Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Γεώργιος Τζανάκης: ΤΡΙΚΥΜΙΕΣ ΚΑΙ ΝΑΥΑΓΙΑ Α'



Εἰσαγωγικά.

Δυστυχῶς, ἀναγκαζόμαστε πάλι νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τοὺς λόγους ἀνθρώπων ποὺ ἡ ἐκκλησία μας τοὺς ἔχει δώσει ἀρχιερατική ἀξία. Ἀναφέρω  τὸ «δυστυχῶς»  διότι δὲν νομίζω κανεὶς φυσιολογικὸς καὶ -κατὰ δύναμιν- πιστὸς στὴν ἐκκλησία ἄνθρωπος νὰ εὐχαριστεῖται ὅταν ἀναγκάζεται νὰ πῇ λόγους ὄχι ἐπαινετικοὺς γιὰ κάποιον ἄλλον, -πολὺ περισσότερον δὲ ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι ἀρχιερεύς τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.

Ἀφορμὴ τὸ δημοσίευμα τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου (Χατζηνικολάου) στὸ ἔντυπο «Ἀχιλλίου Πόλις» τῆς Ἰ.Μ. Λαρίσης καὶ Τυρνάβου, τεῦχος 07, Μάϊος 2022 σελ.10-39. (Στὸ ἐξῆς ΑΠ7), μὲ τίτλο «Πνευματικὴ Θεώρησι τοῦ ἀντιεμβολιαστικοῦ ἰδεολογήματος» (ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΠΟΛΙΣ: το έβδομο τεύχος με αφιέρωμα στην βιοηθική και τα Αμπελάκια! – Ι.Μ. Λαρίσης & Τυρνάβου (imlarisis.gr))

Τὸ περιοδικὸ χαρακτηρίζεται ὡς «ἐπιστημονικὴ περιοδικὴ ἔκδοσι» καὶ τὸ συγκεκριμένο  δημοσίευμα, ὅπως καὶ ἀρκετὰ ἄλλα, προσπαθεῖ α) νὰ δοξάσῃ τὸν ἅγιο Θεὸ «γιὰ τὸ πολύτιμο δῶρο ποὺ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο καὶ λέγεται νοῦς!»  β) «Νὰ κατανοήσουμε τὰ ὅριά μας! Νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι δὲν εἴμαστε παντογνῶστες, οὔτε ἐπαΐοντες ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ»  καὶ γ) «Νὰ πολεμήσουμε τὴν συκοφαντία ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας! Συστηματικὰ καὶ συγκεκριμένα χαλκεῖα στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο ἀποδίσουν ἀνύπαρκτες κατηγορίας καὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον Συνόδων, Πατριαρχῶν, Μητροπολιτῶν Κληρικῶν ποὺ τηροῦν τὸ αὐτονόητο. Τὴν ὑπακοή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!», ὅπως λέγει στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ περιοδικοῦ μὲ τίτλο ΤΡΙΚΥΜΙΑ ὁ κατὰ νόμον ὑπέυθυνος τοῦ περιοδικοῦ Μητροπολίτης Τυρνάβου καὶ Λαρίσης Ἰερώνυμος. (ΑΠ7 σελ.10)


 Τὸ πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι αὐτονόητα γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους παντοῦ καὶ πάντοτε.  Δηλαδὴ ὅτι ὁ νοῦς -ὡς διάνοια τὸν ἐννοεῖ ὁ συγγραφεύς, ἐργαστήριον λογισμῶν καὶ συμπερασμάτων- εἶναι πολύτιμο Θεῖον δῶρο -ἄρα πρέπει καὶ νὰ καθαρίζεται , αὐτεξουσίως βεβαίως καὶ ὄχι διὰ τῆς λεγομένης πλύσεως ἐγκεφάλου, καὶ , κυρίως, νὰ χρησιμοποιεῖται· καὶ ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι παντογνώστης -ἀπὸ τὸ «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἴδα» τοῦ Σωκράτη ἔως τὸ «εἰ τὶς δοκεῖ εἰδέναι τὶ οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι» (Πρὸς Κορινθίους Α΄ 8,2) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἄρα, ὑποθέτω ὅτι, ἡ ἐπιστημοσύνη καὶ ἡ ἀρχιερατικὴ ἰδιότης τοῦ Λαυρεωτικῆς ἐπιστρατεύτηκαν γιὰ τὸ τρίτο σημεῖο.

Γιὰ νὰ ὑπηρετηθῇ ὅμως αὐτὸς ὁ στόχος ὁπωσδήποτε θὰ πρέπει νὰ τηρηθοῦν οἱ δύο προηγούμενοι δηλαδὴ καὶ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὁ νοῦς, ἡ διάνοια τοῦ γράφοντος κατὰ τρόπο ἐπιστημονικὸ, δηλαδὴ ἀληθὴ καὶ ὄχι σοφιστικὸ· καὶ νὰ μὴν ξεχνάει ὅτι καὶ αὐτὸς ὑπόκειται στὸν περιορισμὸ τῆς ἐπιμέρους γνώσεως, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι παντογνώστης. Ἐπίσης ὅτι ἀπευθύνεται σὲ συνανθρώπους ποὺ καὶ αὐτοὶ ἔχουν νοῦν δοθέντα ἀπὸ τὸν ἴδιο Θεό, καὶ ἐνδεχομένως καὶ ἐπιστημονικὴ κατάρτησι ἴση ἤ καὶ μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν δική του, καὶ ὅτι καὶ σὲ αὐτοὺς,ἀνεξαρτήτως τῆς ἐπιστημονικῆς τους καταρτήσεως, ὀφείλεται σεβασμὸς ὡς εἰκόνων τοῦ Θεοῦ, ἔστω λερωμένων, ἰδιαιτέρως δὲ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀναλάβει νὰ τὶς ὑπηρετήσουν καὶ διακονήσουν ἐπειδὴ ἀγαποῦν τὸν Χριστό (Πέτρο, φιλεῖς με; Βόσκε τὰ πρόβατά μου).

Σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτὴ γίνεται ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Λαρίσης διότι διεπίστωσε «ὅτι ἔχουμε δραματικὴ ἔλλειψι γνώσης, τραγικὴ ὑστέρησι ἤθους καὶ ἀρτηριοσκληρωτικὸ ἐγκλωβισμὸ σὲ κείμενα καὶ πιστεύματα τοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποία μπορεῖ νὰ βοήθησαν  στὴν ἐποχὴ στὴν ὁποία πρωτοεμφανίστηκαν καὶ ἀναπτύχθηκαν, σήμερα ὅμως, μετὰ τὴν διαφορετικὴ θεώρησι τῶν πραγμάτων, τὴν ἐξέλιξι τῆς ἐπιστήμης καὶ τὰ νέα δεδομένα, ἀποτελοῦν ἰσχυρὴ τροχοπέδη στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἐνισχύουν τὴν ἐμμονικὴ προσήλωσι σὲ ἰδεοληψίες καὶ καλλιεργοῦν τὸν φανατισμὸ καὶ τὴν θρησκοληψία». (ΑΠ7 σελ.9)

Γιὰ τὴν δραματικὴ ἔλλειψι γνώσεως καὶ τὴν τραγικὴ ὑστέρησι ἤθους, γενικῶς μιλῶντας καὶ παρατηρῶντας τὴν πορεία τῶν κοινωνιῶν μας, δύσκολα θὰ βρεθῇ κανεὶς νὰ διαφωνήσῃ, ἄν καὶ στὴν Μητρόπολι ποὺ ποιμαίνει  ἔχουν περάσει ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες βαθυτάτης πνευματικῆς γνώσεως καὶ γνησίου ὀρθοδόξου ἤθους, ἀποκτήσαντες φήμη διδασκάλων καὶ πατέρων τῆς ἐκκλησίας, ὅπως ὁ μακαριστὸς ἱερομόναχος π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, τοῦ ὁποίου οἱ διδασκαλίες ἀπὸ μόνες τους ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές καὶ δὲν χρήζουν συνηγόρου ἤ διαφημιστοῦ,   καὶ ὁπωσδήποτε ὁ χριστιανικὸς λαὸς τῆς  Μητροπόλεώς του θὰ ἔχει ἐπηρεαστεῖ εὐγεργετικῶς καὶ ὡς πρὸς τὴν γνώσι καὶ ὡς πρὸς τὸ ἦθος του.

Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα περὶ πιστευμάτων τοῦ παρελθόντος ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν τροχοπέδη τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας καὶ καλλιεργοῦν τὸν φανατισμὸ καὶ τὴν θρησκοληψία ἐπειδὴ ἄλλαξε ἡ θεώρησις τῶν πραγμάτων, ἐξελίχθηκε ἡ ἐπιστήμη καὶ παρουσιάστηκαν νέα δεδομένα δὲν νομίζω νὰ βρεθῇ κανεὶς ποὺ ἔχει στοιχειώδη ὀρθόδοξη ἀντίληψι νὰ συμφωνήσῃ. Αὐτὰ, ἔτσι γενικῶς διατυπούμενα,  ἀποτελοῦν τὸν κύριο ἄξονα συλλογιστικῆς τῶν κάθε εἴδους  καινοτομούντων, νεωτεριστῶν καὶ ἐν τέλει νεοεποχιτῶν, εἴτε ἐντὸς ἐκκλησίας εἴτε ἐκτός.

Ἐντὸς αὐτῶν τῶν πλαισίων καὶ πρὸς ὑπεράσπισιν αὐτῶν τῶν ἀπόψεων ἐπιστρατεύεται ὁ Μητροπολίτης Λαυρεωτικῆς καὶ καταθέτει λόγο «ἐπιστημονικὸ καὶ πνευματικό», ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ ἐκφέρουμε τὶς κρίσεις μας.

Ἐδὼ βέβαια ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν συγκεκριμένων ἱεραρχῶν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τους, ( καθὼς καὶ ἀπὸ κάποια μερίδα γενικῶς τῶν κληρικῶν). Ἔχουν μιὰ παγία ἀδυναμία. Δὲν δέχονται καμμιὰ κριτικὴ ἀπὸ κανέναν. Ἀπαιτοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους μιὰ μορφὴ ἀσυλίας, μιὰ μορφὴ «ἀκαταδιώκτου», γιὰ κάθε θέσι καὶ πράξι τους, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ἔχουν τάσεις ἀλαθήτου, ἀσχέτως ἄν δὲν τὸ συνειδητοποιοῦν ἤ δὲν  τὸ λένε. Συγχέουν τὴν Ἐκκλησία, τὸ αἰώνιο σῶμα  τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐν χρόνῳ καὶ τόπῳ Ἱεραρχία. Ἐνῷ ἡ ἐκκλησία ἀπαρτίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τοὺς ἀπ᾿ αἰώνων προφήτας, ἀποστόλους, ἁγίους, ὁσίους, ἀσκητὰς, ὁμολογητάς καὶ τοὺς ἐν πίστει τελειωθέντας πιστοὺς εἴτε κληρικοὺς εἴτε λαϊκούς καὶ τοὺς ἐν ζωῇ ἀγωνιζομένους κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν θέσι καὶ γνώμη καὶ ἄποψι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐννοοῦμε αὐτὸ ποὺ συνάγεται ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν πράξι ὅλων αὐτῶν καὶ ὄχι βεβαίως τῆς παρούσης Ἱεραρχίας ὅταν διδάσκει καὶ πράττει ὄχι μόνον χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὑπ᾿ ὄψιν της τὴν συνολικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ πολλάκις καὶ ἐνάντια σ᾿ αὐτήν.

Ζητῶ συγγνώμη ποὺ λέω τὰ πασίγνωστα, τὰ θεμελιώδη, τὰ πανθομολογούμενα παντοῦ καὶ πάντοτε, ἀλλὰ ἡ σημερινὴ τακτικὴ νὰ ταυτίζεται ἡ  Ἐκκλησία μὲ τὴν ἱεραρχία  καὶ οἱ ὅποιες ἀποφάσεις (εἴτε τῆς Ἱεραρχίας ἐν Συνόδῳ, εἴτε ἑκάστου Ἱεράρχου στὴν περιοχὴ εὐθύνης του, ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε ἱερέως στὴν ἐνορία του) νὰ θεωροῦνται ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μὴ δεχόμενες οὐδεμία κριτικὴ καὶ ἡ μόνη δυνατότης ποὺ ἔχει κανεὶς νὰ εἶναι ἁπλᾶ νὰ ὑποχρεοῦται νὰ τὶς ἐκτελεῖ ἄκριτα καὶ ἀδιαμαρτύρητα, ὁπότε χαρακτηρίζεται ὡς γνήσιο καὶ ὑπάκουο τέκνον τῆς Ἐκκλησίας.

Θεωροῦν ὅτι εἶναι οἱ εἰδικοὶ καὶ ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ ὁμιλοῦν οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἁπλῶς νὰ ἀκοῦν καὶ νὰ συνεργάζονται, νὰ ἀκολουθοῦν. Μεγαλόκαρδα ἀφήνουν -στὰ λόγια- τὸ περιθώριο διευκρινήσεως τυχὸν ἀποριῶν. Ἄν ὅμως δὲν ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἀπορίες ἤ δὲν ἀπαντηθοῦν κἄν, ὅπως συνήθως συμβαίνει, ὅσοι δὲν ἀκολουθοῦν ἀκρίτως, θεωροῦνται ὅτι ἀντιτάσσονται στοὺς εἰδικοὺς ἐπειδὴ εἶναι ξερόλες. Ὁ Λαρίσης τὸ διατυπώνει ξεκάθαρα:

«... Ἐπιβάλεται νὰ ἀφήσουμε τοὺς εἰδικοὺς νὰ μιλοῦν κι᾿ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἀκούσουμε προσεκτικὰ καὶ διευκρινίσουμε τυχὸν ἀπορίες μας νὰ συνεργαστοῦμε καὶ ὄχι νὰ  ἀντιταχθοῦμε, δῆθεν ἐπειδὴ «ἐμεῖς ξέρουμε καλύτερα» καὶ σὲ ὑποσημείωσι διευκρινίζει: «Τὸ λέω αὐτὸ γιὰ πολλὰ περιστατικά, ἀλλὰ καὶ διότι ξαφνικὰ στὴν πόλι μας ἕνας δικηγόρος, ἕνας ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος καὶ μιὰ νοικοκυρά ἐμφανίζονται νὰ ὑπογράφουν ἕνα κείμενο ὑποτίθεται θεολογικό, ὑποτίθεται ἐκφραστικὸ ἐπιστημονικῶν ἀνησυχιῶν, μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν τὸ θράσος νὰ ἀντιτάσσονται καὶ νὰ ὑπονομεύουν ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου... Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ μόνη ἡ ἀνάγνωσι αὐτοῦ τοῦ κειμένου εἶναι χάσιμο χρόνου, ἀποδεικνύει ἄγνοια καὶ σὲ θέματα Πίστεως καὶ σὲ θέματα ἐπιστήμης καὶ τελικά, μᾶλλον ἐκθέτει ἀνεπανόρθωτα τοὺς ὑπογράφοντες, ἰδίως ὅταν, ἔστω συγκεκαλυμμένα, διατυπώνει ἀπειλές». (ΑΠ7 σελ.10)

Κατ᾿ ἀρχὴν οἱ ἱεράρχες καὶ οἱ κληρικοὶ, ποὺ θέλουν νὰ ἔχουν θέσι διδασκάλου,  ἔχουν ὄχι ἁπλῶς δικαίωμα ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωσι νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ διδάσκουν, ἐφ᾿ ὅσον ἔχουν τὸ τάλαντο τοῦ λόγου, μὲ τὴν προϋπόθεσι ὅτι ὄχι μόνο πρέπει   νὰ εἶναι πέραν πάσης κατηγορίας, ἀλλὰ νὰ  εἶναι πλούσιοι σὲ θεϊκὰ χαρίσματα. Τὸν βίο πέραν πάσης κατηγορίας μπορεῖ νὰ τὸ ἔχει καὶ ὁ κάθε τυχαῖος, ἀλλὰ τὸ νὰ ἔχεις θεϊκὲς ἀρετὲς τὸ ἔχουν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται στὸ πιὸ ψηλό σημεῖο τῆς ἀρετῆς. Αὐτοὶ καὶ χωρὶς νὰ λένε κουβέντα διδάσκουν τοὺς μαθητές τους μὲ τὴν σιωπή τους ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ὁμιλία, χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦν τὴν ἀκοή τους, ἀλλὰ φωτίζοντας τὶς ψυχές τους.

«Οἱ τὸν διδασκάλοις πρέποντα βίον μεταδιώκοντες ὑφηγηταί, μὴ μόνον μέμψεως κρείττους ἑαυτοὺς διατηρείτωσαν, ἀλλὰ καὶ θείοις πλεονεκτήμασι πλουτείτωσαν. Τὸ μὲν γὰρ καὶ τῶν τυχόντων ἐστί, τὸ δὲ τῶν ἄκρων εἰς ἀρετὴν, οἵ, κἄν μηδὲν φθέγξοιντο, τρανοτέρᾳ φωνῆς ἡσυχίᾳ τοὺς φοιτητὰς παιδεύουσιν, οὐ τὰς ἀκοὰς αὐτῶν τέρποντες, ἀλλὰ τὰς ψυχὰς φωτίζοντες». ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ PG78 456

 Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ νομίζουν πῶς ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς λόγους δὲν ἀπαιτεῖται κάτι ἀπὸ τὸν διδάσκαλο καὶ τὰ αὐτιὰ ἐνοχλοῦν καὶ γέλια προκαλοῦν. Αὐτοὶ δὲ ποὺ λάμπουν ἀπὸ τὰ ἔργα τους ἀκόμη καὶ ὅταν σιωποῦν διδάσκουν τὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ τοὺς βλέπουν.

«Οἱ γὰρ λόγων πλέον μηδὲν προσεῖναι τῷ διδασκάλῳ νομίζοντες, καὶ τὰς ἀκοὰς ἐνοχλοῦσι, καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν· οἱ δὲ τοῖς ἔργοις ἀστράπτοντες, κἄν σιγὴν ἀσκήσωσι, τὰς τῶν θεωμένων παιδεύουσι ψυχάς». ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ PG78 456

Ἑλπίζω νὰ συμφωνοῦν οἱ ἐπίσκοποι μας μὲ τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου, ποὺ εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους μας, δηλαδὴ εἶναι λόγος καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν συμφωνοῦν τότε πρέπει, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων μας, ἐφ᾿ ὅσον δὲν πληροῦν τὰ παραπάνω προαπαιτούμενα -ἀκατηγόρητο βίο καὶ θεϊκὰ χαρίσματα-, νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀκόμη καὶ τὰ γέλια καὶ τὶς κοροϊδίες τῶν ἀκροατῶν τους. Καὶ δὲν θὰ εἶναι αἴτιοι οἱ ἀκροατές τους, ἀλλὰ  οἱ δικές τους ἐλλείψεις.  Ἄν τώρα δὲν ἀντιμετωπίζουν κοροϊδία καὶ γέλια (γέλωτα ὀφλισκάνουσιν) ἀλλὰ ἐπιφυλακτικότητα στὶς ἀποφάσεις τους καλὸ θὰ ἦταν νὰ προβληματιστοῦν γιὰ τὴν ποιότητα τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων γιὰ τὴν συμφωνία τους μὲ τὴν παραδοθεῖσα πίστι καὶ γιὰ τὸν δικό τους βίο καὶ πολιτεία. Προφανῶς κάτι δὲν πηγαίνει καλά διότι ἄν ἔλαμπαν διὰ τῶν ἔργων θὰ ἐδίδασκαν χωρὶς κἄν νὰ ὁμιλοῦν,  καὶ δὲν θὰ ἀπαιτοῦσαν σεβασμό, ἀλλὰ θὰ τὸν προκαλοῦσαν καὶ μόνον μὲ τὴν παρουσία τους, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος.

Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης, -δὲν ἔχω τὸ κείμενο τῶν διαμαρτυρουμένων πιστῶν-, ἐπιχειρεῖται ἕνας ὑποβιβασμὸς καὶ τῶν τριῶν προσώπων καὶ τῶν ὅποιων ἀπόψεών τους. Δὲν γνωρίζω ἄν ἀλλοῦ ἔχουν δοθεῖ ἀναλυτικὲς ἐξηγήσεις καὶ διευκρινήσεις ἐκ μέρους τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλὰ στὸ ἐξεταζόμενο δημοσίευμα οἱ ἄνθρωποι προσδιορίζονται χλευαστικῶς καὶ εἰρωνικῶς παρουσιαζόμενοι μὲ τὶς ἐπαγγελματικές τους ἰδιότητες:   «ἕνας δικηγόρος, ἕνας ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος καὶ μιὰ νοικοκυρά». Τὶ τὸ κακό;  Ἄν ἦταν ἕνας μαραγκὸς καὶ δυὸ ψαρᾶδες θὰ ἦταν πολὺ χειρότεροι ἀπὸ ἕναν δικηγόρο, ἕναν ἰδιωτικὸ ὑπάλληλο καὶ μιὰ νοικοκυρά; Μᾶλλον. Βέβαια καὶ ὁ Χριστὸς γιὸς μαραγκοῦ καὶ μαραγκὸς ἦταν καὶ οἱ περισσότεροι ἀπόστολοι ψαρᾶδες, ἀλλὰ τότε φαίνεται δὲν λογάριαζαν τέτοιες παραμέτρους. Τώρα βέβαια μὲ  τὴν διαφορετικὴ θεώρησι τῶν πραγμάτων, τὴν ἐξέλιξι τῆς ἐπιστήμης καὶ τὰ νέα δεδομένα φαίνεται ἔχουν ἀλλάξει καὶ οἱ προϋποθέσεις αὐτές. Προφανῶς ὁ νουνεχὴς ἐπίσκοπος θὰ γνωρίζει ὅτι αὐτοὶ «δὲν διαθέτουν τὸν ἀπαιτούμενο νοῦν» καὶ ὅτι εἶναι «ξερόλες καὶ ἐπαΐοντες ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ»  καὶ ἔχουν «τὸ θράσος νὰ ἀντιτάσσονται στὴν ἱερὰ Σύνοδο» (καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, κυρίως) καὶ ὅτι καὶ μόνον ἡ ἀνάγνωσις τοῦ κειμένου τους εἶναι «χάσιμο χρόνου» καθότι, κατὰ τὸν ἐπίσκοπο, τὸ κείμενο εἶναι «ὑποτίθεται θεολογικό, καὶ ὑποτίθεται ἐκφραστικὸ ἐπιστημονικῶν ἀνησυχιῶν»...  Ὅλο ἀγάπη ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς γιὰ τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του.

Βέβαια ἄν πρόκειται γιὰ τέτοια ποταπά ἀνθρωπάρια ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὑπονομεύονται οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου; Πώς τέτοιοι ἄνθρωποι καταφέρνουν καὶ κλονίζουν τὴν πίστι τῶν ἀνθρώπων «βυσσοδομῶντας ἐναντίον Συνόδων, Πατριαρχῶν Μητροπολιτῶν καὶ κληρικῶν»; «Τοὺς ὑβρίζουν, ὑπονομεύουν τὴν θεολογικὴ καὶ ἐπιστημονική τους κατάρτισι, τοὺς ἀπαξιώνουν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κλονίσουν την ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπακοὴ τοῦ κόσμου ἤ ἔστω τῶν ὁπαδῶν τους  πρὸς τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια. Θέλουν τοὺς ἀνυποψίαστους εὔκολα θύματά τους» (ΑΠ7 σελ.10-11)

Ἐντυπωσιακὸ. Ἕνας δικηγόρος, μιὰ νοικοκυρὰ καὶ ἕνας ὑπάλληλος νὰ διασαλεύουν ὁλόκληρο ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό καὶ νὰ κλονίζουν τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν ἀνθρώπων σ᾿ αὐτὸν μετατρέποντας τους (τοὺς πιστοὺς) σὲ θύματα τους. Τί εἴδους πιστοὶ εἶναι αὐτοί; Καὶ ὁ ἐπίσκοπός τους τί ἀκριβῶς κάνει;

Τελικῶς δὲν καταφέραμε νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Λαυρεωτικῆς, ἀλλὰ ἐλπίζω ὅτι σκιαγραφήθηκε τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἔχει παραγγελθῇ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Λαρίσης, ὥστε νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ καὶ ἡ στοχοθεσία του. Θεοῦ θέλοντος θὰ δοῦμε τί σωσίβια προσφέρουν στὸν ναυαγισμένο ἄνθρωπο στὴν τρικυμία τοῦ παρόντος βίου οἱ ἔχοντες τὰ πηδάλια τῆς νοητῆς νηός τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Λαυρεωτικῆς.

Γεώργιος Κ. Τζανάκης.  Ἀκρωτήρι Χανίων. 6 Ἰουλίου 2022