Τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ
20 Ἰουλίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
20 Ἰουλίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΕΟΡΤΑΖΕΙ
σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἥρωας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἕνας ἀπὸ
τοὺς μεγαλυτέρους ἄνδρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τῆς ἐποχῆς τῆς παλαιᾶς
διαθήκης, ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης.
Ὅπως ἄστρο ἀπὸ ἄστρο διαφέρει στὴ λάμψι καὶ λουλούδι ἀπὸ λουλούδι διαφέρει στὴν ὄψι καὶ τὸ ἄρωμα, ἔτσι καὶ κάθε ἅγιος ἔχει κάτι ἰδιαίτερο ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δίπλα στὸ ὄνομα κάθε ἁγίου θέτει κ᾽ ἕνα ἐπίθετο· Παντελεήμων ὁ ἰαματικός, Δημήτριος ὁ μυροβλήτης, Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς οἱ ἀνάργυροι. Καὶ τὸν σημερινὸ προφήτη τὸν ὀνομάζει ζηλωτήν· Ἠλίας ὁ ζηλωτής. Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ζῆλο.
Τί θὰ πῇ ζῆλος; Ἡ καρδιὰ νὰ μὴν εἶνε ψυχρή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ φωτιά, δυνατὴ ἐπιθυμία. Καὶ τί ἐπιθυμία εἶχε ὁ Ἠλίας; Ἤθελε ὅλοι νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, παντοῦ νὰ λατρεύεται ὁ ἅγιος Θεός. Καὶ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν τὴν ἄφηνε κρυμμένη μέσα του, δὲν τὴν ἄφηνε νὰ μένῃ θεωρητική, ἀλλὰ τὴν ἐξεδήλωνε.
Ὅπως ἄστρο ἀπὸ ἄστρο διαφέρει στὴ λάμψι καὶ λουλούδι ἀπὸ λουλούδι διαφέρει στὴν ὄψι καὶ τὸ ἄρωμα, ἔτσι καὶ κάθε ἅγιος ἔχει κάτι ἰδιαίτερο ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δίπλα στὸ ὄνομα κάθε ἁγίου θέτει κ᾽ ἕνα ἐπίθετο· Παντελεήμων ὁ ἰαματικός, Δημήτριος ὁ μυροβλήτης, Σπυρίδων ὁ θαυματουργός, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς οἱ ἀνάργυροι. Καὶ τὸν σημερινὸ προφήτη τὸν ὀνομάζει ζηλωτήν· Ἠλίας ὁ ζηλωτής. Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ζῆλο.
Τί θὰ πῇ ζῆλος; Ἡ καρδιὰ νὰ μὴν εἶνε ψυχρή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ φωτιά, δυνατὴ ἐπιθυμία. Καὶ τί ἐπιθυμία εἶχε ὁ Ἠλίας; Ἤθελε ὅλοι νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, παντοῦ νὰ λατρεύεται ὁ ἅγιος Θεός. Καὶ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ δὲν τὴν ἄφηνε κρυμμένη μέσα του, δὲν τὴν ἄφηνε νὰ μένῃ θεωρητική, ἀλλὰ τὴν ἐξεδήλωνε.
* * *
«Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ
παντοκράτορι» (Γ΄ Βασ. 19,10). Ὁ προφήτης Ἠλίας φανέρωσε τὴν ἀγάπη καὶ
τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, σὲ ὅλα τὰ
μέτωπα.
⃝ Πρῶτον. Στὴν ἐποχή του ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκτροχιάστηκε, ἔφυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ φτειάξουν ἄγαλμα – εἴδωλο, τὸν θεὸ Βάαλ, καὶ νὰ προσφέρουν σ᾽ αὐτὸ ἀνθρωποθυσίες τὰ βρέφη τους! Πῶς ἔγινε αὐτό; Μιὰ παροιμία λέει «Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ τὴν εἰδωλολατρία τὴν ἔφεραν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀχαὰβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ. Ποιός ὅμως τολμοῦσε νὰ ἐλέγξῃ τὸ βασιλιᾶ; Ὅλοι σιωποῦσαν. Ἕνας μόνο τόλμησε. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ μηλωτή, μιὰ κάππα, ἀλλ᾽ ὅσο ἄξιζε ἡ κάππα αὐτὴ δὲν ἄξιζαν τὰ πλούτη ὅλων τῶν ἄλλων. Αὐτὸς ὁ ἀκτήμων ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸν Ἀχαάβ. Ἐσύ, τοῦ εἶπε, διαστρέφεις τὸ λαό! (βλ. Γ΄ Βασ. 18,18).
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἔδειξε τὴν εὐαισθησία του. Προστάτευε χῆρες, ὀρφανά, φτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ Ναβουθαί, εἶχε ἕνα ἀμπέλι. Ἀλλὰ τὸ ἀμπέλι αὐτὸ ἦταν κοντὰ σὲ βασιλικὸ κτῆμα. Καὶ ἐνῷ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ βασιλικὴ περιουσία, ὁ Ἀχαὰβ ἤθελε νὰ πάρῃ καὶ τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί. Δὲν τὸ δίνω, λέει ὁ Ναβουθαί, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά μου. Τότε ἡ Ἰεζάβελ σκηνοθέτησε δίκη, ἔβαλε νὰ δικάσουν τὸ Ναβουθαί. Πράγματι, μὲ δύο ψευδομάρτυρες, ποὺ τὸν κατηγόρησαν συκοφαντικῶς ὅτι ὕβρισε τὸ Θεὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Καὶ ὁ νόμος ἔλεγε, ὅτι ἡ περιουσία τοῦ καταδικασμένου σὲ θάνατο περιέρχεται στὸ βασιλιᾶ. Ὅλοι ἔβλεπαν τὴν ἀδικία, ἀλλ᾽ ἐπικρατοῦσε τρόμος καὶ φόβος. Ποιός νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα; Ποιός ἄλλος; ἡ «κάππα» – ὁ Ἠλίας! Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πηγαίνει καὶ βρίσκει τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοῦ λέει· Κοντὰ στὰ ἄλλα κακὰ κάνατε κι αὐτό, φονεύσατε τὸ Ναβουθαί· ἀλλ᾽ αὐτὰ λέει ὁ Κύριος· Ἐπειδὴ ἐφόνευσες καὶ κληρονόμησες, γι᾽ αὐτό, ὅπου ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν τὰ σκυλιὰ τὸ δικό σου αἷμα (Γ΄ Βασ. 20). Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ θύμωσε, καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔφυγε καὶ κρύφτηκε.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ὁ ἅγιος αὐτὸς προφήτης ἐστράφη ἀκόμη ἐναντίον τοῦ ἱερατείου. Τί ἔκαναν οἱ «παπᾶδες» ἐκεῖνοι· ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸ λαὸ στὴν ἀληθινὴ πίστι, αὐτοὶ ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὸ Βάαλ, ποὺ ἔφεραν οἱ βασιλεῖς. Ἦσαν 450 ἱερεῖς, εὐνοούμενοι τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτρωγαν στὴν τράπεζα τῆς Ἰεζάβελ. Κατ᾽ αὐτῶν ἔρριξε τοὺς κεραυνούς του ὁ Ἠλίας. Γιατί ἀφήσατε, τοὺς λέει, τὸν ἀληθινὸ Θεό; Κάλεσε λοιπὸν ὅλο τὸ λαὸ ἐπάνω στὸ ὄρος Κάρμηλος καὶ εἶπε στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ· Ἐλᾶτε νὰ δοκιμάσουμε ποιός ἔχει τὸν ἀληθινὸ Θεό. Πάρτε λιθάρια, φτειάξτε θυσιαστήριο, σφάξτε μοσχάρι, καὶ παρακαλέστε τὸ θεό σας νὰ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ καῇ. Τὸ ἔκαναν, ἀλλ᾽ εἰς μάτην φώναζαν ἐπικαλούμενοι τὸν ψεύτικο θεό. Ὁ Ἠλίας τοὺς εἰρωνεύθηκε· Γιά φωνάξτε πιὸ δυνατά, μήπως ὁ θεός σας κοιμᾶται καὶ δὲν ἀκούει… Ὅταν πλέον ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ, τοὺς λέει· Παραμερίστε τώρα ἐσεῖς. Καλεῖ τὸ λαὸ νὰ πλησιάσῃ. Στήνει δικό του θυσιαστήριο, στοιβάζει ξύλα, σφάζει ζῷο, τὸ βάζει ἐπάνω, καὶ εἶπε νὰ καταβρέξουν τρεῖς φορὲς κι αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ γύρω μὲ ἄφθονο νερό, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ὑποψία ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπῆρχε πουθενὰ ἐκεῖ φωτιά. Μετὰ σηκώνει τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσεύχεται. Καὶ ―τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή!― μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἦρθε φωτιὰ ποὺ τὰ κατέκαυσε ὅλα. Τότε πίστεψαν ὅλοι, ἔπεσαν κάτω καὶ προσκύνησαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀμέσως λοιπὸν διατάζει· Πιάστε τώρα ὅλους τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, μὴ διαφύγῃ κανένας. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς κατέβασε στὸ ποτάμι, στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε ὅλους, καὶ τοὺς 450 (Γ΄ Βασ. 18,17-40). Δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ κακία· ἐκτελοῦσε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἐστράφη τέλος καὶ ἐναντίον τοῦ ὄχλου. Εἶχε εὐθύνη καὶ ὁ λαός· διότι κι αὐτὸς δὲν ἀκολούθησε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὸ ψεῦδος. Ἕως πότε, τοὺς λέει, θὰ ἀμφιταλαντεύεσθε; (Γ΄ Βασ. 18,21).
Κανένα δὲν κολάκευσε ὁ προφήτης Ἠλίας· ἦταν ζηλωτὴς τοῦ Κυρίου.
⃝ Πρῶτον. Στὴν ἐποχή του ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκτροχιάστηκε, ἔφυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ φτειάξουν ἄγαλμα – εἴδωλο, τὸν θεὸ Βάαλ, καὶ νὰ προσφέρουν σ᾽ αὐτὸ ἀνθρωποθυσίες τὰ βρέφη τους! Πῶς ἔγινε αὐτό; Μιὰ παροιμία λέει «Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ τὴν εἰδωλολατρία τὴν ἔφεραν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀχαὰβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ. Ποιός ὅμως τολμοῦσε νὰ ἐλέγξῃ τὸ βασιλιᾶ; Ὅλοι σιωποῦσαν. Ἕνας μόνο τόλμησε. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ μηλωτή, μιὰ κάππα, ἀλλ᾽ ὅσο ἄξιζε ἡ κάππα αὐτὴ δὲν ἄξιζαν τὰ πλούτη ὅλων τῶν ἄλλων. Αὐτὸς ὁ ἀκτήμων ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸν Ἀχαάβ. Ἐσύ, τοῦ εἶπε, διαστρέφεις τὸ λαό! (βλ. Γ΄ Βασ. 18,18).
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἔδειξε τὴν εὐαισθησία του. Προστάτευε χῆρες, ὀρφανά, φτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, ὁ Ναβουθαί, εἶχε ἕνα ἀμπέλι. Ἀλλὰ τὸ ἀμπέλι αὐτὸ ἦταν κοντὰ σὲ βασιλικὸ κτῆμα. Καὶ ἐνῷ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ βασιλικὴ περιουσία, ὁ Ἀχαὰβ ἤθελε νὰ πάρῃ καὶ τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί. Δὲν τὸ δίνω, λέει ὁ Ναβουθαί, εἶνε πατρικὴ κληρονομιά μου. Τότε ἡ Ἰεζάβελ σκηνοθέτησε δίκη, ἔβαλε νὰ δικάσουν τὸ Ναβουθαί. Πράγματι, μὲ δύο ψευδομάρτυρες, ποὺ τὸν κατηγόρησαν συκοφαντικῶς ὅτι ὕβρισε τὸ Θεὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ, ὁ Ναβουθαὶ καταδικάστηκε καὶ ἐκτελέστηκε διὰ λιθοβολισμοῦ. Καὶ ὁ νόμος ἔλεγε, ὅτι ἡ περιουσία τοῦ καταδικασμένου σὲ θάνατο περιέρχεται στὸ βασιλιᾶ. Ὅλοι ἔβλεπαν τὴν ἀδικία, ἀλλ᾽ ἐπικρατοῦσε τρόμος καὶ φόβος. Ποιός νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα; Ποιός ἄλλος; ἡ «κάππα» – ὁ Ἠλίας! Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πηγαίνει καὶ βρίσκει τὸν Ἀχαὰβ καὶ τοῦ λέει· Κοντὰ στὰ ἄλλα κακὰ κάνατε κι αὐτό, φονεύσατε τὸ Ναβουθαί· ἀλλ᾽ αὐτὰ λέει ὁ Κύριος· Ἐπειδὴ ἐφόνευσες καὶ κληρονόμησες, γι᾽ αὐτό, ὅπου ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θὰ γλείψουν τὰ σκυλιὰ τὸ δικό σου αἷμα (Γ΄ Βασ. 20). Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὰ ἡ Ἰεζάβελ θύμωσε, καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔφυγε καὶ κρύφτηκε.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ὁ ἅγιος αὐτὸς προφήτης ἐστράφη ἀκόμη ἐναντίον τοῦ ἱερατείου. Τί ἔκαναν οἱ «παπᾶδες» ἐκεῖνοι· ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸ λαὸ στὴν ἀληθινὴ πίστι, αὐτοὶ ἄφησαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὸ Βάαλ, ποὺ ἔφεραν οἱ βασιλεῖς. Ἦσαν 450 ἱερεῖς, εὐνοούμενοι τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτρωγαν στὴν τράπεζα τῆς Ἰεζάβελ. Κατ᾽ αὐτῶν ἔρριξε τοὺς κεραυνούς του ὁ Ἠλίας. Γιατί ἀφήσατε, τοὺς λέει, τὸν ἀληθινὸ Θεό; Κάλεσε λοιπὸν ὅλο τὸ λαὸ ἐπάνω στὸ ὄρος Κάρμηλος καὶ εἶπε στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ· Ἐλᾶτε νὰ δοκιμάσουμε ποιός ἔχει τὸν ἀληθινὸ Θεό. Πάρτε λιθάρια, φτειάξτε θυσιαστήριο, σφάξτε μοσχάρι, καὶ παρακαλέστε τὸ θεό σας νὰ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ καῇ. Τὸ ἔκαναν, ἀλλ᾽ εἰς μάτην φώναζαν ἐπικαλούμενοι τὸν ψεύτικο θεό. Ὁ Ἠλίας τοὺς εἰρωνεύθηκε· Γιά φωνάξτε πιὸ δυνατά, μήπως ὁ θεός σας κοιμᾶται καὶ δὲν ἀκούει… Ὅταν πλέον ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ, τοὺς λέει· Παραμερίστε τώρα ἐσεῖς. Καλεῖ τὸ λαὸ νὰ πλησιάσῃ. Στήνει δικό του θυσιαστήριο, στοιβάζει ξύλα, σφάζει ζῷο, τὸ βάζει ἐπάνω, καὶ εἶπε νὰ καταβρέξουν τρεῖς φορὲς κι αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ γύρω μὲ ἄφθονο νερό, ὥστε νὰ μὴ μείνῃ ὑποψία ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπῆρχε πουθενὰ ἐκεῖ φωτιά. Μετὰ σηκώνει τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσεύχεται. Καὶ ―τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή!― μέσα σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο ἄνοιξαν τὰ οὐράνια καὶ ἦρθε φωτιὰ ποὺ τὰ κατέκαυσε ὅλα. Τότε πίστεψαν ὅλοι, ἔπεσαν κάτω καὶ προσκύνησαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἀμέσως λοιπὸν διατάζει· Πιάστε τώρα ὅλους τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, μὴ διαφύγῃ κανένας. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς κατέβασε στὸ ποτάμι, στὸ χείμαρρο Κισσῶν, κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔσφαξε ὅλους, καὶ τοὺς 450 (Γ΄ Βασ. 18,17-40). Δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ κακία· ἐκτελοῦσε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
⃝ «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι». Ἐστράφη τέλος καὶ ἐναντίον τοῦ ὄχλου. Εἶχε εὐθύνη καὶ ὁ λαός· διότι κι αὐτὸς δὲν ἀκολούθησε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τὸ ψεῦδος. Ἕως πότε, τοὺς λέει, θὰ ἀμφιταλαντεύεσθε; (Γ΄ Βασ. 18,21).
Κανένα δὲν κολάκευσε ὁ προφήτης Ἠλίας· ἦταν ζηλωτὴς τοῦ Κυρίου.
* * *
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ
ἑορτή του. Γιατί ἑορτάζουμε; γιὰ νὰ ποικίλλουμε τὴν ἀνία μας; γιὰ νὰ
διασκεδάζουμε; Ἑορτὴ ἴσον μίμησις τοῦ ἁγίου. Πῶς μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε
ἐμεῖς τὸν προφήτη; Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἠλίας; Ποιός λ.χ.
μπορεῖ νὰ περάσῃ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν κάππα του; Αὐτὸ εἶνε ἕνα θαῦμα. Τὰ
θαύματα ποὺ ἔκανε δὲ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἐπαναλάβουμε· μποροῦμε ὅμως
νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές του, μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸν ζῆλο του.
Σήμερα κινδυνεύουμε. Ἐγὼ φοβοῦμαι τὴν ἀδιαφορία. Εἴμεθα ἀδιάφοροι. Μόνο τὰ ὑλικὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν, μόνο ψωμὶ καὶ φαῒ φροντίζουμε νὰ δίνουμε στὰ παιδιά μας. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν θέλει μόνο νὰ τὸ τρέφῃς· θέλει καὶ διδασκαλία καὶ φρονηματισμὸ καὶ ἀγωγή. Καὶ γι᾽ αὐτὰ ἀδιαφοροῦμε δυστυχῶς. Ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου ἐργάζονται, οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι συντηρητικοί, σοῦ λένε «Ἐγὼ θὰ διορθώσω τὸ ρωμαίικο;». Ἔτσι ἡ φθορὰ προχωρεῖ. Οἱ χιλιασταὶ πρὸ 40 ἐτῶν ἦταν 3 καὶ τώρα ἔγιναν περισσότεροι ἀπὸ 50 χιλιάδες. Καὶ οἱ ἄθεοι ὑλισταὶ πρὸ τοῦ 1917 ἦταν 3, τώρα εἶνε χιλιάδες. Δὲν θὰ αὐξάνονταν αὐτοί, ἂν ἐμεῖς εἴχαμε μέσα μας λίγη ἀπὸ τὴ φωτιὰ ποὺ εἶχε ὁ Ἠλίας. Εἶσαι πατέρας, εἶσαι μάνα, εἶσαι δάσκαλος, εἶσαι ἀστυνομικός, εἶσαι παπᾶς; Μὴν ἀμελεῖς, μὴν εἶσαι ἀδιάφορος· δεῖξε ἐπιμέλεια, νὰ ἔχῃς μεράκι γιὰ τὴ δουλειά σου.
Εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω. Καταντήσαμε ἀσεβεῖς. Στὴ χώρα αὐτὴ παλαιότερα δὲν ἄκουγες νὰ βλαστημάῃ κανείς· τώρα δὲν περνάει δευτερόλεπτο ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλασφημία. Θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Ἠλίας, εἶνε βέβαιο. Φαντασθῆτε ὅταν ἔρθῃ ν᾽ ἀκούσῃ νὰ βλαστημᾶνε… Αὐτός, ποὺ ἅρπαξε 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης καὶ τοὺς ἔσφαξε, θὰ ἅρπαζε καὶ καθένα ποὺ βλαστημάει, καὶ θὰ τὸν τιμωροῦσε. Ἂν ἐρχόταν αὐτός, ὁ «δεύτερος Πρόδρομος» (ἀπολυτ.), θὰ τοὺς κατέβαζε στὴ θάλασσα, θὰ τοὺς θανάτωνε καὶ θὰ κοκκίνιζαν τὰ νερά.
Δὲν ἐννοῶ ἀσφαλῶς νὰ κάνουμε ἔτσι ἐμεῖς· ἡ ἐξουσία τοῦ Ἠλία ἦταν μία ἐξαιρετικὴ ἐξουσία. Ἀλλ᾽ ἀναστενάζω καὶ κλαίω διότι ἐσὺ δείχνεις ἀδιαφορία. Θὰ πῇς· Τί νὰ κάνω; Ἂν εἶσαι γυναίκα κι ὁ ἄντρας σου βλαστήμησε, πές του· Φάε σύ, ἄντρα, ἐγὼ δὲν τρώω. Ἤξερα στὸ Μεσολόγγι μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔκανε τὸν ἄντρα της νὰ σταματήσῃ τὴ βλαστήμια. Μὴν ἐπιτρέπεις ἐμπρός σου νὰ βλαστημήσουν τὸ Θεό. Ἂν σοῦ σπάσουν ἕνα τζάμι, τρέχεις στὴν ἀστυνομία· γιὰ τὴ βλασφημία γιατί δὲν πᾷς; Δὲν θέλῃς ν᾽ ἀκούσῃς ἐμένα, ἄκουσε τὸν ἱ. Χρυσόστομο, ποὺ λέει· Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; μίλησέ του, συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν ἀκούει; τότε, ἔχεις χέρι; χτύπησέ τον. Ὅποιος χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι του.
Νὰ διαφωτίζετε. Σᾶς ὁρκίζω σήμερα στὸ ὄνομα τοῦ προφήτου. Ἡ καλύτερη γιορτὴ καὶ τιμὴ γιὰ τὸν ἅγιο εἶνε, νὰ ξερριζώσουμε τὸ ἀγκάθι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ περιβόλι μας, νὰ φράξουμε τὰ στόματα τῶν βλαστήμων. Φροντίστε ὅλοι νὰ σβήσῃ ἡ βλασφημία, κι ὅλα τὰ στόματα νὰ γίνουν κιθάρα καὶ νὰ λένε ἕναν ὕμνο· «Αἰνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Σήμερα κινδυνεύουμε. Ἐγὼ φοβοῦμαι τὴν ἀδιαφορία. Εἴμεθα ἀδιάφοροι. Μόνο τὰ ὑλικὰ μᾶς ἐνδιαφέρουν, μόνο ψωμὶ καὶ φαῒ φροντίζουμε νὰ δίνουμε στὰ παιδιά μας. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν θέλει μόνο νὰ τὸ τρέφῃς· θέλει καὶ διδασκαλία καὶ φρονηματισμὸ καὶ ἀγωγή. Καὶ γι᾽ αὐτὰ ἀδιαφοροῦμε δυστυχῶς. Ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου ἐργάζονται, οἱ ἄλλοι, οἱ λεγόμενοι συντηρητικοί, σοῦ λένε «Ἐγὼ θὰ διορθώσω τὸ ρωμαίικο;». Ἔτσι ἡ φθορὰ προχωρεῖ. Οἱ χιλιασταὶ πρὸ 40 ἐτῶν ἦταν 3 καὶ τώρα ἔγιναν περισσότεροι ἀπὸ 50 χιλιάδες. Καὶ οἱ ἄθεοι ὑλισταὶ πρὸ τοῦ 1917 ἦταν 3, τώρα εἶνε χιλιάδες. Δὲν θὰ αὐξάνονταν αὐτοί, ἂν ἐμεῖς εἴχαμε μέσα μας λίγη ἀπὸ τὴ φωτιὰ ποὺ εἶχε ὁ Ἠλίας. Εἶσαι πατέρας, εἶσαι μάνα, εἶσαι δάσκαλος, εἶσαι ἀστυνομικός, εἶσαι παπᾶς; Μὴν ἀμελεῖς, μὴν εἶσαι ἀδιάφορος· δεῖξε ἐπιμέλεια, νὰ ἔχῃς μεράκι γιὰ τὴ δουλειά σου.
Εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω. Καταντήσαμε ἀσεβεῖς. Στὴ χώρα αὐτὴ παλαιότερα δὲν ἄκουγες νὰ βλαστημάῃ κανείς· τώρα δὲν περνάει δευτερόλεπτο ποὺ νὰ μὴν ἀκούγεται βλασφημία. Θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Ἠλίας, εἶνε βέβαιο. Φαντασθῆτε ὅταν ἔρθῃ ν᾽ ἀκούσῃ νὰ βλαστημᾶνε… Αὐτός, ποὺ ἅρπαξε 450 ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης καὶ τοὺς ἔσφαξε, θὰ ἅρπαζε καὶ καθένα ποὺ βλαστημάει, καὶ θὰ τὸν τιμωροῦσε. Ἂν ἐρχόταν αὐτός, ὁ «δεύτερος Πρόδρομος» (ἀπολυτ.), θὰ τοὺς κατέβαζε στὴ θάλασσα, θὰ τοὺς θανάτωνε καὶ θὰ κοκκίνιζαν τὰ νερά.
Δὲν ἐννοῶ ἀσφαλῶς νὰ κάνουμε ἔτσι ἐμεῖς· ἡ ἐξουσία τοῦ Ἠλία ἦταν μία ἐξαιρετικὴ ἐξουσία. Ἀλλ᾽ ἀναστενάζω καὶ κλαίω διότι ἐσὺ δείχνεις ἀδιαφορία. Θὰ πῇς· Τί νὰ κάνω; Ἂν εἶσαι γυναίκα κι ὁ ἄντρας σου βλαστήμησε, πές του· Φάε σύ, ἄντρα, ἐγὼ δὲν τρώω. Ἤξερα στὸ Μεσολόγγι μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔκανε τὸν ἄντρα της νὰ σταματήσῃ τὴ βλαστήμια. Μὴν ἐπιτρέπεις ἐμπρός σου νὰ βλαστημήσουν τὸ Θεό. Ἂν σοῦ σπάσουν ἕνα τζάμι, τρέχεις στὴν ἀστυνομία· γιὰ τὴ βλασφημία γιατί δὲν πᾷς; Δὲν θέλῃς ν᾽ ἀκούσῃς ἐμένα, ἄκουσε τὸν ἱ. Χρυσόστομο, ποὺ λέει· Ἀκοῦς κάποιον νὰ βλαστημάῃ; μίλησέ του, συμβούλεψέ τον μιά, δυό, τρεῖς. Δὲν ἀκούει; τότε, ἔχεις χέρι; χτύπησέ τον. Ὅποιος χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ τὸ χέρι του.
Νὰ διαφωτίζετε. Σᾶς ὁρκίζω σήμερα στὸ ὄνομα τοῦ προφήτου. Ἡ καλύτερη γιορτὴ καὶ τιμὴ γιὰ τὸν ἅγιο εἶνε, νὰ ξερριζώσουμε τὸ ἀγκάθι αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ περιβόλι μας, νὰ φράξουμε τὰ στόματα τῶν βλαστήμων. Φροντίστε ὅλοι νὰ σβήσῃ ἡ βλασφημία, κι ὅλα τὰ στόματα νὰ γίνουν κιθάρα καὶ νὰ λένε ἕναν ὕμνο· «Αἰνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Τζιτζιφιῶν – Ἀθηνῶν τὴν 20-7-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-7-2009.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 9Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (τηλεφωνῆστε στὸ 23850-28868)
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Τζιτζιφιῶν – Ἀθηνῶν τὴν 20-7-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 20-7-2009.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 9Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (τηλεφωνῆστε στὸ 23850-28868)