μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του
Γράφει ὁ Ἰωάννης Λίτινας
Ἀνέστησαν γάρ τινες λέγοντες, ὡς οὐ δεῖ εἰκονίζειν καὶ προτιθέναι εἰς θεωρίαν καὶ δόξαν καὶ θαῦμα καὶ ζῆλον τὰ τοῦ Χριστοῦ σωτήρια θαύματά τε καὶ Πάθη καὶ τὰς τῶν ἁγίων ἀνδραγαθίας κατὰ τοῦ Διαβόλου. Καὶ τίς ἔχων γνῶσιν θείαν καὶ σύνεσιν πνευματικὴν οὐκ ἐπιγινώσκει, ὅτι ὑποβολὴ τοῦ Διαβόλου ἐστίν;[1] Ἰωάννης Δαμασκηνός
Προλεγόμενα
Ὁ Ἐσταυρωμένος ὡς ἀποσπώμενη καὶ διακριτὴ μορφὴ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ εἰσήχθη στὴν Ἑλλάδα, σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ λειτουργιολόγο Ι. Φουντούλη[2], ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος[3], θέλοντας νὰ μιμηθῆ κυρίως τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἡ ὁποία πολὺ παραστατικὰ ἐξεικονίζει τὰ σχετικὰ γεγονότα τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὶς τελετὲς τῆς Σταυρώσεως καὶ Ἀποκαθηλώσεως. Γενομένη προσφιλὴς στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, γρήγορα διαδόθηκε καὶ στὶς λοιπὲς περιοχὲς στὴν Ἑλλάδα. Στὴν Ἀντιόχεια ἡ τελετὴ τῆς Ἀποκαθήλωσης τοῦ Ἐσταυρωμένου ὑφίστατο «ἀπὸ πολὺ παλαιὰ» καὶ μάλιστα -ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος καθηγητὴς- τὰ χέρια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατεσκευασμένα μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ διπλωθοῦν πρὸς τὰ κάτω κατὰ τὴν Ἀποκαθήλωση[4].
Ἡ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα, ὡστόσο, χρονολογεῖ τὴν σημερινὴ διάταξη τῶν Παθῶν (Ἔξοδος Σταυροῦ, Ἀποκαθήλωση, Ἐπιτάφιος) καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο στὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰ. ἕως τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰ.[5] Σὲ κάποιες περιοχὲς στὸν τόπο μας, ἔχει διατηρηθῆ ἁγιογραφημένη ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ -ὅπως παρατηρεῖται στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους- ἢ εἶναι ξεχωριστή μὲν ἀλλὰ τοποθετημένη χωρὶς τὴν δυνατότητα ἀπόσπασης ἀπὸ αὐτόν. Ὁ Ἐσταυρωμένος μετὰ τὴν ἀναστάσιμη περίοδο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἴδιος καθηγητής, «καθηλοῦται καὶ πάλι καὶ καταλαμβάνει τὴν συνήθη θέσι πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα ἢ στὸ βάθος τῆς ἁψῖδος».[6]
Ἀκολούθως, ἀφοῦ παρουσιάσουμε πρωτίστως στοιχεῖα τινὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴν σημασία τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἐξετάζουμε ἐν συνεχεία τὴν ἐπιχειρούμενη, ἐσχάτως, ἀποβολὴ Του ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα ὑπὸ τὰ προσχήματα ποὺ τὴν ὑποστηρίζουν.
1. Ἡ σημασία τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μρκ. 8,34). Πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ζωτικὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων στήριξαν τὴν πνευματικὴ τους ζωή, ὑπέμειναν τὶς θλίψεις, τοὺς παντοειδεῖς διωγμοὺς καὶ προτίμησαν νὰ φέρουν «τὸν ὀνειδισμόν αὐτοῦ» (Ἑβρ. 13, 13) παρὰ τὴν κοσμικὴ ἄνεση, ἀσφάλεια, ἀναγνώριση καὶ τιμή. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι» (Γαλ. 2, 20) εἶναι τὸ διαχρονικὸ σύνθημα ποὺ συνέχει ὅλον τὸν βίο τους. Στὴν οἰκουμενικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς κατέχει τὴν κεντρικότερη θέση∙ τέτοια, ὥστε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὀμολογεῖ ὅτι ἔκρινε ἀρκετὸ νὰ κηρύξει στοὺς Κορινθίους τὸν Χριστὸν ὡς ἐσταυρωμένον: «Οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τί ἐν ὑμῖν εἰ μή Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2, 2). Xωρίς νὰ νιώθει ντροπὴ γιὰ τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, διεκήρυττε πρὸς ὅλους «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἓλλησι δὲ μωρίαν» (Α΄ Κορ. 1, 23) καὶ ἐπέπληττε σφοδρῶς τοὺς Γαλάτες γιὰ τὴν ἀποστασία τους ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐπισημαίνοντας τὸ πόσο παράδοξο εἶναι αὐτὸ καθότι προηγουμένως διὰ τοῦ κηρύγματος, ἐμπρὸς στὰ μάτια τους, ὁλοκάθαρα καὶ ξάστερα ἐζωγραφήθη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρωμένος (πρβ. Γαλ. 3, 1).
Ἡ μνήμη καὶ θέα τοῦ Σωτῆρος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ γινόταν καὶ γίνεται ἀκόμα ἡ πρώτη θεραπευτικὴ ἀγωγὴ στὸν ἀσθενή ἄνθρωπο, ἡ δυναμωτικὴ ἐκείνη ἔνεση στὸν πιστὸ ποὺ λυγάει ὑπὸ τὸ βάρος τῶν δοκιμασιῶν καὶ ἀτενίζει μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα πρὸς τὸ τέλος τους, τὴν λύτρωση καὶ τὴν ἀνάστασή του.
Οἱ μώλωπες τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι ἡ θεραπεία πάντων∙ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο τίποτα κακὸ δὲν πρέπει νὰ καταλογισθῆ ἐναντίον Του, καὶ νὰ χλευασθῆ, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ μάρτυς καὶ ἀπολογητὴς ἤδη ἀπὸ τὸν β΄ αἰ τῆς χριστιανοσύνης: «Μὴ δή, ὦ ἀδελφοί, κακόν τι εἴπητε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἐσταυρωμένον, μηδὲ χλευάσητε αὐτοῦ τοὺς μώλωπας, οἷς ἰαθῆναι πᾶσι δυνατὸν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἰάθημεν»[7].
Τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ λυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, διὰ τοῦτο ὁ ἄγγελος τῆς Ἀναστάσεως δὲν ντρέπεται νὰ ἀποκαλῆ τὸν Ἰησοῦ «Ἐσταυρωμένον», διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οἶδα ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε. Καὶ οὐκ ἐπαισχύνεται ἐσταυρωμένον καλῶν· τοῦτο γὰρ τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν».[8]
Παραβάλλοντας τὴν ἐνατένιση τοῦ Ἐσταυρωμένου πρὸς τὸ γεγονὸς τῆς λυτρώσεως τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὰ δήγματα τῶν φιδιῶν μὲ μόνη τὴν ὅραση τοῦ χάλκινου ὄφεως τοῦ Μωϋσῆ, ὀμολογεῖ τὴν πρώτη πολὺ ἀνωτέρα, καθὼς ἡ εὐεργεσία ἀπὸ τὴν μετὰ πίστεως θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι αἰωνία[9].
Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ὁρᾶται μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, ὅταν ἀντικρύζουμε τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό, διδάσκει πάλιν, ἑρμηνεύοντας τὴν στάση τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ: «Σταυρὸν ὁρᾷς, καὶ βασιλείας μέμνησαι; Τί βασιλείας ἄξιον εἶδες; Ἐσταυρωμένον ἄνθρωπον, ῥαπιζόμενον, χλευαζόμενον, κατηγορούμενον, ἐμπτυόμενον, μαστιζόμενον· ταῦτα οὖν βασιλείας ἄξια, εἰπέ μοι; Ὁρᾷς ὅτι τοῖς τῆς πίστεως ἔβλεπεν ὀφθαλμοῖς, καὶ οὐ τὰ φαινόμενα ἐξήταζε;»[10].
Καὶ μὲ ἁπλότητα ἀποφαίνεται ἀλλοῦ: «Τί τοῦ σταυροῦ σωτηριωδέστερον γένοιτ’ ἄν;»[11]
Ἔτσι, ποτὲ νὰ μὴν ντραποῦμε γι’ αὐτή μας τὴν προσκύνηση καὶ λατρεία κοιτώντας κάτω, ἀλλὰ νὰ καυχώμεθα ὀμολογώντας Αὐτὸν μὲ θάρρος: «Καὶ σὺ τοίνυν ἐὰν ἀκούσῃς τινὸς λέγοντος· Τὸν ἐσταυρωμένον προσκυνεῖς; μὴ ἐπαισχυνθῇς, μηδὲ κάτω βλέψῃς, ἀλλὰ καὶ ἐναβρύνου καὶ καλλωπίζου, καὶ ἐλευθέροις ὀφθαλμοῖς καὶ ὑψηλῷ προσώπῳ κατάδεξαι τὴν ὁμολογίαν».[12]
(συνεχίζεται)
[1] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί τῶν εἰκόνων, Λόγος Γ΄, ΕΠΕ 3, 196.
[3] Πρῶτο τελετουργικὸ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν Ἔξοδο τοῦ Ἐσταυρωμένου κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς Μ.Παρασκευῆς ἀποδίδεται ἐπὶ πατριάρχου Σωφρονίου Γ΄ τὸ 1864 στὸν πατριαρχικὸ ναὸ. Πρβλ. Χ.Α.Ε. Δελτίον Νο1 (1932), Περίοδος Γ΄. μητρ. ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΒΕΛΑΝΙΔΙΩΤΗ, σελ.133.
[4] ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας Α΄, (ερώτηση Νο 27, σελ.61).
[5] XΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, Δελτίον Νο1 (1932), Περίοδος Γ΄. Β. ΚΩΤΤΑ, σελ.139.
[6] Ὅ.π. σελ. 61.
[7] ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ, Διάλογος Πρός Τρύφωνα, ΕΠΕ 77, 644.
[8] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ματθαῖον Ὁμ. 89, 2, PG 58, 784.
[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἰωάννην Ὁμ. 27, 2, PG 59,159 : «Εἰ γὰρ πρὸς εἰκόνα χαλκῆν ὄφεως ἰδόντες Ἰουδαῖοι διέφυγον θάνατον· πολλῷ μᾶλλον οἱ εἰς τὸν ἐσταυρωμένον πιστεύοντες, εἰκότως καὶ πολλῷ μείζονος ἀπολαύσονται τῆς εὐεργεσίας…. Ἐκεῖ θάνατον διέφυγον Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὸν πρόσκαιρον· ἐνταῦθα τὸν αἰώνιον οἱ πιστεύοντες. Ἐκεῖ δήγματα ὄφεων ἰᾶτο ὁ κρεμάμενος ὄφις, ἐνταῦθα τοῦ νοητοῦ δράκοντος ἐθεράπευσε τὰς πληγὰς ὁ σταυρωθεὶς Ἰησοῦς· ἐκεῖ ὁ τοῖς ὀφθαλμοῖς τούτοις βλέπων ἐθεραπεύετο, ἐνταῦθα ὁ τοῖς τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς ὁρῶν, πάντα ἀποτίθεται τὰ ἁμαρτήματα· ...οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς, τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ὁρώσης, τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις κατέβαλε...»
[10] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Γένεσιν Ὁμ. 7, 4, PG 54, 613.
[11] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν οὐκ ἐκ μέσου γέγονεν ὁ διάβολος· καὶ ὅτι οὐδὲν ἡμᾶς βλάπτει ἡ τούτου πονηρία ἐὰν προσέχωμεν· καὶ περὶ μετανοίας. PG 49, 261.
[12] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ρωμαίους Ὁμ. 2, 6, PG 60, 408.