«Ἄν εξεράθη τὸ κλαδί, πάντα χλωρὴ εἶν' ἡ ρίζα» (Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης.)
Γενάρης
τοῦ 1952, πέρα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ πάνω στοὺς πρόποδες τοῦ Πάϊκου
βρέθηκε μισοφαγωμένη ἀπὸ ἄγρια θηρία τοῦ βουνοῦ ἡ ενενηντάχρονη γριούλα
Παλάσα Παχατουρίδου. Κανένας συγχωριανός της δὲν παραξενεύτηκε. Γνώριζαν
καλὰ τὸ δρᾶμα τῆς μεγαλοκυράς ἀπὸ τὴν Χαμενία τοῦ Καρς πάνω στὸν
Καύκασο. Ἡ δύστυχη ἔχασε δέκα γιους λεβέντες καὶ τὸν ἄνδρα της στὴν
Μικρασιατικὴ Καταστροφή. Τελευταία εἶχε χάσει καὶ τὸ μυαλό της.
Ἀναζητοῦσε κάθε μέρα νὰ βρεῖ τὸ δρόμο γιὰ τὴν μεγάλη ἐπιστροφὴ στὴν
«πατρίδα». Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἔψαχνε τὸ δρόμο γιὰ τὴν γῆ ποὺ ἦταν σπαρμένη
μὲ τὰ κόκαλα τῶν παιδιῶν της...
8
Ἀπριλίου 1921, ὁ βουλευτὴς Κ. Φίλανδρος μιλῶντας στὴν ἑλληνικὴ Βουλὴ
γιὰ τὴν Γενοκτονία ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:«Αἱ γραῖαι καὶ οἱ
γέροντες διεσκορπίζοντο τότε εἰς τὰς...ἐρήμους,
ὅπου γυμνοί, ἄστεγοι καὶ νήστεις σωρηδὸν ἀπέθνησκον. Ἀλλὰ καὶ ὁσάκις
τὴν μακρὰν πεζοπορίαν διεδέχετο ἡ διὰ τοῦ σιδηροδρόμου μεταβίβασις τῶν
εἱλώτων, ἐξετυλίσσοντο σκηναὶ φρικτοτέρας τραγωδίας. Εσταμάτα τὸ τραῖνον
μέσα εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ριφθῶσιν ἀπροστάτευτα τὰ δυστυχῆ ἐκεῖνα
πλάσματα εἰς τὴν διάκρισιν τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ τῶν ἀνθρωπόμορφων
θηρίων. Δυστυχὴς μητέρα, εστoιβαγμένη μετ' ἄλλων γυναικῶν ἐντὸς
σκευοφόρου βαγονίου, βλέπουσα κινδυνεῦον τὸ τέκνο τῆς ἀπὸ ἀσφυξίαν,
ἐτόλμησε νὰ ζητήσει βοήθεια. Παρευθὺς Τοῦρκος χωροφύλαξ ἁρπάσας ἀπὸ τὴν
ἀγκάλην τῆς μητρὸς τὸ τέκνον της τὸ ἐξεσφενδόνισεν ἐκ τοῦ παραθύρου εἰς
τὸ κενόν, ἐνῶ τὸ τραῖνο ἐξηκολούθει τρέχον εἰς τὴν ἀπέραντην ἔρημον!
Ἄλλαι μητέρες εὑρέθησαν παγωμέναι εἰς τὰ χιονισμένα ὄρη μὲ τὰ δυστυχῆ
μικρά των κρεμασμένα ἀπὸ ξηροὺς μαστούς!...».
Ὁ
θάνατος τῆς ἄμοιρης γριούλας, στὸ χιονισμένο Πάϊκο καὶ οἱ θάνατοι
ἑκατοντάδων χιλιάδων Ἑλλήνων καὶ Ἑλληνίδων τοῦ Πόντου ἔχουν ἕνα κοινὸ
στοιχεῖο. Ἦταν ἀπόρροια τοῦ «λευκοῦ θανάτου». Τραγικὴ μοῖρα ἐπεφύλαξε
στὴν χαρακομένη κυρά-Παλάσα θάνατο σὰν αὐτὸν ποὺ γνώρισαν τὰ παιδιά της.
Ὁ θάνατος φέρνει μιὰ καὶ μόνη ὀνομασία. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τοῦ ἔβαλαν
ἐπίθετο, τὸν ἔφεραν στὰ μέτρα τους, ἐπινόησαν ἕνα νέο εἶδος θανάτου.
«λευκὸς θάνατος». Τί εἶναι ὁ «λευκὸς θάνατος;». «Εἶναι ἡ γενοκτονία αλά
τούρκα, εἶναι βουβή, πονηρή, ἀνατολίτικη» γράφει στὸ βιβλίο του
«Γενοκτονία στὸν Εὔξεινο Πόντο» ὁ καθηγητὴς Π. Ενεπεκίδης. «Οἱ
καλούμενες ἐκτοπίσεις, ἐξορίες τῶν κατοίκων ὁλόκληρων χωριῶν, οἱ
ἐξοντωτικὲς ἐκεῖνες ὁδοιπορίες μέσα στὸ χιόνι τῶν γυναικοπαίδων καὶ τῶν
γερόντων -οἱ ἄνδρες βρίσκονται ἤδη στὰ τάγματα ἐργασίας ἢ στὸ στρατό-
δὲν ὁδηγοῦν φυσικὰ σὲ κανένα Άουσβιτς μὲ τοὺς διαβολικὰ ὀργανωμένους
μηχανισμοὺς τῆς φυσικῆς ἐξόντωσης τοῦ ἀνθρώπου- ὄχι! Ἦταν ὅμως ἕνα
Άουσβιτς ἐν ροῇ, οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν καθ' ὁδόν, δὲν περπατοῦσαν γιὰ νὰ
φτάσουν κάπου· ὄχι, περπατοῦσαν γιὰ νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὶς κακουχίες, τὴν
παγωνιά, τὴν πεῖνα, τὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ ἀνθρώπινου. Αὐτὸ ἦταν τὸ
διαβολικὸ σύστημα, πονηρὰ ὀργανωμένο. Δὲν ὑπῆρχε στὸ τέρμα κανένα
Άουσβιτς, γιατί γιὰ τοὺς περισσότερους δὲν ὑπῆρχε τέρμα. Τὸ ταξίδι πρὸς
τὸν θάνατο ἦταν ὁ θάνατος, ὄχι τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ».
Ἡμέρα
Μνήμης τῆς Γενοκτονίας τῶν Ποντίων, ἡ 19η Μαΐου κάθε έτους. Στὶς 24
Φεβρουαρίου τοῦ 1994 ἔληξε ἡ ντροπή, τὸ ὄνειδος τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους
ποὺ ἀρνοῦνταν γιὰ δεκαετίες ὁλόκληρες νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἐλάχιστο καθῆκον
του ἀπέναντι στὰ ἑκατομμύρια τῶν νεκρῶν. Ἀναγνωρίζεται ὁμόφωνα ἀπὸ τὴν
ἑλληνικὴ Βουλὴ ἡ Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.
Ἡ
Γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας δὲν ἄρχισε τὸ
1916 ἢ τὸ 1913. Τὸ ἀπάνθρωπο φαινόμενο τῆς Γενοκτονίας αἰῶνες τώρα,
χαρακτηρίζει τὴν πολιτική των ἑκάστοτε τουρκικῶν ἢ ὀθωμανικῶν
κυβερνήσεων. Ἀπὸ τὴν ἧττα στὸ Ματζικέρτ (1071) ὡς τὴν πτώση τῆς
Αὐτοκρατορίας τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν τῆς Τραπεζοῦντας (1461), ἀπὸ τὴν
ἐποχή του Ἅ' Παγκοσμίου Πολέμου (1915) ὡς τὴν Συνθήκη τῆς Λωζάνης (1923)
καὶ ἀπὸ τοὺς βανδαλισμούς του 1955 στὴν Πόλη ὡς τὴν εἰσβολὴ στὴν Κύπρο
(1974) ἕνας ἦταν καὶ εἶναι ὁ στρατηγικὸς στόχος τῆς Τουρκίας: ἡ ἐξόντωση
τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1908
οἱ λεγόμενοι Νεότουρκοι, οἱ αἱμοσταγεῖς Εμβέρ πασᾶς, ὁ Ταλαάτ, ὁ δρ.
Σακίρ, ὁ δρ. Ναζί, ὁ Νουρεντίν, ὁ σφαγέας τῆς Σμύρνης καὶ τοῦ
ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτη τῆς Χρυσόστομου εἶχαν πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ
ἐξοντώσουν τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Μ. Ἀσίας.
«Θὰ
σᾶς κόψουμε τὰ κεφάλια, θὰ σᾶς ἐξαφανίσουμε. Ἢ ἐμεῖς θὰ ἐπιζήσουμε ἢ
ἐσεῖς» δήλωνε ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργὸς Σεφκέτ πασᾶς, τὸν Ἰούλιο του 1909,
στὸν μεγάλο πατριάρχη τοῦ Γένους, Ἰωακεὶμ τὸν Γ'. Οἱ Γερμανοί, ποὺ
πολλοὶ ὑποστηρίζουν πὼς ἦταν οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τῶν ἐγκλημάτων, ἔβλεπαν
τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ἀρμενίους ὡς φραγμό, ἐμπόδιο στὰ σχέδιά τους γιὰ
οἰκονομικὴ διείσδυση στὴν Ἀνατολή. Ὁ καθοδηγητὴς τῶν Τούρκων στρατηγὸς
Λίμαν Φον Σάντερς ὑποστήριζε τὰ ἑξῆς: «ἡ Τουρκία δὲν ἔχει οὐδεμίαν
ἀσφάλειαν οὔτε δύναται νὰ ὀργανωθεῖ ἐλευθέρως εἰς τὸ μέλλον, λόγῳ τῆς
παρουσίας τῶν Ἑλλήνων». («Πῶς ἡ Γερμανία κατέστρεψε τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Μ.
Ἀσίας», Μ. Ροδά, εκδ. «Παρουσία». Τὸ βιβλίο γράφτηκε τὸ 1916 καὶ
επανατυπώθηκε). Γιὰ νὰ μὴν προκληθεῖ ἀντίδραση στὸν «πολιτισμένο» κόσμο
προτείνει, ὡς «τελικὴ λύση», τὸν λευκὸ θάνατο, τὶς ατέλειωτες
ὁδοιπορίες. «Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι οἱ παγωνιὲς καὶ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνα, οἱ
βροχὲς καὶ ἡ μεγάλη ὑγρασία, ὁ ἥλιος καὶ ἡ τρομερὴ ζέστη τοῦ
καλοκαιριοῦ, οἱ ἀρρώστιες τοῦ εξανθηματικού τύφου καὶ τῆς χολέρας, οἱ
κακουχίες καὶ ἡ ἀσιτία, θὰ φέρουν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα, μὲ τὶς σφαγὲς ποὺ
λογαριάζετε νὰ κάνετε ἐσεῖς», δήλωνε στοὺς Τούρκους ὁ Σάντερς. Ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ἐκείνη (1914) ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ὑπῆρχε. Ἐκμεταλλευόμενοι καὶ τὸν
ρωσοτουρκικό πόλεμο οἱ Τοῦρκοι διατάζουν γιὰ δῆθεν λόγους ἀσφαλείας τὴν
μεταφορὰ τῶν χριστιανῶν τοῦ Πόντου στὰ ἐνδότερα. Ἀρχίζει πλέον
ἀπροκάλυπτα ἡ ἐξόντωση. Οἱ ἄνδρες δολοφονοῦνται στὰ διαβόητα «Αμελέ
Ταμπουρού», στὰ τάγματα θανάτου καὶ τὰ γυναικόπαιδα μὲ τὴν διαδικασία
τοῦ «λευκοῦ θανάτου». 353.000 Πόντιοι πεθαίνουν ἀπὸ φρικτὸ θάνατο.
Ἑκατοντάδες χιλιάδες οἱ μάρτυρες τῶν μαρτυρίων τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀδυνατεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς νὰ συλλάβει τὴν φρίκη.
Ἐλάχιστα
μόνο μποροῦν νὰ ἀναφερθοῦν στὸ παρὸν ἀφιέρωμα. Θὰ περιοριστοῦμε σ' ἕνα
ἀποτρόπαιο συμβὰν στὸν Πόντο, χαρακτηριστικὸ τῆς τουρκικῆς θηριωδίας.
Δέκα ἀποστολὲς νεών,νεῶν παληκαριών ἔγιναν ἀπὸ τὴν Αμισό στὰ νότια, τὸ
καλοκαίρι του 1919. Κάθε ἀποστολὴ ἀκολουθοῦσε τὸ ρεῦμα ἑνὸς φαραγγιοῦ,
ποὺ μέχρι σήμερα λέγεται ΣΕΫΤΑΝ ΝΤΕΡΕΣΙ δηλ. τὸ φαράγγι τοῦ διαβόλου.
Ἦταν τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγοῦσε νότια πρὸς τὴν Σεβάστεια.
Εἴκοσι χιλιόμετρα νοτιότερα ἀπὸ τὴν Αμισό, ἐκεῖ στὸ Σεϋτάν Ντερεσί
κρυμμένοι καραδοκοῦσαν οἱ Τσέτες. Μόλις ἔφτανε ἡ ἀποστολή, ἔπεφταν σὰν
λυσασμένοι λύκοι πάνω στοὺς ἀνύποπτους καὶ ταλαιπωρημένους ἐξορίστους,
γιὰ νὰ τοὺς κατασφάξουν. Οἱ συνοδοὶ χωροφύλακες πρόσεχαν μήπως ξεφύγει
κανείς. Μέσα στὸν πανικὸ καὶ τοὺς ἀλαλαγμούς, ἐλάχιστοι κατόρθωσαν νὰ
γλιτώσουν, τρέχοντας πρὸς τὰ βουνά. Αὐτοὶ διέσχισαν, σὰν ζητιάνοι, ὅλη
τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔφτασαν στὴν Μερσίνα, στὰ νότια τῆς Τουρκίας, ἀπ' ὅπου
ἔφυγαν στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ εἶναι μάρτυρες, του τί ἔγινε τὴ χρονιὰ
ἐκείνη, στὸ φαράγγι τοῦ διαβόλου.
Ὁ
Τοπάλ Οσμάν, ὁ πρώην αρχιχαμάλης τοῦ λιμανιοῦ τῆς Κερασούντας, ἀνέλαβε
μὲ τοὺς Τσέτες του, ν' ἀλλάξει δημογραφικὰ τὸν Πόντο, δηλαδὴ νὰ
ἐξαφανίσει τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο. Λήστευε, λεηλατοῦσε, σκότωνε καὶ ἔκαιγε
χωριὰ ὁλάκερα, μὲ σκοπὸ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ὑπολοίπους νὰ φύγουν.
Στὸ
Παρίσι οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἀποφάσιζαν τὴν κατάργηση καὶ τὴν διάλυση τοῦ
πιὸ βάρβαρου κράτους τῆς Εὐρώπης καὶ τὴν δημιουργία ἀνεξαρτήτων κρατῶν,
ἀπὸ τοὺς γηγενεῖς, ἐκ τῆς ἀρχαιότητος, κατοίκους τῆς περιοχῆς. Ἕνα ἀπὸ
τὰ προβλεπόμενα κράτη ἦταν καὶ ἡ Δημοκρατία τοῦ Ἀνεξαρτήτου Πόντου.
(Πρωτοτάστησε σ' αὐτὸ ὁ ἡρωικὸς Μητροπολίτης Τραπεζοῦντας καὶ μετέπειτα
ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος). Ὁ Τοπάλ Οσμάν καὶ τὰ σχέδια τῆς λευκῆς
σφαγῆς, σκοπὸ καὶ στόχο εἶχαν, νὰ μειώσουν τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμὸ τῆς
περιοχῆς. Ἐὰν γινόταν εἰρήνη καὶ ἔρχονταν ἐπιτροπὲς γιὰ τὴν καταμέτρηση
τοῦ πληθυσμοῦ, νὰ μὴν βρεθοῦν Ἕλληνες.
Καὶ
σὰν νὰ μὴ ἔφταναν αὐτά, τὸ ἐγκληματικὸ κεμαλικό καθεστώς, ποὺ δῆθεν
ἀνέλαβε νὰ μεταρρυθμίσει τὴν χώρα καὶ νὰ ἐπιφέρει τὴν εἰρήνη στοὺς λαοὺς
τῆς περιοχῆς, ὀργάνωσε τὰ ἔκτακτα στρατοδικεῖα στὴν Αμάσεια, τὸ 1921,
γιὰ νὰ προσδώσει νομιμοφάνεια στὸ ἔγκλημα, ποὺ εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ.
Μάζεψε ἐκεῖ στὴν Αμάσεια καὶ στοίβαξε στὸ κτίριο τοῦ Τιμαρχανέ, δηλαδὴ
μέσα στὸ τρελλοκομείο τῆς Αμάσειας, ὅλο τὸ ἄνθος τοῦ Ποντιακοῦ
Ἑλληνισμοῦ, προκειμένου δῆθεν νὰ τὸ δικάσει.
Ἡ
Αμάσεια, μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες πόλεις τοῦ κόσμου, μὲ μοναδικὸ στὸν
κόσμο προνόμιο φυσικῆς ὀχύρωσης, ἡ πατρίδα τοῦ μεγαλύτερου γεωγράφου τῆς
ἀρχαιότητας, τοῦ Στράβωνας, εἶχε ἐπιλεγεῖ γιὰ τὸν ἐπίλογο τοῦ
ἐγκλήματος.
Ἡ κατηγορία γιὰ ὅλους
τοὺς παρόντες καὶ ἐρήμην ἀπόντες κατηγορουμένους, ἦταν ὅτι: «Ὅλοι μαζὶ
καὶ ὁ καθεὶς χωριστά, προσπάθησαν νὰ ἱδρύσουν ἀνεξάρτητο κράτος,
ἀποσπῶντας μέγα μέρος ἀπὸ τὴν Αὐτοκρατορία καὶ συγκεκριμένα, ἀπὸ τὰ
ρωσικὰ σύνορα μέχρι τὴν Σινώπη». Ἡ δίκη γινόταν στὸ κτίριο τῆς Γαλλικῆς
Σχολῆς τῆς Αμάσειας. Δικαστὴς τοῦ λεγόμενου Δικαστηρίου Ἀνεξαρτησίας
(ΙΣΤΙΚΛΑΡ ΜΟΥΧΑΚΕΜΕΣΙ), ὁρίστηκε ὁ δικηγόρος ἀπὸ τὴν Μπάφρα, Καβατζέ
Ζατέ Εμίν Μπέης, ποὺ ἦταν πρὶν βουλευτὴς Αμισού. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος
σαράντα χρόνων, μετρίου ἀναστήματος, αιμοχαρής, μοχθηρός, ἀνθρωπόμορφο
τέρας. Παραβίασε κάθε ἔννοια δικαιοσύνης. Ξεφώνιζε ὀνόματα, ἔβριζε,
ἀπολογοῦνταν ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του γιὰ λογαριασμὸ τῶν κατηγορουμένων καὶ
σημείωνε δίπλα στὸ κάθε ὄνομα τὴν ποινή, ποὺ ἦταν ὁ θάνατος. Ἡ δίκη
ἔγινε τὸν Σεπτέμβριο του 1921. Τέτοιο μῖσος εἶχε, ποὺ κατὰ λάθος δίκασε
εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐπίσκοπο Πάφρας-Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη, ὁ ὁποῖος
ὅμως εἶχε ἤδη πεθάνει τὸν Μάϊο στὶς φυλακὲς Αμασείας. Δηλαδὴ δίκασε καὶ
νεκροὺς ἀκόμη. Πολλοὶ δικάστηκαν ἐρήμην, γιατί εἶχαν προλάβει καὶ ἦσαν
ἐκτὸς Τουρκίας. 69 ὅμως ἄτομα κρεμάστηκαν στὴν κεντρικὴ πλατεῖα τῆς
Αμασείας. Οἱ βαρυποινῖτες ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὸ 1924 μὲ τὴν
Ἀνταλλαγὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ μάρτυρες, γιὰ ὅσα ἔγιναν στὴν φυλακὴ καὶ
στὸ δικαστήριο τὴν χρονιὰ ἐκείνη. Στὶς 5 Σεπτεμβρίου 1921, Κυριακὴ πρωί,
οἱ μελλοθάνατοι ἔκαμαν τὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὴ δική τους νεκρώσιμη
ἀκολουθία. Ἤξεραν ὅτι θὰ τοὺς ἔθαβαν σὰν τὰ ζῶα.
Ἡ
ἀπόφαση βγῆκε στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1921, ὥρα 4 τὸ ἀπόγευμα. Ὅλοι οἱ
κατάδικοι φώναζαν ΑΣ ΚΟΛΣΟΥΝ ΑΤΑΛΕΤΙΝΙΖΕ, δηλ. συγχαρητήρια στὴ
δικαιοσύνη σας. Ὁ μόνος ποὺ μπόρεσε νὰ μιλήσει ἦταν ὁ νεαρὸς
δημοσιογράφος ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, ὁ Νίκος Καπετανίδης. Ὁ Εμίν Μπέης τον
ἄφησε νὰ μιλήσει, γιατί νόμισε ὅτι μετάνιωσε καὶ ἤθελε νὰ τὸν
ξεφτιλίσει. «Ἐγὼ κύριε Πρόεδρε» εἶπε μὲ φωνὴ σταθερή, «δὲν ἀγωνίστηκα
ποτὲ γιὰ Ἀνεξάρτητο Πόντο. Ἐγὼ μιὰ ζωὴ ἀγωνίστηκα γιὰ τὴν Ἕνωση τοῦ
Πόντου μὲ τὴν Ἑλλάδα». Μὲ κραυγὲς τοῦ στημένου ἀκροατηρίου, βγῆκε
κατακόκκινος ἀπὸ θυμὸ ὁ πρόεδρος Εμίν Μπέης ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Ὅταν τὸ
πρωὶ ὁδηγοῦσαν τους καταδικασθέντες στὴν πλατεῖα τῆς Αμάσειας γιὰ
κρέμασμα, ἔβαλαν ἐπικεφαλῆς πρῶτο στὴν πομπὴ τὸν ἀρχιμανδρίτη, γέροντα
70 ἐτῶν, Πλάτωνα Αϊβαζίδη («ἂν ὑπάρχει κάποιος ἔνοχος, αὐτὸς εἶμαι ἐγώ»,
δήλωσε στοὺς Τούρκους, προσπαθῶντας νὰ σώσει τοὺς συγκαταδίκους του),
καὶ πάνω στὸ στῆθος του, στὸ ράσο, καρφίτσωσαν τὴν ἀπόφαση.
Μιὰ
ὁμάδα ἀπὸ χαμάληδες, ἀλῆτες καὶ ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου ἀφέθηκαν
ἐλεύθεροι νὰ περιφέρονται κάτω ἀπὸ τὰ αἰωρούμενα σώματα. Τὰ περιέπαιζαν,
τὰ σκύλευαν, ἀφαιροῦσαν παπούτσια καὶ ροῦχα. Τόσο ἀπαίσιο ἦταν τὸ θέμα,
ποὺ καὶ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς δὲν ἄντεξε καὶ τοὺς ἔδιωξε μὲ κλωτσιὲς
λέγοντας: «Δὲν τοὺς φτάνει τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν»;
Θὰ
πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὸ γεγονός, ὅτι τὴν ἄγρια ἐκείνη ἐποχή, τρεῖς
γυναῖκες ἀπὸ τὴν Αμισό, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ πᾶνε μόνες τους στὴν
Αμάσεια, γιατί τὶς ἔτρωγε ἡ ἀγωνία, γιὰ τὴν τύχη τῶν φυλακισμένων ἀνδρῶν
τους. Αὐτὲς ἦσαν: Ἡ γυναῖκα τοῦ γιατροῦ Α. Χρυσαφίδη, τοῦ φαρμακοποιοῦ
Θεολ. Δημητριάδη καὶ τοῦ μουσικοδιδασκάλου Διογένους. Ὅταν οἱ ἄμοιρες
γυναῖκες ἔφτασαν, μὲ τὴ ναυλωμένη ἅμαξα, στὴν γέφυρα τοῦ Ίρη ποταμοῦ,
ἦταν πιὰ ἀργά. Ἀπὸ τὴ γέφυρα εἶδαν, ἀπέναντι στὴν πλατεῖα, τὰ κρεμασμένα
σώματα τῶν ἀνδρῶν τους. Τραβοῦσαν τὰ μαλλιά τους, χτυπιόντουσαν καὶ
ἔκλαιγαν στὸ θέαμα τοῦ φριχτοῦ θανάτου ποὺ βρῆκε τοὺς συζύγους τους. Δὲν
εἶχαν δικαίωμα νὰ πάρουν τὰ πτώματα γιὰ ταφή, ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ
πλησιάσουν. Τὴν ὥρα ποὺ ἀλιτήριοι περιέπαιζαν τοὺς νεκρούς, οἱ γυναῖκες
τους δὲν εἶχαν δικαίωμα οὔτε νὰ τοὺς αγγίξουν. Τους ἔθαψαν, ὅλους
σωρηδόν, σὲ λάκο ἔξω ἀπὸ τὴν Αμάσεια, χωρὶς παπᾶ καὶ χωρὶς λιβάνι.
Παρενθέτῳ
στὸ σημεῖο αὐτὸ μιὰ συγκλονιστικὴ ἐπιστολή του Ἀλ. Ακριτίδη, έμπορου
ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, ἑνὸς ἀπὸ τὰ θύματα τοῦ Εμίν Μπέη. Εἶναι
ἀποκαλυπτικὴ τοῦ ἤθους, τῆς ἀρχοντιᾶς, τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κόμιζαν οἱ
ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν στὰ «κεῖθε τοῦ Αἰγαίου», στὴν καλλίγονο Ἰωνία,
στὸν ανδρειωμένο Πόντο. Ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ καὶ ἄδικου θανάτου ὁ Ρωμιὸς
τοῦ Πόντου, δείχνει θαυμαστῆ καρτερία, φανερώνει μεγαλοψυχία, ἀρχοντιά,
πίστη, φιλοπατρία, ἀγάπη μεγαλοπρεπῆ πρὸς τοὺς οἰκείους του. Ὅλη ἡ
ἐπιστολὴ ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης, ποὺ διατήρησε ἐν
αἰχμαλωσίᾳ, ἐν σκιᾷ θανάτου, τὴν πολιτισμική του αὐτεπίγνωση
«1921 7βρ. 5 Κυριακή.
Γλυκυτάτη μου Κλειώ,
Σήμερον
ἐτελέσθη ἐν τῇ φυλακῇ λειτουργίᾳ κα ἐκοινωνήσαμε ὅλοι περὶ τοὺς 100 ἀπὸ
διάφορα μέρη. Ἔχει ἀποφασισθεῖ ὁ διὰ κρεμάλας θάνατος. Αὔριον θὰ
πηγαίνουν οἱ 60, μεταξὺ αὐτῶν οἱ 5 Τραπεζούντιοι καὶ θὰ γίνει ὁ δι'
ἀγχόνης θάνατος. Τὴν Τρίτην δὲν θὰ εἴμεθα ἐν ζωῇ, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσει
τοὺς οὐρανοὺς καὶ σὲ σᾶς νὰ δώσει εὐλογίαν καί ὑπομονὴν καὶ ἄλλο κακὸν
νὰ μὴν δοκιμάσετε. Ὅταν θὰ μάθετε τὸ λυπηρὸν γεγονός, νὰ μὴ χαλάσετε τὸν
κόσμον, νὰ ἔχετε ὑπομονή. Τὰ παιδιὰ ἂς παίξουν κι ἂς χορέψουν. Ἄς σὲ
βλέπω νὰ κανονίσεις ὅλα ὅπως ξέρεις σύ. Ὁ ἀγαπητός μου Θεόδωρος ἂς
ἀναλαμβάνει πατρικὰ καθήκοντα καὶ νὰ μὴν ἀδικήσει κανένα ἀπὸ τὰ παιδιά,
τὸν Γέργον νὰ τελειώσει τὸ σχολεῖον καὶ νὰ γίνει καλὸς πολίτης. Τὸν
Γιάννην ἂς τὸν ἔχει μαζί του στὴ δουλειά. Ἀπὸ τὰ μικρά, τὸν Παναγιώτη νὰ
στείλεις στὸ σχολεῖον, τὴν Βαλεντίνην νὰ τὴ μάθεις ραπτικήν. Τὴν Φωφών
νὰ μὴ χωρίζεσαι ενόζω ζεῖς. Εἰς τὸν Στάθιον τὰς εὐχάς μου καὶ τὴν
ὑποχρέωσιν ὅπως χωρὶς ἀμοιβὴν διεκπεραιώσει ὅλας τὰ οἰκογενειακὰς μοῦ
ὑποθέσεις ποὺ θὰ τοῦ ἀναθέσητε. Ὁ παπα Συμεών ἂς μὲ μνημονεύει ἐνόσῳ
ζεῖ. Νὰ δώσεις 5 λίρες στὴν Φιλόπτωχον, 5 λίρες στὴν Μέριμναν, 5 λίρες
στὸν Λυκαστή τὸ σχολεῖον. Καὶ ἂς μὲ συγχωρέσουν ὅλοι οἱ ἀδερφοί μου, οἱ
νυφάδες καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι. Ἀντίο, βαίνω πρὸς τὸν πατέρα
καὶ συγχωρέσατέ μου.
Ὁ ὑμέτερος
Ἀλ. Γ. »
Τὸν
σφαγέα 80.000 Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, κατὰ διαταγὴ τοῦ Κεμάλ, τὸν ΤοπάΛ
Οσμάν τον τιμοῦν οἱ Τοῦρκοι ὡς ἐθνικό τους ἥρωα καὶ ἀνήγειραν καὶ
ἀνδριάντα στὴν Κερασούντα, τὴν πατρίδα του. Νὰ ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο
αὐτὸ πὼς ὁ Πόντος δὲν ἔπεσε ἀμαχητί. Εἶναι ἄγνωστο, ἀποσιωπᾶται ἐπιμελῶς
τὸ ἔπος τοῦ «ἀντάρτικου τοῦ Πόντου». Ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης (ἰδοὺ ὁ
ποιμὴν ὁ καλός), μητροπολίτης Αμασείας-Αμισού, ὑπολογίζει τοὺς ἀντάρτες
σὲ 20.000. Οἱ τουρκικὲς πηγὲς μιλοῦν γιὰ 25.000. Ὀνόματα ὅπως καπετὰν
Εὐκλείδης, ἡγέτης τῶν ἀνταρτῶν τῆς Σάντας, ὁ ξακουστὸς καπετάνιος Ιστύλ
ἀγᾶς (Στυλιανὸς Κοσμίδης) στὴν Σαμψούντα, οἱ ὁπλαρχηγοὶ Ἰορδάνης
Παπούλας, Βασίλης Ανθόπουλος (Βασίλ ἀγᾶς), Κώστας Επεσλής, Ἰορδάνης
Χασερής, ὁ περιλάλητος ὁπλαρχηγὸς Αντών πασᾶς ποὺ εἶχε τὸ βασίλειό του
στὰ βουνὰ τῆς Πάφρας, ὅπου ἔδρασε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Πελαγία, εἶναι
λίγα μόνο ὀνόματα ἀπ' αὐτὰ ποὺ κοσμοῦν τὸ Συναξάρι τῶν ἡρώων τοῦ Πόντου.
(Ἀποκαλυπτικὸ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τὸ βιβλίο τοῦ Α. Ανθεμίδη « Τὰ
ἀπελευθερωτικὰ στρατεύματα τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ», Θεσ/νίκη,νίκῃ
1998). Ὁ αρχιτσέτης, Τοπάλ Οσμάν, τὸ κτῆνος, τὸ δολοφονικὸ ἐργαλεῖο τοῦ
Κεμάλ στὸν Πόντο, ποτὲ δὲν τόλμησε νὰ συγκρουστεῖ μὲ Πόντιους ἀντάρτες.
Ἔβγαζε τὸ μένος του στὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέρους.
Αἰωνία τους ἡ μνήμη