Εἶναι πλέον ἡλίου φαεινότερον, ὅτι τὰ δεινὰ ποὺ καταδυναστεύουν τὴν Ἐκκλησία, κλῆρο καὶ λαό, ἔχουν πρωτίστως νὰ κάνουν μὲ τὴν πτώση τῶν Ἐπισκόπων, τῶν κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο «ὄντως ὀφθαλμῶν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας σήμερα τυφλώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια πρωτίστως τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ φεῦ τῆς δειλίας, ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν τὸν δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ ὡς τυφλοὶ ὁδηγοῦν τὸ ποίμνιο (τυφλὸ πιὰ κι αὐτό) «εἰς βόθυνον» (Ματθ. 15, 14) καὶ ἡ πτώση δὲν ἔχει τέλος.
Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τὸ λέει πρωτίστως ὁ Κύριος στὶς ἐπιστολές Του πρὸς τὶς Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας, στὶς ὁποῖες προειδοποιεῖ τὸν κάθε ἕνα ἐπίσκοπο («ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ»), ὅτι πρωταρχικὸς σκοπός του εἶναι ἡ φρούρηση τοῦ ποιμνίου ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε αἵρεση καὶ τὸν ὁποιοδήποτε ψευδοποιμένα, προβατόσχημο λύκο. Ὅ,τι καλὸ κι ἂν πράξει ὁ ἐπίσκοπος, δὲν θὰ ληφθεῖ ὑπόψη, ἂν ἀμελήσει τὸ ἔργο τῆς φρούρησης («ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ μετανοήσῃς»). Τότε ὁ Κύριος προειδοποίησε ὅτι θὰ κουνήσει τὴν λυχνία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπισκοπεῖ, δηλ. θὰ χαθεῖ ἡ Ἐκκλησία αὐτή, τὸ ὁποῖο καὶ συνέβη. Αὐτὸ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεῖ ὡς ἀπόδειξη γιὰ μᾶς τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, ὥστε νὰ διαπιστώσουμε, τὴν κατάντια τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων καὶ νὰ πράξουμε τὸ ἐκκλησιαστικῶς ἀναγκαῖον, ὥστε νὰ μὴν κουνηθεῖ ἡ λυχνία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀνήκουμε. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἀρκεῖ.
Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τὸ λέει μετὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Τιτ. 1, 7-9): «δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν».
Καὶ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταλάβουμε σήμερα, τί εἴδους ἄνθρωποι διοικοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ κατὰ πόσο ἀκολουθοῦν τὸν εὐαγγελικὸ λόγο. Δυστυχῶς ὅμως οὔτε αὐτὸ ἀρκεῖ, γιὰ νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας: νὰ διώξουμε τοὺς ψευδοποιμένες.
Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τὸ δείχνει ἡ ὁμολογία του τὴν στιγμὴ τῆς χειροτονίας του, στὴν ὁποία ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογεῖ ὅτι θὰ προστατεύσει καὶ θὰ τηρήσει ἀλώβητη τὴν Ἱ. Παράδοση, τὴν διδασκαλία, τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας (Ἀρχιερατικόν, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήναι 1999, σ. 111).
Ἀντὶ ὅμως αὐτοῦ βιώνουμε σήμερα τὴν κορύφωση τῆς προδοσίας, ἀνακολουθίας, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀναίρεσης τῆς παραπάνω ὁμολογίας. Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς μιλοῦν πιὰ ἀπροκάλυπτα γιὰ ἕνωση μὲ τὸν Πάπα καὶ τὸν ἀποκαλοῦν πατέρα. Ἀποκαλοῦν τοὺς Προτεστάντες ἀδελφοὺς καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμπροσεύχονται μὲ μουσουλμάνους, ἀκόμα καὶ μὲ σαμάνους. Καὶ ὅμως οὔτε αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ πράξουμε ὡς Χριστιανοί τὸ αὐτονόητο καὶ πρέπον, παρότι δὲν ἔχουν ἀφήσει ὄχι μόνο τὴν Ἱ. Παράδοση ἀλλὰ ἀπολύτως τίποτα ἀλώβητο, τόσο οἱ ἀληθινοὶ ἔνοχοι, ὅσο καὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀνέχονται. Καὶ αὐτὸ θὰ φανεῖ ἀμέσως παρακάτω.
Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τὸ δείχνουν οἱ Ἱ. Κανόνες, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ γνωρίζει καὶ νὰ τηρεῖ ὁ Ἐπίσκοπος. Οἱ Ἱ. Κανόνες δὲν ὑπάρχουν μόνο γιὰ νὰ ἐξακριβώνουν τὴν ὀρθὴ πίστη τοῦ κάθε ὑποψηφίου ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φρουροῦν τὴν διατήρησή της καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἐπισκοπικοῦ του βίου. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ σημερινοὶ ἐπίσκοποι προσπαθοῦν (καὶ τὸ πετυχαίνουν) νὰ τοὺς καταργήσουν. Καὶ ὅμως οὔτε αὐτὸ ἁρκεῖ γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ ἀντισταθοῦμε ἁγιοπατερικῶς σὲ αὐτοὺς τοὺς προβατόσχημους λύκους. Μάλιστα ἐδῶ τονίζουμε τὴν ἄγνοιά μας, λέγοντας δὲν εἴμαστε κανονολόγοι γιὰ νὰ γνωρίζουμε τί πρέπει καὶ τί δὲν πρέπει νὰ πράττει ἕνας ἐπίσκοπος. Ἂς δοῦμε λοιπόν, κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ μόνο ἡ ἀνάγνωσή τους ἀρκεῖ νὰ μᾶς ἀποδείξει τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς Πίστεως τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων καὶ τὴν τιμωρία ποὺ τοὺς ἁρμόζει, ἂν δὲν μετανοήσουν:
Ὁ 4ος Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς προστάζει τὴν καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμὸ ὅσων ἐπισκόπων ζήτησαν ἀπὸ πολιτικοὺς ἄρχοντες νὰ μεσολαβήσουν προκειμένου να χειροτονηθοῦν Ἐπίσκοποι ἀλλὰ καὶ ὅσων συνεργάστηκαν μαζί τους γιὰ τὸν σκοπό αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅσους κοινωνοῦν μαζί τους (ΡΠ, τόμ. Β΄, σελ. 564). Σήμερα δὲν τιμωρεῖται οὔτε ὁ ἔνοχος, οὔτε οἱ γνωρίζοντες: «…Εἴ τις ἐπίσκοπος, κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάμενος, δι ̓ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένηται, καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω, καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτῷ πάντες…».
Ὁ 58ος Ἀποστολικὸς προστάζει τὴν καθαίρεση ὅσων ἐπισκόπων ἀμελοῦν τὸν εὐαγγελισμό, τὴν διδαχὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ ποιμνίου τους καὶ δὲν τοὺς διδάσκουν τὰ δόγματα καὶ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία (καθαιρείσθω». ΡΠ, τόμ. Β ́, σελ. 75). Σήμερα ὅλοι αὐτοὶ ἐπαινοῦνται καὶ βραβεύονται: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἀμελῶν τοῦ κλήρου ἢ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς εἰς εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω ̇ ἐπιμένων δὲ τῇ ἀμελείᾳ καὶ ῥᾳθυμία, καθαιρείσθω».
Ὁ 19ος τῆς Πενθέκτης ὁρίζει ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι δὲν πρέπει νὰ διαστρεβλώνουν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως καὶ πρέπει νὰ ἐξηγοῦν τὰ ἁγιογραφικὰ χωρία μὲ βάση τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία καὶ ὄχι τὴν προσωπική τους γνώμη (ΡΠ, τόμ. Β ́, σελ. 346). Σήμερα συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, ὁ καθένας διαστρεβλώνει καὶ ἑρμηνεύει, ὅπως νομίζει καὶ θέλει: «Ὅτι δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους, ἐκ τῆς θείας γραφῆς ἀναλεγομένους τὰ τῆς ἀληθείας νοήματά τε, καὶ κρίματα, καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἢ τὴν ἐκ τῶν θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν».
Ὁ 18ος Καρθαγένης ὁρίζει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ χειροτονοῦν ἐπίσκοπο ἢ ἱερέα πρέπει νὰ τοῦ διδάξουν τοὺς Ἱ. Κανόνες καὶ τὴν τήρησή τους (ΡΠ, τόμ. Γ ́, σελ. 353). Σήμερα συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, τοῦ διδάσκουν πῶς νὰ τοὺς παραβαίνει: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ὥστε, χειροτονουμένου ἐπισκόπου, ἢ κληρικοῦ, πρότερον ἀπὸ τῶν χειροτονούντων αὐτοὺς τὰ δεδογμένα ταῖς συνόδοις εἰς τὰς ἀκοὰς αὐτῶν ἐντίθεσθαι, ἵνα μὴ ποιοῦντες κατὰ τῶν ὅρων τῆς συνόδου μεταμεληθῶσιν».
Ὁ 59ος Ἀποστολικὸς ὁρίζει τὸν ἀφορισμὸ καὶ τὴν καθαίρεση τῶν Ἐπισκόπων ποὺ ἀμελοῦν τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τῶν κληρικῶν ποὺ ἔχουν ἀνάγκη (ΡΠ, τόμ. Β ́, σελ. 76). Σήμερα τοὺς τιμωροῦν καὶ τοὺς βάζουν καὶ πρόστιμα (ἀκόμα καὶ σὲ ἀρρώστους καὶ πολύτεκνους), ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσαν στὸν δεσποτισμό τους: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τινὸς τῶν κληρικῶν ἐνδεοῦς ὄντος, μὴ ἐπιχορηγοῖ τὰ δέοντα, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δὲ, καθαιρείσθω, ὡς φονεύσας τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ».
Ἐπίσης οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύουν τὴν τόσο ἀγαπητὴ σήμερα μετακίνηση/μετάθεση Ἐπισκόπων, εἶναι τὸ λεγόμενο ἀμετάθετο: Ἀποστ. 14, Α ́ 15, Δ ́ 5, Σαρδ. 2 καὶ Ἀντιόχ. 21: «Ἐπίσκοπον ἀπὸ παροικίας ἑτέρας εἰς ἑτέραν μὴ μεθίστασθαι, μήτε αὐθαιρέτως ἐπιῤῥίπτοντα ἑαυτόν, μήτε ὑπὸ λαῶν ἐκβιαζόμενον, μήτε ὑπὸ ἐπισκόπων ἀναγκαζόμενον· μένειν δὲ εἰς ἣν ἐκληρώθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς ἐκκλησίαν, καὶ μὴ μεθίστασθαι αὐτῆς, κατὰ τὸν ἤδη πρότερον περὶ τούτου ἐξενεχθέντα ὅρον» (ΡΠ, τόμ. Γ ́, σελ. 164).
Δὲν μποροῦμε φυσικὰ νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλους τοὺς Ἱ. Κανόνες ποὺ ὁρίζουν τὸν ἀφορισμὸ καὶ τὴν καθαίρεση τῶν Ἐπισκόπων ποὺ φρονοῦν αἱρετικά ἢ κηρύττουν δημόσια αἵρεση. Θὰ ἀναφέρω μόνο δύο χαρακτηριστικούς, διότι σήμερα εἶναι τόσοι οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ αἱρετίζουν, τόσοι αὐτοὶ ποὺ κηρύττουν δημόσια καὶ ἀπροκάλυπτα αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ παραμένουν ἀτιμώρητοι, ὥστε κανεὶς νὰ ἀναρωτιέται, ἂν οἱ ἱ. Κανόνες στὴν Ἐκκλησία λαμβάνονται ἀκόμα ὑπόψη.
Ὁ 4ος κανόνας τῆς Γ ́ Οἰκουμενικῆς ὁρίζει τὴν καθαίρεση σὲ ὅσους Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς φρονοῦν αἱρετικά (ΡΠ, τόμ. Β ́, σελ. 197): «Εἰ δέ τινες ἀποστατήσαιεν τῶν κληρικῶν, καὶ τολμήσαιεν ἢ κατ’ ἰδίαν, ἢ δημοσίᾳ, τὰ Νεστορίου, ἢ τὰ Κελεστίου φρονῆσαι, καὶ τούτους εἶναι καθῃρημένους ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου δεδικαίωται».
Ὁ 123ος Καρθαγένης ὁρίζει ὅτι, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν φροντίζει νὰ φέρει σὲ μετάνοια τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐπισκοπής του, τότε θὰ πρέπει οἱ γείτονες Ἐπίσκοποι νὰ φροντίζουν νὰ τοῦ ὑπενθυμίζουν τὴν ὑποχρέωσή του αὐτή. Ἐὰν μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες δὲν μετανοήσει νὰ ἀφορίζεται. Ἐδῶ φυσικὰ φαίνεται καὶ ἡ καταδικαστέα στάση τῶν λεγομένων «εὐσεβῶν» ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν ἀνακαλοῦν στὴν τάξη τοὺς συναδέλφους τους ἢ τοὺς ἱερεῖς τους, ποὺ αἱρετίζουν, ἀλλὰ τοὺς ἐπαινοῦν καὶ συλλειτουργοῦν μαζί τους πλανόντες καὶ πλανόμενοι (ΡΠ, τόμ. Γ ́, σελ. 585): «Ἐὰν ἐν τοῖς ματρικίοις, ἤγουν ἐν ταῖς καθέδραις, ἐπίσκοπος ἀμελὴς γένηται κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ὑπομνησθείη ἀπὸ τῶν γετνιώντων ἐπιμελῶν ἐπισκόπων, καὶ ὑποδειχθείη αὐτῷ ἡ ἰδία περιφρόνησις πρὸς τὸ μὴ ἔχειν ἀπολογίαν».
Φυσικὰ ὑπάρχουν καὶ ἔχουν δημοσιευθεῖ τόσοι Ἱ. Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα, ἀκόμα καὶ τὰ συμπόσια μὲ αἱρετικούς.
Καὶ ὅμως ἡ καταπάτηση καὶ ἡ φανερὴ ἀπαξίωση ὅλων αὐτῶν τῶν Ἱ. Κανόνων, καθὼς καὶ ἡ αὐθαίρετη ἀνακήρυξη/ἐξεύρεση «εὐσεβῶν» ἐπισκόπων, παρόλο ποὺ αὐτοὶ οὔτε ἀπαιτοῦν οὔτε ἐργάζονται γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἐνόχων, μᾶλλον δὲ συμπροσεύχονται καὶ συλλειτουργοῦν μαζί τους δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ πράξουμε τὰ ἁγιοπατερικῶς αὐτονόητα.
Πρέπει ἑπομένως νὰ παραπονιόμαστε γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν; Ἔχουμε δικαίωμα νὰ περιμένουμε τὴν σωτήρια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ (ἐμεῖς ἐννοῦμε πάντα τὸ «σωτήρια» μὲ ἕνα θαῦμα καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐκκλησιαστικῶς ἀποδεδειγμένη παιδαγωγικὴ τιμωρία); Μποροῦμε νὰ ἀναπαύουμε τὴν συνείδησή μας μὲ ἀχρικαιρισμούς, ἀτελείωτες οἰκονομίες καὶ ψευδοευσέβειες; Ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κρυβόμαστε πίσω ἀπὸ τὴν κατάσταση μὲ τὸν κορονοϊό, νὰ τὴν χρησιμοποιοῦμε, καὶ μόνο σὲ αὐτὴ νὰ ἀναφερόμαστε, γιὰ νὰ κρύψουμε τὴν αἵρεση, τὴ προδοσία καὶ τὴν πτώση;
Ὅμως ὁ Κύριος στὴν Ἐκκλησία τῆς Λαοδικείας εἶπε τὰ ἑξῆς: «οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου».
Χριστὸς ἀνέστη!
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου