Ὁ Ἀβύδου Κύριλλος Κατερέλος μᾶς εἶχε προϊδεάσει
πρὶν τὴν Κολυμπάριο Σύνοδο γιὰ τὰ ἀντι-ἐκκλησιαστικὰ πιστεύματά του. Ὁ
Οἰκουμενισμὸς ἔχει διαλέξει ἄξιους ἐκφραστές του! Σὲ ἕνα μακροσκελὲς
ἄρθρο-μελέτη εἶχε γράψει, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων
μεταπατερικῶν καὶ οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν καὶ τὰ ἀκόλουθα (ἐδῶ):
«Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι τὰ σύγχρονα
δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικὰ καὶ κατὰ συνέπεια διαφορετικὴ θὰ πρέπει νὰ
εἶναι καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων, τῶν ὁποίων ἡ
πίστη κατὰ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ἀποτελεῖ κακοδοξία».
«Τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ παραδείγματα ἀρκοῦν γιὰ νὰ
καταδείξουν ὅτι ναὶ μὲν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἐξετέθηκαν ἀπὸ τίς «σάλπιγγες τοῦ
Πνεύματος», μόνο ποὺ τὸ Πνεῦμα σήμερα ἠχεῖ διαφορετικά»!!!
«Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία
ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία».
Ὡς ἐκ τούτου
δὲν μᾶς ξάφνιασε ἡ νέα του κατάθεση ψυχῆς ὑπὲρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ
ὑπὲρ τοῦ αὐθέντου του Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Καὶ τὸ νέο ἄρθρο
τοῦ Ἀβύδου Κυρίλλου Κατερέλου εἶναι τεράστιο, γι’ αὐτὸ παραθέτουμε καὶ σχολιάζουμε μόνο ἕνα πρῶτο μέρος του, ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀποτείχιση καὶ τὴν Διακοπὴ
Μνημοσύνου.
Σ’ αὐτό,
ὅπως φαίνεται, ὁ κ. Καθηγητὴς “ἀγνοεῖ”
πολλὰ πράγματα γιὰ τὸ θέμα (ποὺ
ὤφειλε πρῶτα ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας κι ἔπειτα ὡς καθηγητὴς νὰ γνωρίζει), γι’
αὐτὸ καὶ διαστρεβλώνει τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση. Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται
ἐπιδίωξή του εἶναι νὰ παρασύρει στὰ
οἰκουμενιστικὰ νερά, ὅσους πιστοὺς καταφέρει (ἔχει βλέπετε καὶ τὸν βαρύγδουπο
τίτλο τοῦ καθηγητῆ «Ἱστορικῆς Δογματικῆς Θεολογίας» τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)
καὶ νὰ περάσει μὲ θρασύτητα στοὺς πιστοὺς τὴν ἐξωφρενικὴ θέση ἡ «νέα Εκκλησιολογία» τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σημαίνει …«πιστότητα στὴν
Παράδοση»!
Ἐπισκόπου Ἀβύδου Κυρίλλου (Κατερέλου)
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης:
Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;
(σ.σ.: Σχολιασμὸς τῆς μελέτης ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Σημάτη. Οἱ ἐπισημάνσεις καὶ οἱ χρωματισμοὶ
τοῦ κειμένου τοῦ ἐπισκόπου Ἀβύδου Κυρίλλου, εἶναι δικοί μας, ).
1. Εἰσαγωγικὲς θεωρήσεις
Στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου παρατίθενται τὰ ἑξῆς:
«Δὲν πρέπει, οὔτε νὰ
τοποθετῆται ἡ ἐλπὶς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι καλοί, οὔτε
ὅταν εἶναι κακοὶ νὰ συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία χάθηκε.
Παρὰ ταῦτα ἐμεῖς
δεχόμαστε καὶ τὴ δική τους κατηγορία, ἀφοῦ εἶναι ἀδελφοί μας. Καὶ ἐὰν μπορέσουν νὰ μᾶς ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ἔνοχοι (αὐτοί, τοὺς ὁποίους κατηγοροῦν), ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀναθεματίσουμε τὴν ἴδια ἡμέρα. Τὴν Ἐκκλησία ὅμως, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς
μᾶς ὑπεσχέθη καὶ μᾶς ἐδώρησε, οὔτε τήν “πουλᾶμε”,
οὔτε τὴν ἐγκαταλείπουμε».
Τὰ παραπάνω
βαρυσήμαντα λόγια ἀποδίδονται στὸν Ἱερὸ Αὐγουστῖνο στὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς
Καρθαγένης ποὺ συνῆλθε τὸ 411 μ.Χ. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς τυχαῖο ὅτι τὸ
παραπάνω ἀπόσπασμα διαβάστηκε στὴν Ε´ Πράξη τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ
γενικώτερο προβληματισμό της, ἐὰν εἶναι δυνατὸς ὁ ἀφορισμὸς καὶ κεκοιμημένων
αἱρετικῶν. [σ.σ.: «Γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις» ὁ κ.
καθηγητής; «Τὰ παραπάνω βαρυσήμαντα λόγια»
τὰ εἶπαν ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι
καὶ ὀρθόδοξη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὄχι
αἱρετίζοντες Ἐπίσκοποι καὶ Σύνοδος
Οἰκουμενιστική-αἱρετική, ὅπως ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου. Καὶ βέβαια, οὔτε
πούλησαν, οὔτε ἐγκατέλειψαν τὴν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα οἱ Οἰκουμενιστὲς μὲ
πρωταγωνιστὲς τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ «πωλοῦν»
καὶ «ἐγκαταλείπουν»
τὴν Ἐκκλησία (ἀφοῦ
κατὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο «ἀγάπησαν μίαν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική
Ἐκκλησία») καὶ τὴν παραδίδουν στὰ γαμψὰ νύχια τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας].
Ὁ ἀείμνηστος
Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τὰ Πρακτικὰ τῆς Ε´
Οἰκουμενικῆς συνόδου, παρατηρεῖ σχετικά:
«Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἱεροῦ πατρός, περιβεβλημένα μὲ τὸ κῦρος τῆς ἐπικυρώσεώς
τους ὑπὸ τῆς Ε´ Οἰκ. Συνόδου, εἶναι ὁδηγητικὰ διὰ τὴν ὀρθὴν περὶ σχίσματος
ἐκκλησιαστικὴ ἀντίληψιν καὶ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν ὄχι μόνον σαφῆ καὶ ἀναντίρητον
καταδίκην τῶν ἀποσχιστικῶν τάσεων τοῦ τύπου τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ,
ἀλλὰ καὶ γνώμονα ἑρμηνείας τῶν σχετικῶν κανόνων τῆς Συνόδου τῆς λεγομένης
Πρωτοδευτέρας». [σ.σ.: Προσέξτε, πόσο πονηρὰ ὁ ἐπίσκοπος
Ἀβύδου πάει νὰ συνδέσει τὴν ἀποτείχιση
ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαιωμένη αἵρεση,
μὲ τὸ σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογητῶν
ποὺ ἔγινε ΟΧΙ γιὰ δογματικοὺς λόγους, ἀλλὰ ὀφειλόταν στὴν κακῶς γενομένη
μονομερῶς ἡμερολογιακὴ μεταβολή! Καὶ στὴ συνέχεια, δὲν μιλάει πλέον γιὰ
Παλαιοημερολογητισμό, ἀλλὰ γιὰ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ τὴν ἀποτείχιση!].
Λίγο προηγούμενα στὴν
Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐξ ἀφορμῆς τῆς περιπτώσεως τοῦ ἐπισκόπου Καικιλιανοῦ εἶχε
ἀναγνωσθεῖ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ καὶ τὸν
Καικιλιανό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔγινε ποτέ «προδότης» τῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἐξ αἰτίας αὐτοῦ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία:
«κἂν ἀληθῆ ᾖ δυνατὸν δειχθῆναι τὰ παρ᾽ αὐτῶν ἀντιτεθέντα Καικιλιανῷ καὶ ὑμῖν καὶ ἀποθανόντα ἂν αὐτὸν ἀναθεματίζομεν· ἀλλ᾽ ὅμως τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἥτις οὐ ταῖς φιλονίκοις δόξαις
μεταβάλλεται ἀλλὰ ταῖς θείαις μαρτυρίαις βεβαιοῦται, δι᾽ οἱονδήποτε ἄνθρωπον καταλιπεῖν οὐκ ὀφείλομεν».
Εἶναι χρήσιμο νὰ
ἀναφερθεῖ καὶ ἕνα τρίτο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τὸ ὁποῖο
ἐπίσης κρίθηκε σκόπιμο νὰ ἀναγνωστεῖ στὴν ἴδια πράξη τῆς Πέμπτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικὸ καὶ ὅπου ὁ ἱερὸς πατὴρ ἀποφαίνεται:
«Ἐγὼ εἶμαι μέσα στὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας μέλη εἶναι ὅλες ἐκεῖνες οἱ Ἐκκλησίες,
γιὰ τὶς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι γεννήθηκαν χάρις στοὺς μόχθους τῶν Ἀποστόλων...
Καὶ δὲν πρόκειται τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος νὰ ἐγκαταλείψω τὴν κοινωνία μὲ αὐτὲς
οὔτε στὴν Ἀφρικὴ οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἐὰν δὲ μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν κοινωνία ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ προδότες (τοὺς ὁποίους
τώρα ἀγνοῶ), ὅταν θὰ μοῦ τοὺς φανερώσεις, ἐγὼ θὰ τοὺς καταραστῶ ὄχι μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἀποκοπῶ ἐξ αἰτίας μερικῶν «νεκρῶν»,
ἀπὸ τούς «ζῶντες», οἱ
ὁποίοι παραμένουν στὴν ἑνότητα τῆς ἁγίας αὐτῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι προφανὲς ὅτι ὅλα αὐτὰ
τὰ λόγια τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἐπικυρωμένα μάλιστα μὲ τὴν αὐθεντία τῆς Ε´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ κάποιους σήμερα δὲ σημαίνουν ἀπολύτως τίποτα. [σ.σ.: Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Κύριλλος Κατερέλος
(Κ.Κ.) μπερδεύει τοὺς «νεκροὺς» μὲ τοὺς «ζῶντες»! «Νεκροὶ» γιὰ τοὺς Ἁγίους μας
εἶναι οἱ αἱρετικοί, κι ὄχι οἱ πιστοὶ πού, ἂν καὶ δὲν ἔχουν τὶς περγαμηνὲς τοῦ
Κ.Κ., ζοῦν ἑνωμένοι μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. στὸν χῶρο τῆς ἀληθοῦς
πίστεως. «Ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία», δὲν ἔχουν οἱ αἱρετικοί. Δεῖτε ἐδῶ
κι ἐδῶ τὸ
κείμενο ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Μελέτιο, καὶ πόσο τὸ διαστρέφει
ἀντιεπιστημονικὰ ὁ Πανεπιστημιακὸς καθηγητής κ. Κατερέλος καὶ ἐκπλαγεῖτε ἀπὸ τὸν τρόπο διαστροφῆς του!].
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ
θεωροῦν ὅτι δικαιοῦνται νὰ ὑπερβοῦν τὴ συνοδικὴ
ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ αὐθεντία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ
παρελθόντος ἔτους στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἔτσι ὥστε, εἴτε νὰ θεωροῦν αὐτούς, οἱ
ὁποῖοι ὑπέγραψαν τὶς ἀποφάσεις τους ὡς αἱρετικοὺς καὶ προδότες τῆς ὀρθόδοξης
πίστης, εἴτε νὰ ἀποτειχίζωνται καλώντας καὶ ἄλλους νὰ πράξουν τὸ ἴδιο. [σ.σ.: Ἐξ ἀρχῆς φαίνεται
ὅτι κ. Κατερέλος μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται θεοφιλέστατος διὰ τὸν θρόνον, ἀλλ’ ὄχι
καὶ γιὰ τὴν φιλίαν τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου. Δὲν ἔμαθε ὅτι μία Σύνοδος δὲν
ἐκφράζει τὴν «συνοδικὴ
ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ αὐθεντία», ὅταν δὲν καταδικάζει ὅ,τι κατεδίκασαν ὅλες οἱ προηγούμενες Σύνοδοι·
ὅταν δὲν πιστεύει, ὅ,τι πίστευαν καὶ ὁμολογοῦσαν ὅλες οἱ προηγούμενες Σύνοδοι.
Ἐξ ἄλλου, ὅλα ὅσα προανέφερε δὲν ἔχουν
καμιὰ σχέση μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καὶ τοὺς ἀντιδρῶντες σ’ αὐτήν, ἀφοῦ ἐδῶ
ἔχουμε ἀποδείξεις περὶ κακοδόξων ἀποφάσεων. Στὶς περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρει ἔχουμε
νὰ κάνουμε μὲ ὑποτιθέμενες, ἀνεξακρίβωτες καὶ μεμονωμένες περιπτώσεις
κακοδοξιῶν, ποὺ δὲν εἶχαν περιβληθεῖ μὲ Συνοδικὸ κύρος. Στὴν πρώτη περίπτωση
μάλιστα ἡ Σύνοδος λέγει: ἀποδεῖξτε μας τὴν κακοδοξία τους γιὰ νὰ «τοὺς ἀναθεματίσουμε»!
Ἡ Κολυμπάριος Σύνοδος, ὅμως, ἀποκαλεῖται
ἀπὸ τὸν κ. Κατερέλο καὶ τὴν Πατριαρχικὴ Οἰκουμενιστικὴ ὁμάδα –ποὺ μὲ τὴν
ἀσυνέπεια καὶ τὶς διαφωνίες λόγῳ φιλοδοξιῶν στὸν κύκλο τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν
συνεχῶς μεγαλώνει– «Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδος» καὶ περιλαμβάνει στοὺς κόλπους της
τὸν Μεγάλο αἱρετικὸ (καὶ μέντοράς της) Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, τὸν προστάτη
του ἐπίσης Μεγάλο αἱρετικὸ Βαρθολομαῖο, τὸν κακόδοξο περὶ «διηρημένης»
Ἐκκλησίας συνάδελφό του στὸ Πανεπιστήμιο Μεσσηνίας Χρυσόστομο Σαββᾶτο κ.ἄ.
ἀμετανόητους αἱρετίζοντες. Βέβαια αὐτοί, ἀφοῦ εἶναι φίλοι καὶ μέντορες τοῦ κ.
Κατερέλου, πῶς νὰ τοὺς δεῖ ὡς αἱρετικούς; Ἄρα, πόσο ἀντικειμενικὸς μελετητὴς
εἶναι κάποιος ποὺ ὑποστηρίζει ἀκρίτως τοὺς φίλους του; Ἐμεῖς ὅμως σχολιάζουμε
τὸ κείμενό του, ὄχι γιὰ νὰ πείσουμε τὸν Κ.Κ., ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε στοὺς
πιστοὺς τὶς σκοπιμότητες καὶ τὶς συνειδητὲς διαστρεβλώσεις τῆς πραγματικότητος
ποὺ περιέχει].
(Καὶ συνεχίζει ὁ κ. Κατερέλος): Ἐκπλήσσεται κανεὶς νὰ
διαπιστώνει ὅτι, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος, ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ αὐτόκλητοι,
δογματολόγοι, ἐκκλησιολόγοι, κανονολόγοι καὶ ἱστορικοί, κληρικοί, λαϊκοί,
μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἄνθρωποι, στοὺς ὁποίους διαπιστώνεις πολὺ συχνὰ ὄχι μόνο
ὅτι τοὺς λείπει ἡ στοιχειώδης θεολογικὴ
παιδεία, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ προσέξεις τὴ γνώμη τους, ἀλλὰ τοὺς λείπει
καὶ ἐκείνη ἡ πνευματικὴ συγκρότηση καὶ ἀκτινοβολία, ὥστε νὰ προβληματισθεῖς γιὰ
τὴν ὀρθότητα τῶν δικῶν σου ἀπόψεων καὶ νὰ βοηθηθεῖς πνευματικὰ καὶ στὴν δική
σου ἀδυναμία. Ὅταν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἢ καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἐλλείματα συνδυαστοῦν
καὶ μὲ τὴν ἔλλειψη τοῦ κοινοῦ νοῦ, τότε ἡ κατάσταση φαντάζει δύσκολα
θεραπεύσιμη. Ὅταν λείπει ἡ αὐτογνωσία ἢ χριστιανικὰ εἰπωμένο ἡ ταπείνωση, τότε
θυμᾶσαι ἢ τὸ τοῦ Θουκυδίδη στὸν ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ, «ἀμαθία μὲν θράσος,
λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει» ἢ τὸ γνωστὸ καὶ στὴν περίπτωση περισσότερο κατάλληλο
χωρίο, «μωραίνει Κύριος, ὃν βούλεται ἀπολέσαι». Ἴσως ὅμως περισσότερο ὅλων
ἐπιτυχὲς εἶναι τὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου: «...φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν» (Ρωμ.
1, 22). Ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἀξία τοῦ βιβλικοῦ χωρίου δὲν αἴρεται, κυρίως ὅταν,
γενικῶς ὑπάρχει μὲν ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ἡ θεολογικὴ παιδεία, πρυτανεύει ὅμως
ἡ ἀλαζονεία. [σ.σ.: Μήπως, λέμε μήπως, ὁ Κ.Κ. ἐδῶ
περιγράφει ἀσυνείδητα τὸν ἑαυτό του; Μήπως ἐδῶ ξεχειλίζει ἡ ἀκαδημαϊκὴ
ἀλαζονεία καὶ τὸν ὄκνο τὸν φέρει ὁ ἴδιος; Καὶ ἂν οἱ ἄλλοι εἶναι αὐτόκλητοι,
ὅπως λέει, ὁ ἴδιος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του θεόκλητο;].
Εἶναι στ᾽ ἀλήθεια οἱ
συγκροτήσαντες τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐπίσκοποι, αἱρετικοί;
Εἶναι ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόδωρος, ὁ Ἀθηνῶν
Ἱερώνυμος, ὁ Τιράννων Ἀναστάσιος, οἱ ὑπόλοιποι
Προκαθήμενοι, Μητροπολίτες καὶ Ἐπίσκοποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν καὶ ὑπέγραψαν τὰ κείμενα καὶ ἰδιαίτερα τὸ κείμενο γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸ λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο αἱρετικοί; Πῶς δὲ μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ διαφεύγουν τῆς κριτικῆς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὑπογράψει τὰ ἴδια κείμενα ποὺ εἶχαν προετοιμασθεῖ στὶς προηγούμενες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις −σὲ μιά «χειρότερη» γιὰ τοὺς τώρα ἀντιφρονοῦντες ἐκδοχή, ὅπως θὰ δειχθεῖ κατωτέρω καὶ εἶχαν συμφωνήσει στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, ἢ μὲ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὰ ὅρια ποὺ θέτει ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καὶ ὅπως καὶ αὐτὸ θὰ δειχθεῖ παρακάτω; [σ.σ.: Τὸ ὅτι ἦσαν αἱρετικοί, δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, ὅπως ἔχει καταδειχθεῖ μυριάκις! Ὅσες Ἐκκλησίες δὲν ὑπέγραψαν ἔχουν μικρότερη εὐθύνη, γιατὶ δὲν περιέλαβαν Συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες τους. Ἀλλά, βέβαια, κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ὑπογράψαντες καὶ ἐὰν συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν, σύμφωνα μὲ τὴν κατατεθειμένη Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, ποὺ ὁ κ. Κατερέλλος κάνει πὼς ἀγνοεῖ, ἔχουν τὴν ἴδια εὐθύνη μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀκόμα πάντως ἀναζητοῦμε μέσα στὶς τόσες κατηγορίες ἐνάντια σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους τὴν αὐτοκριτική. Μάταια ὅμως. Δυστυχῶς, σπάνια οἱ αἱρετικοὶ μετανοοῦν].
Προκαθήμενοι, Μητροπολίτες καὶ Ἐπίσκοποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν καὶ ὑπέγραψαν τὰ κείμενα καὶ ἰδιαίτερα τὸ κείμενο γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸ λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο αἱρετικοί; Πῶς δὲ μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ διαφεύγουν τῆς κριτικῆς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὑπογράψει τὰ ἴδια κείμενα ποὺ εἶχαν προετοιμασθεῖ στὶς προηγούμενες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις −σὲ μιά «χειρότερη» γιὰ τοὺς τώρα ἀντιφρονοῦντες ἐκδοχή, ὅπως θὰ δειχθεῖ κατωτέρω καὶ εἶχαν συμφωνήσει στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, ἢ μὲ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὰ ὅρια ποὺ θέτει ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καὶ ὅπως καὶ αὐτὸ θὰ δειχθεῖ παρακάτω; [σ.σ.: Τὸ ὅτι ἦσαν αἱρετικοί, δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, ὅπως ἔχει καταδειχθεῖ μυριάκις! Ὅσες Ἐκκλησίες δὲν ὑπέγραψαν ἔχουν μικρότερη εὐθύνη, γιατὶ δὲν περιέλαβαν Συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες τους. Ἀλλά, βέβαια, κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ὑπογράψαντες καὶ ἐὰν συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν, σύμφωνα μὲ τὴν κατατεθειμένη Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, ποὺ ὁ κ. Κατερέλλος κάνει πὼς ἀγνοεῖ, ἔχουν τὴν ἴδια εὐθύνη μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀκόμα πάντως ἀναζητοῦμε μέσα στὶς τόσες κατηγορίες ἐνάντια σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους τὴν αὐτοκριτική. Μάταια ὅμως. Δυστυχῶς, σπάνια οἱ αἱρετικοὶ μετανοοῦν].
Ἡ βαρύτατη καὶ πολὺ
ἄδικη ταυτόχρονα κατηγορία εἶναι: Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου καταργεῖ τὴν
Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δέχεται τὴν ὕπαρξη Ἐκκλησιῶν ἐκτὸς
τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου
δὲν ὁμιλοῦν γιὰ αἱρετικούς, ἀλλὰ ἁπλᾶ γιὰ ἑτεροδόξους. Ἡ ἀποδοχὴ Ἐκκλησιῶν
ἐκτὸς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας σχετικοποιεῖ τὴν
ἀλήθεια καὶ ὁδηγεῖ διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὴν Πανθρησκεία. Ἔχουν σχέση τὰ κείμενα
τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μὲ τὴ βαπτισματικὴ Θεολογία, τὴ θεωρία τῶν κλάδων
καὶ τὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς ἐνσωμάτωσης;
2. Ὁ ΙΕ´ Κανόνας τῆς
Πρωτοδευτέρας (861)
Γιὰ αὐτοὺς τοὺς
κύριους λόγους, ἀπαντώντας θετικὰ στὰ παραπάνω ἐρωτήματα, κάποιοι σύγχρονοι
«μαχητὲς» ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητας, ταυτίζοντες ἑαυτοὺς μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸ Θεόδωρο
Στουδίτη, τὸ Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ πολλοὺς ἄλλους,
θεωροῦν, ὅτι μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ δεύτερο σκέλος τοῦ ιε´ κανόνα τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) τοῦ διαλαμβάνοντος «...Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν
τινα, παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον
κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ
κηρύττοντος καὶ γυμνῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι, οὐ μόνον
τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς
πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης
τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται». [σ.σ.: Ψευδέστατη
συκοφαντία. Οἱ περισσότεροι μαχόμενοι ἐναντίον τῆς κακόδοξης Συνόδου τῆς Κρήτης
(ἀσφαλῶς καὶ δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν κακὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Κανόνος), ποτὲ δὲν εἶπαν ὅτι «ταυτίζονται μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸ Θεόδωρο Στουδίτη, τὸ
Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Ἀντίθετα τοὺς ἐπικαλοῦνται ὡς πρότυπα
μιμήσεως, ἀποδεικνύοντας ὅτι μιμούμενοι τοὺς παραπάνω Ἁγίους δὲν κάνουν τοῦ
κεφαλιοῦ τους, ὅπως κάνουν οἱ φίλοι του καὶ ὁμοϊδεάτες Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι
ἀκριβῶς ἀρνοῦνται τὴν μίμηση τῶν Ἁγίων!]
Οἱ σύγχρονοι «μαχητές»
τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ κατηγοροῦν τοὺς ἐπισκόπους τους γιὰ αἵρεση, δὲν ὁδηγοῦνται
οὐσιαστικὰ σὲ ἀποτειχισμό, ὅπως προβλέπει τὸ γράμμα, τὸ
πνεῦμα ἀλλὰ καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ συγκεκριμένου κανόνα, γιατὶ ὁ κανόνας προβλέπει τὴν
ἔξοδο ἀπὸ μιὰ αἱρετικὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποῖας ἡγεῖται
ἕνας αἱρετικὸς Πατριάρχης
καὶ τὴ διακοπὴ τῆς
κοινωνίας μαζί του μὲ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. [σ.σ.:
Ἐδῶ λέει καὶ κάτι σωστὸ ὁ "θεοφιλέστατος"! Μᾶς λέγει ὅτι, ἂν πράγματι ὁ
Πατριάρχης αἱρετίζει, ὁ κανόνας ξεκάθαρα συνιστᾶ τὴν «τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μαζί του», ἀλλὰ καὶ ἐξ ὅλων τῶν
Ἐπισκόπων ποὺ
συναποτελοῦν (μνημονεύοντας τὸν Πατριάρχη) αἱρετικὴ Ἐκκλησία!!! Ἐδῶ λοιπόν, περιγράφει ἐπακριβῶς αὐτὸ ποὺ
κάνουν, ὅσοι ἀποτειχίστηκαν: ἔκαναν «ἔξοδο ἀπὸ μιὰ αἱρετικὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποῖας
ἡγεῖται ἕνας αἱρετικὸς Πατριάρχης»!].
Ἐκεῖνοι, ἐνῶ
προβαίνουν στὴν ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτη διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ Ἐπισκόπου,
στὸν ὁποῖο ἀνήκουν –καὶ ὄχι τοῦ Πατριάρχου, τὸν ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲ
μνημονεύουν καὶ δὲν ὀφείλουν νὰ μνημονεύουν– ἐπιθυμοῦν νὰ παραμένουν, νὰ
λειτουργοῦν καὶ νὰ κηρύττουν στὸν Ἱ. Ναό, στὴν Ἱ. Μονὴ ἢ Σκήτη, ὅπου
εὑρίσκονται, προκειμένου νὰ δραστηριοποιοῦνται στὸ ποίμνιο τοῦ «αἱρετικοῦ» –ὑποτίθεται–
ἐπισκόπου. [σ.σ.: Μένει κανεὶς ἄφωνος μὲ τὴν ἀσυνέπεια
τοῦ κ. καθηγητοῦ: Πιὸ πάνω ἀποδέχεται ὅτι ὁ Κανόνας θεσπίζει τὴν διακοπὴ
μνημοσύνου, καὶ ἐξηγεῖ ἀκριβῶς τὸ γιατὶ ὁ Κανόνας προβλέπει τὴν ἔξοδο ἀπὸ μιὰ
αἱρετικὴ Ἐκκλησία· τώρα ἐξ ἀντιθέτου, ὀνομάζει τὴν διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ
αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀπαράδεκτη! Γιατί ἀπορεῖτε, κ. Κ.Κ.; Ἔτσι ἔκαναν ὅλοι
οἱ Ἅγιοι. Παρέμεναν στὴν ἐκκλησιαστική τους περιφέρεια, γιὰ ν’ ἁρπάξουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν “λύκων” Ἐπισκόπων
τὸ ποίμνιο ποὺ οἱ λυκοποιμένες ὁδηγοῦσαν στὴν ἀπώλεια. Οἱ Ἅγιοι μᾶς δίδαξαν αὐτὴ τὴν τακτική. Ἄλλη
ὑπόθεση, βέβαια, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐξεμένοντο ἐξ αὐτῆς τῆς διακοπῆς τοῦ
μνημοσύνου τους καὶ συντομώτατα τοὺς
ἐξεδίωκαν].
Ταυτόχρονα στὶς πανομοιότυπες δηλώσεις
«ἀποτείχισής» τους –ὄχι τυχαῖα βεβαίως– σπεύδουν νὰ δηλώσουν κατηγορηματικὰ ὅτι
δὲ δημιουργοῦν σχίσμα, οὔτε προσχωροῦν σὲ κάποια ἄλλη σχισματικὴ Ἐκκλησία. [σ.σ.:
Ἐδῶ ὁ κ. Κατερέλος διδάσκει στοὺς ἤδη λόγῳ Οἰκουμενισμοῦ ἡμι-ἀποτειχισθέντες κληρικούς, τὴν σωστὴ
ἐκκλησιολογία καὶ τὴν συνέπεια. Ἡ ἀποτείχισή σου, λέγει, ἐπειδὴ θεωρεῖς
αἱρετικὸ τὸν Πατριάρχη, σημαίνει ἀποκοπὴ
παντελῆ ἀπ’ αὐτόν, κι ὄχι μεσοβέζικη διακοπή, ποὺ ἰσοῦται μὲ μιὰ ἁπλὴ
διαμαρτυρία. Ἡ διαμαρτυρία, μπορεῖ νὰ προηγηθεῖ ὡς προειδοποίηση (σύμφωνα μὲ
τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγιων), ἀλλὰ θὰ εἶναι μικροῦ χρόνου-Οἰκονομία. Βέβαια ὁ
χρόνος αὐτός, δὲν ὑπολογίζεται καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσμετρᾶται ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσὺ ἀντελήφθης ὅτι οἱ
συγκεκριμένοι αἱρετίζουν, ἢ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσὺ ἄρχισες νὰ σκέπτεσαι τὴν
ἀποτείχιση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ αἵρεση ἐκδηλώθηκε καί, παρὰ τὶς
προειδοποιήσεις ἐκείνων ποὺ πρῶτοι τὸ ἐπισήμαναν, αὐτοὶ συνεχίζουν νὰ
αἱρετίζουν, καὶ ἄρα αὐτοὶ
δημιουργοῦν δογματικὸ σχίσμα,
ἀποσχιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας]. Ἔτσι ἡ ὅλη στάση τῶν "ἀνεπισκόπων" κληρικῶν ἔχει περισσότερο τό
χαρακτῆρα μιᾶς διαμαρτυρίας πρὸς ἐπιβολὴ τῶν θεολογικῶν τους ἀπόψεων παρὰ τὴ
δημιουργία σχίσματος μὲ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, ἐνῶ οὕτως ἢ ἄλλως
ἰσχύει ἡ ἐπισήμανση καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, «πᾶν γὰρ τὸ ἀκέφαλον καὶ ἄναρχον ἄτακτον καὶ στασιῶδες,
οὗ λυτρωθείημεν». Ἡ προσπάθειά τους αὐτὴ ποὺ ἀνάγει
στὴν ἀντιφατικότητα τῶν προσώπων τους θυμίζει τὴ λαϊκὴ παροιμία, «καὶ ἡ πίττα
σωστὴ καὶ ὁ σκύλος χορτάτος»! [σ.σ.: Παρότι κάποιοι ἐκ τῶν ἀποτειχισμένων
τοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ γράφει αὐτά, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία τῶν
Ἁγίων, ὅσοι –ἀκολουθώντας τοὺς Ἁγίους– πραγματοποιοῦν σωστὴ ἀποτείχιση, δὲν
διασποῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Αὐτὴν τὴν ἔχουν διασπάσει οἱ φίλοι του Οἰκουμενιστές, τοὺς ὁποίους ὑποστηρίζει, παίζοντας τάχα τὸν ἀντικειμενικὸ μελετητή! Σύμφωνα,
λοιπόν, μὲ τὸν ἱερὸ Κανόνα οἱ ἀπομακρυνόμενοι διὰ τῆς ἀποτείχισεως ἀπὸ τοὺς
αἱρετικούς, διασφαλίζουν ἑαυτοὺς «σωτηριολογικά» –καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος σκοπὸς
τῆς ἀποτείχισης– ἀλλὰ ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ παρέμβασή τους, συντελεῖ νὰ ἀποφευχθεῖ
(κατὰ τὸ δυνατόν) τὸ σχίσμα. Τὸ σχίσμα, ἄρα (καὶ δυστυχῶς ὁ Κ.Κ. δὲν θέλει νὰ
τὸ καταλάβει· καὶ πῶς νὰ θελήσει νὰ τὸ καταλάβει, ἀφοῦ ἀνήκει στοὺς αἱρετίζοντες
καί, μάλιστα, ὡς στυλοβάτης τους καὶ ἀπολογούμενος γι’ αὐτούς;) δὲν τὸ κάνουν,
ὅσοι ἀποκόπτονται ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, ἀλλὰ τὸ κάνουν οἱ αἱρετίζοντες, ἀφοῦ
ἀποσχίζονται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τῆς
ἀπωλείας θέλουν νὰ ὁδηγήσουν καὶ τοὺς πιστούς.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ
ἐπισημαίνουμε μιὰ ἀνέντιμη καὶ ἀσεβῆ χρήση κειμένου τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτη ἀπὸ τὸν κ. Κατερέλο. Τὸ νὰ θέλει νὰ βοηθήσει τοὺς ὁμοϊδεάτες τους
Οἰκουμενιστές, ἐπειδὴ εἶναι ὁμόφρων μὲ αὐτούς, αὐτὸ κατανοεῖται. Ἀλλὰ ποιός θὰ
τὸ περίμενε, πῶς νὰ χωνέψει κανείς ἄλλη μιὰ διαστροφὴ διδασκαλίας Ἁγίου, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀπὸ ἕνα καθηγητὴ Πανεπιστημίου Θεολογικῆς Σχολῆς; Ὁ
καθηγητὴς Κατερέλος ἐκβιάζει καὶ διαστρέφει τὸ κείμενο! Παρουσιάζει ἕνα κείμενο
τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καὶ τὸ χρησιμοποιεῖ μὲ διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τὸ
χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι εἶναι ἀνεπίσκοποι, καὶ ἄρα καταδικάζονται –τάχα–
ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη!!! Δυστυχῶς γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη τοῦ κ.
Κατερέλου, ὁ Ἅγιος διδάσκει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα! Εἶναι πολλὰ τὰ κείμενα τοῦ
Ἁγίου, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ζωή του, διὰ τῶν ὁποίων διδάσκει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς
αἱρετικούς, χωρὶς νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει, ἂν διὰ
τῆς ἀπομακρύνσεως θὰ μείνουμε –πάντα μιλᾶμε γιὰ καιρὸ αἱρέσεως– γιὰ κάποιο
μικρὸ ἢ μεγάλο δάστημα χωρὶς Ἐπισκόπους,
χωρὶς ἱερωμένους καὶ χωρὶς μυστήρια.
Ἂς δοῦμε τί γράφει ὁ κ. Κατερέλος: «Ἡ ὅλη στάση τῶν "ἀνεπισκόπων" κληρικῶν…, ἐνῶ οὕτως ἢ ἄλλως ἰσχύει ἡ ἐπισήμανση καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ
Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, «πᾶν γὰρ τὸ ἀκέφαλον καὶ ἄναρχον ἄτακτον καὶ στασιῶδες, οὗ
λυτρωθείημεν». Ὅμως, ὁ ἅγιος, αὐτὸ τὸ γράφει σὲ
ἐπιστολή του πρὸς «Συμεὼν τέκνῳ», ὁ ὁποῖος Συμεών ἔχει διωχθεῖ ἀπὸ αἱρετικούς Ἐπισκόπους καὶ ζεῖ μὲ ἄλλους
πιστούς. Ἡ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸν Συμεὼν εἶναι νὰ ζοῦν οἱ διωχθέντες
πιστοὶ εἰρηνικά, νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ
Χριστοῦ» καὶ βέβαια, κατὰ τὰ μοναχικὰ πρότυπα, κάποιος ἀνάμεσά τους νὰ
προηγεῖται καὶ σὲ αὐτὸν νὰ ὑπακούουν γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ἀναρχία. (Ὅλη τὴν
ἐπιστολὴ θὰ τὴν δεῖτε στὸ τέλος, ὑποσημείωση 1). Ποῦ εἶδε στὴ φράση αὐτή, ὁ κ.
Κατερέλος, τὸ νόημα ποὺ μᾶς παρουσιάζει περὶ «"ἀνεπισκόπων" κληρικῶν»;].
Εἶναι προφανὲς ὅτι,
ἐὰν καὶ ὅποτε ἤθελε ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια τοῦ κανόνα στὸ πρῶτο του σκέλος, τότε
ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου καὶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἑνότητας θὰ ἔπρεπε, ὅταν αὐτὰ βεβαίως πράγματι συντρέχουν ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις
ποὺ θέτει ὁ κανόνας, νὰ ὁδηγοῦν στὴν καθαίρεση: «Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἢ
ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην
κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον ἐν
τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως
σχίσμα ποιήσει τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον
εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας». [Ὅλα
αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑπόμενα ἰσχύουν, ὅταν ὁ Πατριάρχης δὲν εἶναι αἱρετικός].
Ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχει
προγενέστερη συνοδικὴ καταδίκη τοῦ Πατριάρχη γιὰ αἵρεση, ὁ κανόνας στὸ πρῶτο
του σκέλος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐφαρμογή. Προφανέστατα ὁ κανόνας δὲν ἔχει
ἐφαρμογὴ σὲ Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους μὴ ὑπαγομένους στὴν ἄμεση δικαιοδοσία
τοῦ Πατριάρχου, γιατὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ ἐν λόγῳ Πρεσβύτεροι καὶ Ἐπίσκοποι
δὲ μνημονεύουν, οὔτε ὑποχρεοῦνται, οὔτε δικαιοῦνται νὰ μνημονεύουν τοῦ ὀνόματος
τοῦ Πατριάρχου κατὰ τὴ Θ. Λειτουργία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὴν ἔλλειψη δηλ.
προγενέστερης συνοδικῆς καταδίκης τοῦ Πατριάρχου, οἱ σύγχρονοι «ἀμύντορες» τῆς Ὀρθοδοξίας θεωροῦν (ἐσφαλμένα), ὅτι δικαιοῦνται νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ
δεύτερο σκέλος τοῦ κανόνα ποὺ δικαιολογεῖ τὸν ἀποτειχισμὸ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ
Πατριάρχης κηρύσσει τὴν αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅταν ὄντως πρόκειται γιά «ψευδεπίσκοπο καὶ ψευδοδιδάσκαλο» Πατριάρχη, στὴν πραγματικότητα «οὐ σχίσματι τὴν
Ἐκκλησίαν κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν
ῥύσασθαι». [σ.σ.: Νά, λοιπόν, ποὺ γνωρίζει ἀκριβῶς τὸν
νόημα τοῦ Κανόνος, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν παραδέχεται (ὅπως κάθε παραβάτης τοῦ
Κανόνος), εἶναι ὅτι πράγματι ὁ Πατριάρχης εἶναι αἱρετικός! Στὴν πραγματικότητα
ὁ κ. Κατερέλος δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸν Κανόνα ἀλλὰ νὰ ἀπενοχοποιήσει,
ἀνεπιτυχῶς βέβαια ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, τὸν Πατριάρχη].
Στὴν περίπτωσή μας
κατ᾽ ἀρχὴν οἱ σύγχρονες «ἀμύντορες» τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νὰ
δείξουν, ποιὰ αἵρεση κηρύσσεται ἀπὸ Πατριάρχη "γυμνῇ τῇ κεφαλῇ"
σήμερα, ποιὲς Συνόδους καὶ ποιοὺς Πατέρες καὶ ποιὲς αἱρέσεις ἐννοεῖ ἡ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε
τὸ 861 καὶ ἐὰν σ᾽ αὐτὲς τὶς κατηγορίες μποροῦν νὰ ἐντάσσωνται οἱ
σύγχρονοι ἑτερόδοξοι, (οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς καὶ δὲν
ὑπῆρχαν κατὰ τὸ χρόνο θέσπισης τοῦ κανόνα, ἐνῶ στὴν Ἀνατολὴ δὲν εἶχε
καταδικασθεῖ μέχρι τότε οὔτε ἡ κακοδοξία τοῦ Filioque, εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ
ὅτι ἀκόμα καὶ κατὰ τὴ μεταγενέστερη Σύνοδο τοῦ 879/80 καταδικάζεται −ἐξ ἀφορμῆς
βεβαίως τοῦ filioque− ἡ οἱαδήποτε προσθήκη στὸ Σύμβολο
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὄχι αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴ ἡ περὶ Filioque διδασκαλία).
Οἱ ἐπικαλούμενοι σήμερα τὸν κανόνα δὲ διασποῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα μὲ τὸ
νὰ ἐντάσσωνται ἢ νὰ δημιουργοῦν μιὰ νέα (ὀρθόδοξη γι᾽ αὐτούς) Ἐκκλησία καὶ νὰ καθίστανται ἀληθινὰ σχισματικοί, κάτι ποὺ δικαιολογεῖται στὴν
περίπτωση Πατριάρχου κηρύττοντος αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δηλ. ἀπροκάλυπτα καί
"παρρησίᾳ", ὅπως ἑρμηνευτικά παρατηρεῖ ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Τὸ νὰ θεωρεῖ κάποιος ὅτι ἡ προσπάθεια προσέγγισης τῶν ἑτεροδόξων διὰ τοῦ
διαλόγου συνιστᾶ αἵρεση, αὐτὸ ὡς ἐπιχείρημα στερεῖται σοβαρότητας. [σ.σ.:
Ἀσφαλῶς ὁ κ. Κατερέλος δὲν θέλει νὰ καταλάβει α) ὅτι ἕνας Ἱ. Κανόνας δὲν
λειτουργεῖ αὐτόνομα καὶ μόνο γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ θεσπίστηκε καὶ β) ὅτι ὁ Πατριάρχης
ἀποδέχεται ἐκκλησιαστικότητα καὶ μυστήρια στὴν Παπικὴ καὶ τὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες, κάτι
ποὺ ἔχει καταδειχθεῖ ἐπαρκῶς ἀπὸ καθηγητὲς Πανεπιστημίου, θεολόγους,
συνεπισκόπους του κ.λπ., καὶ ποὺ αὐτός, ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ αἱρετικοί,
ξανασυζητᾶ τὸ θέμα, ἐπιμένων στὴν αἵρεση καὶ νομίζοντας ὅτι ὁμιλεῖ σὲ ἀνοήτους,
ὁ σύγχρονος “ἀμύντωρ” τοῦ Πατριάρχη, παραπληροφορεῖ
καὶ ψεύδεται λέγων ὅτι τάχα «οἱ σύγχρονες “ἀμύντορες”
τῆς Ὀρθοδοξίας» θεωροῦν ὡς αἵρεση μόνο καὶ μόνο τὴν «προσπάθεια προσέγγισης τῶν ἑτεροδόξων διὰ τοῦ διαλόγου»
καὶ διαγράφοντας ὅλες τὶς κακοδοξίες τῶν Οἰκουμενιστῶν!
Ἐδῶ θὰ τοῦ θυμίσουμε ὅτι
ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ περὶ αὐτὸν θεωροῦν ὡς Ἐκκλησίες τοὺς αἱρετικούς, ἀρνούμενοι
ἔτσι ἐμπράκτως τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ Μία Ἐκκλησία. Καὶ ὅπως καὶ
παραπάνω εἴπαμε, δὲν θὰ καθίσουμε νὰ συζητήσουμε τὸ ἂν ὁ Παπισμὸς εἶναι ἢ δὲν εἶναι αἵρεση, ἐπειδὴ οἱ Οικουμενιστὲς καὶ
κάποιοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι ξανασυζητοῦν τὸ λυμένο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους θέμα· τοὺς ἀρέσει, δὲν τοὺς
ἀρέσει, οἱ Ἅγιοί
μας τοὺς ἔχουν κατατάξει
στοὺς αἱρετικούς.
Ἂν διαφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους, δηλαδὴ μὲ τὴν Ἐκκλησία, τότε δὲν κάνουν τίποτ’
ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ἔχουν ἀποκοπεῖ (ἔχουν κάνει σχίσμα) ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία. Δηλαδὴ αὐτοὶ μὲν δημιούργησαν μιὰ «νέα ἐκκλησία», οἱ κατ’ αὐτὸν
«ἀμύντορες» δέ, παραμένουν στὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων]. Περαιτέρω, εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τόσο τοῦ πρώτου, ὅσο καὶ τοῦ
δευτέρου σκέλους τοῦ κανόνα προϋποθέτει Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους καὶ
Μητροπολίτες ὑπαγομένους στὴν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχου, κάτι ποὺ δὲ
συντρέχει στὴν περίπτωσή μας, ὅπως ἤδη ἔχει μνημονευθεῖ. [σ.σ.:
Τὸ εἴπαμε παραπάνω, ὁ Ἱ. Κανόνας δὲν ἑρμηνεύεται αὐτόνομα, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν
ὅλη ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Φυσικὰ καὶ συντρέχει λόγος ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπὸ
τοὺς αἱρετικούς, ὅταν αἱρετίζουν, ὅπως μὲ δεκάδες κείμενα ἔχουν καταδείξει,
προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὴν μόλυνση ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζί τους καὶ νὰ μὴν
πάθουν ὅ,τι τὰ πρόβατα, ὅταν κάνουν παρέα μὲ «λύκους»!].
Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, ὅτι δὲ συντρέχουν τὰ πραγματικὰ γεγονότα ποὺ συνιστοῦν τὸν εἰδικὸ ὅρο ἄρσεως
τοῦ ἀδίκου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀδικήματος ποὺ περιγράφει ὁ ιε´ Κανόνας τῆς
Πρωτοδευτέρας στὸ τελευταῖο σκέλος του. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ
Καρθαγένης, τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν Θεολόγο τοῦ σχίσματος, ἡ ἔννοια τοῦ σχίσματος καὶ ἡ
διάρρηξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν
δημιουργία ἑτέρας Ἐκκλησίας ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς ἤδη ὑπαρχούσης. Τοῦτο
ὁρίζει ἐπίσης καὶ ὁ συναφὴς πρὸς τὸν 15. κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας 31. κανόνας
τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν ἐφαρμογή του ἀπαιτεῖ "...ὁ πρεσβύτερος
καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου ... θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ...". [σ.σ.:
Ψεῦδος κ. καθηγητά. Καὶ ψεῦδος συνειδητὸ πρὸς παραπλάνηση τῶν πιστῶν. Ποιά
Ἐκκλησία ἔπηξε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής; Ποιά Ἐκκλησία ἔπηξεν οἱ Ἁγιορεῖτες
Πατέρες; Ποιά Ἐκκλησία ἔπηξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς; Καμία. Ἐμμένοντες
στὴν πίστη τῶν Πατέρων, ἦσαν μέσα στὴν Μία Ἐκκλησία. Τὴν νέα Ἐκκλησία ἔπηξαν ὁ
Καλέκας, ὁ Βέκκος, ὁ Νεστόριος, ὁ Ἀθηναγόρας καὶ σήμερα ὁ Βαρθολομαῖος! Γιατί; Γιατὶ
ἀπομακρύνθηκαν μὲ τὶς αἱρέσεις τους ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων].
Σχετικὰ μὲ τὴν
ἐφαρμογὴ τοῦ ιε´ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας σὲ σχέση μὲ τὴ σύγχρονη συγκυρία
μποροῦν νὰ γίνουν οἱ ἑξῆς παρατηρήσεις:
• Τὸ πλάτος τῆς
γενικῆς ἐννοίας τῆς αἵρεσης στὸν ιε´ κανόνα δὲν μπορεῖ ἐξ ἀντικειμένου νὰ
περιλαμβάνει μεταγενέστερες χρονολογικὰ κακοδοξίες. Εἶναι ἀντικειμενικὰ ἀδύνατο
νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ βούληση τῶν Πατέρων τῆς Πρωτοδευτέρας, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν μέχρι
τότε οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι. [σ.σ.: Μὴν τὸ λέτε, μὴν τὸ λέτε αὐτό, κύριε.
Ἡ βούληση ὅλων τῶν Πατέρων συμφωνεῖ στὴν καταπολέμηση καὶ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ
τὴν αἵρεση. Πρὶν τὴν Σύνοδο στὴν ὁποία ἀναφέρεσθε, πραγματοποιήθηκε ἄλλη
Οἰκουμενικὴ Σύμοδος, ἡ Ε΄. Σ’ αὐτήν, λοιπόν -τὴν γνωρίζετε καλά- διαβάζουμε: «Ει
τις μη αναθεματίζει Άρειον, …μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους
άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και
αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των
προειρημένων αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη
οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω…» (Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
553 μ.Χ – ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄, σελ. 721, ΑΘΗΝΑΙ 1992)»! «O μή λέγων τοις αιρετικοίς
ανάθεμα, ανάθεμα έστω» κατὰ τὸ ἰσχύον Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας!» Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔχει ἀποφανθεῖ: «Ἀνάθεμα πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς καὶ τοῖς κοινωνοῦσιν
αὐτοῖς». Εἰς τὸ Συνοδικὸ ἔχουν περιληφθεῖ καὶ ἀναθέματα «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ
Ἀκινδύνου καὶ τοῖς ὀπαδοῖς καὶ διαδόχοις αὐτῶν». ««Ἡμεῖς τῇ
ἀρχαίᾳ Νομοθεσίᾳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπακολουθοῦμεν, ἡμεῖς τοὺς θεσμοὺς τῶν
Πατέρων φυλάττομεν, ἡμεῖς τοὺς προσθέττοντάς τι ἢ ἀφαιροῦντας
ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΟΜΕΝ» (Ζ´ Οἰκ. Σύνοδος). «Ἅπαντα τά παρά τήν
Ἐκκλησιαστικήν Παράδοσιν, καί τήν Διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν Ἁγίων καί
Ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ἢ πραχθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα,
ΑΝΑΘΕΜΑ» (Ζ´ Οἰκ. Σύνοδος). «Εἴ τις πᾶσαν
Παράδοσιν Ἐκκλησιαστικήν ἔγγραφον, ἤ ἄγραφον ἀθετεῖ, Ἀνάθεμα ἔστω» ΑΝΑΘΕΜΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ,
ΑΝΑΘΕΜΑ (Ζ´ Οἰκ. Σύνοδος)». «Ἀναθεματίζω Ἄρειον, …καὶ τοὺς τούτων ὁμόφρονας ἀναθεματίζω μεγίστῃ
φωνῇ∙ Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα. Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα...» (Τάξις εἰς χειροτονίαν
Ἐπισκόπου, βλ. Μέγα Εὐχολόγιον, Ἔκδοσις Σαλίβερου, Ἀθῆναι 1925, σελ.131)].
Ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ κανόνα προϋποθέτει "αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων
ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην", ὅπως ἦσαν οἱ ὑπὸ τῶν προηγηθέντων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καταδικασθεῖσες αἱρέσεις. Kατὰ τὸ χρόνο τῆς θεσπίσεως τοῦ κανόνα (861)
δὲν εἶχε συνοδικῶς καταδικασθεῖ οὔτε ἡ κακοδοξία τοῦ Filioque, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς
ὑπῆρχε στὴ Δύση. Ἐξ ἄλλου οὐδέποτε μιὰ τέτοια διδασκαλία ἔγινε δεκτὴ στὴν
Ἀνατολή, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἡ ὑποψία, ὅτι ὁ κανόνας θεσπίστηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτό.
Δεδομένων τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν προϋποθέσεων ποὺ θέτει τὸ δεύτερο σκέλος τοῦ
κανόνα καὶ δεδομένου τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἐπίκληση καὶ ἐφαρμογή του εἶναι κατὰ
τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἄγνωστη στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ
μπορεῖ νὰ ἀποδείξει, ὅτι ἀποτελοῦσε βούληση τῶν Πατέρων ποὺ τὸν θέσπισαν, νὰ
ἔχει ἐφαρμογὴ σὲ ὁποιαδήποτε μεταγενέστερη «κατεγνωσμένη» κακοδοξία, κάτι ποὺ
δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ συμβεῖ, ἀφοῦ μετὰ τὴ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, δὲν ὑπάρχει ἄλλη
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὥστε νὰ ἰσχύει ὁ ἐξαιρετικὸς ὅρος
ἄρσεως τοῦ ἀδίκου καὶ στὴν περίπτωση αὐτή. (Ἡ ἀνάλυση ὅμως τοῦ σχετικοῦ
ἐπιχειρήματος τῶν «νεοομολογητῶν» καὶ ἡ σύνδεσή του μὲ θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Ποινικοῦ Δικαίου, κρίνεται ἐδῶ περιττή, δεδομένου ὅτι τὸ β´
σκέλος τοῦ ιε´ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας στὴν παροῦσα συγκυρία ἐκ πολλῶν ἄλλων
λόγων δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐφαρμογή). [σ.σ.: Ὁ κ. Κατερέλος, ὅπως
εἴπαμε, ἀποσυνδέει τὸν ΙΕ΄ Κανόνα ἀπὸ τὴν πράξη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Βλέπει τὴν ἀποτείχιση ὑπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ Κανόνος, καὶ καταφεύγει στὸ
ἐρώτημα, ποὺ θεωρεῖ ἀναπάντητο: «θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ
μπορεῖ νὰ ἀποδείξει, ὅτι ἀποτελοῦσε βούληση τῶν Πατέρων ποὺ τὸν θέσπισαν».
Καὶ ἄντε τώρα νὰ ἀποδείξεις τὴν …βούληση τῶν τεθνεώτων Πατέρων τῆς Συνόδου! Ὅμως
ἡ βούληση τῶν Πατέρων εἶναι δεδομένη καὶ γνωστή, γιατὶ ἀκολουθοῦσαν τὴν Εὐαγγελικὴ
διδασκαλία, τὴν πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ὅπως
διατυπώθηκε στὶς Γραφές, πρὶν Γερμανοτραφέντες ἀκαδημαϊκοὶ τὴν διαστρεβλώσουν.
Ὁ ἅγιος καὶ μέγας Φώτιος, ὅμως, γράφει: «Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς
Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί
παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες
τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει…».
Δηλαδή, θεωρεῖ δεδομένο καί ἐν πλήρει ἰσχύ τό ἀνάθεμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν
καί ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπικυρωθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο γιά νά ἰσχύση σέ κάποια
συγκεκριμένα πρόσωπα: «τούς παρά τό
Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι
παραπέμπει».
Εἶναι ἐπίσης φανερὸ ὅτι ὁ
Ἅγιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικό φρόνημα καί ὄχι γιά καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς. Ἂς ἀφήσουμε τὴν
περίπτωση ὅτι σήμερα ἡ Σύνοδος εἶναι αἱρετική, ὁπότε τί νὰ περιμένουμε ἀπὸ
αἱρετικούς; Νὰ καταδικάσουν ἑαυτούς; Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ τὸ
ἴδιο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, γράφει: «Εἷς γάρ νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον
παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν
ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια» τῆς ἁγιοπατερικῆς μας
Παραδόσεως. Διότι ὁ Ἀπόστολος «οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό
πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν
παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν». Καὶ τὸ νὰ ἀποδίδουν
ἐκκλησιαστικότητα ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει, δὲν εἶναι κάτι μικρό, «θεοφιλέστατε»! Ὅλα
αὐτά, ὅμως, ὁ κ. Κατερέλος τὰ διαγράφει, διότι τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο θεωρεῖ,
ὅπως αὐτὸς τὸ διδάσκει! Καὶ ὅπως ἀμέσως παρακάτω ἐξ ὅσων λέγει διαφαίνεται, ἡ
παραχάραξη τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ
Κυρίου, δὲν ἀποτελεῖ αἵρεση!!! Καὶ ὁ
Κ.Κ. ἀπαγορεύει ἐξ ἐνστίκτου καὶ αὐτόματα νὰ ἀπομακρυνθεῖ κάποιος
πιστὸς ἀπ’ αὐτὴ τὴν αἵρεση,
ἂν δὲν πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ καταδίκη της, ὅσα χρόνια κι ἂν
διαρκέσει ἡ διαδικασία γιὰ μιὰ τέτοια καταδίκη!].
Σὲ κάθε περίπτωση οἱ
Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας θέτοντας τὴν προϋπόθεση τῆς «κατεγνωσμένης»
κακοδοξίας, ἔθεταν ὡς ὅρο, εἴτε τὴν προϋπάρχουσα καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπὸ
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, εἴτε τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Consensus Patrum, ἐὰν βέβαια οἱ
Πατέρες ποὺ ἐννοεῖ ὁ κανόνας μποροῦν νὰ διακριθοῦν ἀπὸ τοὺς Πατέρων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πρᾶγμα ποὺ δὲν ὑπάρχει σήμερα οὔτε ὡς πρὸς τὴν ἐκτίμηση
τοῦ ἐὰν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ ἤ σχισματικοί, οὔτε ὡς πρὸς τὸ
γενικώτερο προσδιορισμὸ τῶν σχέσεων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κατὰ τρόπο ἑνιαῖο στὸν
ὀρθόδοξο χῶρο. [σ.σ.: Ἡ διδασκαλία τοῦ κ. καθηγητοῦ εἶναι
ἀντιεπιστημονική, ἄνευ πατερικῶν ἀποδείξεων, αὐθαίρετη καὶ ἀνορθόδοξη. Ὁ κ.
Κατερέλος, ἀρνεῖται τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοί,
ὁμιλῶν ὡς καθηγητὴς καὶ ὄχι ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας. Πρᾶγμα ποὺ μᾶς κάνει νὰ
ἐπαναλάβουμε παραλαγμένη τὴν τοποθέτηση: Ὅτι, δηλαδή, ἐὰν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ἢ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἢ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἢ ὁ
ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (ποὺ ἔχουν ἐκφράσει τὴν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ
Παπισμὸς καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεση), ἔδιναν ἐξετάσεις ὡς
φοιτητὲς στὸν καθηγητὴ Κατερέλο, δὲν θὰ ἔπαιρναν πτυχίο(!), θὰ τοὺς ἔκοβε ἢ μᾶλλον, τοὺς κόβει καὶ
τοὺς ἀφήνει μεταξεταστέους! Διότι τὴν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας σήμερα τὴν ἐκφράζουν
καθηγητὲς Γερμανοσπουδασμένοι· ὑβρίζοντες καὶ πτύοντες σιχαμερὰ
ὁμολογητὴ θεολόγο (ὅπως ἔκαμε ὡς ἀρχιμανδρίτης ὁ θεοφιλέστατος κ.
Κατερέλος στὴν Γερμανία, ὅταν μὲ θυμὸ ἔφτυσε τὸν ἀείμνηστο Νικόλαο
Σωτηρόπουλο, ὁμιλοῦντα σὲ ἀκροατήριο, ἐπειδὴ δὲν
ἄρεσαν στὸν κ. Κατερέλο οἱ θέσεις του ὁμιλητοῦ!!! Πῶς ὅμως θεωρεῖ ἡ Ἁγία
Γραφὴ τοὺς ὀργίλους; Κι ἴσως αὐτὸ τὸ «φτύσιμο» τοῦ
ἄνοιξε κάποιες πόρτες ποὺ ἐλέγχουν οἱ Οἰκουμενιστές! Ἀλήθεια, ἀφοῦ
ὑποστηρίζει
ὁ κ. καθηγητὴς τοὺς Κανόνες, δὲν θὰ ἦταν πρέπον καὶ συνεπὲς μετὰ ἀπὸ
τέτοιες
ἐνέργειες νὰ αὐτοκαθαιρεθεῖ ἢ νὰ ζητήσει τὴν καθαίρεση του ἀπὸ συνοδικὴ
ἐπιτροπή;].
Σκοπὸς τῶν Πατέρων τῆς
Πρωτοδευτέρας ἦταν ἡ διασφάλιση τῆς ἑνότητας, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης
καὶ ὄχι ὁ διχασμὸς τῶν Ὀρθοδόξων μεταξύ τους. [σ.σ.:
Ὄχι κ. Κατερέλο, σκοπὸς τῶν Πατέρων ἦταν, βέβαια, ἡ ἀπαγόρευση τῶν σχισμάτων
γιὰ «ψύλλου πήδημα», ἀλλὰ ταυτόχρονα -οἱ ἔμπειροι εἰς τὰ θέματα Πίστεως Πατέρες-
θέλησαν νὰ βάλουν φρένο σὲ κάθε Βαρθολομαῖο καὶ Ζηζιούλα καὶ Κατερέλο, ποὺ θὰ
προσπαθοῦσαν, χάριν τάχα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, νὰ περάσουν τὶς κακοδοξίες
τους, καταφεύγοντες στὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὶς Συνόδους.
Σκοπὸς τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος ἦταν ἡ διασφάλιση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
διασφάλιση, ΟΧΙ εἰς βάρος τῆς
Πίστεως. Πρώτιστο καθῆκον ἡ κατάσβεση τῆς
αἱρέσεως, ὅπου καὶ ὅταν μελλοντικὰ αὐτὴ θὰ παρουσιαζόταν. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἕνα
Κανόνα ποὺ θεσπίστηκε γιὰ νὰ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ τὰ σχίσματα, τέθηκε ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ καὶ
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ αὐτὴ ἐξαίρεση]. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
ἔθεσαν ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση αὐτὴ τὴν ἀσφαλιστικὴ δικλείδα. Ἐκτὸς τούτου ὁ
οἱοσδήποτε, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται τὸ συγκεκριμένο κανόνα, θὰ ἔπρεπε κυρίως νὰ
μπορεῖ νὰ καταδείξει, ποιά κακοδοξία τῶν ἑτεροδόξων ἔχει υἱοθετηθεῖ ἀπὸ
Πατριάρχη καὶ κηρύσσεται δημοσίᾳ. [σ.σ.: Ἔχει καταδειχθεῖ μὲ
ἀτράντακτες ἀποδείξεις καὶ τόσο συχνά, ποὺ παραιτούμαστε αὐτοῦ τοῦ
δικαιώματος].
• Οἱ σήμερον
ἀποτειχιζόμενοι −εὐτυχῶς ἐλάχιστοι− δὲ δημιουργοῦν σχίσμα, ὅπως ἤδη ἔχει
ἐπισημανθῆ, διασπῶντες τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, γιατὶ κάτι τέτοιο προϋποθέτει
τὴν πήξη ἄλλου θυσιαστηρίου ἐκτὸς τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Καθηγητὴς Σπ.
Τρωϊάνος ἐπισημαίνει: «Στενὴ σχέση μὲ τὸ σχίσμα ἔχει τὸ ἀδίκημα τῆς
παρασυναγωγῆς. Στὸ πρῶτο εἶναι ἀναγκαία ἡ παρουσία μεταξὺ τῶν δραστῶν ἑνὸς
τοὐλάχιστον ἐπισκόπου, ἐνῶ τὸ δεύτερο διαπράττεται ἀπὸ πρεσβύτερο». Ὁ Καθηγητὴς
Γ. Πουλῆς ἀναφερόμενος στὸ σχίσμα παρατηρεῖ: «Τὸ ἰδιάζον χαρακτηριστικὸ
τοῦ ἀδικήματος αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὡς αὐτουργὸς ἢ τουλάχιστον ὡς ἄμεσος συνεργὸς
νοεῖται κληρικὸς μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο προφανῶς, γιατὶ τὸ σχίσμα
ἐμπεριέχει μιὰ ἔστω ὑποτυπώδη ὀργανωτικὴ δομή, ἡ ὁποία ἀναγκαίως γιὰ νὰ
λειτουργήσει χρειάζεται ἐπίσκοπο προκειμένου νὰ καθιερώσει ναούς, νὰ
χειροτονήσει κληρικοὺς κ.λ.π. Διαφορετικά, ὅταν κατὰ κανόνα τὴν αὐτουργικὴ
δράση ἀναπτύσσει πρεσβύτερος, στοιχειοθετεῖται τὸ κανονικὸ ἀδίκημα τῆς
παρασυναγωγῆς». Οἱ ἀποτειχιζόμενοι, παρότι καὶ κατὰ τὴ δήλωσή τους, δὲ
δημιουργοῦν σχίσμα, ἐπικαλοῦνται κανόνα ποὺ προϋποθέτει τὸ σχίσμα. [Ὁ
ἄνθρωπος καταλαβαίνει τί λέει; Καταλαβαίνει, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ «ἀκαδημαϊκὲς»
«σχολαστικὲς»
καὶ «οἰκουμενιστικὲς» προϋποθέσεις, μακρὰν τῶν Ἁγίων Πατέρων εὑρισκόμενος.
Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερὸς Κανόνας λέγει ὅτι οἱ ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο
δὲν δημιουργοῦν σχίσμα, ἀλλ’ ἀποτρέπουν (ὅσον δύνανται) τὸ σχίσμα ποὺ
δημιουργοῦν οἱ αἱρετίζοντες! Αὐτοὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ
δημιουργοῦν τὴν δική τους αἱρετικὴ Ἐκκλησία: «Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ
ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς
ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν
ῥύσασθαι»! Ὁ Κανόνας λοιπόν προϋποθέτει τὸ σχίσμα,
ὄχι ἐκ μέρους τῶν ἀποτειχισμένων, ἀλλ’ ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν! Ποιά
ἐμπιστοσύνη μπορεῖ νὰ ἔχει κανεὶς σὲ τέτοιο δάσκαλο καὶ Ἐπίσκοπο;].
Τὸ ἴδιο κατὰ σαφέστατο
τρόπο ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἀείμνηστος Πρωτοπρεσβύτερος Εὐάγγελος Μαντζουνέας: «Ἡ
διαφορὰ μεταξὺ σχίσματος καὶ Παρασυναγωγῆς κατὰ τοὺς Ἱεροὺς κανόνας ἔγκειται
εἰς τὸν δράστην τοῦ κανονικοῦ ἐγκλήματος. Οὕτως, ἐνῶ τὸ σχίσμα διαπράττεται ὑφ᾽
ἑνὸς ἢ πολλῶν Ἐπισκόπων μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτοὺς κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἡ παρασυναγωγὴ
τελεῖται οὐχὶ ὑπὸ Ἐπισκόπων ἀλλ᾽ ὑπὸ Πρεσβυτέρων, οἵτινες ἐκτελοῦν ἱεροπραξίας
ἐν οἴκοις ἰδιωτικοῖς ἢ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν ἴδιον Ἐπίσκοπον, μὴ μνημονεύοντες
αὐτὸν κατὰ τὰ ἐν ταῖς τελεταῖς διατεταγμένα, ἔστω καὶ ἐν τῇ περιπτώσει, καθ᾽ ἣν
οὗτος ὑπέπεσεν εἰς ἔγκλημα ἢ αἵρεσιν πρὶν ἢ καταδικαστῇ τελεσιδίκως. Διότι ὁ
πρεσβύτερος φέρων τὸν β´ τῆς Ἱερωσύνης βαθμὸν δὲν δικαιοῦται νὰ κρίνῃ καὶ
καταδικάσῃ τὸν Ἐπίσκοπον». [σ.σ.: Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ
τὸν ΙΕ΄ Κανόνα! Ἀλήθεια! Εἶναι καλὰ ὁ ἄνθρωπος;].
• Ἡ Πρωτοδευτέρα
Σύνοδος ὡς αἱρετικοὺς ἐννοεῖ κατ᾽ ἐξοχὴν τοὺς Εἰκονομάχους, αὐτὸς δὲ εἶναι
ἄλλωστε ὁ λόγος γιὰ τοὺς ὁποῖους συνεκλήθη (ἐκτὸς τῆς ἐπικυρώσεως τῆς
ἐκθρονίσεως (858) καὶ καθαιρέσεως (859) τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου καὶ τῆς
ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τοῦ Φωτίου ὡς Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως). Ἡ εἰκονομαχία ἀποτελοῦσε τότε κακοδοξία "παρὰ τῶν
ἁγίων συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην". Ἡ ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ κανόνα πείθει,
ὅτι στρέφεται κατὰ ὑπολοίπων «ζηλωτῶν» μοναχῶν καὶ κληρικῶν, γιὰ νὰ προληφθεῖ
ἐκ μέρους τους μιὰ νέα εἰκονομαχικὴ ἀντίδραση. Ὁ κανόνας δὲν προσβλέπει σὲ
μεμονωμένες περιπτώσεις, ἀλλὰ σὲ μιὰ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀπὸ
ὁμάδες προσώπων, κάτι ποὺ δὲ συντρέχει στὴν περίπτωσή μας. [σ.σ.:
Τὸ βιολὶ βιολάκι!].
• Ἡ διεξαγωγὴ σήμερα
κατόπιν πανορθοδόξων ἀποφάσεων θεολογικῶν διαλόγων οὐδόλως
σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ υἱοθετεῖ τίς δογματικὲς ἀποκλίσεις τῶν συνομιλητῶν της. [σ.σ.: Ἀσφαλῶς καὶ σημαίνει –διαστροφέα τῆς
ἀλήθειας, κ. Κατερέλο– «ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ υἱοθετεῖ τίς δογματικὲς ἀποκλίσεις τῶν συνομιλητῶν
της». Τί ἄλλο εἶναι οἱ συμφωνίες στὸ Μπάλαμαντ, στὸ
Σάμπεζυ, στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε, στὸ Πουσάν, κ.λπ.; Ἀπὸ ποὺ ἁρπάξαμε τὴν ἐπιδημία τῆς
Βαπτισματικῆς Θεολογίας, τῆς Εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, τῆς διηρημένης
Ἐκκλησίας κ.λπ.;].
Σὲ μιὰ τέτοια
περίπτωση δὲ θὰ ἦταν ἀπαραίτητος ὁ διάλογος. Ἐὰν ὁ θεολογικὸς διάλογος μετὰ τῶν
ἑτεροδόξων καθ᾽ ἑαυτὸς ἀποτελεῖ "αἵρεση" καὶ μάλιστα
"παναίρεση", σ᾽ "αὐτήν" ἔχει περιπέσει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ
Πατέρες της ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων. [σ.σ.: Ὁ διάλογος «μετὰ
μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν καταδικάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, κύριε
Κατερέλο, τὴν ὁποία ἐσὺ φαίνεται νὰ μὴν γνωρίζεις! Ἑκατοντάδες
πατερικὰ κείμενα δὲς στὸ βιβλίο «Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους…».2 Γιατὶ ὁ διάλογος μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, ποὺ ἐπιμένουν καὶ αὐξάνουν τὶς κακοδοξίες τους, καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησία μας].
• Οὐδεμία κακοδοξία
τῶν ἑτεροδόξων κηρύσσεται "δημοσίᾳ" ἀπὸ Πατριάρχη, ὅπως ἀπαιτεῖ ὁ
κανόνας. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ ἐγκριθέντα κείμενα στὴν Κρήτη, θὰ καταδειχθεῖ
κατωτέρω, ὅτι αὐτὰ ὄχι μόνο δὲν συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν παραδεδομένη
δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐμμένουν σ᾽ αὐτή. [σ.σ.:
Ἀσφαλῶς καὶ κηρύττεται "δημοσίᾳ" ἡ διδασκαλία περὶ πολλῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πολλῶν
βαπτισμάτων, ἀλλὰ καὶ τόσες ἄλλες ποὺ εἰδικοὶ ἔχουν παρουσιάσει].
• Οἱ κανόνες ιγ´, ιδ´,
καὶ ιε´ τῆς Πρωτοδευτέρας ἀναφερόμενος στὴ διακοπὴ μνημοσύνου, ὁ μὲν
πρῶτος τοῦ Ἐπισκόπου ὑπὸ πρεσβυτέρου ἢ Διακόνου, ὁ δεύτερος τοῦ Μητροπολίτου
ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ὁ τρίτος τοῦ Πατριάρχου ὑπὸ Μητροπολιτῶν, Ἐπισκόπων καὶ Πρεσβυτέρων,
δικαιολογεῖ μόνον, στὴν τρίτη περίπτωση, δηλ. μόνο σὲ περίπτωση αἵρεσης τοῦ
Πατριάρχου τὴ διακοπὴ μνημοσύνου, ὑπὸ τοὺς περιοριστικοὺς ὅρους, ὅτι αὐτὴ εἶναι
κατεγνωσμένη ὑπὸ Συνόδων καὶ Πατέρων καὶ κηρύσσεται δημοσίᾳ, παρρησία, «γυμνῇ
τῇ κεφαλῇ», ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑποχρεοῦνται νὰ τὸν μνημονεύουν. Ὁ 13.
κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας −ὅπως καὶ 31. τῶν Ἀποστόλων , ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν
ἐφαρμογή του ἀπαιτεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ τὴ δημιουργία
σχίσματος, κάτι ποὺ δὲ συντρέχει στὴν παροῦσα συγκυρία, εἶναι σημαντικός, γιατὶ
ἀποκλείει κάθε αὐθαίρετη πρὸ συνοδικῆς καταδίκης πράξη ἐναντίον τοῦ
Μητροπολίτου ὑπὸ Πρεσβυτέρων ἢ Μοναχῶν: «Ὁ γὰρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος
καὶ τῶν μητροπολιτῶν ἁρπάζων τὴν κρίσιν, καὶ πρὸ κρίσεως αὐτὸς κατακρίνων, ὅσο
τὸ ἐπ᾽ αὐτῷ, τὸν οἰκεῖον πατέρα καὶ ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδὲ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου
ἐστὶν ἄξιος τιμῆς ἢ ὀνομασίας. Οἱ δὲ τούτῳ συνεπόμενοι, εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων
εἶέν τινες, καὶ αὐτοὶ τῆς οἰκείας τιμῆς ἐκπιπτέτωσαν· οἱ δὲ μοναχοὶ ἢ λαϊκοί,
ἀφοριζέσθωσαν παντελῶς τῆς Ἐκκλησίας, μέχρις ἂν τὴν πρὸς τοὺς σχισματικοὺς
συνάφειαν διαπτύσαντες, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἐπιστραφεῖεν».
• Γιὰ τὴν κρίση τῶν
Πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι μεμονωμένα καὶ αὐτοβούλως παύουν νὰ μνημονεύουν στὴ Θ.
Λειτουργία τὸ Μητροπολίτη τους, ἀρκεῖ καὶ μόνο ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ στ´ Γάγγρας .
Ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ κανόνα μπορεῖ νὰ ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ ὁ 31. κανόνας τῆς Πενθέκτης:
«Τοὺς ἐν εὐκτηρίοις οἴκοις, ἔνδον οἰκίας τυγχάνουσι, λειτουργοῦντας ἢ
βαπτίζοντας κληρικούς, ὑπὸ γνώμην τοῦτο πράττειν τοῦ κατὰ τόπον ἐπισκόπου
ὁρίζομεν· ὥστε, εἴ τις κληρικὸς μὴ τοῦτο παραφυλάξῃ, καθαιρείσθω». (Ταυτόχρονα
ὅμως θὰ πρέπει νὰ τονίσει κανείς, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων ἀνήκει στὴν κρίση τῆς Ἐκκλησίας καὶ μόνον αὐτῆς, ἡ ὁποία ὀφείλει νὰ
χρησιμοποιήσει κάθε ποιμαντικὸ μέσο πρὸς σωφρονισμὸ τῶν παρεκτραπέντων καὶ νὰ
διαπιστώσει, ἐάν, κατὰ περίπτωση, πληροῦται ἡ ὑποκειμενικὴ καὶ ἀντικειμενικὴ
ὑπόσταση τοῦ ἀδικήματος). [σ.σ.: Νά, καὶ ἡ νέα
ἐκκλησιολογία-ποιμαντική! Νά, καὶ ἡ κατάργηση
τοῦ β΄ μέρους τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ποὺ μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ, καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἄνευ
συνοδικῆς κρίσης καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ ἀνωτέρου. Παρεμπιπτόντως
ὅταν μιλοῦμε περὶ κρίσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία κ. Κατερέλο ἀποτελεῖται
μόνο ἀπὸ Ἐπισκόπους, συνοδείᾳ μπράβων (βλέπε Κολυμπάρι) ἢ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν
πιστῶν, τὸ ὁποῖο ἐσὺ κατεδίκασες ὡς ἄσχετο καὶ ἀκατάλληλο;].
Ὁ ιε´ κανόνας τῆς
Πρωτοδευτέρας, ὅπως ἤδη ἔχει γραφεῖ, δὲν παρέχει δικαίωμα διακοπῆς μνημοσύνου
Πατριάρχου σὲ πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὴ δικαιοδοσία ἄλλου
Μητροπολίτου. Κάτι τέτοιο θὰ καταργοῦσε τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας,
θεμελιώδη ἀρχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Εἶναι δηλ. προφανές, ὅτι οἱ
Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας ἤθελαν νὰ ἀποτρέψουν μιὰ καταχρηστικὴ ἄσκηση τῆς διακοπῆς
τοῦ μνημοσύνου, γι᾽ αὐτὸ ἔθεσαν τὸν ἐξαιρετικὸ ὅρο ἄρσεως τοῦ ἀδίκου μόνο στὴν περίπτωση ἑνὸς αἱρετικοῦ Πατριάρχου, μόνο ὅταν ἡ αἵρεση εἶναι
«κατεγνωσμένη», μόνο ὅταν αὐτῇ κηρύσσεται δημοσίᾳ καὶ μόνο, ὅταν ἡ διακοπὴ
μνημοσύνου γίνεται ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποχρέωση νὰ τὸν μνημονεύουν. [σ.σ.:
Ὅλα αὐτὰ τὰ «μόνο» ἔχουν ἐφαρμογὴ
στὴν περίπτωση τῶν Οἰκουμενιστῶν. Καὶ φυσικὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, ἀφοῦ
–ὅπως εἶναι γνωστόν– ὁ ἱερὸς ΙΕ΄ Κανόνας δὲν εἶναι ὁ ἁρμόδιος Κανόνας ποὺ
καθορίζει τὰ τῆς διακοπῆς μνημοσύνου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ προσθήκη, ὡς ἐξαίρεση στὸν
Κανόνα ποὺ ἀπαγορεύει τὰ σχίσματα· διευκρινίζει δηλαδή ὅτι, ὅσα οἱ 13ος,
14ος καὶ 15ος Κανών (α΄ ἡμιστίχιο) ὁρίζουν, δὲν ἰσχύουν
ὅταν πρόκειται γιὰ αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους. Τότε δὲν ὑπάρχει περίπτωση σχίσματος
ἐκ τῶν ἀποτειχισμένων, ἀφοῦ τὸ σχίσμα τὸ κάνουν οἱ αἱρετίζοντες. Καὶ ἡ
ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει τὶς
ρίζες της στὴν Π. Διαθήκη].
• Ἐνῶ οἱ ἱεροὶ κανόνες
δὲν παρέχουν σὲ Πρεσβυτέρους κανένα δικαίωμα νὰ διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τοῦ
Μητροπολίτου τους γιὰ κανένα λόγο πρὸ συνοδικῆς αὐτοῦ καταδίκης (ιγ´
Πρωτοδευτέρας), τὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀποτειχιζομένων, ὅτι πράττουν αὐτό, ἐπειδή
−ὑποτίθεται− ὁ Μητροπολίτης τους εὑρίσκεται σὲ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλους
−ὑποτίθεται− «αἱρετικούς» Μητροπολίτες ἢ Πατριάρχες, εἶναι κανονικὰ ἀβάσιμο,
ἐὰν ὄχι φαιδρό. [σ.σ.: Φαιδρὴ καὶ προβοκατόρικη εἶναι ἡ
δική σου θέση κ. καθηγητά, ποὺ δὲν βλέπεις τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀλλά,
ἂν εἶναι δυνατὸν ἕνας αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου καὶ
μάλιστα ἄνευ ποιμνίου –ἀλήθεια, αὐτὸ νομομαθῆ κ.
Κατερέλο, πότε ὑπῆρξε στὴν Ἐκκλησία;– νὰ ἑρμηνεύσει σωστὰ ἕνα Κανόνα καὶ τὴν
πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐφαρμοζόμενος «κόβει τὰ πόδια» τῶν Οἰκουμενιστῶν!]. Ἀκόμα καὶ ἐὰν θεωρηθεῖ, ὅτι ὁ Μητροπολίτης τους (ἐπι)κοινωνεῖ μὲ ἄλλους
ὄντως αἱρετικοὺς Μητροπολίτες ἢ Πατριάρχες, δὲ θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ τοῦ
καταλογισθεῖ τὸ ἀδίκημα τῆς αἵρεσης, ἐπειδὴ δὲν πληροῦται ἡ ὑποκειμενικὴ
ὑπόσταση τοῦ ἀδικήματος τῆς αἵρεσης, τοῦ Μητροπολίτου προφανῶς εὑρισκομένου σὲ
πλάνη. [σ.σ.: Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νὰ ἔχει (παρόλο ποὺ
εἶναι καθηγητής) κάποιο πρόβλημα συνοχῆς καὶ ἐπιστημονικῆς μεθοδολογίας.. Ἐνῶ
μιλᾶμε γιὰ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, αὐτὸς καταφεύγει στὸν …ΙΓ΄ Κανόνα! Εἶναι δυνατόν;
Ἐὰν δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Οἰκουμενιστές, τότε κακῶς ἐπικαλοῦνται τὸν ΙΕ΄, ὅσοι
διακόπτουν τὸ Μνημόσυνό τους, καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μόνο ἐκ τούτου σφάλλουν.
Ὁπότε, τί δουλειὰ ἔχει ὁ ΙΓ΄ Κανόνας; Ταυτόχρονα ὁ κ. καθηγητὴς καταδικάζει καὶ
διαγράφει πλήρως τοὺς Ὁμολογητὲς Ἁγίους ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ Μ. Βασίλειο,
ἕως τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ διέκοψαν τὸ
μνημόσυνο τῶν Πατριαρχῶν καὶ ἔκαναν ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ οἱ πιστοί, ποὺ σήμερα τοὺς
μιμοῦνται!].
Ἐφαρμόζοντας ὅμως τό
«ἰδιοφυές» ἐπιχείρημα τῶν «νεομολογητῶν» τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ μποροῦσε, ἢ μᾶλλον
θὰ ἔπρεπε, καὶ ὁ οἱοσδήποτε ρῶσσος, βούλγαρος, γεωργιανὸς καὶ ἀντιοχειανὸς
πρεσβύτερος νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ δικό του Μητροπολίτη, γιατὶ
ἐκεῖνος, ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀνήκει, ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ τοὺς «αἱρετικούς» Πατριάρχες καὶ Μητροπολίτες τῶν ὑπολοίπων 10
αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν! Ὑπάρχει μεγαλύτερη παράνοια ἀπὸ τὸ νὰ ὑποστηρίζει
κανεὶς κάτι τέτοιο; Ὑπάρχει ἔστω καὶ μία τέτοια περίπτωση στὸν κόσμο ὁλόκληρο;
Γιατὶ οἱ 4 Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνεχίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὶς
ὑπόλοιπες 10, οἱ ὁποῖες συμμετεῖχαν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐὰν
οἱ 10 Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ συμμετεῖχαν εἶναι «αἱρετικοί»; Τόση ἡ
παράνοια!!! [σ.σ.: Αὐτὸ ἔκανε ὁ ἅγιος Μάξιμος, κ.
Κατερέλο. Ἀποτειχίστηκε, ἂν καὶ μὴ ἱερωμένος ἀπὸ Πατριάρχες. Καὶ τὸν
παρακαλοῦσαν νὰ ἐπαναλάβει τὸ Μνημόσυνο, δηλ. νὰ κοινωνήσει δηλ. μαζί τους, κι αὐτὸς ἀρνιόταν.
Παρανοϊκὸς λοιπὸν κι ὁ ἅγιος Μάξιμος; Δὲν ἔχει τελικὰ ὅρια ἡ παπικὴ οἴηση σας;].
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ
τὴν παντελῶς ἀτυχῆ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση στὸν ιε´ κανόνα τῆς
Πρωτοδευτέρας ἀπὸ τούς «ἀποτειχιζομένους», ὑπάρχει τὸ σπουδαιότερο, ὑπάρχει τὸ
πρόβλημα οὐσίας: Εἰσάγει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης μιὰ νέα
Ἐκκλησιολογία ἀποκλίνουσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία;
Εἶναι σημαντικὴ ἡ
ἐπισήμανση τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὸ συνοδικὸ Τόμο τῆς Συνόδου τοῦ
1351: «...ἕτερόν ἐστὶν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως
ὁμολογία· καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι
τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ
πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται...». Λίγο παρακάτω ὁ ἴδιος συνοδικὸς Τόμος
ἐπισημαίνει: «…οὐδὲ γὰρ περὶ τῶν ὀνομάτων, κατὰ τὸν Θεολόγον ζυγομαχήσωμεν,
κίνδυνον οὐδένα εἰδότες περὶ τὰς λέξεις, ἕως ἂν ὁ νοῦς ὑγιαίνειν δοκῇ… οὐ γὰρ ἐν
ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθεια τε καὶ εὐσέβεια, κατὰ τὸν Θεολόγον
Γρηγόριον». Ἀποδεικτέον λοιπὸν εἶναι, ἐὰν τὰ κείμενα τῆς Συνόδου ἀκριβολογοῦν
διὰ τῶν λέξεων δηλοῦντες τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων καὶ ἐὰν οἱ ὑπὲρ τῆς
«εὐσεβείας» ἀντιλέγοντες ὄχι ἁπλᾶ μόνο δὲν ἀκριβολογοῦν, κάτι ποὺ θὰ ἦταν
ἐπιτρεπτό, ἀλλὰ λανθάνουν.
Ἐδῶ σταματοῦμε τὸν σχολιασμό, μιᾶς καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πιάνει στὸ στόμα του τοὺς ἁγίους Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, τοὺς ὁποίους -μὲ τὰ παραπάνω λόγια του- κατηγορεῖ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ὡς σχισματικοὺς καὶ ἀνυπάκουους, ἐπειδὴ διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ συναφιοῦ του πρὶν συνοδικῆς του καταδίκης!
Ἐλπίζουμε τὸ
ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς μελέτης τοῦ θεοφιλέστατου, νὰ ἔχουν τὸ κουράγιο κάποιος νὰ
τὸ ἀντικρούσει, γιατὶ περιέχει πολλὰ παρόμοια μὲ τὰ παραπάνω μαργαριτάρια!
3. Αἱρετικοὶ καὶ
Ἑτερόδοξοι
Βασικὴ μομφὴ κατὰ τοῦ κειμένου
ἀποτελεῖ ἡ ἐπισήμανση, ὅτι σ᾽ αὐτὸ δὲν καταγγέλλονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ
ἐξ αὐτῶν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποσχισθέντες ὡς αἱρετικοί. Εἶναι ὅμως γνωστὸ τὸ
ἀνυπέρβλητο κριτήριο ποὺ θέτει ὁ στ´ κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
γιὰ τὸ χαρακτηρισμὸ κάποιου ὡς αἱρετικοῦ: «Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν τούς τε πάλαι
τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας». Ἡ
ἐπίκληση, ἡ ἐφαρμογὴ καὶ κατὰ πολὺ περισσότερο ἡ κακοποίηση τῶν ἱερῶν κανόνων
δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται κατὰ τὸ δοκοῦν. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς κάποιου
ὡς αἱρετικοῦ προϋποθέτει τὴν ἐπίσημη καταδίκη του ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Στὴν
περίπτωση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, παρὰ τὴν καταδίκη ἐπὶ μέρους δοξασιῶν τους ἀπὸ
τοπικὲς Συνόδους , δὲν ὑπάρχει μιὰ τέτοια γενικὴ ἐπίσημη καταδίκη. Τὸ γεγονὸς
αὐτὸ φαίνεται νὰ προβληματίζει κάποιους στὴν Ἀνατολὴ μετὰ τὸ 1054, γιὰ τὸ λόγο
δὲ (Ἡ συνέχεια ἐδῶ).
______________________________
(1) Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Συμεὼν
τέκνῳ Ἐπειδὴ ἀνέγνων σου τὴν ἐπιστολὴν καὶ κατέμαθον ὅπου καθέζῃ καὶ
ὅπως καὶ μεθ' ὅσους καὶ οἵους ἀδελφούς σου, τέκνον ἠγαπημένον, πάνυ
ἀνεπάην ὁ ταπεινὸς καὶ εὐλόγησα ἀμφοτέρους καὶ πρό γε τῶν ἄλλων σέ, τὸν
καλῶς προηγούμενον καὶ ἐξ ἀγαθῆς καταστάσεως ὑφ' ἑαυτὸν ἑλόντα καὶ τοὺς
λοιπούς. τοιγαροῦν φυλαχθείητέ μοι ἐπὶ τὸ αὐτό, συζῶντες ἐν εἰρήνῃ καὶ
ὁμονοίᾳ καὶ τὸν τοῦ διωγμοῦ καιρὸ διανύοντες σωτηρίως
καὶ μεμακαρισμένως· καὶ γὰρ μακαρίους ὑμᾶς εἴρηκεν ἐν εὐαγγελίοις ὁ
Κύριος. ἡ εὐφημία μεγάλη, ἡ ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος· καὶ γὰρ βασιλεία
οὐρανῶν. Στῆτε οὖν, παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, στῆτε ἀκαταγώνιστοι ἔκ τε τῶν
ὁρωμένων ἐχθρῶν καὶ ἀοράτων, παρασκευαζόμενοι μήπως καὶ συλληφθῆτε καὶ
ἵνα ἀθλοφορήσοιτε δυνάμει θεοῦ, καθὰ καὶ πολλοὶ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν. τέως
δέ, ἕως ἂν οἰκονομῇ Κύριος ἀσυλλήπτους μένειν, μένοιτε εὐζωοῦντες, τοῦτο
μὲν ἀγαπητῶς ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους καὶ ἀπαρρησιάστως, τοῦτο δὲ
ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ, δῆλον ὅτι κεφαλῆς σοῦ, ἀδελφέ,
προηγουμένου· πᾶν γὰρ τὸ ἀκέφαλον καὶ ἄναρχον ἄτακτον καὶ στασιῶδες,
οὗ λυτρωθείημεν. προσεύχεσθε περὶ εἰρήνης τῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας, περὶ
πάντων τῶν διεσπαρμένων ἀδελφῶν ὑμῶν, καὶ μάλιστα τῶν εἰς τὰ Στουδίου
ὑπὸ τοῦ ἀθέου Λεοντίου πιεζομένων καὶ λίαν τετρυχωμένων καὶ μέντοι
ἐνισταμένων κραταιότατα, ἔπειτα καὶ περὶ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, ἵνα
σῳζοίμεθα ἐν Κυρίῳ. ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν Νικόλαος πλεῖστα προσαγορεύει».
(2) Παναγιώτη Σημάτη, «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος».