεού και ως γιος
του Ανθρώπου, ο Κύριος μας αλλά και ο συμπάσχων λυτρωτής μας.
Η
γλώσσα που γράφηκε το Ευαγγέλιο είναι η ελληνική. Στη συνέχεια μεταφράστηκε στα
λατινικά. Δεν έχει αποδειχτεί επαρκώς πότε γράφηκε το κατά Μάρκον ευαγγέλιο. Η
προφητεία όμως του Κυρίου περί καταστροφής των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.) φαίνεται
σαν κάτι μελλοντικό. Ο Ευσέβιος πίστευε ότι γράφτηκε γύρω στο 43-44 μ.Χ., ενώ ο
Ειρηναίος και ο Κλήμης Ρώμης τοποθετούν τη συγγραφή στο 64 μ.Χ., αμέσως μετά
την άφιξη ή το θάνατο του Πέτρου στη Ρώμη. Πιθανότατα, το ευαγγέλιο γράφηκε στη
Ρώμη. Ο σκοπός της συγγραφής είναι κατηχητικός και ιστορικός. Ιστορικός γιατί
καταγράφει λεπτομερώς τη δημόσια δράση του Κυρίου και κατηχητικός γιατί
διασώζει εμμέσως τη διδασκαλία του απ. Πέτρου. (Ειρηναίος, «κατά αιρέσεων
3,10,6). Απευθύνεται στους «εξ εθνών» χριστιανούς, κι αυτό διότι ο. Μάρκος
πάντα μεταφράζει τις αραμαϊκές λέξεις ενώ αντίθετα δεν εξηγεί καθόλου τις
ρωμαϊκές, αφού απευθύνεται σε Ρωμαίους πολίτες. Επίσης διευκρινίζει και
επεξηγεί διάφορες ιουδαϊκές συνήθειες και έθιμα όπως οι πλύσεις των χεριών
(ζ΄3-4), το εβραϊκό Πάσχα (ιδ΄12), η Παρασκευή (ιε΄42), κ.α. Εφόσον γράφει προς
εθνικούς, δεν υπάρχει ανάγκη να αποδείξει την ανθρώπινη καταγωγή του Κυρίου από
το Δαβίδ, ούτε ότι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού εκπληρώνονται όλες οι
προφητείες.
Αντίθετα
με εκτενή αναφορά σε θαυμαστές θεραπείες, σε αναστάσεις νεκρών, στην κυριαρχία
Του επί των φυσικών δυνάμεων, σε αποδιώξεις δαιμόνων, στη Μεταμόρφωσή Του, στις
Προφητείες Του, στο σταυρικό Του θάνατο, στην Ανάστασή Του, στην Ανάληψη Του,
στην κυριαρχία Του επί του θανάτου, καταφέρνει να αποδείξει ότι ο Ιησούς
Χριστός είναι ο Υιός του Θεού.
Πηγή: "Ἀκτίνες"