Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ὅταν ἔπρεπε σιωπούσαμε, τώρα κλαῖμε καὶ ὀδυρόμαστε

Γράφει  Δημήτρης Νατσιὸς, δάσκαλος - Κιλκὶς 
Δικαίως διαμαρτυρόμαστε καὶ πονᾶμε καὶ αἰσθανόμαστε ὀρφανοί, γιατί κλειδαμπαρώθηκαν οἱ ναοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὅπως οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχασαν ἕνα πολυαγαπημένο πρόσωπο, τὸ θυμοῦνται μὲ συγκίνηση, θρηνοῦν περισσότερο καὶ νιώθουν ἔντονα τὴν ἀπουσία του, τὶς «χρονιάρες» ἡμέρες, Πάσχα καὶ Χριστούγεννα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, αἰσθανόμαστε θλίψη καὶ σπαραγμό, γιατί δὲν θὰ μπορέσουμε οὔτε τὰ φετινὰ Χριστούγεννα, νὰ «δειπνήσουμε» στὸν οἶκο τοῦ Πατέρα τους. Ὅπως καὶ τὸ περασμένο Πάσχα, δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου μας. Ὁ σύγχρονος Πιλάτος ἔχει τοποθετήσει φρουρὲς καὶ κουστωδίες, νὰ ἀπαγορεύουν διὰ ροπάλου τὴν εἴσοδο.

Γράφονται πολλὰ καὶ ἀπὸ πολλούς. Ξιφουλκοῦν ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι κατὰ...τῆς ἀπόφασης. Συμφωνῶ, μὲ χέρια καὶ ποδάρια προσυπογράφω, ὅσα ἐμπόνως γράφουν ἱεράρχες, ὅπως τὸ παλληκάρι τῆς Κύπρου μας, ὁ ἐπίσκοπος Μόρφου κ. Νεόφυτος.

Νὰ σημειώσω ὅμως κάτι. Αὐτὴ τὴν στιγμὴ φοιτοῦν στὴν Ἑλλάδα, στὴν Πρωτοβάθμια καὶ Δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, περίπου 1.400.000 μαθητές. Εἶναι, ὅπως συνηθίζεται νὰ λέγεται, τὸ μέλλον τῆς πατρίδας μας.

Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ μισοὶ φοιτοῦν στὸ Δημοτικὸ σχολεῖο, στὴν κρίσιμη, ἐξοπλιστικὴ ἡλικία, ὅπου ἐντυπώνονται ἀνεξίτηλα στὴν μνήμη τους γνώσεις, δεξιότητες, συνήθειες καὶ συμπεριφορές. Ἕνας καλὸς δάσκαλος ἀφήνει τὴν εὐεργετικὴ θυμήσή του ὁλοζωῆς στὸν μικρὸ μαθητή. Ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετο.

Στὸ Σύνταγμά μας, προβλέπεται στὸ ἄρθρο 16, ἡ «ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης» τῶν μαθητῶν καὶ -οὐδεὶς τὸ ἀμφισβητεῖ- αὐτὸ ἑρμηνεύεται ὡς καλλιέργεια τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μὲ λίγα λόγια τὸ μέλλον τοῦ μέλλοντος τῆς πατρίδας κρίνεται στὶς σχολικὲς αἴθουσες. Ἕνας ἐκπαιδευτικὸς ζεῖ πολὺ περισσότερες ὧρες μὲ ἕνα παιδί, ἀπ’ ὅσο αὐτὸ ζεῖ μὲ τοὺς γονεῖς του, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τους καὶ τοὺς φρενήρεις ρυθμοὺς τῆς ζωῆς, ποὺ ἀναγκάζουν πολλὲς φορὲς καὶ τὴν μητέρα νὰ ἀπογαλακτίζει τὸ παιδί της γιὰ λόγους βιοπορισμοῦ, πράγμα ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ἀνατροφή του.

Καὶ ἐρωτῶ: Ἐδῶ καὶ τρία χρόνια καταργήθηκε ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν, ὁ ὁποῖος πραγματοποιεῖται -τὸ πονήρευμα, τὸ σύνηθες δημοκρατικὸ καρύκευμα- μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ συλλόγου διδασκόντων, δηλαδή, σχεδὸν ποτέ. Ρωτῶ τοὺς ἀναγνῶστες. Πότε εἶδαν τελευταία φορὰ σχολεῖο νὰ πηγαίνει γιὰ ἐκκλησιασμό; (Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ αὐτὲς μὲ λειψὲς τάξεις ἢ ἐλάχιστους μαθητές). Μήπως ἔκλεισαν οἱ ναοί, ἐδῶ καὶ τρία χρόνια,  γιὰ 1.400.000  Ἕλληνες καὶ μάλιστα στὸ πιὸ λαμπρὸ τμῆμα τῆς κοινωνίας; Ἀντιδράσαμε; Ὄχι.

Καταργήθηκε ἡ μηνιαία ἔπαρση τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας, τὴν πρώτη Δευτέρα κάθε μηνός, μὲ τὴν ταυτόχρονη ἀπαγγελία - ψαλμωδία, τοῦ Ἐθνικοῦ μας Ὕμνου. Πλέον - νόμος Γαβρόγλου, πρόλαβε κι αὐτὸς νὰ ἀφήσει τὶς κουτσουλιές του στὴν Παιδεία - «ἡ σημαία παραμένει ἀνηρτημένη στὸν ἱστὸ τοῦ σχολείου, ὅπως προβλέπεται σὲ ὅλες τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες». Ἐρωτῶ: εἶναι  κάποια δημόσια ὑπηρεσία τὸ σχολεῖο, ὅπως τὸ ΚΕΠ, σὲ κάποια πολίχνη; Πότε ἄκουσαν τὰ τελευταία ἔτη, ὅσοι διαβάζουν αὐτὲς τὶς ἀράδες, νὰ ψάλλεται ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος στὴν αὐλὴ ἑνὸς σχολείου, μὲ παρατεταγμένους ὅλους τούς μαθητὲς καὶ τοὺς δασκάλους τους; Ὑπῆρξε κάποια δυναμικὴ ἀντίδραση γι’ αὐτὴν τὴν κακοβουλία; Ὄχι.

Νὰ γράψω κι ἕνα τελευταῖο, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ βιώνουμε στὴν ἐκπαίδευση. Τοῦτες τῆς ἡμέρες τοῦ ἀναγκαστικοῦ ἐγκλεισμοῦ μας καὶ τῆς τηλεκπαίδευσης, ποὺ μόνο ἐθισμὸ καὶ καταπόνηση προκαλεῖ στὰ παιδιὰ ποὺ στήνονται ἀποσβολωμένα καὶ ἀκινητοποιημένα  δέκα ὧρες μπροστὰ στὶς ὀθόνες. (Θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφευχθεῖ αὐτὸς ὁ ψυχοβγάλτης μὲ μία ἐπιμήκυνση τοῦ σχολικοῦ ἔτους κατὰ 15 ἡμέρες. Καὶ ἀναφέρομαι κυρίως στὸ Δημοτικό).  Ὅπως καὶ τὴν προηγούμενη, ὑποχρεωτικὴ οἰκουρία μας,  ἀπὸ τὰ διαδικτυακὰ μαθήματα ἕνα μόνο λείπει. Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. (Παραπέμπω καὶ σὲ ἄρθρο μου στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 2020 μὲ τίτλο «ποιὸ μάθημα ξεχάστηκε στὶς τηλεδιδασκαλίες; Μὰ τὰ Θρησκευτικά»). Γιατί; Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ καταργήθηκε ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ ἔπαρση τῆς σημαίας, ὁσονούπω ἡ πρωινὴ προσευχή, ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὶς αἴθουσες, λόγω πολυπολιτισμικότητας, ποὺ εἶναι τὸ καλλιτεχνικὸ ὄνομα τοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ. Νὰ ξεμυρωθοῦν, νὰ ξεβαπτιστοῦν καὶ νὰ ἀφελληνιστοῦν τὰ παιδιά μας, ἐπαναλαμβάνω τὸ μέλλον, γιὰ νὰ χορεύουν ἀπτόητοι οἱ «ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ πνευματικὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας», κατὰ τὸν Φώτη Κόντογλου. Ἐρωτῶ: Ὑπάρχει κάποια ἀντίδραση γι’ αὐτό; Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀντέδρασε; Ὄχι.

(Προσωπικῶς διδάσκω, ὅπως καὶ μὲς στὴν αἴθουσα, κάθε Παρασκευὴ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς ἢ συναξάρια ἁγίων καὶ αὐτὴν τὴν περίοδο ἔχουμε πολλοὺς ἀθλητὲς τῆς Πίστεως. Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ…).

Νὰ κλείσω μὲ μία εὐφρόσυνο παραπομπή. (Διδάσκοντας δεκαετίες μικρὰ παιδιά, βλέπω πόσο λυτρωτικὸ εἶναι, ὅταν βαρύνονται ἀπὸ μαθήματα καὶ ἀσκήσεις, νὰ γλυκαίνεις λίγο τὸ «κλίμα», διηγώντας τους κάτι ποὺ θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀνθοβολή καὶ τὴν εὐωδία τους: τὸ γέλιο.) Εἶναι μία νόστιμη ἐπιστολὴ τοῦ λόγιου Κωνσταντίνου Δαπόντε, (1713-1784), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Καισάριος. Ἔζησε καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Διαβάζω λίγες εἰσαγωγικὲς γραμμὲς ἀπὸ τὴν ἐπιστολή, ποὺ τὴν ἀπέστειλε σὲ κάποιον Πούρβουλο, ἀπαντώντας, μᾶλλον, σὲ πρόσκληση γιὰ τραπέζι.

«Ἐπιθυμίαν ἐπεθύμησα τούτην τὴν ἑβδομάδα φαγεῖν μετὰ τῆς εὐγενείας σου· εἰς τὸ τραπέζι δὲν θέλω νὰ εἶναι ἄρτος  ἁρπαγῆς, πρόβατον ἀδικίας, ὄρνιθα ἀσελγείας, οὔτε δορκὰς ὑπερηφανείας, οὔτε ὀρτύκι μνησικακίας, οὔτε λαγὸς φιλοχρηματίας, ἀλλὰ  οὔτε χοῖρος ἀκαθαρσίας. Θέλω δὲ καὶ παρακαλῶ νὰ εἶναι ἄρτος ἱδρῶτος, φακὲς ταπεινοφροσύνης, φασούλια σωφροσύνης, ρεβίθια ἐλεημοσύνης, ἰχθύες ἁπλότητος, ἐλιὲς ἱλαρότητος καὶ λάχανα εὐλαβείας…». Στὰ «δὲν θέλω», στὰ ἀνεπιθύμητα ἐδέσματα τοῦ Καισάριου, περιγράφεται ἡ Ἑλλάδα τῆς παρακμῆς, τῶν μνημονίων, τῶν προδοτικῶν συμφωνιῶν, τοῦ ἐξευτελισμοῦ ἀπὸ τὴν εὐφημιστικῶς λεγόμενη Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Ἡ Ἑλλάδα ποὺ ταΐζεται μὲ λαγοὺς φιλοχρηματίας καὶ πρόβατα ἀδικίας. Στὰ «θέλω» εἶναι ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, τῆς νηστείας, τοῦ φιλότιμου, τῆς οἰκογένειας, τῆς ἀξιοπρέπειας, τῆς φιλοπατρίας, τοῦ Χριστοῦ οἱ «φίλοι. Ἡ Ἑλλάδα ποὺ δειπνεῖ μὲ φακὲς ταπεινοφροσύνης καὶ λάχανα εὐλαβείας.

Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἐσταυρωμένη Παιδεία μας; Ἂς κοιτάξουμε πίσω, τί ἔκαναν οἱ παλιοί, καλοί μας δάσκαλοι. Ἐρωτῶ: τελείωνε ποτὲ μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ; Τὸ θαυμάσιο «Ἡ Γεννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεός  ἠμῶν…». Ἢ ἀκόμη τὸ ἐκπληκτικὸ Κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον…». Ἢ τὸ «Πιστεύω».  Ποιὸς τὰ μαθαίνει αὐτὰ σήμερα στὰ παιδιά, πού ἔχουμε σιχαθεῖ τὰ γλυκανάλατα φράγκικα μουρμουρητά; Πού ἀφήσαμε τὰ παντερπνὰ λόγια τῶν ἁγίων, τὰ ὁποία γαληνεύουν τὶς πεινασμένες ψυχὲς τῶν παιδιῶν – «ἀπὸ τὴν Εὐρώπη γυρίσαμε πεινασμένοι», ἔγραφε ὁ Σεφέρης – καὶ τὰ «ταΐζουμε» μὲ τὰ ξέψυχα, μίζερα καὶ ψευτορομαντικὰ «μπαχαρικὰ» καὶ ψελλίσματα τῆς ἄθεης Δύσης.

Δημήτρης Νατσιὸς,
δάσκαλος-Κιλκὶς