Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

«Η γαρ υπακοή μέχρι θανάτου έχει τον όρον»


(Μ. Βασίλειος – Όροι κατ’ επιτομήν)

Α΄ ΜΕΡΟΣ

 

Toυ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

 

Αναμφίβολα, εντός της Εκκλησίας η πίστη μεγιστοποιείται, φθάνει στο υψηλότερό της σημείο, από την άποψη της νομιμοποιητικής της ισχύος, δια μέσου των εντολών του Θεού.

«Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με» (Ιωαν. 14,21), τονίζει με απόλυτη κατηγορηματικότητα ο Χριστός.

Οι εντολές του Χριστού βρίσκονται στην κορυφή της πνευματικής καθοδήγησης και ελέγχου των πιστών.

Η Αγία Γραφή υπογραμμίζει ένα βασικό άξονα στις σχέσεις ανθρώπου και Θεού, που είναι η πειθαρχεία.

Στο έδαφος δηλ. της άμεσης σχέσης Θεού και ανθρώπου, η ρύθμιση της σχέσης αυτής οικοδομείται ακριβώς στην πνευματική πειθαρχεία ως προς τον Θεό. Οι άγιοι απόστολοι, τονίσανε «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5,29), είναι δηλ. επιβεβλημένο–υποχρεωτικό να πειθαρχεί κανείς στον Θεό παρά στους ανθρώπους.

Στο Λεξικό διαβάζουμε: ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, η αυστηρή τήρηση των διαταγών της εξουσιαστικής αρχής.

Σε μια Μοναχική αδελφότητα η υπακοή στον προεστώτα, στον Γέροντα (ή Γερόντισσα), αποτελεί ανοδική σταθεροποίηση της πνευματικής πορείας της μόνο εν Χριστώ.

Μεγάλης σημασίας η εκκλησιολογική – ποιμαντική απάντηση του Μ. Βασιλείου στην ερώτηση (114 – ΡΣΔ΄) των «όρων κατ’ επιτομήν», την οποία θα παραθέσουμε, αφού πρώτα αναφέρουμε τα ειδικώτερα νοήματα των όρων «υπακοή» και «υποταγή», των οποίων η σύμπλεξη με την έννοια «πειθαρχία» δημιουργεί συγχύσεις, παρανοήσεις και παρεξηγήσεις εν μέσω των πιστών. Η υπακοή (υπο-ακοή) ως προς τον Θεό, ταυτίζεται με την έννοια «πειθαρχία». Ο προφήτης Ησαΐας ελέγχει την άρνηση του λαού: «τι ότι ήλθον και ουκ ην άνθρωπος; Εκάλεσα και ουκ ην ο υπακούων;» (Ησαΐας: 50,2).

Όταν η υπακοή ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ Γέροντα και του πνευματικού παιδιού, η υπακοή δεν είναι απροϋπόθετη, διότι προηγείται η αυθεντία και το κύρος της διαχρονικής Εκκλησίας.

Ιδιαίτερα οι βίοι των Αγίων, αποτελούν έμπρακτα παραδείγματα εκκλησιολογικής υπακοής έναντι της Εκκλησίας.

Αυτή η πραγματικότητα είναι κρυσταλλωμένη στην Πατερική σκέψη και ειδικά στους μεγάλους Πατέρες (Ι. Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιγνάτιος Θεοφόρος κ.α.).

Εντός της Εκκλησίας δεν νοείται να υπάρχει επίσκοπος ή πνευματικός ως «ελεύθερος διανοητής» με ατομοκεντρική εκκλησιολογία, όπως συμβαίνει σήμερα στα πρόσωπα των οικουμενιστών επισκόπων.

Οι σημερινοί «ελεύθεροι διανοητές» Επίσκοποι, ως οικουμενιστές, άρχισαν στις εγκυκλίους τους να δίνουν το μέτρο της «Νέας στροφής» της Εκκλησίας, δηλώνοντας την υποταγή τους στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Αυτή η υποταγή, ως άρνηση της Ορθόδοξης αλήθειας, είναι απαράδεκτη. Συν Θεώ, στο επόμενο άρθρο θα παρουσιάσω της εγκύκλιο μιας Ι. Μητροπόλεως, με οικουμενιστικό προσανατολισμό, ως εφαρμογή της «συνόδου» της Κρήτης.

Στο λεξικό διαβάζουμε: υποταγή=υπό την εξουσία κάποιου και «υποτακτικός αυτός που παίρνει εντολές».

Η υπακοή–υποταγή σε ορθόδοξο–ομολογιακό γέροντα, αποτελεί καταξίωση της πνευματικής ζωής, ενώ σε γέροντα με οικουμενιστικές φόρμες, έχει ως «κλινική εικόνα» την αίρεση. Ας επανέλθουμε στον Μ. Βασίλειο, για να μη χάσουμε την πνευματική ασφάλεια και την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας. Στους «ΟΡΟΥΣ ΚΑΤ’ ΕΠΙΤΟΜΗ», ο Μ. Βασίλειος απαντά στην εξής ερώτηση:

«Ερώτηση 114 (ΡΙΔ΄): «Ο Κύριος προσέταξεν· “εάν σε αγγαρεύση τις μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο” και ο Απόστολος εδίδαξε “να υποτασσώμεθα ο ένας εις τον άλλον μετά φόβου Χριστού”. Πρέπει, λοιπόν, να υπακούωμεν εις τον καθένα που διατάσσει ο,τιδήποτε;».

Απάντηση:

«Η διαφορά αυτών που δίδουν εντολές δεν πρέπει να παραβλάπτει την υπακοήν των δεχομένων τας εντολάς, διότι και ο Μωϋσής δεν παρήκουσε τον Ιοθόρ που έδωσεν αγαθάς συμβουλάς.

Όμως υπάρχει μεγάλη διαφορά εις τας εντολάς που δίδονται· διότι άλλαι μεν είναι αντίθετοι προς την εντολήν του Κυρίου, είτε διότι την αλλοιώνουν είτε διότι την μολύνουν κατά πολλούς τρόπους με την ανάμειξιν του απηγορευμένου, άλλαι δε συμφωνούν με την εντολήν, άλλαι δε και αν ακόμη δεν συμφωνούν καταφανώς, όμως συντελούν και βοηθούν εις την τήρησήν της

Ώστε, εάν διαταχθώμεν κάτι που συμφωνεί με την εντολήν του κυρίου ή συμβάλλει εις αυτήν πρέπει να το δεχώμεθα με μεγαλυτέραν προθυμίαν και προσοχήν, ως το θέλημα του Θεού…

Όταν όμως μας διατάξη κάποιος κάτι αντίθετον προς την εντολήν του Κυρίου, που την αλλοιώνει ή την μολύνει, είναι καιρός να είπωμεν τότε ό,τι “πρέπει να πειθαρχούμεν εις τον Θεόν μάλλον ή η εις τους ανθρώπους”…

Από τα ανωτέρω διδασκόμεθα ότι κάθε άνθρωπος που αγαπά τον Κύριον πρέπει να αποφεύγει, ή και να βδελύσσεται αυτόν που μας ενθαρρύνει να πράξωμεν το υπό του Κυρίου απηγορευμένον, και αν ακόμη είναι στενός συγγενής ή υπερβολικά ένδοξος».

 

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ