Ἀπό τήν ζωή καί τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἐπιφανίου Ἕνα πρωινὸ συζητᾶ ὁ Γέροντας μὲ δυό-τρεῖς ἐπισκέπτες στὸ σπίτι του. Ὁ ἕνας εἶναι ἰδεολόγος κομμουνιστής. Σὲ μία στιγμὴ ἔρχεται κάποιος ἀπ’ ἔξω καὶ τοὺς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει γεμίσει ἀπὸ φωτογραφίες τοῦ Μάο Τσὲ Τοὺγκ μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Δόξα στὸν μεγάλο Μάο». Ἦταν ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία εἶχε πεθάνει ὁ Κινέζος δικτάτορας.
Γέροντας: Ἔτσι εἶναι, παιδάκι μου. Δὲν ὑπάρχουν
ἄθεοι. Εἰδωλολάτρες ὑπάρχουν, οἱ ὁποῖοι βγάζουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν θρόνό
Του καὶ στὴ θέσι Του τοποθετοῦν τὰ εἴδωλά τους. Ἐμεῖς λέμε: «Δόξα τῷ
Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτοὶ λένε: «Δόξα στὸν μεγάλο
Μάο». Διαλέγεις καὶ παίρνεις.
– Παππούλη, δικαίωμά σας εἶναι νὰ τὰ πιστεύετε ὅλα αὐτά. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ ἀληθινά. Ἀποδείξεις ἔχετε;
– Ἐσὺ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρεῖς παραμύθια, ἔτσι δὲν εἶναι;
– Βεβαίως.
– Ἀποδείξεις ἔχεις; Μπορεῖς νὰ μοῦ ἀποδείξεις ὅτι ὅσα πιστεύω ἐγὼ εἶναι ψεύτικα;
– …
– Δὲν ἀπαντᾶς, διότι καὶ σὺ δὲν ἔχεις ἀποδείξεις. Ἄρα καὶ σὺ πιστεύεις ὅτι εἶναι παραμύθια. Κι ἐγὼ μὲν ὁμιλῶ περὶ πίστεως, ὅταν ἀναφέρωμαι στὸν Θεό. Ἐσὺ ὅμως, ἐνῶ ἀπορρίπτεις τὴ δική μου πίστι, στὴν οὐσία πιστεύεις στὴν ἀπιστία σου, ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν τεκμηριώσης μὲ ἀποδείξεις. Πρέπει ὅμως νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἡ πίστι ἡ δική μου δὲν εἶναι ξεκάρφωτη. Ὑπάρχουν κάποια ὑπερφυσικὰ γεγονότα, πάνω στὰ ὁποῖα θεμελιώνεται.
– Μία στιγμή! Μιά καὶ μιλᾶτε γιὰ πίστι, τί θὰ πῆτε στοὺς Μωαμεθανοὺς π.χ. ἤ στοὺς Βουδδιστές; Διότι κι ἐκεῖνοι ὁμιλοῦν περὶ πίστεως. Κι ἐκεῖνοι διδάσκουν ὑψηλὲς ἠθικὲς διδασκαλίες. Γιατί ἡ δική σας πίστι εἶναι καλύτερη ἀπὸ ἐκείνων;
– Μ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτησί σου τίθεται τὸ κριτήριο τῆς ἀληθείας. Διότι βεβαίως ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ μόνη. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἀλήθειες. Ποιὸς ὅμως κατέχει τὴν ἀλήθεια; Ἰδοὺ τὸ μεγάλο ἐρώτημα. Ἔτσι, δὲν πρόκειται γιὰ καλύτερη ἤ χειρότερη πίστι! Πρόκειται γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστι!
Δέχομαι ὅτι ἠθικὲς διδασκαλίες ἔχουν καὶ τὰ ἄλλα πιστεύω. Βεβαίως οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπερέχουν ἀσυγκρίτως. Ἐμεῖς ὅμως δὲν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ γιὰ τὶς ἠθικὲς Του διδασκαλίες. Οὔτε γιὰ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε γιὰ τὰ κηρύγματά Του περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καὶ ἰσότητος. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστό, διότι ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία Τοῦ συνοδεύθηκε ἀπὸ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶναι Θεός.
– Κοιτάξτε. Κι ἐγὼ παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καὶ μεγάλος ἐπαναστάτης, ἀλλὰ μὴν τὸν κάνουμε καὶ Θεὸ τώρα…
– Ἄχ, παιδί μου! Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄπιστοί τῆς ἱστορίας ἐκεῖ σκάλωσαν. Τὸ ψαροκόκκαλο ποὺ τοὺς κάθησε στὸ λαιμὸ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταπιοῦν, αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ Θεός.
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν διατεθειμένοι νὰ ποῦν στὸν Κύριο: Μὴ λὲς ὅτι εἶσαι Θεὸς ἐνανθρωπήσας. Πὲς ὅτι εἶσαι ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ μεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σὲ θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις νὰ εἶσαι Θεὸς ἐνανθρωπήσας καὶ ὄχι ἄνθρωπος ἀποθεωθείς; Ἐμεῖς δεχόμαστε νὰ σὲ ἀποθεώσουμε, νὰ σὲ ἀνακηρύξουμε τὸν μέγιστο τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἁγιώτατο, τὸν ἠθικώτατο, τὸν εὐγενέστατο, τὸν ἀνυπέρβλητο, τὸν μοναδικό, τὸν ἀνεπανάληπτο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν ὅλα αὐτά;
Ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ τῶν ἀρνητῶν, ὁ Ἐρνέστος Ρενᾶν, βροντοφωνεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ: «Γιὰ δεκάδες χιλιάδες χρόνια ὁ κόσμος θὰ ἀνυψώνεται διὰ σοῦ», εἶσαι «ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ἀνθρωπότητος ὥστε τὸ νὰ ἀποσπάση κάποιος τὸ ὄνομά σου ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο θὰ ἦταν ἴσο μὲ τὸν ἐκ θεμελίων κλονισμό του», «οἱ αἰῶνες θὰ διακηρύσσουν ὅτι μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων δὲν γεννήθηκε κανένας ὑπέρτερός σου». Ἐδῶ ὅμως σταματοῦν, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του. Ἡ ἑπόμενη φράσι τους; «Θεὸς ὅμως δὲν εἶσαι!»
Καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν γιὰ τὴν ψυχὴ τους μία ἀνέκφραστη τραγωδία! Τὸ δίλημμα ἀναπόφευκτα εἶναι ἀμείλικτο: Ἤ εἶναι Θεὸς ἐνανθρωπήσας ὁ Χριστός, ὁπότε πράγματι, καὶ μόνον τότε, ἀποτελεῖ τὴν ἠθικωτέρα, τὴν ἁγιωτέρα καὶ τὴν εὐγενεστέρα μορφὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἤ δὲν εἶναι Θεὸς ἐνανθρωπήσας, ὅποτε ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἀντιθέτως. Ἄν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, τότε πρόκειται γιὰ τὴν ἀπαισιοτέρα, τὴ φρικτοτέρα καὶ τὴν ἀπεχθεστέρα ὕπαρξι τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας.
– Τί εἴπατε;
– Αὐτὸ ποὺ ἄκουσες! Βαρὺς ὁ λόγος, ἀπολύτως ὅμως ἀληθής. Καὶ ἰδοὺ γιατί: Τί εἶπαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἤ ποιὰ ἰδέα εἶχαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους ὅλοι οἱ πράγματι μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἀνθρωπότητος;
Ὁ «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε τό: «Ἐν οἶδᾳ ὅτι οὐδὲν οἶδα».
Ὅλοι οἱ σπουδαῖοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Μωϋσῆ μέχρι τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Παῦλο, αὐτοχαρακτηρίζονται «γῆ καὶ σποδὸς (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «ἐκτρώματα» κ.τ.τ.
Ἡ συμπεριφορά, ἀντιθέτως, τοῦ Ἰησοῦ εἶναι παραδόξως διαφορετική! Καὶ λέω παραδόξως διαφορετική, διότι τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ εἶναι παρόμοια ἡ συμπεριφορά Του. Αὐτὸς μάλιστα, ὡς ἀνώτερος καὶ ὑπέρτερος ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη ἀκόμα κατώτερη καὶ ταπεινότερη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του. Ἠθικῶς τελειότερος ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔπρεπε νὰ ὑπερακοντίζη σὲ αὐτομεμψία καὶ ταπεινὸ φρόνημα ὅλους τούς παραπάνω καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Συμβαίνει ὅμως τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο!
Πρῶτα – πρῶτα διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. η 46). «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ΄ 30).
Ἐκφράζει ἐπίσης πολὺ ὑψηλὲς ἰδέες περὶ Ἑαυτοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η΄ 12). «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6).
Ἐκτὸς ὅμως αὐτῶν, προβάλλει καὶ ἀξιώσεις ἀπολύτου ἀφιερώσεως στὸ Πρόσωπό Του. Εἰσχωρεῖ ἀκόμη καὶ στὶς ἱερώτερες σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος. Καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἤ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Μάτθ. ι΄ 37). «Ἦλθον διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς» (Μάτθ. ι΄ 35). Ἀπαιτεῖ ἀκόμη καὶ μαρτυρικὴ ζωὴ καὶ θάνατο ἀπὸ τοὺς μαθητές Του: «Παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς. Καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ… Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. Καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται… Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα… Ὅστις ἂν ἀρνήσηται με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κάγώ… Ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὐρήσει αὐτήν» (Μάτθ. ι΄ 17 κ.ἔ.).
Καὶ τώρα σὲ ρωτῶ: Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ διεκδικήση ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πάνω κι ἀπ’ τὴν ἴδια τους τὴ ζωή; Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ διακηρύξη τὴν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία του; Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ ἐκστομίση τό: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια»; (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Κανεὶς καὶ πουθενά! Μόνο ἕνας Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ κάνη αὐτά. Φαντάζεσαι τὸν δικό σας τὸν Μὰρξ νὰ ‘λέγε κάτι τέτοια; Θὰ τὸν περνοῦσαν γιὰ τρελλὸ καὶ δὲν θὰ βρισκόταν κανεὶς νὰ τὸν ἀκολουθήση.
Γιὰ σκέψου, τώρα, πόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι θυσίασαν τὰ πάντα γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους, πιστεύοντας στὴν περὶ ἑαυτοῦ ἀλήθεια τῶν λόγων Του! Ἐὰν οἱ περὶ ἑαυτοῦ διακηρύξεις του ἦσαν ψευδεῖς, ὁ Ἰησοῦς θὰ ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας ὁδηγώντας τόσους πολλοὺς σὲ τόσο βαρειὰ θυσία. Ποιὸς ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλος, ὅσο σπουδαῖος, ὅσο σοφὸς κι ἂν εἶναι, θὰ ἄξιζε αὐτὴ τὴ μεγάλη προσφορὰ καὶ θυσία; Ποιός; Κανένας! Μόνο ἐὰν ἦταν Θεός!
Μ’ ἄλλα λόγια: Ὅποιος ἄνθρωπος ἀπαιτοῦσε αὐτὴ τὴ θυσία ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του, θὰ ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας. Ὁ Χριστὸς ὅμως καὶ τὴν ἀπαίτησε καὶ τὴν πέτυχε. Παρὰ ταῦτα ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς τῆς θεότητός Του ἀναγορεύθηκε ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἁγιωτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας. Ὁπότε: Ἤ παραλογίζονται οἱ ἀρνητὲς ὀνομάζοντας ἁγιώτερο τὸν ἀπαισιώτερο, ἤ, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη παραλογισμός, ἀλλὰ νὰ ἔχη λογικὴ ἡ συνύπαρξι ἀπαιτήσεων τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁγιότητός Του, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένη ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἁγιωτέρα μορφὴ τῆς ἀνθρωπότητος μόνο ὅμως ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅτι εἶναι καὶ Θεός! Ἀλλοιῶς εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὄχι ἡ ἁγιωτέρα, ἀλλὰ ἡ φρικτοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας, ὡς αἰτία τῆς μεγαλυτέρας θυσίας τῶν αἰώνων, ἐν ὀνόματι ἑνὸς ψεύδους! Ἔτσι ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται μὲ βάσι αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τούς περὶ αὐτοῦ χαρακτηρισμοὺς τῶν ἀρνητῶν Του!…
– Ὅσα εἴπατε εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακά, δὲν ἀποτελοῦν ὅμως παρὰ συλλογισμούς. Ἱστορικὰ στοιχεῖα, πού νὰ θεμελιώνουν τὴν Θεότητά του, ἔχετε;
– Σοὺ εἶπα καὶ προηγουμένως ὅτι τὰ πειστήρια τῆς Θεότητός Του εἶναι τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν ὅσο καιρὸ ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο νὰ διακηρύσση τὶς παραπάνω ἀλήθειες, ἀλλὰ ἐπικύρωνε τοὺς λόγους Του καὶ μὲ πλῆθος θαυμάτων. Ἔκανε τυφλοὺς νὰ βλέπουν, παράλυτους νὰ περπατοῦν, ἔθρεψε μὲ δυὸ ψάρια καὶ πέντε ψωμιὰ πέντε χιλιάδες ἄνδρες καὶ πολλαπλάσιες γυναῖκες καὶ παιδιά, διέτασσε τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ αὐτὰ ὑπάκουαν, ἀνέστησε νεκροὺς μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Λάζαρο τέσσερεις μέρες μετὰ τὸν θάνατό του. Μεγαλύτερο ὅμως ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα εἶναι ἡ Ἀνάστασί Του.
Ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ δὲν τὸ λέω ἐγώ. Τὸ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κόρ. ιε΄ 17). Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, τότε ὅλα καταρρέουν. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀνέστη, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἄρα Θεός.
– Ἐσεῖς τὰ εἴδατε ὅλα αὐτά; Πῶς τὰ πιστεύετε;
– Ὄχι, ἐγὼ δὲν τὰ εἶδα. Τὰ εἶδαν ὅμως ἄλλοι, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοὶ στὴ συνέχεια τὰ γνωστοποίησαν καὶ μάλιστα προσυπέγραψαν τὴ μαρτυρία τους μὲ τὸ αἷμα τους. Κι ὅπως ὅλοι δέχονται, ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου καὶ σὺ κάποιον νὰ μοῦ πῆ πὼς ὁ Μὰρξ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ νὰ θυσιάση τὴ ζωή του γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτὴ κι ἐγὼ θὰ τὸν πιστεύσω ὡς τίμιος ἄνθρωπος.
– Νὰ σᾶς πῶ. Χιλιάδες κομμουνιστὲς βασανίσθηκαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Γιατί δὲν ἀσπάζεσθε καὶ τὸν κομμουνισμό;
– Τὸ εἶπες καὶ μόνος σου. Οἱ κομμουνιστὲς πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Δὲν πέθαναν γιὰ γεγονότα. Σὲ μία ἰδεολογία ὅμως εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ὑπεισέλθη πλάνη. Ἐπειδὴ δὲ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς νὰ θυσιάζεται γιὰ κάτι στὸ ὁποῖο πιστεύει, ἐξηγεῖται γιατί πολλοὶ κομμουνιστὲς πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τὴν δεχθοῦμε καὶ ὡς σωστή.
Εἶναι ἄλλο πράγμα νὰ πεθαίνης γιὰ ἰδέες κι ἄλλο γιὰ γεγονότα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως δὲν πέθαναν γιὰ ἰδέες. Οὔτε γιὰ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» οὔτε γιὰ τὶς ἄλλες ἠθικὲς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πέθαναν μαρτυροῦντες ὑπερφυσικὰ γεγονότα. Κι ὅταν λέμε γεγονός, ἐννοοῦμε ὅ,τι ὑποπίπτει στὶς αἰσθήσεις μας καὶ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ αὐτές. Οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν «δι’ ὅ ἀκηκόασι, ὅ ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλμοὶς αὐτῶν, ὅ ἐθεάσαντο καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 1).
Μὲ βάσι ἕναν πολὺ ὡραῖο συλλογισμὸ τοῦ Πασκὰλ λέμε ὅτι μὲ τοὺς Ἀποστόλους συνέβη ἕνα ἀπὸ τὰ τρία: Ἤ ἀπατήθηκαν ἤ μᾶς ἐξαπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Ἂς πάρουμε τὴν πρώτη ἐκδοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπατήθηκαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι ὅσα ἀναφέρουν δὲν τὰ ἔμαθαν ἀπὸ ἄλλους. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ὅλων αὐτῶν. Ἐξ ἄλλου δὲν ἦσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι οὔτε εἶχαν καμμιὰ ψυχολογικὴ προδιάθεσι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ἀντιθέτως ἦσαν τρομερὰ δύσπιστοι. Τὰ Εὐαγγέλια εἶναι πλήρως ἀποκαλυπτικὰ αὐτῶν τῶν ψυχικῶν τους διαθέσεων: δυσπιστοῦσαν στὶς διαβεβαιώσεις ὅτι κάποιοι Τὸν εἶχαν δεῖ ἀναστάντα.
Καὶ κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τοὺς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοὶ ἤ ὁραματιστὲς φιλοσοφικῶν καὶ κοινωνικῶν συστημάτων, ποὺ περίμεναν νὰ κατακτήσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τὶς φαντασιώσεις τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καὶ τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν νὰ πιάσουν κανένα ψάρι νὰ θρέψουν τὶς οἰκογένειές τους. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴ Σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ἀκούσει καὶ δεῖ, ἐπέστρεψαν στὰ πλοιάρια καὶ στὰ δίχτυά τους. Δὲν ὑπῆρχε δηλ. σ’ αὐτούς, ὅπως ἀναφέραμε, οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν. Καὶ μόνο μετὰ τὴν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή: Μήπως μᾶς ἐξαπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέματα; Ἀλλὰ γιατί νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θὰ κέρδιζαν μὲ τὰ ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως ἀξιώματα, μήπως δόξα; Γιὰ νὰ πῆ κάποιος ἕνα ψέμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως, κηρύσσοντες Χριστὸν καὶ Τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τὰ μόνα τὰ ὁποῖα ἐξασφάλισαν ἦσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι ἀπὸ ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις καὶ τέλος ὁ θάνατος. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα ψέμα; Εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κάποιος.
Συνεπῶς οὔτε ἐξαπατήθηκαν οὔτε μᾶς ἐξαπάτησαν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἑπομένως ἡ Τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Θὰ πρέπει μάλιστα νὰ σοῦ τονίσω καὶ τὸ ἑξῆς: Οἱ Εὐαγγελιστὲς εἶναι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν πραγματικὴ ἱστορία. Διηγοῦνται τὰ γεγονότα καὶ μόνον αὐτά. Δὲν προβαίνουν σὲ καμμία προσωπικὴ κρίσι. Κανένα δὲν ἐπαινοῦν, κανένα δὲν κατακρίνουν. Δὲν κάνουν καμμία προσπάθεια νὰ διογκώσουν κάποιο γεγονὸς ἤ νὰ ἐξαφανίσουν ἤ νὰ ὑποτιμήσουν κάποιο ἄλλο. Ἀφήνουν τὰ γεγονότα νὰ μιλοῦν μόνα τους.
– Ἀποκλείεται νὰ ἔγινε στὴν περίπτωσι τοῦ Χριστοῦ νεκροφάνεια; Τὶς προάλλες ἔγραψαν οἱ ἐφημερίδες γιὰ κάποιον Ἰνδό, τὸν ὁποῖο ἔθαψαν καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες τὸν ξέθαψαν καὶ ἦταν ζωντανός.
– Ἄχ, παιδάκι μου. Θὰ θυμηθῶ καὶ πάλι τὸ λόγο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου: «Ἄπιστοι, δὲν εἶσθε δύσπιστοι. Εἶσθε οἱ πλέον εὔπιστοι. Δέχεσθε τὰ πιὸ ἀπίθανα, τὰ πιὸ παράλογα, τὰ πιὸ ἀντιφατικά, γιὰ νὰ ἀρνηθῆτε τὸ θαῦμα!».
Ὄχι, παιδί μου. Δὲν ἔχουμε νεκροφάνεια στὸν Χριστό. Πρῶτα – πρῶτα ἔχουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ρωμαίου κεντυρίωνος, ὁ ὁποῖος βεβαίωσε τὸν Πιλάτο ὅτι ὁ θάνατος εἶχε ἐπέλθει.
Ἔπειτα τὸ Εὐαγγέλιό μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας μὲ δυὸ μαθητὲς Του πρὸς Ἐμμαούς, ποὺ ἀπεῖχε πάνω ἀπὸ δέκα χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον νὰ ἔχη ὑποστῆ ὅσα ὑπέστη ὁ Χριστὸς καὶ τρεῖς μέρες μετὰ τὸ «θάνατό» του νὰ τοῦ συνέβαινε νεκροφάνεια; Ἂν μὴ τί ἄλλο θὰ ‘πρεπε γιὰ σαράντα μέρες νὰ τὸν ποτίζουν κοτόζουμο γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ἀνοίγη τὰ μάτια του, κι ὄχι νὰ περπατᾶ καὶ νὰ συζητᾶ σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα.
Ὅσο γιὰ τὸν Ἰνδό, φέρε τον ἐδῶ νὰ τὸν μαστιγώσουμε μὲ φραγγέλιο – καὶ ξέρεις τί ἐστὶ φραγγέλιο; Μαστίγιο στὰ ἄκρα τοῦ ὁποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ἤ σπασμένα κόκκαλα ἤ μυτερὰ καρφιὰ -, φέρε τον, λοιπόν, νὰ τὸν φραγγελώσουμε, νὰ τοῦ φορέσουμε ἀκάνθινο στεφάνι, νὰ τὸν σταυρώσουμε, νὰ τοῦ δώσουμε χολὴ καὶ ξύδι, νὰ τὸν λογχίσουμε, νὰ τὸν βάλουμε στὸν τάφο, κι ἂν ἀναστηθῆ, τότε τὰ λέμε.
– Παρὰ ταῦτα ὅλες οἱ μαρτυρίες, τὶς ὁποῖες ἐπικαλεσθήκατε, προέρχονται ἀπὸ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει κάποια μαρτυρία περὶ αὐτοῦ, πού νὰ μὴν προέρχεται ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Μαθητῶν του; Ὑπάρχουν δηλ. ἱστορικοί, πού νὰ πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ναί, τότε θὰ πιστέψω κι ἐγώ.
– Ταλαίπωρο παιδί! Δὲν ξέρεις τί ζητᾶς! Ἂν ὑπῆρχαν τέτοιοι ἱστορικοὶ ποὺ νὰ εἶχαν δεῖ τὸν Χριστὸ ἀναστημένο, τότε ἀναγκαστικὰ θὰ πίστευαν στὴν Ἀνάστασί Του καὶ θὰ τὴν ἀνέφεραν πλέον ὡς πιστοί, ὁπότε καὶ πάλι θὰ ἀρνιόσουν τὴ μαρτυρία τους, ὅπως ἀκριβῶς ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου κ.λ.π. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βεβαιώνη κάποιος τὴν Ἀνάστασι καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴ γίνεται Χριστιανός; Μᾶς ζητᾶς «πέρδικα ψητὴ σὲ κέρινο σουβλὶ καὶ νὰ λαλῆ»! Αἵ, δὲν γίνεται!
Σοὺ θυμίζω πάντως, ἐφ’ ὅσον ζητᾶς ἱστορικούς, αὐτὸ τὸ ὁποῖο σοῦ ἀνέφερα καὶ προηγουμένως: ὅτι δηλ. οἱ μόνοι πραγματικοὶ ἱστορικοὶ εἶναι οἱ Ἀπόστολοι.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἔχουμε καὶ μαρτυρία τέτοια ὅπως τὴν θέλεις: ἀπὸ κάποιον δηλ. πού δὲν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Μαθητῶν Του. Τοῦ Παύλου. Ὁ Παῦλος ὄχι μόνο δὲν ἦταν Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐδίωκε μετὰ μανίας τὴν Ἐκκλησία Του.
– Γι’ αὐτὸν ὅμως λένε ὅτι ἔπαθε ἡλίασι καὶ ἐξ αἰτίας της εἶχε παραίσθησι.
– Βρὲ παιδάκι μου, ἂν εἶχε παραίσθησι ὁ Παῦλος, αὐτὸ ποὺ θὰ ἀνεδύετο θὰ ἦταν τὸ ὑποσυνείδητό του. Καὶ στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ Παύλου θέσι ὑψηλὴ κατεῖχαν οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Μωυσῆ ἔπρεπε νὰ δῆ κι ὄχι τὸν Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε λαοπλάνο καὶ ἀπατεώνα!
Φαντάζεσαι καμμιὰ πιστὴ γριούλα στὸ ὄνειρό της ἤ στὸ παραλήρημά της νὰ βλέπη τὸν Βούδδα ἤ τὸν Δία; Τὸν Ἄι Νικόλα θὰ δῆ καὶ τὴν Ἁγία Βαρβάρα. Διότι αὐτοὺς πιστεύει.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Στὸν Παῦλο, ὅπως σημειώνει ὁ Παπίνι, ὑπάρχουν καὶ τὰ ἑξῆς θαυμαστά: Πρῶτον, τὸ αἰφνίδιο τῆς μεταστροφῆς. Κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστι. Δὲν μεσολάβησε προπαρασκευαστικὸ στάδιο. Δεύτερον, τὸ ἰσχυρόν τῆς πίστεως. Χωρὶς ταλαντεύσεις καὶ ἀμφιβολίες. Καὶ τρίτον, πίστι διὰ βίου. Πιστεύεις ὅτι αὐτὰ μπορεῖ νὰ λάβουν χώρα μετὰ ἀπὸ μία ἡλίασι; Δὲν ἐξηγοῦνται αὐτὰ μὲ τέτοιους τρόπους. Ἂν μπορῆς, ἐξήγησέ τα. Ἂν δὲν μπορῆς, παραδέξου τὸ θαῦμα. Καὶ πρέπει νὰ ξέρης ὅτι ὁ Παῦλος μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του ἦταν ἄνδρας ἐξόχως πεπαιδευμένος. Δὲν ἦταν κανένα ἀνθρωπάκι νὰ μὴν ξέρη τί τοῦ γίνεται.
Θὰ προσθέσω ὅμως καὶ κάτι ἐπὶ πλέον. Ἐμεῖς, παιδί μου, ζοῦμε σήμερα σὲ ἐξαιρετικὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του ὅτι «καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄ 18), οἱ ὁπαδοὶ Του ἀριθμοῦσαν μόνο μερικὲς δεκάδες πρόσωπα. Ἔκτοτε πέρασαν δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αὐτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικὰ συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, ἡ Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ παραμένει ἀκλόνητη παρὰ τοὺς συνεχεῖς καὶ φοβεροὺς διωγμοὺς ἐναντίον της. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα;
Καὶ κάτι τελευταῖο. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται πώς, ὅταν ἡ Παναγία μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Προδρόμου, ἐκείνη τὴν ἐμακάρισε μὲ τὰ λόγια: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Καὶ ἡ Παναγία ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον.. Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (α΄ 48).
Τί ἦταν τότε ἡ Παναγία; Μία ἄσημη κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἦταν. Ποιὸς τὴν ἤξερε; Παρὰ ταῦτα ἀπὸ τότε ξεχάσθηκαν αὐτοκράτειρες, ἔσβησαν λαμπρὰ ὀνόματα γυναικῶν, λησμονήθηκαν σύζυγοι καὶ μητέρες στρατηλατῶν. Ποιὸς ξέρει ἤ ποιὸς θυμᾶται τὴ μητέρα τοῦ Μεγ. Ναπολέοντος ἤ τὴ μητέρα τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου; Σχεδὸν κανείς. Ὅμως ἑκατομμύρια χείλη σ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς καὶ σ’ ὅλους τούς αἰῶνες ὑμνοῦν τὴν ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, «τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Ζοῦμε ἤ δὲν ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, τὴν ἐπαλήθευσι τοῦ προφητικοῦ αὐτοῦ λόγου τῆς Παναγίας;
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς συμβαίνουν ὅσον ἀφορᾶ καὶ σὲ μία «δευτερεύουσα» προφητεία τοῦ Χριστοῦ: Ὅταν στὴν οἰκία τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ μία γυναίκα περιέχυσε στὸ κεφάλι Του τὸ πολύτιμο μύρο, εἶπε ὁ Κύριος: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Ματθ. κς΄ 13). Πόσος ἦταν ὁ κύκλος τῶν ὀπαδῶν Του τότε, γιὰ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ θὰ ἔκαναν τὰ ἀδύνατα δυνατὰ ὥστε νὰ ἐκπληρωθῆ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Διδασκάλου τους; Καὶ μάλιστα μία τέτοια προφητεία, ἡ ὁποία μὲ τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου δὲν ἔχει καὶ καμμιὰ σημασία γιὰ τοὺς πολλούς;
Εἶναι ἤ δὲν εἶναι θαύματα αὐτά; Ἂν μπορῆς, ἐξήγησέ τα. Ἂν δὲν μπορῆς ὅμως, παραδέξου τα ὡς τέτοια.
– Ὁμολογῶ ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά σας εἶναι ἰσχυρά. Ἔχω ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι ἀκόμη: Δὲν νομίζετε ὅτι ὁ Χριστὸς ἄφησε τὸ ἔργο του ἡμιτελές; Ἐκτὸς κι ἄν μᾶς ἐγκατέλειψε. Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ ἕναν Θεὸ νὰ παραμένη ἀδιάφορος στὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς νὰ βολοδέρνουμε ἐδῶ κι ἐκεῖνος ἀπὸ ψηλὰ νὰ στέκεται ἀπαθής.
– Ὄχι, παιδί μου. Δὲν ἔχεις δίκιο. Ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε τὸ ἔργο Του ἡμιτελές. Ἀντιθέτως εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωσι ἀνθρώπου στὴν ἱστορία, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁλοκλήρωσε τὴν ἀποστολή Του καὶ δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο νὰ κάνη καὶ νὰ πῆ.
Ἀκόμη κι ὁ μέγιστος τῶν σοφῶν, ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος μία ὁλόκληρη ζωὴ μιλοῦσε καὶ δίδασκε, στὸ τέλος συνέθεσε καὶ μία περίτεχνη ἀπολογία καί, ἂν ζοῦσε, θὰ εἶχε κι ἄλλα νὰ πῆ.
Μόνο ὁ Χριστὸς σὲ τρία χρόνια δίδαξε ὅ,τι εἶχε νὰ διδάξη, ἔπραξε ὅ,τι ἤθελε νὰ πράξη καὶ εἶπε τὸ «τετέλεσται». Δεῖγμα κι αὐτὸ τῆς θεϊκῆς Του τελειότητος καὶ αὐθεντίας.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι, τὴν ὁποία ἀνέφερες, σὲ καταλαβαίνω. Χωρὶς Χριστὸ ὁ κόσμος εἶναι θέατρο τοῦ παραλόγου. Χωρὶς Χριστὸ δὲν μπορεῖς νὰ ἐξηγήσης τίποτε. Γιατί οἱ θλίψεις, γιατί οἱ ἀδικίες, γιατί οἱ ἀποτυχίες, γιατί οἱ ἀσθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί».
Κατάλαβε τό! Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεγγίση μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ του τὰ «γιατί» αὐτά. Μόνο μὲ τὸν Χριστὸ ἐξηγοῦνται ὅλα: Μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἴσως ἐκεῖ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ πάρουμε ἀπάντησι σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ «γιατί» αὐτά.
Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ σοῦ διαβάσω ἕνα ὡραῖο ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ τοῦ Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι καὶ Μυρσίναι» μὲ τὸν τίτλο «Ἐρωτηματικά».
Κομμουνιστής: Καὶ σεῖς, παππούλη, τὸ παίρνετε τὸ ναρκωτικό σας. Μόνο ποὺ ἐσεῖς τὸ λέτε Χριστό, ὁ ἄλλος τὸ λέει Ἀλλάχ, ὁ τρίτος Βούδδα κ.ο.κ.
– Ὁ Χριστός, παιδί μου, δὲν εἶναι ναρκωτικό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ
Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αὐτὸς ποὺ μὲ σοφία κυβερνᾶ τὰ πάντα:
ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀπέραντων γαλαξιῶν μέχρι τὰ ἀπειροελάχιστα σωματίδια
τοῦ μικροκόσμου. Αὐτὸς ποὺ δίνει ζωὴ σὲ ὅλους μας. Αὐτὸς ποὺ σ’ ἔφερε
στὸν κόσμο καὶ σοῦ ‘χει δώσει τόση ἐλευθερία, ὥστε νὰ μπορῆς νὰ Τὸν
ἀμφισβητῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν ἀρνῆσαι ἀκόμη.– Παππούλη, δικαίωμά σας εἶναι νὰ τὰ πιστεύετε ὅλα αὐτά. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ ἀληθινά. Ἀποδείξεις ἔχετε;
– Ἐσὺ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρεῖς παραμύθια, ἔτσι δὲν εἶναι;
– Βεβαίως.
– Ἀποδείξεις ἔχεις; Μπορεῖς νὰ μοῦ ἀποδείξεις ὅτι ὅσα πιστεύω ἐγὼ εἶναι ψεύτικα;
– …
– Δὲν ἀπαντᾶς, διότι καὶ σὺ δὲν ἔχεις ἀποδείξεις. Ἄρα καὶ σὺ πιστεύεις ὅτι εἶναι παραμύθια. Κι ἐγὼ μὲν ὁμιλῶ περὶ πίστεως, ὅταν ἀναφέρωμαι στὸν Θεό. Ἐσὺ ὅμως, ἐνῶ ἀπορρίπτεις τὴ δική μου πίστι, στὴν οὐσία πιστεύεις στὴν ἀπιστία σου, ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν τεκμηριώσης μὲ ἀποδείξεις. Πρέπει ὅμως νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἡ πίστι ἡ δική μου δὲν εἶναι ξεκάρφωτη. Ὑπάρχουν κάποια ὑπερφυσικὰ γεγονότα, πάνω στὰ ὁποῖα θεμελιώνεται.
– Μία στιγμή! Μιά καὶ μιλᾶτε γιὰ πίστι, τί θὰ πῆτε στοὺς Μωαμεθανοὺς π.χ. ἤ στοὺς Βουδδιστές; Διότι κι ἐκεῖνοι ὁμιλοῦν περὶ πίστεως. Κι ἐκεῖνοι διδάσκουν ὑψηλὲς ἠθικὲς διδασκαλίες. Γιατί ἡ δική σας πίστι εἶναι καλύτερη ἀπὸ ἐκείνων;
– Μ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτησί σου τίθεται τὸ κριτήριο τῆς ἀληθείας. Διότι βεβαίως ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ μόνη. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἀλήθειες. Ποιὸς ὅμως κατέχει τὴν ἀλήθεια; Ἰδοὺ τὸ μεγάλο ἐρώτημα. Ἔτσι, δὲν πρόκειται γιὰ καλύτερη ἤ χειρότερη πίστι! Πρόκειται γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστι!
Δέχομαι ὅτι ἠθικὲς διδασκαλίες ἔχουν καὶ τὰ ἄλλα πιστεύω. Βεβαίως οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπερέχουν ἀσυγκρίτως. Ἐμεῖς ὅμως δὲν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ γιὰ τὶς ἠθικὲς Του διδασκαλίες. Οὔτε γιὰ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε γιὰ τὰ κηρύγματά Του περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καὶ ἰσότητος. Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστό, διότι ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία Τοῦ συνοδεύθηκε ἀπὸ ὑπερφυσικὰ γεγονότα, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶναι Θεός.
– Κοιτάξτε. Κι ἐγὼ παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καὶ μεγάλος ἐπαναστάτης, ἀλλὰ μὴν τὸν κάνουμε καὶ Θεὸ τώρα…
– Ἄχ, παιδί μου! Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄπιστοί τῆς ἱστορίας ἐκεῖ σκάλωσαν. Τὸ ψαροκόκκαλο ποὺ τοὺς κάθησε στὸ λαιμὸ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ καταπιοῦν, αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ Θεός.
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν διατεθειμένοι νὰ ποῦν στὸν Κύριο: Μὴ λὲς ὅτι εἶσαι Θεὸς ἐνανθρωπήσας. Πὲς ὅτι εἶσαι ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ μεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σὲ θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις νὰ εἶσαι Θεὸς ἐνανθρωπήσας καὶ ὄχι ἄνθρωπος ἀποθεωθείς; Ἐμεῖς δεχόμαστε νὰ σὲ ἀποθεώσουμε, νὰ σὲ ἀνακηρύξουμε τὸν μέγιστο τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἁγιώτατο, τὸν ἠθικώτατο, τὸν εὐγενέστατο, τὸν ἀνυπέρβλητο, τὸν μοναδικό, τὸν ἀνεπανάληπτο. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν ὅλα αὐτά;
Ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ τῶν ἀρνητῶν, ὁ Ἐρνέστος Ρενᾶν, βροντοφωνεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ: «Γιὰ δεκάδες χιλιάδες χρόνια ὁ κόσμος θὰ ἀνυψώνεται διὰ σοῦ», εἶσαι «ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ἀνθρωπότητος ὥστε τὸ νὰ ἀποσπάση κάποιος τὸ ὄνομά σου ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο θὰ ἦταν ἴσο μὲ τὸν ἐκ θεμελίων κλονισμό του», «οἱ αἰῶνες θὰ διακηρύσσουν ὅτι μεταξὺ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων δὲν γεννήθηκε κανένας ὑπέρτερός σου». Ἐδῶ ὅμως σταματοῦν, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του. Ἡ ἑπόμενη φράσι τους; «Θεὸς ὅμως δὲν εἶσαι!»
Καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν γιὰ τὴν ψυχὴ τους μία ἀνέκφραστη τραγωδία! Τὸ δίλημμα ἀναπόφευκτα εἶναι ἀμείλικτο: Ἤ εἶναι Θεὸς ἐνανθρωπήσας ὁ Χριστός, ὁπότε πράγματι, καὶ μόνον τότε, ἀποτελεῖ τὴν ἠθικωτέρα, τὴν ἁγιωτέρα καὶ τὴν εὐγενεστέρα μορφὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἤ δὲν εἶναι Θεὸς ἐνανθρωπήσας, ὅποτε ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἀντιθέτως. Ἄν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, τότε πρόκειται γιὰ τὴν ἀπαισιοτέρα, τὴ φρικτοτέρα καὶ τὴν ἀπεχθεστέρα ὕπαρξι τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας.
– Τί εἴπατε;
– Αὐτὸ ποὺ ἄκουσες! Βαρὺς ὁ λόγος, ἀπολύτως ὅμως ἀληθής. Καὶ ἰδοὺ γιατί: Τί εἶπαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἤ ποιὰ ἰδέα εἶχαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους ὅλοι οἱ πράγματι μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἀνθρωπότητος;
Ὁ «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε τό: «Ἐν οἶδᾳ ὅτι οὐδὲν οἶδα».
Ὅλοι οἱ σπουδαῖοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Μωϋσῆ μέχρι τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Παῦλο, αὐτοχαρακτηρίζονται «γῆ καὶ σποδὸς (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «ἐκτρώματα» κ.τ.τ.
Ἡ συμπεριφορά, ἀντιθέτως, τοῦ Ἰησοῦ εἶναι παραδόξως διαφορετική! Καὶ λέω παραδόξως διαφορετική, διότι τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ εἶναι παρόμοια ἡ συμπεριφορά Του. Αὐτὸς μάλιστα, ὡς ἀνώτερος καὶ ὑπέρτερος ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη ἀκόμα κατώτερη καὶ ταπεινότερη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του. Ἠθικῶς τελειότερος ἀπὸ κάθε ἄλλον ἔπρεπε νὰ ὑπερακοντίζη σὲ αὐτομεμψία καὶ ταπεινὸ φρόνημα ὅλους τούς παραπάνω καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Συμβαίνει ὅμως τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο!
Πρῶτα – πρῶτα διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος: «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. η 46). «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ΄ 30).
Ἐκφράζει ἐπίσης πολὺ ὑψηλὲς ἰδέες περὶ Ἑαυτοῦ: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η΄ 12). «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6).
Ἐκτὸς ὅμως αὐτῶν, προβάλλει καὶ ἀξιώσεις ἀπολύτου ἀφιερώσεως στὸ Πρόσωπό Του. Εἰσχωρεῖ ἀκόμη καὶ στὶς ἱερώτερες σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος. Καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἤ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Μάτθ. ι΄ 37). «Ἦλθον διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς» (Μάτθ. ι΄ 35). Ἀπαιτεῖ ἀκόμη καὶ μαρτυρικὴ ζωὴ καὶ θάνατο ἀπὸ τοὺς μαθητές Του: «Παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς. Καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ… Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. Καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται… Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα… Ὅστις ἂν ἀρνήσηται με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κάγώ… Ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὐρήσει αὐτήν» (Μάτθ. ι΄ 17 κ.ἔ.).
Καὶ τώρα σὲ ρωτῶ: Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ διεκδικήση ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πάνω κι ἀπ’ τὴν ἴδια τους τὴ ζωή; Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ διακηρύξη τὴν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία του; Τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ ἐκστομίση τό: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια»; (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Κανεὶς καὶ πουθενά! Μόνο ἕνας Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ κάνη αὐτά. Φαντάζεσαι τὸν δικό σας τὸν Μὰρξ νὰ ‘λέγε κάτι τέτοια; Θὰ τὸν περνοῦσαν γιὰ τρελλὸ καὶ δὲν θὰ βρισκόταν κανεὶς νὰ τὸν ἀκολουθήση.
Γιὰ σκέψου, τώρα, πόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι θυσίασαν τὰ πάντα γιὰ χάρι τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους, πιστεύοντας στὴν περὶ ἑαυτοῦ ἀλήθεια τῶν λόγων Του! Ἐὰν οἱ περὶ ἑαυτοῦ διακηρύξεις του ἦσαν ψευδεῖς, ὁ Ἰησοῦς θὰ ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας ὁδηγώντας τόσους πολλοὺς σὲ τόσο βαρειὰ θυσία. Ποιὸς ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλος, ὅσο σπουδαῖος, ὅσο σοφὸς κι ἂν εἶναι, θὰ ἄξιζε αὐτὴ τὴ μεγάλη προσφορὰ καὶ θυσία; Ποιός; Κανένας! Μόνο ἐὰν ἦταν Θεός!
Μ’ ἄλλα λόγια: Ὅποιος ἄνθρωπος ἀπαιτοῦσε αὐτὴ τὴ θυσία ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του, θὰ ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας. Ὁ Χριστὸς ὅμως καὶ τὴν ἀπαίτησε καὶ τὴν πέτυχε. Παρὰ ταῦτα ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς τῆς θεότητός Του ἀναγορεύθηκε ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἁγιωτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας. Ὁπότε: Ἤ παραλογίζονται οἱ ἀρνητὲς ὀνομάζοντας ἁγιώτερο τὸν ἀπαισιώτερο, ἤ, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη παραλογισμός, ἀλλὰ νὰ ἔχη λογικὴ ἡ συνύπαρξι ἀπαιτήσεων τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁγιότητός Του, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένη ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἁγιωτέρα μορφὴ τῆς ἀνθρωπότητος μόνο ὅμως ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι ὅτι εἶναι καὶ Θεός! Ἀλλοιῶς εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὄχι ἡ ἁγιωτέρα, ἀλλὰ ἡ φρικτοτέρα μορφὴ τῆς ἱστορίας, ὡς αἰτία τῆς μεγαλυτέρας θυσίας τῶν αἰώνων, ἐν ὀνόματι ἑνὸς ψεύδους! Ἔτσι ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται μὲ βάσι αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τούς περὶ αὐτοῦ χαρακτηρισμοὺς τῶν ἀρνητῶν Του!…
– Ὅσα εἴπατε εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακά, δὲν ἀποτελοῦν ὅμως παρὰ συλλογισμούς. Ἱστορικὰ στοιχεῖα, πού νὰ θεμελιώνουν τὴν Θεότητά του, ἔχετε;
– Σοὺ εἶπα καὶ προηγουμένως ὅτι τὰ πειστήρια τῆς Θεότητός Του εἶναι τὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν ὅσο καιρὸ ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο νὰ διακηρύσση τὶς παραπάνω ἀλήθειες, ἀλλὰ ἐπικύρωνε τοὺς λόγους Του καὶ μὲ πλῆθος θαυμάτων. Ἔκανε τυφλοὺς νὰ βλέπουν, παράλυτους νὰ περπατοῦν, ἔθρεψε μὲ δυὸ ψάρια καὶ πέντε ψωμιὰ πέντε χιλιάδες ἄνδρες καὶ πολλαπλάσιες γυναῖκες καὶ παιδιά, διέτασσε τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ αὐτὰ ὑπάκουαν, ἀνέστησε νεκροὺς μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Λάζαρο τέσσερεις μέρες μετὰ τὸν θάνατό του. Μεγαλύτερο ὅμως ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα εἶναι ἡ Ἀνάστασί Του.
Ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ δὲν τὸ λέω ἐγώ. Τὸ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κόρ. ιε΄ 17). Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, τότε ὅλα καταρρέουν. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἀνέστη, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἄρα Θεός.
– Ἐσεῖς τὰ εἴδατε ὅλα αὐτά; Πῶς τὰ πιστεύετε;
– Ὄχι, ἐγὼ δὲν τὰ εἶδα. Τὰ εἶδαν ὅμως ἄλλοι, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοὶ στὴ συνέχεια τὰ γνωστοποίησαν καὶ μάλιστα προσυπέγραψαν τὴ μαρτυρία τους μὲ τὸ αἷμα τους. Κι ὅπως ὅλοι δέχονται, ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου καὶ σὺ κάποιον νὰ μοῦ πῆ πὼς ὁ Μὰρξ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ νὰ θυσιάση τὴ ζωή του γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτὴ κι ἐγὼ θὰ τὸν πιστεύσω ὡς τίμιος ἄνθρωπος.
– Νὰ σᾶς πῶ. Χιλιάδες κομμουνιστὲς βασανίσθηκαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Γιατί δὲν ἀσπάζεσθε καὶ τὸν κομμουνισμό;
– Τὸ εἶπες καὶ μόνος σου. Οἱ κομμουνιστὲς πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Δὲν πέθαναν γιὰ γεγονότα. Σὲ μία ἰδεολογία ὅμως εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ὑπεισέλθη πλάνη. Ἐπειδὴ δὲ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς νὰ θυσιάζεται γιὰ κάτι στὸ ὁποῖο πιστεύει, ἐξηγεῖται γιατί πολλοὶ κομμουνιστὲς πέθαναν γιὰ τὴν ἰδεολογία τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τὴν δεχθοῦμε καὶ ὡς σωστή.
Εἶναι ἄλλο πράγμα νὰ πεθαίνης γιὰ ἰδέες κι ἄλλο γιὰ γεγονότα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως δὲν πέθαναν γιὰ ἰδέες. Οὔτε γιὰ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» οὔτε γιὰ τὶς ἄλλες ἠθικὲς διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πέθαναν μαρτυροῦντες ὑπερφυσικὰ γεγονότα. Κι ὅταν λέμε γεγονός, ἐννοοῦμε ὅ,τι ὑποπίπτει στὶς αἰσθήσεις μας καὶ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ αὐτές. Οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν «δι’ ὅ ἀκηκόασι, ὅ ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλμοὶς αὐτῶν, ὅ ἐθεάσαντο καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 1).
Μὲ βάσι ἕναν πολὺ ὡραῖο συλλογισμὸ τοῦ Πασκὰλ λέμε ὅτι μὲ τοὺς Ἀποστόλους συνέβη ἕνα ἀπὸ τὰ τρία: Ἤ ἀπατήθηκαν ἤ μᾶς ἐξαπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Ἂς πάρουμε τὴν πρώτη ἐκδοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπατήθηκαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι ὅσα ἀναφέρουν δὲν τὰ ἔμαθαν ἀπὸ ἄλλους. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ὅλων αὐτῶν. Ἐξ ἄλλου δὲν ἦσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι οὔτε εἶχαν καμμιὰ ψυχολογικὴ προδιάθεσι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ἀντιθέτως ἦσαν τρομερὰ δύσπιστοι. Τὰ Εὐαγγέλια εἶναι πλήρως ἀποκαλυπτικὰ αὐτῶν τῶν ψυχικῶν τους διαθέσεων: δυσπιστοῦσαν στὶς διαβεβαιώσεις ὅτι κάποιοι Τὸν εἶχαν δεῖ ἀναστάντα.
Καὶ κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τοὺς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοὶ ἤ ὁραματιστὲς φιλοσοφικῶν καὶ κοινωνικῶν συστημάτων, ποὺ περίμεναν νὰ κατακτήσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τὶς φαντασιώσεις τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καὶ τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν νὰ πιάσουν κανένα ψάρι νὰ θρέψουν τὶς οἰκογένειές τους. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴ Σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ἀκούσει καὶ δεῖ, ἐπέστρεψαν στὰ πλοιάρια καὶ στὰ δίχτυά τους. Δὲν ὑπῆρχε δηλ. σ’ αὐτούς, ὅπως ἀναφέραμε, οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν. Καὶ μόνο μετὰ τὴν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή: Μήπως μᾶς ἐξαπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέματα; Ἀλλὰ γιατί νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θὰ κέρδιζαν μὲ τὰ ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως ἀξιώματα, μήπως δόξα; Γιὰ νὰ πῆ κάποιος ἕνα ψέμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως, κηρύσσοντες Χριστὸν καὶ Τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τὰ μόνα τὰ ὁποῖα ἐξασφάλισαν ἦσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι ἀπὸ ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις καὶ τέλος ὁ θάνατος. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα ψέμα; Εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κάποιος.
Συνεπῶς οὔτε ἐξαπατήθηκαν οὔτε μᾶς ἐξαπάτησαν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἑπομένως ἡ Τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Θὰ πρέπει μάλιστα νὰ σοῦ τονίσω καὶ τὸ ἑξῆς: Οἱ Εὐαγγελιστὲς εἶναι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν πραγματικὴ ἱστορία. Διηγοῦνται τὰ γεγονότα καὶ μόνον αὐτά. Δὲν προβαίνουν σὲ καμμία προσωπικὴ κρίσι. Κανένα δὲν ἐπαινοῦν, κανένα δὲν κατακρίνουν. Δὲν κάνουν καμμία προσπάθεια νὰ διογκώσουν κάποιο γεγονὸς ἤ νὰ ἐξαφανίσουν ἤ νὰ ὑποτιμήσουν κάποιο ἄλλο. Ἀφήνουν τὰ γεγονότα νὰ μιλοῦν μόνα τους.
– Ἀποκλείεται νὰ ἔγινε στὴν περίπτωσι τοῦ Χριστοῦ νεκροφάνεια; Τὶς προάλλες ἔγραψαν οἱ ἐφημερίδες γιὰ κάποιον Ἰνδό, τὸν ὁποῖο ἔθαψαν καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες τὸν ξέθαψαν καὶ ἦταν ζωντανός.
– Ἄχ, παιδάκι μου. Θὰ θυμηθῶ καὶ πάλι τὸ λόγο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου: «Ἄπιστοι, δὲν εἶσθε δύσπιστοι. Εἶσθε οἱ πλέον εὔπιστοι. Δέχεσθε τὰ πιὸ ἀπίθανα, τὰ πιὸ παράλογα, τὰ πιὸ ἀντιφατικά, γιὰ νὰ ἀρνηθῆτε τὸ θαῦμα!».
Ὄχι, παιδί μου. Δὲν ἔχουμε νεκροφάνεια στὸν Χριστό. Πρῶτα – πρῶτα ἔχουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ρωμαίου κεντυρίωνος, ὁ ὁποῖος βεβαίωσε τὸν Πιλάτο ὅτι ὁ θάνατος εἶχε ἐπέλθει.
Ἔπειτα τὸ Εὐαγγέλιό μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας μὲ δυὸ μαθητὲς Του πρὸς Ἐμμαούς, ποὺ ἀπεῖχε πάνω ἀπὸ δέκα χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον νὰ ἔχη ὑποστῆ ὅσα ὑπέστη ὁ Χριστὸς καὶ τρεῖς μέρες μετὰ τὸ «θάνατό» του νὰ τοῦ συνέβαινε νεκροφάνεια; Ἂν μὴ τί ἄλλο θὰ ‘πρεπε γιὰ σαράντα μέρες νὰ τὸν ποτίζουν κοτόζουμο γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ἀνοίγη τὰ μάτια του, κι ὄχι νὰ περπατᾶ καὶ νὰ συζητᾶ σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα.
Ὅσο γιὰ τὸν Ἰνδό, φέρε τον ἐδῶ νὰ τὸν μαστιγώσουμε μὲ φραγγέλιο – καὶ ξέρεις τί ἐστὶ φραγγέλιο; Μαστίγιο στὰ ἄκρα τοῦ ὁποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ἤ σπασμένα κόκκαλα ἤ μυτερὰ καρφιὰ -, φέρε τον, λοιπόν, νὰ τὸν φραγγελώσουμε, νὰ τοῦ φορέσουμε ἀκάνθινο στεφάνι, νὰ τὸν σταυρώσουμε, νὰ τοῦ δώσουμε χολὴ καὶ ξύδι, νὰ τὸν λογχίσουμε, νὰ τὸν βάλουμε στὸν τάφο, κι ἂν ἀναστηθῆ, τότε τὰ λέμε.
– Παρὰ ταῦτα ὅλες οἱ μαρτυρίες, τὶς ὁποῖες ἐπικαλεσθήκατε, προέρχονται ἀπὸ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει κάποια μαρτυρία περὶ αὐτοῦ, πού νὰ μὴν προέρχεται ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Μαθητῶν του; Ὑπάρχουν δηλ. ἱστορικοί, πού νὰ πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ; Ἂν ναί, τότε θὰ πιστέψω κι ἐγώ.
– Ταλαίπωρο παιδί! Δὲν ξέρεις τί ζητᾶς! Ἂν ὑπῆρχαν τέτοιοι ἱστορικοὶ ποὺ νὰ εἶχαν δεῖ τὸν Χριστὸ ἀναστημένο, τότε ἀναγκαστικὰ θὰ πίστευαν στὴν Ἀνάστασί Του καὶ θὰ τὴν ἀνέφεραν πλέον ὡς πιστοί, ὁπότε καὶ πάλι θὰ ἀρνιόσουν τὴ μαρτυρία τους, ὅπως ἀκριβῶς ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου κ.λ.π. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βεβαιώνη κάποιος τὴν Ἀνάστασι καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴ γίνεται Χριστιανός; Μᾶς ζητᾶς «πέρδικα ψητὴ σὲ κέρινο σουβλὶ καὶ νὰ λαλῆ»! Αἵ, δὲν γίνεται!
Σοὺ θυμίζω πάντως, ἐφ’ ὅσον ζητᾶς ἱστορικούς, αὐτὸ τὸ ὁποῖο σοῦ ἀνέφερα καὶ προηγουμένως: ὅτι δηλ. οἱ μόνοι πραγματικοὶ ἱστορικοὶ εἶναι οἱ Ἀπόστολοι.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἔχουμε καὶ μαρτυρία τέτοια ὅπως τὴν θέλεις: ἀπὸ κάποιον δηλ. πού δὲν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Μαθητῶν Του. Τοῦ Παύλου. Ὁ Παῦλος ὄχι μόνο δὲν ἦταν Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐδίωκε μετὰ μανίας τὴν Ἐκκλησία Του.
– Γι’ αὐτὸν ὅμως λένε ὅτι ἔπαθε ἡλίασι καὶ ἐξ αἰτίας της εἶχε παραίσθησι.
– Βρὲ παιδάκι μου, ἂν εἶχε παραίσθησι ὁ Παῦλος, αὐτὸ ποὺ θὰ ἀνεδύετο θὰ ἦταν τὸ ὑποσυνείδητό του. Καὶ στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ Παύλου θέσι ὑψηλὴ κατεῖχαν οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Προφῆτες. Τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Μωυσῆ ἔπρεπε νὰ δῆ κι ὄχι τὸν Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε λαοπλάνο καὶ ἀπατεώνα!
Φαντάζεσαι καμμιὰ πιστὴ γριούλα στὸ ὄνειρό της ἤ στὸ παραλήρημά της νὰ βλέπη τὸν Βούδδα ἤ τὸν Δία; Τὸν Ἄι Νικόλα θὰ δῆ καὶ τὴν Ἁγία Βαρβάρα. Διότι αὐτοὺς πιστεύει.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Στὸν Παῦλο, ὅπως σημειώνει ὁ Παπίνι, ὑπάρχουν καὶ τὰ ἑξῆς θαυμαστά: Πρῶτον, τὸ αἰφνίδιο τῆς μεταστροφῆς. Κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστι. Δὲν μεσολάβησε προπαρασκευαστικὸ στάδιο. Δεύτερον, τὸ ἰσχυρόν τῆς πίστεως. Χωρὶς ταλαντεύσεις καὶ ἀμφιβολίες. Καὶ τρίτον, πίστι διὰ βίου. Πιστεύεις ὅτι αὐτὰ μπορεῖ νὰ λάβουν χώρα μετὰ ἀπὸ μία ἡλίασι; Δὲν ἐξηγοῦνται αὐτὰ μὲ τέτοιους τρόπους. Ἂν μπορῆς, ἐξήγησέ τα. Ἂν δὲν μπορῆς, παραδέξου τὸ θαῦμα. Καὶ πρέπει νὰ ξέρης ὅτι ὁ Παῦλος μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς του ἦταν ἄνδρας ἐξόχως πεπαιδευμένος. Δὲν ἦταν κανένα ἀνθρωπάκι νὰ μὴν ξέρη τί τοῦ γίνεται.
Θὰ προσθέσω ὅμως καὶ κάτι ἐπὶ πλέον. Ἐμεῖς, παιδί μου, ζοῦμε σήμερα σὲ ἐξαιρετικὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του ὅτι «καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ιστ΄ 18), οἱ ὁπαδοὶ Του ἀριθμοῦσαν μόνο μερικὲς δεκάδες πρόσωπα. Ἔκτοτε πέρασαν δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αὐτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικὰ συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, ἡ Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ παραμένει ἀκλόνητη παρὰ τοὺς συνεχεῖς καὶ φοβεροὺς διωγμοὺς ἐναντίον της. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα;
Καὶ κάτι τελευταῖο. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται πώς, ὅταν ἡ Παναγία μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Προδρόμου, ἐκείνη τὴν ἐμακάρισε μὲ τὰ λόγια: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Καὶ ἡ Παναγία ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον.. Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (α΄ 48).
Τί ἦταν τότε ἡ Παναγία; Μία ἄσημη κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἦταν. Ποιὸς τὴν ἤξερε; Παρὰ ταῦτα ἀπὸ τότε ξεχάσθηκαν αὐτοκράτειρες, ἔσβησαν λαμπρὰ ὀνόματα γυναικῶν, λησμονήθηκαν σύζυγοι καὶ μητέρες στρατηλατῶν. Ποιὸς ξέρει ἤ ποιὸς θυμᾶται τὴ μητέρα τοῦ Μεγ. Ναπολέοντος ἤ τὴ μητέρα τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου; Σχεδὸν κανείς. Ὅμως ἑκατομμύρια χείλη σ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς καὶ σ’ ὅλους τούς αἰῶνες ὑμνοῦν τὴν ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, «τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Ζοῦμε ἤ δὲν ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, τὴν ἐπαλήθευσι τοῦ προφητικοῦ αὐτοῦ λόγου τῆς Παναγίας;
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς συμβαίνουν ὅσον ἀφορᾶ καὶ σὲ μία «δευτερεύουσα» προφητεία τοῦ Χριστοῦ: Ὅταν στὴν οἰκία τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ μία γυναίκα περιέχυσε στὸ κεφάλι Του τὸ πολύτιμο μύρο, εἶπε ὁ Κύριος: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς» (Ματθ. κς΄ 13). Πόσος ἦταν ὁ κύκλος τῶν ὀπαδῶν Του τότε, γιὰ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ θὰ ἔκαναν τὰ ἀδύνατα δυνατὰ ὥστε νὰ ἐκπληρωθῆ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Διδασκάλου τους; Καὶ μάλιστα μία τέτοια προφητεία, ἡ ὁποία μὲ τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου δὲν ἔχει καὶ καμμιὰ σημασία γιὰ τοὺς πολλούς;
Εἶναι ἤ δὲν εἶναι θαύματα αὐτά; Ἂν μπορῆς, ἐξήγησέ τα. Ἂν δὲν μπορῆς ὅμως, παραδέξου τα ὡς τέτοια.
– Ὁμολογῶ ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά σας εἶναι ἰσχυρά. Ἔχω ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω κάτι ἀκόμη: Δὲν νομίζετε ὅτι ὁ Χριστὸς ἄφησε τὸ ἔργο του ἡμιτελές; Ἐκτὸς κι ἄν μᾶς ἐγκατέλειψε. Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ ἕναν Θεὸ νὰ παραμένη ἀδιάφορος στὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς νὰ βολοδέρνουμε ἐδῶ κι ἐκεῖνος ἀπὸ ψηλὰ νὰ στέκεται ἀπαθής.
– Ὄχι, παιδί μου. Δὲν ἔχεις δίκιο. Ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε τὸ ἔργο Του ἡμιτελές. Ἀντιθέτως εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωσι ἀνθρώπου στὴν ἱστορία, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁλοκλήρωσε τὴν ἀποστολή Του καὶ δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο νὰ κάνη καὶ νὰ πῆ.
Ἀκόμη κι ὁ μέγιστος τῶν σοφῶν, ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος μία ὁλόκληρη ζωὴ μιλοῦσε καὶ δίδασκε, στὸ τέλος συνέθεσε καὶ μία περίτεχνη ἀπολογία καί, ἂν ζοῦσε, θὰ εἶχε κι ἄλλα νὰ πῆ.
Μόνο ὁ Χριστὸς σὲ τρία χρόνια δίδαξε ὅ,τι εἶχε νὰ διδάξη, ἔπραξε ὅ,τι ἤθελε νὰ πράξη καὶ εἶπε τὸ «τετέλεσται». Δεῖγμα κι αὐτὸ τῆς θεϊκῆς Του τελειότητος καὶ αὐθεντίας.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι, τὴν ὁποία ἀνέφερες, σὲ καταλαβαίνω. Χωρὶς Χριστὸ ὁ κόσμος εἶναι θέατρο τοῦ παραλόγου. Χωρὶς Χριστὸ δὲν μπορεῖς νὰ ἐξηγήσης τίποτε. Γιατί οἱ θλίψεις, γιατί οἱ ἀδικίες, γιατί οἱ ἀποτυχίες, γιατί οἱ ἀσθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί».
Κατάλαβε τό! Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεγγίση μὲ τὴν πεπερασμένη λογικὴ του τὰ «γιατί» αὐτά. Μόνο μὲ τὸν Χριστὸ ἐξηγοῦνται ὅλα: Μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἴσως ἐκεῖ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ πάρουμε ἀπάντησι σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ «γιατί» αὐτά.
Ἀξίζει τὸν κόπο νὰ σοῦ διαβάσω ἕνα ὡραῖο ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ τοῦ Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι καὶ Μυρσίναι» μὲ τὸν τίτλο «Ἐρωτηματικά».
Εἶπα στὸν γέροντα ἀσκητὴ τὸν ἐβδομηκοντάρη,
πού κυματοῦσε ἡ κόμη του σὰν πασχαλιᾶς κλωνάρι:
Πές μου, πατέρα μου, γιατί σὲ τούτη ‘δῶ τὴ σφαῖρα
ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;
Γιατί, σὰν νὰ ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε ἀντάμα
τ’ ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;
Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα
σκορπιοὶ φωλιάζουν κι ὄχεντρες καὶ κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλει
καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη,
μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται, μιά μαχαιριὰ τοῦ δίνει
κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τ’ ἀφήνει;
Γιατί ἀλέτρι καὶ σπορὰ καὶ δουλευτάδες θέλει
τὸ στάχυ, ὥσπου νὰ γενῆ ψωμάκι καὶ καρβέλι
καὶ κάθε τί ὠφέλιμο κι εὐγενικὸ καὶ θεῖο
πληρώνεται μὲ δάκρυα καὶ αἵματα στὸ βίο,
ἐνῶ ὁ παρασιτισμὸς αὐτόματα θεριεύει
κι ἡ προστυχιὰ ὅλη τή γῆ νὰ καταπιῆ γυρεύει;
Τέλος, γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία
νὰ χώνεται ἡ σύγχυσι κι ἡ ἀκαταστασία;
Ἀπήντησε ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του
πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του:
Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη
κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν
τὴν ὄψι τὴν ξανάστροφη, παιδί μου, θεωροῦμε.
Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸ λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπη
ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστῆ καὶ νὰ δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα
πού ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίση τὸν αἰθέρα
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξης
καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις!
Ὁ Χριστός, παιδί μου, δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας,
βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ
καταλάβης, μόνο ἂν γίνης συνειδητὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ συνδεθῆς
μὲ τὰ Μυστήριά της.πού κυματοῦσε ἡ κόμη του σὰν πασχαλιᾶς κλωνάρι:
Πές μου, πατέρα μου, γιατί σὲ τούτη ‘δῶ τὴ σφαῖρα
ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;
Γιατί, σὰν νὰ ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε ἀντάμα
τ’ ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;
Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα
σκορπιοὶ φωλιάζουν κι ὄχεντρες καὶ κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλει
καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη,
μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται, μιά μαχαιριὰ τοῦ δίνει
κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τ’ ἀφήνει;
Γιατί ἀλέτρι καὶ σπορὰ καὶ δουλευτάδες θέλει
τὸ στάχυ, ὥσπου νὰ γενῆ ψωμάκι καὶ καρβέλι
καὶ κάθε τί ὠφέλιμο κι εὐγενικὸ καὶ θεῖο
πληρώνεται μὲ δάκρυα καὶ αἵματα στὸ βίο,
ἐνῶ ὁ παρασιτισμὸς αὐτόματα θεριεύει
κι ἡ προστυχιὰ ὅλη τή γῆ νὰ καταπιῆ γυρεύει;
Τέλος, γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία
νὰ χώνεται ἡ σύγχυσι κι ἡ ἀκαταστασία;
Ἀπήντησε ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του
πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του:
Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη
κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν
τὴν ὄψι τὴν ξανάστροφη, παιδί μου, θεωροῦμε.
Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸ λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπη
ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστῆ καὶ νὰ δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα
πού ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίση τὸν αἰθέρα
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξης
καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις!