Τὸ ὑποσχέθηκα καὶ πρέπει νὰ τὸ ἀνοίξω. Δὲν μπορῶ νὰ προσδιορίσω ἂν
αὐτὸ τὸ παράθυρο εἶναι τοῦ δεξιοῦ ἢ τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὅμως παράθυρο, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρατήσω κλειδαμπαρωμένο. Γι᾽
αὐτὸ τραβάω τοὺς σύρτες καὶ τὰ μάνταλα καὶ τὸ ἀνοίγω διάπλατα. Ἀκούω
λοιπόν, ὅτι αὐτὴ ἡ σύναξη ἀσχολήθηκε καὶ μὲ ποιμαντικὰ θέματα. Καὶ
μάλιστα μὲ τὸ δυσκολότερο θέμα, τὸν γάμο.
Τὸν μακαριστὸ καὶ ὅσιο Ἀμφιλόχιο τὸν ἄκουγα νὰ λέγη: «Στὰ θέματα τοῦ
γάμου ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς ἔχει δώσει βοήθημα». Ἂν ζοῦσε σήμερα τὸν
πολλαπλασιασμὸ τῶν προβλημάτων, ἄραγε τί θὰ ἔλεγε;
Πολὺ τὸν ἀπολάμβανα αὐτὸν τὸν Ὅσιο, ὅταν ἔλεγε τὴν φράση: «Ναί, ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψη ἡ Ἐκκλησία μου». Ἔζησα μιὰ τέτοια ὄμορφη σκηνὴ κοντά του: Γερμανὸς προτεστάντης, ποὺ ἦρθε στὴν Πάτμο νὰ παρακολουθήση τὴν μοναχικὴ ζωή, ἔμεινε μαζί μας ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὸ Πάσχα. Πραγματικὰ ἦταν ἕνα θαυμάσιο παιδί. Ἕνας νέος ἄρχοντας, ποὺ δὲν πιστεύω νὰ ξανασυναντήσω στὴν ζωή μου. Γιὰ κάθε διακονία προθυμότατος. Δὲν χρειαζόταν νὰ δευτερώσης κουβέντα. Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἑτοιμαζόμασταν γιὰ τὸ Πάσχα. Κι ὁ Βενέδικτος ρωτᾶ τὸν Γέροντα:
− Νὰ φορέσω τὸν ἄσπρο μου χιτῶνα;
− Ναί, παιδί μου.
− Νὰ κοινωνήσω;
− Θὰ εἶναι γιὰ μένα ἡ πιὸ χαρούμενη μέρα τῆς ζωῆς μου −τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας− ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψη πρῶτα ἡ Ἐκκλησία μου.
Κι ὅταν συνώδευα τὸν ἐπίσκοπο Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη, πηγαίνοντας νὰ διαβάση μία γυναίκα ποὺ βγῆκε ἄλειωτη, τὸν ρώτησα
− Ἐσεῖς πιστεύετε ὅτι ἀπὸ ἕναν ἀφορεσμὸ ἢ μιὰ κατάρα μπορεῖ νὰ μείνη ὁ ἄνθρωπος ἄλειωτος καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψη στὴν γῆ ἐξ ἧς ἐπλάσθη;
− Ἀφοῦ μοῦ τὸ λέγει ἡ Ἐκκλησία μου, τὸ πιστεύω. Πάντοτε ἀναπαύομαι σ᾽ αὐτὰ ποὺ μοῦ λέγει ἡ Ἐκκλησία.
Ἕνας μητροπολίτης ἔγραφε καὶ ξανάγραφε σὲ περιοδικὸ τοὺς στοχασμούς του. Εἶπα καὶ ξαναεῖπα: «Ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο δὲν θέλω τοὺς στοχασμούς του, θέλω νὰ μὲ διδάξη τί λέει ἡ Ἐκκλησία. Τοὺς στοχασμούς του ἂς τοὺς διατυπώση στὸν στενό του κύκλο».
Δέν θέλω στὴν ἐξομολόγηση νὰ λέγω δικά μου πράγματα, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ λέγει ἡ Ἐκκλησία. Χωρὶς βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποῦ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ καταφύγω τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως; Ἀπὸ παλιὰ ὑπῆρχαν προβλήματα στὸν γάμο, ἀλλὰ τώρα ἔχουν γίνει πολὺ περισσότερα καὶ δυσεπίλυτα. Εἴχαμε τὶς ἐκτρώσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀποστολικὲς διδαχὲς μᾶς λένε καθαρά: «Μὴ σκοτώσης τὸ παιδὶ στὴν κοιλιὰ τῆς μάννας του». Ἔχουμε τὸ πρόβλημα τῆς ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε κάτι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ ποῦμε. Θεολογικὰ εἶναι μέγα ἁμάρτημα, εἶναι ἔργο διαβόλου, γιατὶ ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ συνεχίζη τὴν δημιουργία. Μήπως αὐτὸ δὲν ἤθελε ὁ διάβολος καὶ ἐπέφερε τὸν θάνατο στοὺς πρωτοπλάστους; Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη μέσα στὴν δημιουργία ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος.
Σήμερα ἔχουμε ζευγάρια ποὺ συζοῦνε ἀστεφάνωτα καὶ θέλουν καὶ νὰ ἐκκλησιάζωνται καὶ νὰ τοὺς βαπτίζουμε τὰ παιδιά τους καὶ νονοὶ νὰ γίνωνται καὶ κουμπάροι στὸ μυστήριο τοῦ γάμου καὶ τῆς βαπτίσεως. Ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ τί κάνουμε; Βαπτίζουμε τὰ παιδιὰ καὶ ἀναθέτουμε τὴν ἀνατροφή τους σὲ οἰκογένεια ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὴν Ἐκκλησία; Καὶ δεχόμαστε αὐτοὺς τοὺς γονεῖς νὰ συμμετέχουν στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως δυστυχῶς δεχόμαστε στὴν Ἐκκλησία τοὺς Συριζαίους, τοὺς ἄθεους καὶ τοὺς ἄπιστους, ποὺ κρέμασαν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ τσιγκέλια τοῦ διαβόλου;
Καὶ τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν θεωρία «Γυναίκα μου εἶναι καὶ εἶμαι ἐλεύθερος κάθε ἀκολασία νὰ κάνω μαζί της»; Καὶ ποῦ θὰ πάη ἡ κοίτη ἡ ἁγία καὶ ἀμίαντος, ὅταν ἀκολασταίνουμε καὶ ἡ κοίτη γίνεται πεδίο βολῆς πυρηνικῶν ὅπλων καὶ κάθε ἀσέλγειας καὶ ἀσέβειας; Κάπου βέβαια ὑπάρχει καὶ μιὰ μικρὴ συναίσθηση, γι᾽ αὐτὸ σήμερα δὲν βρίσκουμε στὸ δωμάτιο τῶν γονιῶν τὸ προσκυνητάρι καὶ τὸ καντήλι ἀναμμένο, ἀλλὰ σὲ καμμιὰ κουζίνα, σὲ κανένα σαλόνι.
Τί νὰ πῆς ὅμως, ὅταν στὸν καθένα ἐντελῶς ἀπροετοίμαστα καὶ ἀδοκίμαστα δίνει ὁ ἐπίσκοπος τὸ ὀφφίκιο τοῦ πνευματικοῦ; Οἱ ἐπίσκοποι σήμερα μὲ πολλὴ προχειρότητα κάνουν πνευματικοὺς ποὺ πραγματικὰ δὲν μυρίζουν οὔτε κερὶ οὔτε λιβάνι. Καλά. Στὶς χειροτονίες, ὡς τοῖς πᾶσι εἶναι γνωστό, δὲν ὑπάρχει φρένο· καὶ στὰ κουμάσια βάλαμε πετραχήλια. Ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι πλέον πειθαρχοῦν στοὺς ἱεροὺς κανόνες. Οἱ πιὸ πολλοὶ «Ἡ δουλειά μας νὰ γίνεται κι ἂς εἶναι ὅποιος νά ᾽ναι». Ἀλλὰ στὸ θέμα τῶν πνευματικῶν, καμμιὰ σωστὴ ἐπιστασία καὶ προσοχή;
Ἐρώτησα ἐν ὥρᾳ ἐξομολογήσεως οἰκογένεια:
− Πόσα παιδιὰ ἔχετε;
− Ἕνα.
− Δὲν εἴχατε δυνατότητες γιὰ ἄλλα παιδιά;
− Δὲν μᾶς εἶπε ποτὲ ὁ πνευματικός μας πὼς ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας εἶναι ἁμαρτία. Ἐμεῖς βολευτήκαμε μὲ τὸ ἕνα παιδὶ καὶ πιστεύουμε μέσα μας ὅτι εἴμαστε καὶ οἱ καλύτεροι χριστιανοί.
− Τώρα τί θὰ γίνη; Τὰ χρόνια πέρασαν. Βγήκατε ἔξω ἀπὸ τὴν γενιά σας. Καὶ τὸ παιδί σας ἀδικήσατε κι ἐσεῖς διακυβεύετε σήμερα τὴν σωτηρία σας.
Σὲ μιὰ μητρόπολη ὑπῆρχε μία ἀρχὴ ἀπὸ τοὺς πνευματικούς: «Ἕνα παιδὶ ἔχεις· κοινωνᾶς μιὰ φορὰ τὸν χρόνο. Δύο παιδιὰ ἔχεις· κοινωνᾶς δυὸ φορὲς τὸν χρόνο». Καὶ ἄλλος πιὸ σπουδαῖος πνευματικός:
− Γέροντα, αὐτὴν τὴν Σαρακοστὴ πῆγα μὲ γυναῖκα (ἢ μὲ γυναῖκες).
− Τὸ φχαριστήθηκες, παιδί μου; Πήγαινε νὰ κοινωνήσης(!)
Κι ἔτσι τοῦ συνειδητοῦ πνευματικοῦ ἡ καρέκλα γίνεται ἠλεκτρική, δὲν ἀντέχεται. Ἡ ζωή μας ἔχει πολλὲς εὐκολίες, ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς οὐδεμία.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρύνω ἄλλο τὸν λόγο, τί θὰ εἶχε ἡ σύνοδος νὰ μᾶς πῆ καὶ γιὰ τὴν σατανικὴ συμβίωση ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου;
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι κάτι περιμέναμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύνοδο, ἀφοῦ καταπιάστηκε καὶ μὲ θέματα ποιμαντικά. Ἀλλὰ ἂς ποῦμε «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται». Ὁ γιατρὸς χωρὶς φάρμακα εἶναι ἄχρηστος καὶ ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ χωρὶς τὰ φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἴμαστε τίποτα. Ἀλλὰ νὰ μᾶς τὰ δίνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὰ γιατροσόφια τῶν γιαγιάδων.
Θὰ φύγω ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ θὰ παρακαλέσω τοὺς συγκροτήσαντας τὴν σύναξη αὐτὴν νὰ σταματήσουν νὰ πιστεύουν ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ προσφέρανε καὶ προσφέρουν. Ἂς συνέλθουν καὶ ἂς ὁμολογήσουν ταπεινά: «Μηδὲν ἀπὸ μηδέν, μηδέν».
Ἁγία μου Ἐκκλησία, Χριστέ μου, στελέχωσε τὴν νύμφη σου μὲ ἄνδρες συνετοὺς καὶ ἁγίους. Τὸ ἅγιο καράβι σου, Χριστέ μου, δὲν ἔχει οὔτε ναῦτες οὔτε μούτσους, οὔτε πανιὰ οὔτε ἱστία, οὔτε σκαρμοὺς οὔτε στρόμπους. Στάσου καπετάνιος στὸ μέσον, γιατὶ ἀπολλύμεθα ἐμεῖς οἱ ἤδη ἀπολεσθέντες. Ἂς φωνάξουμε τὴν φωνὴ τοῦ Πέτρου: «Κύριε, ἀπολλύμεθα, βοήθησον ἡμῖν».
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Πολὺ τὸν ἀπολάμβανα αὐτὸν τὸν Ὅσιο, ὅταν ἔλεγε τὴν φράση: «Ναί, ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψη ἡ Ἐκκλησία μου». Ἔζησα μιὰ τέτοια ὄμορφη σκηνὴ κοντά του: Γερμανὸς προτεστάντης, ποὺ ἦρθε στὴν Πάτμο νὰ παρακολουθήση τὴν μοναχικὴ ζωή, ἔμεινε μαζί μας ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὸ Πάσχα. Πραγματικὰ ἦταν ἕνα θαυμάσιο παιδί. Ἕνας νέος ἄρχοντας, ποὺ δὲν πιστεύω νὰ ξανασυναντήσω στὴν ζωή μου. Γιὰ κάθε διακονία προθυμότατος. Δὲν χρειαζόταν νὰ δευτερώσης κουβέντα. Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἑτοιμαζόμασταν γιὰ τὸ Πάσχα. Κι ὁ Βενέδικτος ρωτᾶ τὸν Γέροντα:
− Νὰ φορέσω τὸν ἄσπρο μου χιτῶνα;
− Ναί, παιδί μου.
− Νὰ κοινωνήσω;
− Θὰ εἶναι γιὰ μένα ἡ πιὸ χαρούμενη μέρα τῆς ζωῆς μου −τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας− ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψη πρῶτα ἡ Ἐκκλησία μου.
Κι ὅταν συνώδευα τὸν ἐπίσκοπο Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη, πηγαίνοντας νὰ διαβάση μία γυναίκα ποὺ βγῆκε ἄλειωτη, τὸν ρώτησα
− Ἐσεῖς πιστεύετε ὅτι ἀπὸ ἕναν ἀφορεσμὸ ἢ μιὰ κατάρα μπορεῖ νὰ μείνη ὁ ἄνθρωπος ἄλειωτος καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψη στὴν γῆ ἐξ ἧς ἐπλάσθη;
− Ἀφοῦ μοῦ τὸ λέγει ἡ Ἐκκλησία μου, τὸ πιστεύω. Πάντοτε ἀναπαύομαι σ᾽ αὐτὰ ποὺ μοῦ λέγει ἡ Ἐκκλησία.
Ἕνας μητροπολίτης ἔγραφε καὶ ξανάγραφε σὲ περιοδικὸ τοὺς στοχασμούς του. Εἶπα καὶ ξαναεῖπα: «Ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο δὲν θέλω τοὺς στοχασμούς του, θέλω νὰ μὲ διδάξη τί λέει ἡ Ἐκκλησία. Τοὺς στοχασμούς του ἂς τοὺς διατυπώση στὸν στενό του κύκλο».
Δέν θέλω στὴν ἐξομολόγηση νὰ λέγω δικά μου πράγματα, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ λέγει ἡ Ἐκκλησία. Χωρὶς βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποῦ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ καταφύγω τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως; Ἀπὸ παλιὰ ὑπῆρχαν προβλήματα στὸν γάμο, ἀλλὰ τώρα ἔχουν γίνει πολὺ περισσότερα καὶ δυσεπίλυτα. Εἴχαμε τὶς ἐκτρώσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀποστολικὲς διδαχὲς μᾶς λένε καθαρά: «Μὴ σκοτώσης τὸ παιδὶ στὴν κοιλιὰ τῆς μάννας του». Ἔχουμε τὸ πρόβλημα τῆς ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε κάτι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ ποῦμε. Θεολογικὰ εἶναι μέγα ἁμάρτημα, εἶναι ἔργο διαβόλου, γιατὶ ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ συνεχίζη τὴν δημιουργία. Μήπως αὐτὸ δὲν ἤθελε ὁ διάβολος καὶ ἐπέφερε τὸν θάνατο στοὺς πρωτοπλάστους; Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη μέσα στὴν δημιουργία ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος.
Σήμερα ἔχουμε ζευγάρια ποὺ συζοῦνε ἀστεφάνωτα καὶ θέλουν καὶ νὰ ἐκκλησιάζωνται καὶ νὰ τοὺς βαπτίζουμε τὰ παιδιά τους καὶ νονοὶ νὰ γίνωνται καὶ κουμπάροι στὸ μυστήριο τοῦ γάμου καὶ τῆς βαπτίσεως. Ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ τί κάνουμε; Βαπτίζουμε τὰ παιδιὰ καὶ ἀναθέτουμε τὴν ἀνατροφή τους σὲ οἰκογένεια ποὺ ἔχει ἀπορρίψει τὴν Ἐκκλησία; Καὶ δεχόμαστε αὐτοὺς τοὺς γονεῖς νὰ συμμετέχουν στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως δυστυχῶς δεχόμαστε στὴν Ἐκκλησία τοὺς Συριζαίους, τοὺς ἄθεους καὶ τοὺς ἄπιστους, ποὺ κρέμασαν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ τσιγκέλια τοῦ διαβόλου;
Καὶ τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν θεωρία «Γυναίκα μου εἶναι καὶ εἶμαι ἐλεύθερος κάθε ἀκολασία νὰ κάνω μαζί της»; Καὶ ποῦ θὰ πάη ἡ κοίτη ἡ ἁγία καὶ ἀμίαντος, ὅταν ἀκολασταίνουμε καὶ ἡ κοίτη γίνεται πεδίο βολῆς πυρηνικῶν ὅπλων καὶ κάθε ἀσέλγειας καὶ ἀσέβειας; Κάπου βέβαια ὑπάρχει καὶ μιὰ μικρὴ συναίσθηση, γι᾽ αὐτὸ σήμερα δὲν βρίσκουμε στὸ δωμάτιο τῶν γονιῶν τὸ προσκυνητάρι καὶ τὸ καντήλι ἀναμμένο, ἀλλὰ σὲ καμμιὰ κουζίνα, σὲ κανένα σαλόνι.
Τί νὰ πῆς ὅμως, ὅταν στὸν καθένα ἐντελῶς ἀπροετοίμαστα καὶ ἀδοκίμαστα δίνει ὁ ἐπίσκοπος τὸ ὀφφίκιο τοῦ πνευματικοῦ; Οἱ ἐπίσκοποι σήμερα μὲ πολλὴ προχειρότητα κάνουν πνευματικοὺς ποὺ πραγματικὰ δὲν μυρίζουν οὔτε κερὶ οὔτε λιβάνι. Καλά. Στὶς χειροτονίες, ὡς τοῖς πᾶσι εἶναι γνωστό, δὲν ὑπάρχει φρένο· καὶ στὰ κουμάσια βάλαμε πετραχήλια. Ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι πλέον πειθαρχοῦν στοὺς ἱεροὺς κανόνες. Οἱ πιὸ πολλοὶ «Ἡ δουλειά μας νὰ γίνεται κι ἂς εἶναι ὅποιος νά ᾽ναι». Ἀλλὰ στὸ θέμα τῶν πνευματικῶν, καμμιὰ σωστὴ ἐπιστασία καὶ προσοχή;
Ἐρώτησα ἐν ὥρᾳ ἐξομολογήσεως οἰκογένεια:
− Πόσα παιδιὰ ἔχετε;
− Ἕνα.
− Δὲν εἴχατε δυνατότητες γιὰ ἄλλα παιδιά;
− Δὲν μᾶς εἶπε ποτὲ ὁ πνευματικός μας πὼς ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας εἶναι ἁμαρτία. Ἐμεῖς βολευτήκαμε μὲ τὸ ἕνα παιδὶ καὶ πιστεύουμε μέσα μας ὅτι εἴμαστε καὶ οἱ καλύτεροι χριστιανοί.
− Τώρα τί θὰ γίνη; Τὰ χρόνια πέρασαν. Βγήκατε ἔξω ἀπὸ τὴν γενιά σας. Καὶ τὸ παιδί σας ἀδικήσατε κι ἐσεῖς διακυβεύετε σήμερα τὴν σωτηρία σας.
Σὲ μιὰ μητρόπολη ὑπῆρχε μία ἀρχὴ ἀπὸ τοὺς πνευματικούς: «Ἕνα παιδὶ ἔχεις· κοινωνᾶς μιὰ φορὰ τὸν χρόνο. Δύο παιδιὰ ἔχεις· κοινωνᾶς δυὸ φορὲς τὸν χρόνο». Καὶ ἄλλος πιὸ σπουδαῖος πνευματικός:
− Γέροντα, αὐτὴν τὴν Σαρακοστὴ πῆγα μὲ γυναῖκα (ἢ μὲ γυναῖκες).
− Τὸ φχαριστήθηκες, παιδί μου; Πήγαινε νὰ κοινωνήσης(!)
Κι ἔτσι τοῦ συνειδητοῦ πνευματικοῦ ἡ καρέκλα γίνεται ἠλεκτρική, δὲν ἀντέχεται. Ἡ ζωή μας ἔχει πολλὲς εὐκολίες, ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς οὐδεμία.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρύνω ἄλλο τὸν λόγο, τί θὰ εἶχε ἡ σύνοδος νὰ μᾶς πῆ καὶ γιὰ τὴν σατανικὴ συμβίωση ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου φύλου;
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι κάτι περιμέναμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύνοδο, ἀφοῦ καταπιάστηκε καὶ μὲ θέματα ποιμαντικά. Ἀλλὰ ἂς ποῦμε «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται». Ὁ γιατρὸς χωρὶς φάρμακα εἶναι ἄχρηστος καὶ ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ χωρὶς τὰ φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἴμαστε τίποτα. Ἀλλὰ νὰ μᾶς τὰ δίνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὰ γιατροσόφια τῶν γιαγιάδων.
Θὰ φύγω ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ θὰ παρακαλέσω τοὺς συγκροτήσαντας τὴν σύναξη αὐτὴν νὰ σταματήσουν νὰ πιστεύουν ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ προσφέρανε καὶ προσφέρουν. Ἂς συνέλθουν καὶ ἂς ὁμολογήσουν ταπεινά: «Μηδὲν ἀπὸ μηδέν, μηδέν».
Ἁγία μου Ἐκκλησία, Χριστέ μου, στελέχωσε τὴν νύμφη σου μὲ ἄνδρες συνετοὺς καὶ ἁγίους. Τὸ ἅγιο καράβι σου, Χριστέ μου, δὲν ἔχει οὔτε ναῦτες οὔτε μούτσους, οὔτε πανιὰ οὔτε ἱστία, οὔτε σκαρμοὺς οὔτε στρόμπους. Στάσου καπετάνιος στὸ μέσον, γιατὶ ἀπολλύμεθα ἐμεῖς οἱ ἤδη ἀπολεσθέντες. Ἂς φωνάξουμε τὴν φωνὴ τοῦ Πέτρου: «Κύριε, ἀπολλύμεθα, βοήθησον ἡμῖν».
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης