Ἰωάννης Λίτινας
Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ
Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος.
(μικρά συμβολὴ στὸ ἔργο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς
Νομοκανονικῶν καὶ Δογματικῶν Ζητημάτων)
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Δεδομένου τοῦ ἐκτεταμένου σκανδαλισμοῦ ποὺ ἔχει προκαλέσει, ὄχι μόνο ἡ ἀδιόρθωτη πράξη τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τοῦ Σταυροῦ λιτανειῶν ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα τῶν ναῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Περιστερίου, ἀλλὰ καὶ ἡ συνοδεύουσα, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, διδασκόμενη κακόδοξη θεολογία, μετὰ βλασφήμων ἀναφορῶν ἀπέναντι στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ψευδῶν ἐπιχειρημάτων πρὸς ὑποστήριξη τῶν θεολογικῶς ἀστηρίκτων θέσεων τῆς Ἐγκυκλίου 1-2024, με τίτλο: «Ἡ λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς” μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα», καὶ τοῦ «Συνοδευτικοῦ Προσκλητικοῦ Μηνύματος», προβαίνουμε σὺν Θεῷ, σὲ σειρά τριῶν (3) μερῶν, ἀπολογητικῆς μελέτης πρὸς ἀναίρεση τῶν διδασκαλιῶν αὐτῶν καὶ πρὸς διαφύλαξη ἔστω καὶ ἑνὸς ἀδελφοῦ ποὺ ἀπὸ ἄγνοια θὰ δεχθεῖ ὡς «ὀρθόδοξα» τὰ ψυχοφθόρα αὐτὰ διδάγματα.
Τὸ ὑπό ἔλεγχο σύγγραμμα ἀποτελεῖ ἴσως μοναδικὴ περίπτωση ἐκκλησιαστικῆς Ἐγκυκλίου ποὺ προσπαθεῖ νὰ πείση τὸ ποίμνιο, ἐναντιούμενο στὴν δογματικὴ του συνείδηση, κάνοντας χρήση βαρυτάτων κατηγοριῶν, ὅτι ἡ -κληρονομημένη ἀπὸ ἁγίους Πατέρες- τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι μία θεολογικῶς πολυδιάστατη βλαπτικὴ πρακτικὴ στὴν Λατρεία ποὺ «ταλαιπωρεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μόνον στὴν Ἑλλάδα».
Σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο νομίζουμε ὅτι βρίσκεται ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐγκύκλιος εἶναι ὀρφανὴ ἀπὸ Πατερικὲς ἀναφορές. Ἀφοῦ δόγμα καὶ ἦθος, ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία συμβαδίζουν ἄριστα καὶ θεάρεστα σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ βίου τῶν ἁγίων, πολὺ δὲ περισσότερο συμβαίνει αὐτὸ στὴν ἄσκηση τῆς Θείας Λατρείας, τὴν μυστηριακὴ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀφ’ ὅτου κανείς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐξέφρασε ποτέ τὸν παραμικρὸ ἐνδοιασμὸ ἢ προβληματισμὸ σχετικά μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ἐπικύρωσαν ἀλληλοδιαδόχως διὰ τῆς πράξεως (de facto) τὴν θέση Του πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Του χρήση. Αὐτὸ πάλι ἦταν ἑπόμενο, ὡς φυσικὴ ἀπόληξη τῆς ὀρθῆς τους πίστεως, δεδομένου ὅτι ἡ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μὲ τὶς ἱερὲς εἰκόνες (μάλιστα δὲ τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ), τὸ χριστολογικὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπίσεως ποὺ συνδέεται μὲ αὐτές, ἡ πεποίθηση τοῦ Σώματος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ κέντρο τῆς λατρείας, τὰ τελούμενα στὴν Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἀκολουθίες, βιώνονται ὑπαρξιακῶς καὶ χαρισματικῶς σὲ αὐτοὺς, ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἔκδηλη ἀγάπη τους πρὸς τὴν ἱερὰ εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου,[1] ἐπιβεβαιώνει τὴν θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ Του ὀρθότητα.
Ἐπιπλέον, κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἁγίων, ὁ θεῖος φωτισμός, ἡ ἐπίγνωση, ὁ ἐντοπισμὸς καὶ ἡ ἀπόρριψη κάθε νόθου καὶ ἐπιλήψιμου θεολογικὰ στοιχείου, ἡ εὐλάβεια στὴν τήρηση τῆς κληροδοτημένης σὲ αὐτοὺς λειτουργικῆς παράδοσης καὶ ἡ μετὰ δέους μεταλαμπάδευση στοὺς ἑπομένους, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφισβήτησης.
Αὐτὸ, μὲ τὸ ὁποῖο ἁγίασαν οἱ προγενέστεροι Πατέρες, δέχονται, ἐφαρμόζουν καὶ παραδίδουν μὲ τὴν σειρά τους στοὺς ἑπόμενους. Ὅπως ἄλλωστε νουθετοῦσε σχετικά τοὺς ἱερεῖς καὶ ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοίᾳ: «Ἐμεῖς, πάτερ μου, ὅ,τι βρήκαμε θὰ τηρήσουμε».
Εὐελπιστοῦμε μέσα ἀπὸ τὸ μελέτημα αὐτό, νὰ μεταδοθῇ στὸν καλόπιστο ἀδελφὸ τὸ εὐῶδες θυμίαμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῶν Πατερικῶν διδαχῶν, ἐνῶ παράλληλα διὰ τῶν λογικῶν ἀντεπιχειρημάτων ἐλπίζουμε νὰ ἀποκτήση κατάλληλο κριτήριο τοποθετούμενος ἐλεύθερα ἐπάνω στὸ ζήτημα. Τελικός σκοπὸς ὁ στηριγμὸς τῆς πίστεως, ἡ ἄρση τῆς ὑποτίμησης τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ διόρθωση τῆς ἐσφαλμένης γνώμης καί ἡ ἐπιστροφή τῶν πεπλανημένων. Εὐχόμεθα δέ, νὰ συμβάλει ἐλάχιστα στὸ σχετικὸ ἔργο ἐξέτασης τῆς Ἐγκυκλίου ἀπὸ τὴν Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοκανονικῶν καὶ Δογματικῶν Ζητημάτων.
Συστοιχοῦμε ἀπόλυτα μέ το πνεύμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, λέγοντα: «Δὲν πολεμῶ μὲ πράξεις βίας, ἀλλὰ μὲ τὸν λόγο. Δὲν καταδιώκω τὸν αἱρετικὸν ὡς πρόσωπο, ἀλλὰ τὴν αἵρεση ὡς ψευδῆ διδασκαλία. Δὲν ἀποστρέφομαι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μισῶ τὴν πλάνη ποὺ τὸν παραπλάνησε. Ἐπιδιώκω νὰ τὸν φέρω πίσω στὴν ἀλήθεια. Δὲν ἔχω καμία ἔχθρα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιατὶ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Στόχος μου εἶναι νὰ διορθώσω τὴν γνώμη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει διαφθαρεῖ ἀπὸ τὸν διάβολο».[2]
Σημείωση. Ὁπουδήποτε στὰ παρατιθέμενα ἀποσπάσματα ὑπάρχουν ὑπογραμμίσεις ἢ ἔντονες γραμματοσειρές, αὐτὲς ἔχουν προστεθεῖ ἀπὸ τὸν συγγραφέα τοῦ παρόντος πονήματος γιὰ διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη. Προστέθηκε ἐπιπλέον καί πολυτονισμός ὅπου τὸ πρωτότυπο εἶναι μονοτονισμένο. Τά ὑπό ἔλεγχο κείμενα βρίσκονται ΕΔΩ καί ΕΔΩ
****
«συνῆξαν ἐν χερσὶν ἀκαρπίαν, ὅτι τῶν ἱερῶν ἀναθημάτων τὴν θεοπρεπῆ εὐκοσμίαν διαβάλλειν τετολμῆκασιν»
Ὅρος πίστεως Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου
1. Τό «ἐσχατολογικό σημεῖο τῆς ἐκκλησίας»
Ἐκ προοιμίου στήν Ἐγκύκλιο τίθεται ἕνας ξένος στήν ὀρθόδοξη πατερική γραμματεία θεολογικός προσδιορισμός τοῦ χώρου πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα. Ὀνομάζεται ἀποκλειστικά ὡς «τό ἐσχατολογικό σημεῖο τῆς ἐκκλησίας».[3]
Μέ τήν χρήση τοῦ ὅρου «σημεῖο», περιορίζεται ἡ εὐρύτητα τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος σέ ἕνα καί μοναδικό, μικρότατο καί «πανίερο» τόπο, ἀφοῦ σέ αὐτό μόνο τό κτιστό καί περιορισμένο σημεῖο ἔρχονται, δῆθεν, καί στέκονται «τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος».[4]
Στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἀσφαλῶς, δέν συναντᾶται ἔργω ἤ λόγω, κάποια θεολογική ἔξαρση καί ἀνάδειξη τοῦ συγκεκριμένου «σημείου» πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὥστε νὰ ἀποκτᾶ μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπό τόν ὑπόλοιπο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ὅλο τό Ἅγιον Βῆμα, ἄν καί τριμερές, θεωρεῖται καί ἑρμηνεύεται ὡς ἑνιαῖος ἱερός τόπος (κατά τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος) μέ πολλούς συμβολισμούς στά ἐπιμέρους στοιχεῖα του (Ἁγία Τράπεζα, Πρόθεση, Διακονικό, Σύνθρονο, Κιβώριο), καί ἁπλά διευκρινίζεται ὅτι ὁ λόγος πού σχηματίζεται τό ἡμικύκλιο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος (ἡ κόγχη) πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, εἶναι «διά νά δηλώση τό ὑπερουράνιον τοῦ (ὅλου) Βήματος»[5], καθώς «τό μέν Ἅγιον Βῆμα, τά Ἁγία τῶν Ἁγίων, εἰκονίζει τό ὑπεράνω τῶν Οὐρανῶν, καί αὐτόν τόν Οὐρανόν».[6]
Γιά τό ἡμικύκλιο τῆς κεντρικῆς κόγχης, ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων σημειώνει ἀκόμα, ὅτι ἀρκεῖ αὐτό γιά νά ἀναπληρώσει τήν πιθανή ἔλλειψη κιβωρίου.[7]
Ἡ χρησιμότητα δηλαδή, τοῦ ἡμικυκλικοῦ χώρου πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα εἶναι γιά νά δηλωθῆ καί νά εἰκονισθῆ ἡ ὑπερουράνια θέση πού ἔχει ὅλο τό Ἱερό Βῆμα καί ὄχι ἀποκλειστικά μόνο ὁ χῶρος αὐτός ἤ κάποιο σημεῖο του.
Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο θεώρησης στήν λατρεία, εἶναι ὅτι ὅλα σχεδόν τά ἱερά ἀντικείμενα, ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ ναοῦ, ὅλα τά ἱερουργούμενα καί δρώμενα ἔχουν περισσότερους τοῦ ἑνός συμβολισμοῦ, εἶναι πολυσήμαντα,[8] ἀποδεικτικό σημεῖο τοῦ μυσταγωγικοῦ πλούτου πού ἐγκρύπτεται μέσα στά τελούμενα τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, τοῦ ὑπέρλογου καί ἀδούλωτου σέ σχολαστικά σχήματα χαρακτῆρος της, ἀλλά καί τῆς σοφίας μέ τήν ὁποία οἱ μακάριοι Πατέρες ἱερουργοῦν καί κατεργάζονται τά θεῖα, σώζοντας ἀπό κάθε μώμον (ψόγον) τό μυστήριο τῆς Οἰκονομίας.[9]
«Ἐσχατολογικό» -ἄν θά μποροῦσε νά προσδιορισθῆ ἔτσι- εἶναι ὅλο τό Ἱερό Βῆμα. Ὄχι βεβαίως μέ τήν στενή μελλοντική ἔννοια τῶν ἐσχάτων, ἀλλά ὑπό τήν λειτουργική θεώρηση κατά τήν ὁποία βιώνουμε ὡς παρόντα τά πάντα∙ καί τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἄν πάλι θά ἔπρεπε νά προσδιοριστῆ ἕνα μόνο σημεῖο στήν ἐκκλησία ὡς κατ’ ἐξοχήν ἐσχατολογικό, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα πάνω στήν ὁποία γίνεται ἡ ἀνάμνηση, σύν τοῖς ἄλλοις, «τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας».[10]
Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμα, ὅτι κυριότερο σημεῖο τῶν ἐσχάτων εἶναι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Σταυροῦ∙[11] ἐμφάνιση τέτοια, πού ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐξαίρει μέ θαυμασμό στήν ἀκολουθία τῆς Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ: «Ἡνίκα μέλλεις ἔρχεσθαι ἐπί γῆς, κρῖναι κόσμον ὅν ἔπλασας Κύριε, ἀγγελικῶν, προπορευομένων σῶν στρατιῶν, καί τοῦ Σταυροῦ προλάμποντος, ὑπέρ τάς αὐγάς τάς ἡλιακάς, τῇ τούτου δυναστείᾳ, οἰκτείρησον με σῶσον, τον ὑπέρ πάντας βροτούς πταίσαντα».[12]
Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Πατέρες καί ἑρμηνευτές τῆς Θείας Λειτουργίας συμφωνοῦν ὅτι ὁ ἱερώτερος τόπος μέσα στόν ναό εἶναι τό Ἱερό Βῆμα καί ἰδιαιτέρως ἡ ἁγία Τράπεζα, τό θυσιαστήριο, καθώς ὁ Κύριος ξεχώρισε αὐτό ὡς «μεῖζον» καί παρεκτικό ἁγιασμοῦ, κατά τόν λόγο Του: «τό θυσιαστήριον τό ἁγιάζον τό δῶρον» (Μτ. 23,19). Ἄλλωστε, ἐπειδή μόνος ὁ Χριστός εἶναι Αὐτός πού ἁγιάζει, μόνος Αὐτός μπορεῖ νά εἶναι Ἱερεύς καί Ἱερεῖο καί Θυσιαστήριο, διδάσκει ὁ ἱερός Νικόλαος.[13]
Ἡ ἁγία Τράπεζα ὅπως θὰ δοῦμε καὶ στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο, εἶναι ὁ θρόνος στόν ὁποῖον ἀναπαύεται ἀλλά καί θυσιάζεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης Χριστός καί ὄχι ὁ χῶρος πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα: «ἡ ἱερά δέ Τράπεζα (εἰκονίζει) τοῦ Θεοῦ τόν θρόνον, καί τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, καί τό σεβάσμιον μνῆμα∙ ὁ ναός τε τά ἐπουράνια ἄμα καί τόν Παράδεισον»[14] καί «εἶτα ἡ φρικτή τράπεζα τοῦ ἱερατείου μέσον, τό μνῆμα Χριστοῦ δηλοῦσα, καί τό διά τοῦ πάθους μυστήριον, ἐν ᾧ καί ἡ παγκόσμιος καί ζῶσα τελουμένη θυσία∙ καί ὡς Θεός μέν ἀναπαυόμενος ὁ Σωτήρ, ὡς ἄνθρωπος δέ θυόμενος»,[15] ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.
Ἐπιπλέον, εἶναι σαφές ὅτι ἡ τέλεση Θείας Λειτουργίας σὲ ναοὺς χρείαν ἔχει καθιερωμένης ἁγίας Τραπέζης ἤ ἀντιμηνσίου, ἐνῶ ἡ ἀπουσία κόγχης (ὅπως συμβαίνει σέ μικρότατα ἐκκλησάκια στήν ἐπαρχία) δέν δεσμεύει τόν ἱερέα στήν τέλεσή της. Ποῦ βρίσκεται λοιπόν, στήν περίπτωση αὐτή, ὁ «χῶρος τῆς Βασιλείας», ἡ «θέση» καί ὁ θρόνος τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος πού διδάσκει ἡ Ἐγκύκλιος;
Ὁ ἀποκλειστικός, λοιπόν, προσδιορισμός τοῦ χώρου πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ὡς μόνου «ἐσχατολογικοῦ σημείου», μή συνάδοντος μέ τόν ἐκ Παραδόσεως ἑρμηνευτικό λόγο, ἐξαίρει αὐτόν σέ ἱερότητα ἀπό τό ἑνιαῖον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί μάλιστα ἀπό αὐτή τήν ἁγία Τράπεζα καί θέτει τίς βάσεις ὥστε νά ὑποστηριχθῆ κατόπιν, στίς ἑπόμενες σελίδες τῆς Ἐγκυκλίου, ὡς ὁ ἀποκλειστικός «χῶρος τῆς Βασιλείας», (ἡ ἀποκλειστική) «θέση» καί (ὁ ἀποκλειστικός) «θρόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος». Πρᾶγμα ἀσφαλῶς ἀμάρτυρο στήν Ἱερά Παράδοση.
Ἀσφαλῶς, ὅπως θά δοῦμε καί στόν ἑπόμενο ἔλεγχο, τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἔχουν ἀνάγκη κανενός κτιστοῦ χώρου, προκειμένου νά «ἵστανται» κατά τή ἱερά μυσταγωγία καί εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη θυσιαστηρίου ὥστε νά ἁγιασθῆ ὁ ναός καί νά τελοῦνται τά μυστήρια.[16]
2. Ἡ δῆθεν «ἐνθρόνιση» τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἡ «ἐκθρόνισή» της ἀπό τόν Ἐσταυρωμένο.
Ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι ἡ χρήση ἐπιχειρημάτων κατ’ ἐπανάληψιν (ad nauseam) ὡς προσπάθεια ἐμπέδωσης ἐννοιῶν στό ποίμνιο σέ σημεῖο «ναυτίας», πρᾶγμα πού συνιστᾶ μία λογική πλάνη. Τέτοιο συνεχές, ἐπαναλαμβανόμενο ἐπιχείρημα ἀποτελεῖ ἡ λεγόμενη «ἐνθρόνιση» τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, συγκεκριμένα καί τοπικά πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, τό ὁποῖο διατυπώνεται σέ ὅλο τό μῆκος τοῦ κειμένου μέσω ἐναλλαγῶν τῶν λέξεων: «ἐρχομός», «φανέρωση», «παρουσία - παρόντα», «τοποθέτηση», «θέση» καί «στάση» (ἀπό τό «ἵσταμαι»).
Ἀναμφίβολα, αὐτός ὁ αὐστηρά χωροταξικός, κτιστός, τοπικός προσδιορισμός καί περιορισμός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ σέ ἕνα σημεῖο μέσα στόν ναό[17], στό ὁποῖο ἀποκλειστικά ἀφικνεῖται «ἀπό τήν Βασιλεία», ἐγκαθίσταται καί ἐκεῖ μόνο «θεᾶται», προσδίδει σαφέστατα κτιστά ἰδιώματα στήν ἄκτιστη φύση Του (βαρλααμισμός) καί εἶναι ἕνα σοβαρό σημεῖο αὐτό πρός διευκρίνιση, διότι ὑφίσταται ἐν προκειμένω σοβαρή δογματική παρέκκλιση.
Καί πάλι, εἶναι σημαντικό νά τονισθῆ, ὅτι τό ὑπό ἐξέτασιν ἐπιχείρημα, ὅπως ὅλα ἄλλωστε στήν Ἐγκύκλιο, ὄχι μόνο στερεῖται Πατερικῆς συμμαρτυρίας καί κατοχύρωσης, ἀλλά καί ἐναντιοῦται στήν Πατερική παράδοση. Θεωροῦμε δέ, ἐπιεικῶς ἀσεβῆ τήν διδασκαλία ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος «καταλαμβάνει θέση πού δέν τοῦ ἀνήκει, καθώς ἐκεῖ (σ.σ. πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα) εἶναι ἀποκλειστικά καί μοναδικά ἡ θέση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἤτοι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Ἀναστημένου καί ὄχι τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».[18]
Ἄν ἡ θέση αὐτή «δέν ἀνήκει» στήν εἰκόνα τοῦ Ἐτσαυρωμένου Χριστοῦ, κατά δογματική συνέπεια «δέν ἀνήκει» οὔτε στήν Ἁγία Τριάδα, ἀφοῦ ὁ εἰκονιζόμενος Χριστός εἷναι ὁ Σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δε Ἁγία Τριὰς εἷναι ὁμοούσιος καὶ ἀχώριστος. Στὸ θέμα ποὺ ἐξετάζεται παρατηρεῖται σφάλμα κατὰ τὸ ὁποῖο διαιρεῖται τὸ Πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ σέ δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Σαφέστατα δέν ὑπάρχουν δύο Χριστοί[19] «ταυτόχρονα και ταυτότοπα»[20]∙ ἕνας ὁρατός νεκρός Χριστός Ἐσταυρωμένος (μάλιστα δέ «στατικός και ακίνητος») καί ἕνας δεύτερος, νοητός, ἀόρατος καί Ἀναστημένος, ὅπως ἰσχυρίζεται συνεχῶς ἡ Ἐγκύκλιος. Τέτοια διάκριση μόνο ὡς παράγωγο τοῦ Νεστοριανισμοῦ[21] μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ, σέ συνάρτηση μέ ἐσφαλμένη πίστη περί τῶν εἰκόνων καί τήν συναρτόμενη σέ αὐτήν Χριστολογία. Ἀκολουθώντας τήν ἄτοπη αὐτή συλλογιστική, ποιά ἀπάντηση μπορεῖ νά δοθῆ ἀντίστοιχα στό ἐρώτημα∙ πόσες «Παναγίες» ὑπάρχουν «ὁρατές» καί «ἀόρατες», «ταυτόχρονα καί ταυτότοπα» μέσα στό ναό; Ἡ ἀπάντηση ἅπτεται τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἔχουν τὴν Παναγία Βηματάρισσα καὶ ἄλλες πολλὲς θαυματουργὲς εἰκόνες της μέσα στὸ Καθολικό.
Ἐπίσης, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο Ἀναστημένος, ἀλλὰ Ἐσταυρωμένος καὶ Ἀναστημένος. Περισσότερο ἀπό τήν Ἀνάσταση, οἱ πεπτωκότες ἄνθρωποι ἔχουμε ἀνάγκη νά θυμόμαστε τήν Σταύρωση καί τά Πάθη Του γιατί «οἰκονομεῖ νά πάθη καί νά πονέση, γιά νά μᾶς πείση ὅτι ὄντως ἄμετρα μᾶς ἀγαπᾶ καί νά ἐπαναφέρει ἔτσι κοντά του τόν ἄνθρωπο»[22]. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο κρατάει ἐπάνω στό ἀναστημένο Σῶμα Του τούς τύπους τῶν ἥλων, τήν ἐσφαγμένη Του πλευρά καί ὅλες τίς πληγές, «γιά νά εἶναι πάντοτε φανερό ὅτι γιά τούς δούλους Του σταυρώθηκε καί κεντήθηκε στήν πλευρά, καί νά κοσμοῦν τά τραύματα αὐτά μαζί μέ τήν ἄρρητη ἐκείνη λάμψη τόν Βασιλιά».[23] Τίς πληγές Του, τίς θεωρεῖ στολίδι Του ὁ Χριστός καί χαίρεται νά δείχνη ὅτι ὑπέμεινε δεινά. «Τά τραύματα δέν τά ἀπέβαλε οὔτε ἐξήλειψε τίς πληγές, ἀλλά θέλησε νά τίς διατήρηση ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Διότι μέ αὐτές βρῆκε τόν ἀπωλεσμένο καί μέ τό κέντημα τῆς λόγχης κατέκτησε τόν ἀγαπημένο»[24], διδάσκει ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας.
«Καταλαμβάνει», λοιπόν ὁ Ἐσταυρωμένος, «θέση πού δέν Τοῦ ἀνήκει», ἀλλά παραδόξως δέν ὑφίσταται κανένα «θεολογικό πρόβλημα και μπέρδεμα» ὅταν τήν «καταλαμβάνει» ὁ ἐπίσκοπος ἀνεβαίνοντας στό σύνθρονο, τό ὁποῖο τοποθετοῦν σέ ἀντικατάσταση τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ λιτανειῶν, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ κατά τήν Ἐγκύκλιο εἶναι ἡ «ἀποκλειστικὴ καὶ μοναδικὴ θέση» τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Κατά τήν αἱρετική θεολογία τῆς ἐλπίδας,[25] ἡ «θλιβερή εἰκόνα» τοῦ Ἐσταυρωμένου «ἀνήκει στήν Ἱστορία» καί δέν ἁρμόζει ἡ θέση Του στό «χαρμόσυνο καί ἀναστάσιμο» «ἐσχατολογικό σημεῖο» τῆς Ἐκκλησίας, πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ὅπου δῆθεν ἀφικνεῖται ὁ ἀναστημένος Χριστὸς («ἐσχατολογικός Χριστός»).
Γιά τήν ἐπίσης αἱρετική πλάνη τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ, στό σημεῖο αὐτό δέν πρέπει νά βλέπουν οἱ πιστοί τήν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τόν Σταυρό Του διότι δῆθεν τοὐς «προκαλεῖ βλάβες καί ἀλλοιώσεις», ἀλλά δέν βλάπτονται καθόλου βλέποντας στόν ἴδιο τόπο τόν ἐπίσκοπο. Βεβαίως, ἡ ἀνεμπόδιστη θέαση πρὸς τὸν ἀρχιερέα ἀντὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἢ τοῦ Σταυροῦ στὸν ἴδιο χῶρο, ἐξυπηρετεῖ ἰδανικὰ τὴν ἐπιδιωκόμενη, ἀπὸ τὴν αἵρεση αὐτή, ἀλλοίωση τοῦ χριστοκεντρικοῦ χαρακτῆρος τῆς λατρείας καὶ τὴν μετατροπὴ του σὲ ἐπισκοποκεντρικό, ὅπως αὐτὸν στὸν ὁποῖον κατέληξαν οἱ παπικοὶ ἀνάγοντας τὸν Πάπα σὲ ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.
Ἀκόμα, εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειωθῆ τό ἀνυπόστατον τοῦ ἰσχυρισμοῦ πώς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες μέ τίς Θεῖες Λειτουργίες τους, «ἐνθρόνισαν» τήν Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα.[26] (διευκρινίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δέν παρέδωσε κάποιο κείμενο Θείας Λειτουργίας). Σέ κανένα ἀπό τά ἔργα τους οἱ ἱεροί αὐτοί Πατέρες λέγουν ἤ ἔστω ὑπονοοῦν κάτι τέτοιο. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀπέφυγαν νά ποῦν οἱ ἴδιοι ὅτι «ἐνθρόνισαν» μὲ τὶς λειτουργίες τους τὴν Ἁγία Τριάδα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν θά δίσταζαν νά τό ὀμολογήσουν οἱ μετά αὐτῶν, θεῖοι Πατέρες.
Οἱ εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας δέν ὑποδηλώνουν, ὑποδεικνύουν ἤ προσδιορίζουν ὡς ἰδιαίτερη, μοναδική καί ἀποκλειστική θέση τῶν Τριῶν Προσώπων τόν χῶρο αὐτό πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα πού ἐκτείνεται μέχρι τήν κόγχη.
Ἀντιθέτως, τό κέντρο βάρους, ὅλη ἡ προσοχή πέφτει, ὅπως τονίσαμε πρωτύτερα, στό ἱερό θυσιαστήριο ὅπου τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία. Αὐτός εἶναι ἐπί γῆς ὁ πραγματικός θρόνος τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία: «Ὥστε ἀληθῶς καί θυσιαστήριον Χριστοῦ αὕτη ἡ τράπεζα καί θρόνος δόξης, καί κατοικητήριον Θεοῦ, καί μνῆμα καί τάφος Χριστοῦ καί ἀνάπαυσις»[27].
Ὁ θρόνος τοῦ ἀΰλου Θεοῦ στόν οὐρανό συμβολίζεται ἀπό ὅλο τό Ἱερό Βῆμα πού εἶναι τύπος τῶν ὑπερουρανίων. «Τὸ ἱερώτατον βῆμα εἰς τύπον τῶν ὑπερουρανίων ἐστὶ καὶ τῶν ὑπεράνω, ἔνθα καὶ θρόνον φασὶ τοῦ ἀΰλου Θεοῦ»[28]. Ὁ Τριαδικός Θεός παραμένει ὁ «ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», καί «ἐπί θρόνου Χερουβικοῦ ἐποχούμενος»,[29] ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου προσπίπτουν καί συνεχῶς δέονται οἱ ἱερεῖς ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά λάβουν «ἀνένοχον καί ἀκατάκριτον τήν παράστασιν τοῦ ἁγίου Του θυσιαστηρίου»,[30] τό νά παρασταθοῦν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου καί ὄχι ἐνώπιον τοῦ «ἐσχατολογικοῦ σημείου» πού δῆθεν ἵσταται ἡ Ἁγία Τριάδα.
Τό ἐπίγειο θυσιαστήριο ἑνώνεται καί γίνεται ἕνα μέ τό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο[31], τόν πραγματικό θρόνο τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου πού εἶδε ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Ἀποκ. 5,6). Αὐτόν τόν «Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», πού ἐσφάγη δι’ ἡμᾶς, προσφέρομεν στά ἐπίγεια θυσιαστήρια καί εἶναι ὁ μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού τελεῖ τό μυστήριον. «Εἷς ἕκαστος ἐκ τῶν συμπαρισταμένων εἰς τήν λατρείαν, ἀλλά καί ὅλοι μαζί ὡς ἐν σῶμα προσφέρομεν διά τῆς θείας Εὐχαριστίας “Χριστόν ἐσφαγιασμένον ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων”».[32] Τονίζεται, δηλαδή, στήν Θ. Λειτουργία ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα περισσότερο ἀπό τήν Ἀνάστασή Του, «γιατί στά ἱερά Μυστήρια εἰκονίζουμε τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ καί ὀμολογοῦμε τόν θάνατό Του, καί ἔτσι γεννιόμαστε πνευματικά καί διαμορφωνόμαστε καί συναπτόμαστε ὑπερφυώς μέ τόν Σωτήρα»[33].
Ἀκόμα. Ὁ Χριστός δέν θεωρεῖται ἱστάμενος νοητά κάπου πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἀλλά ὁρᾶται σφαγιασμένος πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ταυτόχρονα δέ, εἶναι συγκαθήμενος μετά τοῦ Πατρός στόν οὐράνιο θρόνο τῆς Βασιλείας Του καί ἀοράτως μαζί μέ ὅλο τό ἐκκλησίασμα. «Πρόσχες, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου Σου καί ἀπό θρόνου δόξης τῆς Βασιλείας Σου, καί ἐλθέ εἰς τό ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρί συγκαθήμενος καί ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών...».[34] «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ Ληστοῦ, καὶ ἐν Θρόνῳ ὑπῆρχες Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος».[35]
Κατά τόν μακαριστό γέροντα Αἰμιλιανό Σιμωνοπετρίτη, στή Θεία Λειτουργία, ἀκόμα καί οἱ πιστοί, μυστηριωδῶς κατά τήν ἱερά μυσταγωγία, βρίσκονται ἐν πνεύματι στόν Οὐρανό, στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ: «Ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, ἐφ’ ὅσον ἐρχόμεθα εἰς τήν λειτουργίαν, ἀναβαίνομεν εἰς τήν ἄνω Ιερουσαλήμ…Βλέπομε ὅτι εἴμαστε μπροστά στίς εἰκόνες, κάτω ἀπό τούς πολυελαίους, ὁ ἕνας πλάι στόν ἄλλον. Λάθος. Εἶναι μυστήριον. Δέν εἴμαστε ἐδῶ. Εἴμαστε ἐκεῖ ἐπάνω μαζί μέ τά στίφη τῶν ἁγίων, μαζί μέ τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, μαζί μέ τά ἑξαπτέρυγα σεραφίμ, τά ὁποῖα τρέχουν τόσο γρήγορα γιά νά μᾶς μαθαίνουν καί ἐμᾶς νά τρέχωμε πρός τόν Χριστόν ἡμέρας καί νυκτός, μαζί μέ τά πολυόμματα χερουβίμ γιά νά συνηθίσουν καί τά δικά μας μάτια νά ἀνακαλύπτουν τόν Χριστόν. Αὐτό σημαίνει μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας μας».[37]
Στό χῶρο, ἀκόμα, πέριξ τοῦ θυσιαστηρίου, στό ἡμικύκλιο τῆς κόγχης, ὅταν τελοῦνται τά Θεῖα Μυστήρια, διδασκόμεθα, ὅτι μπορεῖ νά διέρχεται ὁ «κανδηλάπτης» μέ φόβο καί εὐλάβεια, κάνοντας τήν εὐλαβῆ προσκύνηση.[38] Ἄν δέν πρέπει λοιπόν -κατά την διδασκαλία ὑπέρ τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου- νά ὑπάρχει τίποτα καί κανένας στό χῶρο αὐτό, διότι δῆθεν εἶναι ὁ ἀποκλειστικός χῶρος τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν θά ἐπιτρέπονταν οἱ διελεύσεις τοῦ ὑπηρέτου τοῦ Βήματος μέσω του τόπου αυτού.
Δυστυχέστατα, ἡ ἐν λόγῳ ἐσφαλμένη θεώρηση ὁδηγεῖ κατόπιν σέ μία ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη ἀτραπό. Προκειμένου νά δοθεῖ βαρύτητα στά (ἀνύπαρκτα) προβλήματα πού δῆθεν πάλι, προκαλεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος, καταγγέλλεται ὅτι «ἡ ὁρατή θέα» Του, «”ἐκτόπισε” αὐθαιρέτως καί ἀδίκως» «τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα». Πρός μεγάλη μας λύπη, συναντοῦμε τήν ἴδια βλάσφημη θέση ἐπανειλημμένως (ad nauseam) μέσα στό κείμενο: («ἐκμηδενίζει τήν νοητή καί ἀόρατη παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα», «ἐκμηδενίσαμε καί “ἐκθρονίσαμε” τήν ἀόρατη παρουσία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα», «ἐκμηδενίζει τήν νοητή καί πραγματική παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεού…», «καταργεῖ παντελῶς τήν φανέρωση καί παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἱστορία»).[39]
Θέση, πού καταγγέλθηκε ἐπιπλέον ὡς αἱρετική ἀπό τόν Μητροπολίτη Κυθήρων κ.Σεραφείμ: «Ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός, λοιπόν, τοποθετημένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Σταυρός εἰς τήν ἀνατολικήν πλευράν τοῦ τάφου, ὅπως συνηθίζεται εἰς ὅλα τά μνήματα τῶν κεκοιμημένων, κατ’ οὐδένα τρόπον δέν παρακωλύει, δέν «ἐκμηδενίζει» καί δέν «ἐκθρονίζει τήν ἀόρατη παρουσία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα», τήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τόν Θρόνον τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ λογικός αὐτός ἰσχυρισμός προσψαύει, δυστυχῶς, τά κράσπεδα συγχρόνου αἱρέσεως καί συνιστᾶ αἱρετικήν διδασκαλίαν».[40]
Ἐνεούς μᾶς ἀφήνει ἡ ἐπισήμανση ὅτι «δέν ἐκτοπίζεται μόνον ὁ Πατήρ καί ὁ Ἀναστημένος Χριστός πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλά ἐκτοπίζεται καί Αὐτός πού εἶναι κοντά μας ἐπίσης «ἀοράτως συνών» ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πρξ 2, 1-4 καί 15, 28) μέχρι σήμερα, τό Ἅγιο Πνεῦμα…»[41].
Ἄν «ἐκτοπίζεται», πῶς εἶναι ταυτόχρονα «ἀοράτως συνών»; Ἄν «ἐκτοπίζεται» τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀπό τό Ἱερό Βῆμα λόγω τοῦ Ἐσταυρωμένου, τίθενται σέ ἀμφισβήτηση συνεπῶς καί τά μυστήρια, ἀφοῦ μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τελοῦνται ὅλα στήν Ἐκκλησία. Πῶς εἶναι δυνατόν να «ἐκτοπίζεται» τό ἄκτιστο Ἅγιον Πνεῦμα ἀπό τήν κτιστή ἱερά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Ἐσταυρωμένου καί τόν Τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ; Εἶναι τουλάχιστον τραγική μία τέτοια παραδοχή. Ἄς μή παρασυρθοῦμε σέ τέτοιες διδασκαλίες. Νά θυμόμαστε ὅτι «ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι». (Μτ.12,32)
(συνεχίζεται)
[1]. Σώζεται μέχρι σήμερα, ὡς μέγιστο θησαύρισμα, ὁ Ἐσταυρωμένος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος στά κάτω ἄκρα εἶναι ξεβαμμένος ἀπό τούς ποταμούς τῶν δακρύων του. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τήν μαρτυρία τοῦ ὁσίου Φιλοθέου Ζερβάκου: Βλ. Ἀρχιμ. Τύχωνος Ἀνδρέου. Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος. Πώς ἐγνώρισα τόν Ἅγιον Νεκτάριον Πενταπόλεως. Σελίδα FB. Όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος «Μόλις ἐσήμαινε τό σήμαντρον εἰσήρχετο μετά σπουδῆς ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκ τῆς θύρας τοῦ Ἱεροῦ καί πρώτον ἔκαμε τρεῖς μετανοίας ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἠσπάζετο τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τήν Ἁγίαν Τράπεζαν καί κατόπιν "ἔτρεχεν'' εἰς τόν ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἐπί ξύλου κρεμάμενον Σωτήρα καί Λυτρωτήν ἡμῶν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί κλίνων τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος γόνατα, ἐνηγκαλίζετο τόν Σταυρόν καί μέ στεναγμούς ἀλαλήτους, μέ λυγμούς καί δάκρυα κατανύξεως ἠσπάζετο τόν Τίμιον Σταυρόν καί ὡς νά ἔβλεπε τόν Ἴδιον τόν Χριστόν τόν Βασιλέα τοῦ παντός, συνωμίλει διά τῆς προσευχῆς. Τάς ἱεράς καί συγκινητικάς ἐκείνας στιγμάς οὐδέποτε ἐλησμόνησα, οὔτε θά λησμονήσω. Αἱ ὀλίγαι ἐκεῖναι στιγμαί ἦσαν δι' ἐμέ μία διδασκαλία σπουδαιοτάτη, ψυχωφελεστάτη καί ἀνωτέρα ἀπό ὅσας ἤκουσα καί ἐδιδάχθην ἀπό πολλούς διδασκάλους, καθηγητάς, θεολόγους, σοφολογιωτάτους καί κήρυκας τοῦ Θείου λόγου. Ἀπό τάς βραχυτάτας ἐκείνας στιγμάς ἐγνώρισα καί κατενόησα τήν ὁλόψυχον, τήν ὁλοκάρδιον, τήν ὁλόθερμον καί τελείαν ἀγάπην, ἥν εἶχεν ὁ πνευματικός μου πατήρ πρός τόν Γλυκύτατόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, τήν Πηγήν τῆς ἀγάπης, τόν διά τήν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγάπην πρός ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους τόν ἐπονείδιστον Σταυρικόν θάνατον ὑπομείναντα. Αὐτή αὕτη ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πατρός ἡμῶν Νεκταρίου τόν ἥνωσεν μέ τόν Θεόν, καθώς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: ''Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ''(Α' Ἰωάννου 4,16)».
[2]. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον Ἱερομάρτυρα Φωκᾶν, καί κατά αἱρετικῶν, PG. 50,701: «Οὐ γὰρ ἐλαύνω πράγματι, ἀλλὰ τῷ λόγῳ διώκω, οὐ τὸν αἱρετικὸν, ἀλλὰ τὴν αἵρεσιν, οὐ τὸν ἄνθρωπον ἀποστρέφομαι, ἀλλὰ τὴν πλάνην μισῶ, καὶ ἐπισπάσασθαι βούλομαι· οὐκ ἔχω πόλεμον πρὸς οὐσίαν· Θεοῦ γὰρ ἔργον ἡ οὐσία· ἀλλὰ τὴν γνώμην διορθώσασθαι βούλομαι, ἣν διέφθειρεν ὁ διάβολος».
[3]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα» σελ.8 κ.α. Οἱ ἐπισημάνσεις μέ ἔντονα γράμματα στά ἀποσπάσματα τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι δικές μας.
[4]. Ἐνδεικτικά σε μία ἀπό τίς πολλές σχετικές διδασκαλίες γράφεται : «Ποῦ βρίσκονται ὅμως ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Αὐτὰ βρίσκονται ζωντανὰ παρόντα καὶ «συνόντα» στὸ ἐσχατολογικό σημεῖο τῆς ἐκκλησίας, στὴν κεντρικὴ ἡμικυκλικὴ κόγχη τοῦ ναοῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα». ὅ.π. σελ.16.
[5]. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφ.ΡΛΘ΄, Περί τοῦ ἡμικυκλίου τοῦ βήματος, καί τοῦ τῆς τραπέζης καταπετάσματος, PG. 155, 348 : «ὡς μέν ὑπέρ τόν οὐρανόν τό βῆμα τό ἡμικύκλιον ἔχει».
[6]. Πρβλ. ὅ.π. σελ. 292. Κεφ. ϟΗ΄, Τί τό ἅγιον δηλοῖ βῆμα, καί τί ἠ ἱερά τράπεζα, PG. 155, 292.
[7]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία γινομένων Συμβόλων και Μυστηρίων, PG.140,444 : «τῷ δὲ λέγοντι, Ἀλλ' οὐ πᾶσα ἐκκλησία κιβώριον ἔχει καὶ κρηπῖδας καὶ κίονας, ἀρκέσει τὸ τοῦ βὴματος ἡμικύκλιον ἐν πάσῃ ἐκκλησία νομοθετηθέν». Τό κιβώριο, κατά κοινή ἑρμηνευτική, συμβολίζει τόν οὐρανό, τό δέ περιγραφόμενο ἀπό τίς τέσσερις κολόνες του ἱερό ἔδαφος συμβολίζει ὅλη τήν γῆ, γι’ αὐτό καί ἡ ἁγία Τράπεζα θεωρεῖται τό «μεθόριον οὐρανοῦ καί γῆς».
[8]. Πρβλ. ὅ.π. σελ. 421: «πολλάκις γὰρ τὸ ἕν τῶν ἐν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ τελουμένων ἐπὶ δυσί καὶ τρισὶ τῶν τότε νοοῦνται καὶ ἀναφέρονται».
[9]. Ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων ἀφοῦ ἑρμηνεύει τήν ἀπόθεση τῶν Τιμίων Δώρων πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ὡς συμβολίζουσα πέντε γεγονότα τῆς Οἰκονομίας (Μυστικό Δεῖπνο, Σταύρωση, Ταφή, Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη), ἐξηγεῖ ὅτι ἔτσι θέσπισαν οἱ Πατέρες, ὥστε ἀφενός μέν νά μή διαχωρίζονται τά γεγονότα αὐτά, ἀφετέρου δέ νά ἀποφεύγεται ἡ χρήση ἐπιπλέον ἱερῶν πράξεων ἤ θυσιαστηρίων: «ἵνα γὰρ μὴ τὸ καθ᾽ ἕκαστον τῶν τότε γενομένων τὴν ὥραν καὶ τόν καιρόν καὶ τὸν τόπον ἀφορίζοντες οί μακάριοι Πατέρες, ἔτι καὶ μεταθέσεων ἑτέρων καὶ θυσιαστηρίων πλειόνων δεηθῶσι, κἀκ τούτων ὡσανεὶ μωμητὸν τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον καταστῇ, ἄξιον τῆς θεουργοῦ δημιουργίας τρόπον ἐμιμήσαντο ὡς οἷόν τε ἀνθρώπῳ τὰ θεῖα μιμεῖσθαι καὶ κατεργάζεσθαι». ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΝΔΙΔΩΝ, Προθεωρία Κεφαλαιώδης. Περί τῶν ἐν τῆ Θεία Λειτουργία γινομένων Συμβόλων και Μυστηρίων, PG.140,420.
[10]. Θεία Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου, «Ἀνάμνησις».
[11]. «καί τότε φανήσεται τό σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ καί τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς, καί ὄψονται τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς» Μτ. 24,30.
[12]. Ἀκολουθία Προόδου Τιμίου Σταυροῦ, δ’ τροπάριο, θ΄ ὡδῆς Κανόνος.
[14]. ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφ. ϟΗ΄, Τί τό ἅγιον δηλοῖ βῆμα, καί τί ἠ ἱερά τράπεζα, PG. 155, 292.
[15]. ὅ.π. Κεφ ΡΛΒ΄. Τί ἡ τράπεζα καί τά ἐν αὐτή, καί ὅτι πάντα Χριστός. PG. 155, 340.
[16]. Πρβλ. ὅ.π. Περί τοῦ Ἁγίου Ναοῦ καί τῆς τούτου καθιερώσεως, PG. 155, 305 : (νεοελ. ἀπόδ.) «εἰς αὐτὸν γὰρ τὸν Ναὸν τὸ Θυσιαστήριον ἀνυψοῦται, καὶ διά τοῦ Θυσιαστηρίου ἅγιος εἶναι ὁ Ναός∙ χωρὶς δὲ τοῦ Θυσιαστὴρίου δὲν εἶναι Ναὸς, ἀλλὰ μόνον Οἶκος Προσευχὴς, μὲ τὴν ἁγιωσύνην μόνην, ὴ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὰς εὐχάς∙ μήτε σκήνωμα εἶναι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ χωρὶς Θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεοῦ, μήτε πλουτεῖ τὴν θείαν αὐτὴν δύναμιν νὰ ἀναφέρῃ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἐν αὐτῷ χάριτος τὰς ἐν αὐτῷ προσευχάς μας, ἤ νά προσφέρωνται εἰς τὴν ἐν αὐτῷ τράπεζαν τἀ θεῖα Δῶρα, καὶ νἀ μεταβάλωνται ᾿Ἁγίῳ Πνεύματι εὶς Σῶμα, καὶ Αἷμα Χριστοῦ διὰ τῶν Ἱερατικῶν Εὐχῶν, καὶ τῆς τοῦ Σταυροῦ σφραγῖδος, μήτε ἁγία Τράπεζα τέλος πάντων εἶναι εἰς αὐτόν».
[17]. Βλ. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα» σελ.16, 19, 20 κ.α.
[18]. ὅ.π. σελ.20.
[19]. ὅ.π. σελ.17, 19 καί 24.
[20]. ὅ.π. σελ. 24.
[21]. Ὁ Νεστόριος δεχόταν δύο πρόσωπα ἐν Χριστῷ. Τό πρόσωπο τῆς Θείας φύσεως καί τό πρόσωπο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τά δύο αὐτά πρόσωπα ἐν Χριστῷ, ὅπως δίδασκε, ἑνοῦνται στό «κοινόν πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐκήρυττε ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Νεστορίου εἰσήγαγε τομή καί διαίρεση στόν Χριστό, πού ὁδηγεῖ στήν παραδοχή δύο Χριστῶν∙ «οὐ διαιρετέον τοιγαροῦν εἰς υἱούς δύο, τόν ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» PG. 77,48.
[22]. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ. Περί Τῆς Ἐν Χριστῷ Ζωῆς, Λόγοι ἑπτά. Ἱ.Ἡ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλ.2004, σελ. 309.
[23]. ὅ.π. σελ. 311.
[24]. ὅ.π. σελ. 311.
[25]. Βλ. Βασιλείου Τουλουμτσή, «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας».
[26]. Εγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ“Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα» σελ.30.
[27]. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΙΑ΄, Διατί χρίεται μύρῳ καί τό Ἀλληλούια ψάλλεται, PG 155, 316.
[28]. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Κεφάλαιο ΡΛΑ΄, Ὅτι τόν ἐν Τριάδι μόνον Θεὸν τυποῖ ὁ ναός, PG 155, 337.
[29]. Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου.
[30]. Εὐχή πιστῶν Β’.
[31]. Πρβ. ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π., Λειτουργικόν, Ἐκδόσεις «Ὁ Σωτήρ», 1990, σελ. 9.
[32]. ὅ.π. σελ. 20.
[33]. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ. Περί Τῆς Ἐν Χριστῷ Ζωῆς, Λόγοι ἑπτά. Ἱ.Ἡ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλ.2004, σελ. 45.
[34] Εὐχή πρό τῆς Ὑψώσεως.
[35]. Ἀκολουθία Προσκομιδῆς.
[36]. Ἐπίκλησις – Καθαγιασμός.
[37]. ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ, Κατηχήσεις καί Λόγοι 4, ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ, ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΣΙΣ ΘΕΟΥ, Ἐκδόσεις Ὀρμύλια, 2001, σελ.204-5.
[38]. ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ, Ἰωσήφ μοναχοῦ Κ. Ἀσκαθάρου, Ἐκ τῆς ἀρχαίας εἰς τήν καθομιλουμένην μετενεχθέντα ἑλληνίδα φωνήν πρός ψυχωφελῆ χρῆσιν τῶν εὐλαβῶν ὀρθοδόξων ἱερέων καί λαϊκῶν. Ἑρμηνεία πρός τούς Ἱερείς καί Διακόνους. 1862, Ἐν Ἀθήναις, σελ.381.
[39]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου… σελ.11,13, 14, 15, 17, 31, 32.
[41]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου… σελ. 27.
Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος. Β΄ΜΕΡΟΣ
Ἰωάννης Λίτινας
Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024
τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ
Μηνύματος.
(μικρὰ συμβολὴ στὸ ἔργο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς
Νομοκανονικῶν καὶ Δογματικῶν Ζητημάτων)
Β΄ ΜΕΡΟΣ
3. Ὁ Ἐσταυρωμένος ὡς «αὐθαίρετη προσθήκη στὴν Θεία Εὐχαριστία»
Ἐκτὸς τοῦ λεγομένου «ἐσχατολογικοῦ σημείου τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τῆς παράδοξης ἑρμηνείας του, ποὺ ἐξετάσαμε στὸ Α΄ Μέρος, δεύτερος βασικὸς πυλῶνας πάνω στὸν ὁποῖο βασίζεται ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς ἀποβολῆς εἶναι ἡ καταγγελλόμενη «αὐθαίρετη προσθήκη» τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴ Θ.Λειτουργία, ὑπὸ τὴν περιεκτικὴ κατηγορία: «ὁ “Ἐσταυρωμένος τῆς Μ.Παρασκευῆς” ἀποτελεῖ προσθήκη στὸ κείμενο καὶ στὴν πραγμάτωση τῆς Θ.Λειτουργίας».[1] Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς ἀναιρεῖται ἀργότερα στὴν ἴδια Ἐγκύκλιο μὲ τὴν παραδοχή, ὅτι «ἀντίστοιχες εὐχὲς καὶ λειτουργικὲς προσφωνήσεις καὶ ἀνάλογες λειτουργικὲς συμπεριφορὲς δὲν ὑπάρχουν»[2]. Παρατηρεῖται δηλ. ἀντίφαση ἐπιχειρημάτων ποὺ προκαλοῦν σύγχυση στὸ ποίμνιο καὶ ἀπορία.
Ἐφαρμόζεται καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ λογικὴ πλάνη τῶν συνεχῶν ἐπαναλήψεων σὲ σημεῖο «ναυτίας»: [«προβήκαμε σὲ μία ἄστοχη καὶ ἀτελέσφορη παρέμβαση, δηλ. προβήκαμε αὐθαίρετα σὲ μία προσθήκη στὴν Θεία Εὐχαριστία», «αὐθαίρετη καὶ ἀλλόκοτη ἐνέργεια», «λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση»][3], [«ἐντελῶς ἄστοχη καὶ αὐθαίρετη τοποθέτηση», «ὁ ὁρατὸς αὐθαίρετα τοποθετηθεὶς ἐκεῖ 2ος Ἐσταυρωμένος», «θεολογικά, μυσταγωγικὰ καὶ λειτουργικὰ λανθασμένη τοποθέτηση», «γιὰ τὸν αὐθαιρέτως ἐκεῖ τοποθετηθέντα “Ἐσταυρωμένο τῆς Μ'. Παρασκευῆς”», «ἄτοπη τοποθέτηση», «θέτουμε ἐκεῖ ἀλόγιστα καὶ αὐθαίρετα», «τοποθετεῖται ἀπολύτως λανθασμένα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸ βάθος τῆς κόγχης», «αὐθαίρετη καὶ ἀνυπόστατη καινοτομία τῶν τελευταίων 100 χρόνων»].[4]
Ὑποστηρίζεται, δηλαδή, ὅτι μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, «τοποθετώντας Τον ἐκεῖ, δημιουργεῖται μία σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση στὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς πίστεως μας, στὴν πραγμάτωση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»[5], ὅτι δημιουργεῖ «σοβαρὲς ἀλλοιώσεις στὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ στὴν πραγμάτωση καὶ πορεία τοῦ Ἐκκλησιακοῦ Σώματος καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνθρωπότητας πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ τὴν Βασιλεία»[6], «δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἀπορία»,[7] ὅτι ἡ διπλὴ «σύγχυση» (ποὺ ἐξετάζουμε ἀργότερα) κάποιων πιστῶν, «διαιωνίζεται σὲ βάρος τῆς πραγμάτωσης τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ ἀλλοιώσεις καὶ ἀπώλειες τῆς λειτουργικῆς πίστης»[8] καὶ ἑπομένως ὁ σκοπὸς τῆς «ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»[9], διὰ τῆς ἀφαιρέσεως Του, καθίσταται αὐτομάτως δίκαιος.
Ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς ὄχι μόνο στερεῖται κάθε ἀποδεικτικοῦ στοιχείου, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀποβαίνει καὶ συκοφαντικός. Πρωτίστως ἄς ὑπογραμμίσουμε ὅτι ταλαιπωρία ὑφίσταται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς τὶς καινοτομίες, τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις. Τέτοια αἱρετικὴ καινοτομία εἶναι ἡ ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀφοῦ συνοδεύεται ἀπὸ αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ ὄχι φυσικὰ ἡ ὑιοθέτησή Του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ παλαιότερο μελέτημα[10] παρουσιάστηκε ἡ κρυστάλλινη θέση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καταδικάζει ρητῶς τὴν ἀποβολὴ κάθε ἱερὰς εἰκόνος ἢ Σταυροῦ ἀλλὰ καὶ ὅσες διδασκαλίες ἐπινοοῦνται «σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», μαζὶ μὲ τοὺς φορεῖς τους.
Ἂς ἐξετάσουμε ὅμως καὶ τὸ παρὸν ἐπιχείρημα.
Σαφέστατα, δὲν ὑπάρχει κανένας ἱερατικὸς λόγος, εὐχὴ ἢ ἱεροπραξία ποὺ ἔχει εἰσαχθῆ στὰ κείμενα τῶν Θείων Λειτουργιῶν καὶ ἀφοροῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, ὥστε νὰ θεωρεῖται προσθήκη ποὺ βλάπτει τὴν λειτουργικὴ ὀρθότητα καὶ πραγμάτωση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅπως ἀκριβῶς ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία πρὶν τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα, τὸ ἴδιο συνεχίζει νὰ τελεῖται καὶ μετὰ τὴν τοποθέτηση. Ὅλη ἡ ἱερουργία τῆς μυσταγωγίας της, εἶναι ἡ ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη μὲ αὐτὴν ποὺ τελεῖται σὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ὑφηλίου καὶ προφανῶς σὲ ἐκεῖνες ἀκόμα ποὺ δὲν ἔχουν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. (Στὸ Γ΄ Μέρος θὰ παρατεθεῖ σχετικὸ φωτογραφικὸ παράρτημα).
Πρὸς ὑποστήριξη τοῦ ἐπιχειρήματος διδάσκεται μία καινοφανής, σχολαστική, ὀρθολογιστικὴ ἑρμηνεία τῆς μυσταγωγίας, ξένη κι αὐτὴ στὴν Πατερικὴ διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία στὴ Θ.Λειτουργία ἀκολουθεῖται μία αὐστηρὰ διάταξη, «γραμμικὴ πορεία»[11], κατὰ χρονολογικὴ - ἱστορικὴ σειρὰ τῶν γεγονότων τῆς Θείας Οἰκονομίας. Κάθε σημαινόμενο γεγονὸς διαδέχεται τὸ προηγούμενο, ἀποτελεῖ «ἱστορικὸ παρελθὸν», ὅπου «δὲν ξαναγυρίζουμε πίσω», ἀπομονώνεται ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, ἀπεικονίζεται ἀποσυνδεδεμένο θεολογικὰ καὶ ὄχι σὲ ἑνότητα μὲ τὰ ἄλλα -ὅπως ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία- ἐνῶ ὁλοκληρώνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς κινήσεις καὶ τούς λόγους ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄμεση λειτουργικὴ ἐπίδραση τῶν χώρων καὶ τῶν εἰκόνων τοῦ ναοῦ.
Στὸ Προσκλητικό Μήνυμα διδάσκεται: «Μετὰ τὴν Σταύρωση καὶ τὸν Θάνατο τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρό, προβαίνουμε στὴν Ἀποκαθήλωση καὶ στὸν Ἐνταφιασμὸ Του ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ Σταύρωση ἀποτελεῖ ἱστορικὸ παρελθόν, ἐνῶ προχωροῦμε πρὸς τὴν Ἀνάσταση ποὺ παραμένει ὡς γεγονὸς πάντοτε παρόν!... Στήν συνέχεια, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πλέον ποτὲ πια ξανὰ Ἐσταυρωμένος, γιὰ νὰ παραμένει ὅλον τὸν χρόνο “Ἐσταυρωμένος” καὶ κρεμασμένος ἐπάνω στὸν Σταυρό, γιατὶ ἀκριβῶς ἀκολούθησε χρονικὰ ἡ Ἀνάστασή Του καὶ ἡ Ἀνάληψη Του, ἡ ἄνοδος Του στὴν Βασιλεία…Έτσι, ἡ Ἀνάσταση Του γίνεται πλέον τὸ τελικό, τὸ κύριο καὶ τὸ κορυφαῖο γεγονός, ἡ “βασιλὶς καὶ κυρία”, τῆς πίστης μας, τῆς λατρείας μας καὶ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας, καὶ δὲν ξαναγυρίζουμε πίσω, στὴν Σταύρωση τῆς μιᾶς μέρας! Ἂν ξαναγυρίζουμε πίσω, καὶ μάλιστα σὲ μόνιμη κατάσταση λατρείας, δὲν εἶναι αὐτὸ ἀνόητο καὶ αὐθαίρετο;».
Ἡ ἰδιότυπη αὐτὴ θεώρηση, ἀποκύημα τῆς δυτικότροπης θέασης τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας[12] ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ σχετικὴ διδασκαλία περὶ ἀλλοιώσεως τῆς πίστεως, τῆς μυσταγωγίας καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν τοποθέτηση καὶ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, καταρρίπτεται μὲ ἄρτια θεολογικὴ τεκμηρίωση ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο, στὸ ἄρθρο: «Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας»[13] ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει : «Ἡ ἀπομόνωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δηλώνει μιὰ ἀντιησυχαστικὴ ζωή, συνιστᾶ ἄγνοια ἢ παραθεώρηση τῶν προϋποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι ἡ ἀσκητικὴ - ἡσυχαστικὴ παράδοσή της».
Στὴν Ἐγκύκλιο γίνεται λόγος γιὰ «χωροταξικὴ λειτουργικὴ διάταξη»,[14] κατὰ τὴν ὁποία ἡ Γέννηση ἀναπαριστᾶται στὴν Πρόθεση, ὁ τριετὴς δημόσιος βίος καὶ ἡ πορεία πρὸς τὸ Πάθος ἀναπαριστᾶται στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, ἀκολουθεῖ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος καὶ -ὅπως σημειώνεται στὴν Ἐγκύκλιο ἀκολουθεῖ «[μετὰ] Σταύρωση (πάνω στὴν Ὡραία Πύλη)».[15]
«Τὴν Σταύρωση ποὺ ἀκολουθεῖ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ μετὰ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀπεικονίζουμε μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο ἁγιογραφημένο Χριστό, ὁ Ὁποῖος τίθεται πάντοτε ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη».[16] Ἑρμηνεύεται ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως, δηλ. ἡ Σταυρικὴ θυσία, μόνο ἀναπαριστᾶται (δὲν ἀναφέρεται ὅτι τελεῖται) ἁπλὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ἁγιογραφημένου Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου.
Κατὰ συνέπεια γεννιοῦνται πάλι εὔλογα ἐρωτήματα:
Kατά ποῖον τρόπον σημαίνεται, ἀναπαριστᾶται, τελεῖται ἡ Σταύρωση ὅταν ὁ ναὸς δὲν ἔχει Ἐσταυρωμένο πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, ἀλλὰ μόνον Σταυρό; Ἂν μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη σημαίνεται ἡ Σταύρωση, τότε ἡ ἀναίμακτη θυσία πάνω στὸ θυσιαστήριο τί ἀκριβῶς εἶναι; Μὲ ποιὸ γεγονὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας συνδέεται;
Παρατίθεται κατόπιν, σὲ ἕνα διάγραμμα («Δ3»)[17], τὸ δῆθεν «θεολογικά, μυσταγωγικὰ καὶ λειτουργικὰ ὀρθὸν», ὅπου ἡ Σταυρικὴ θυσία (Σταύρωση) ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν σήμανση «Ἐσταυρωμένος», ἀκολουθοῦν «Ἐνταφιασμὸς καὶ Ἀνάσταση» ποὺ τοποθετούνται χωροταξικὰ πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, ἡ «Βασιλεία» πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἐνῶ τὸ κυρίως λειτουργικὸ γεγονός, ἡ ἀναίμακτος θυσία ἀπουσιάζει παντελῶς καὶ ἀντὶ αὐτῆς ἀναφέρεται ἁπλὰ μόνο «Ἐσταυρωμένος», «πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα – Ὡραία Πύλη».
Ὑποστηρίζεται μάλιστα, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη διότι «ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση Του στὴν ἱστορικὴ πορεία»[18], ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὴ μυσταγωγία, καὶ «μετὰ ἀκολουθοῦν τὰ ὑπόλοιπα γεγονότα».
Ὑπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα, ἐφόσον ἡ Σταύρωση σημάνθηκε κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο -ἁπλὰ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἁγιογραφημένος Ἐσταυρωμένος πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη- ἡ συνάντηση ἑνὸς δεύτερου Ἐσταυρωμένου, ἐκείνου ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἑρμηνεύεται ὡς «ἐπανάληψη, στατικότητα καὶ χρονικὸ πάγωμα τοῦ γεγονότος τῆς Σταύρωσης»,[19] ἀκόμα καὶ «διπλασιασμὸς» της, ἐνῶ -κατὰ τὴν δοθεῖσα ἑρμηνεία- ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδο στὸ ἱερὸ καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα ἐπακολουθοῦν, ὅπως ἀναφέρεται, ἡ Ἀποκαθήλωση, ὁ Ἐνταφιασμός, ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψη. Λειτουργικὴ ἑρμηνεία, ποὺ βεβαίως δὲν ἀπαντᾶται στὰ ἀντίστοιχα ὀρθόδοξα συγγραφικὰ ἔργα.
Ἀφοῦ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο «δίνουμε ἔτσι ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ τὴν ἀρνητικὴ μαρτυρία μας πὼς τὰ γεγονότα σταματοῦν στὴν Σταύρωση» (Συνοδ.Προσκλ.Μήνυμα), μήπως, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως δίνουμε ἔτσι ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ τὴν ἀρνητικὴ μαρτυρία μας πὼς τὰ γεγονότα σταματοῦν στὴν… Γέννηση καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει πλέον συνέχεια οὔτε προσδοκία Σταύρωσης, Ἀνάστασης καὶ Βασιλείας; Θέτουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅμοιο φιλοσοφικὸ ἐρώτημα μὲ αὐτὸ τοῦ Προσκλητικοῦ Μηνύματος: Μετὰ ὅμως; Τί γίνεται μετά; Ἐὰν παραμένει καὶ μετὰ τὴν Σταύρωσή Του ἀκόμη… Γεννημένος; Προφανὲς λοιπὸν τὸ ἄτοπον τοῦ ἐπιχειρήματος.
Με θλίψη διαπιστώνεται ἡ διαρκὴς διατύπωση ἀθεμελίωτων κρίσεων: «Ἑπομένως, εἶναι μέγα ἱστορικό, θεολογικὸ καὶ λειτουργικὸ λάθος νὰ ἔχουμε Σταύρωση - Ἀνάσταση - Ἀνάληψη καὶ ξανὰ Σταύρωση ἐσαεί…» ἢ ὅπως παρουσιάζεται σὲ διάγραμμα: «Σταύρωση →Ανάσταση →Ανάληψη →”Εσταυρωμένος” ἐσαεὶ»,[20] «ἔχουμε μία σοβαρὴ θεολογικὴ καὶ λειτουργικὴ διολίσθηση, ἡ ὁποία καταργεῖ παντελῶς τὴν φανέρωση καὶ παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»,[21] «δημιουργεῖται μία σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση»,[22] «ξαναγυρίζουμε “ἀνοήτως” στὴν Ἱστορία»,[23] «καταργοῦνται τὰ ἑξῆς: Ἀνάληψη καὶ Βασιλεία (πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα)…»[24], «καταργεῖται καὶ χάνεται ἡ Ἀνάσταση καί, κατ’ ἐπέκταση, καὶ ἡ Βασιλεία»,[25] «ἐγκλωβίζει τὴν Θεία Λειτουργία ὁλοκληρωτικὰ μέσα στὴν Ἱστορία»[26] κ.α.
Πέραν τῶν θεολογικὰ προβληματικῶν, συνεχῶν ἀναφορῶν σὲ «Ἱστορία» καὶ «Βασιλεία», ἐρανισμένων ἀπὸ τὴν ἐσχατολογία Ζηζιούλα, χαρακτηριστικὴ εἶναι ὅπως προαναφέρθη, ἡ παντελὴς ἀπουσία ἀναφορᾶς στὸ κυριώτατο, κεντρικὸ καὶ σημαντικώτατο στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας: Τὴν ἐπιτέλεση τῆς θυσίας, τὸν καθαγιασμὸ τῶν Δώρων, «τοῦ ἄρτου μεταβαλλομένου εἰς τὸν σφαγέντα Ἀμνόν».[27] Τῆς πραγματικῆς θυσίας ποὺ ἐπιτελεῖται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἡ ὁποία «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει». Ἡ αἰτία εἶναι προφανὴς: Ἡ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τελουμένη θυσία διακηρύσσει (σὺν τοῖς ἄλλοις) τὴν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ σφαγὴν τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ δὲν ἐξυπηρετεῖ τὴν Ζηζιούλια διδασκαλία τῆς Ἐγκυκλίου, ὅπου ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Σταύρωση παύει νὰ εἶναι ἐσφαγμένος, ἀλλὰ μόνο ἀναστημένος∙ ὅπου ἡ Σταύρωση στὴν θεία ἱερουργία «περνάει στὰ γρήγορα» γιὰ νὰ μὴν ἐπικεντρωθοῦμε στὸν «μόνιμα “Ἐσταυρωμένο” καὶ πεθαμένο…, καὶ μάλιστα μόνιμα πεθαμένο ἐκεῖ ὅλο τὸν χρόνο»[28], νοιώσουμε «ἀπελπισία» βρισκόμενοι μπροστὰ Του ὅπως οἱ «δυτικοὶ Ἐσταυρωμενολάτρες», «ἀπολέσουμε τὴν Ἀνάσταση» καὶ φθάσουμε σὲ «ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα» καὶ «ψυχολογικὰ προβλήματα».[29]
Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων ὅμως, ὁ Χριστὸς παρὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη Του παραμένει πάντα ἐσφαγμένος καὶ διὰ τοῦτο ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου στὸ σφαγιασμένο Σῶμα εἶναι θυσία πραγματικὴ.[30] Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρός, τὸ ὄργανο τῆς θυσίας, βρίσκεται στὸ θυσιαστήριο. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπισημαίνει τὴν ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν συνύπαρξή του μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ Σταυρὸς ὑπάρχει στὴν ἱερὴ Τράπεζα, αὐτὸς στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτὸς πάλι διαλάμπει στὴ Θεία Εὐχαριστία μαζὶ μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ».[31]
Παρατηρεῖται ἐπίσης στὴ σύνολη λειτουργικὴ θεώρηση τῆς Ἐγκυκλίου, τελεία ἔλλειψη ἀναφορᾶς στὰ σημαινόμενα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν «τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπιδημία».[32]
Ἀνάγκη λοιπὸν κι' ἐδῶ, νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία δὲν ἐγκλωβίζεται σὲ σχολαστικὰ σχήματα, ἔχει πλοῦτο συμβολισμῶν ἀκόμα καὶ σὲ ἕνα μόνο ὁρατὸ της στοιχεῖο, εἶναι βιωματική καὶ ἡ κορωνίδα της, ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ «τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων». Γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἕνα περαστικὸ γεγονὸς μιᾶς μέρας, ὅπως λανθασμένα κηρύττεται, δὲν εἶναι ἕνα καταθλιπτικὸ γεγονὸς ποὺ προκαλεῖ ψυχοπαθολογικὲς ἀλλοιώσεις καὶ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα ἀλλὰ συνεχὲς πνευματικὸ βίωμα, ἀρραγῶς ἑνωμένο μὲ τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἐμπειρία τῶν ὁποίων λαμβάνουν χαρισματικῶς στὴν θεία λατρεία καὶ τὴν ζωὴ τους.
Ὅπως πολὺ εὔστοχα τονίζει ὁ Μητροπολίτης Κυθήρων κ.Σεραφείμ: «ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς ἡμέρας, τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀλλὰ ἡ ὑπόθεσις τῆς ζωῆς ἑνὸς ἑκάστου Χριστιανοῦ, ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος».[33]
Παραθέτοντας σύντομα στοιχεῖα ὀρθοδόξου θεωρήσεως τῆς Θ.Εὐχαριστίας, ἀναφέρουμε τὴν διάκριση τῆς Θείας Οἰκονομίας σὲ τρεῖς φάσεις, μὲ κεντρική, τὴν θυσία ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Τὸ σπουδαιότερο σημεῖο ὅλης τῆς μυσταγωγίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ θυσία, ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου στὸν σφαγιασμένο Ἀμνό. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος διέταξε «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμήν ἀνάμνησιν», «διέταξε νὰ ἐνεργοῦμε τὴν ἀνάμνησί του σὲ γεγονότα ποὺ σημαίνουν ἀσθένεια, τὸ σταυρὸ δηλαδή, τὸ πάθος, τὸ θάνατο».[34]
Ὁ ἁγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατό Του καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη, γιατὶ μεταβάλλει τὰ τίμια αὐτὰ δῶρα στὸ ἴδιο τὸ Κυριάκο Σῶμα, τὸ σταυρωθέν, τὸ ἀναστάν, τὸ ἀνελθὸν στὸν οὐρανό. Τὰ ἐνεργούμενα πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία διακηρύσσουν τὰ πρὸ τοῦ θανάτου γεγονότα, τὴν ἔλευση στὴ γῆ, τὴν πρώτη ἐμφάνιση, τὴν τελεία φανέρωση. Τὰ δὲ ἔπειτα ἀπὸ τὴ θυσία, διακηρύσσουν «τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός», ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος, τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μετοχὴ τῶν ἐθνῶν στὸν Θεὸ διὰ τοῦ ἔργου ἐκείνων. Ὅλη ἡ ἱερουργία εἶναι σὰν μία ἑνιαία εἰκόνα ἑνὸς σώματος, τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος δηλαδή, ποὺ φέρει ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλα τὰ μέρη της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία.[35]
Ἔτσι, τὰ τελούμενα στὴν ἱερὰ μυσταγωγία δὲν ἔχουν «στεγανά», δὲν αὐτονομοῦνται, δὲν ἀπομονώνονται ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, δὲν περιορίζονται στὴ διαδοχικὴ χρονικὴ σειρὰ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ ἐνῶ εἰκονίζουν ἐξαίροντας ἕνα γεγονός, παραμένουν ταυτόχρονα σὲ ἄρρηκτη ἑνότητα μὲ τὰ ἱστορικῶς προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα, ἐγκρύπτοντας ἐντὸς αὐτῶν τὸ ἑνιαῖον ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ στὴν Πρόθεση, ἡ Προσκομιδὴ καὶ τὰ τελούμενα σ’ αὐτὴν ἐκτυπώνουν τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ τὰ κατ’ αὐτήν, ταυτόχρονα εἰκονίζεται μαζὶ καὶ τὸ σωτήριον Πάθος -μάλιστα δέ, σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ τὴν Γέννηση.[36]
Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἑρμηνεύει σχετικὰ: «Ὁ μὲν Δίσκος λοιπὸν εἰκονίζει τὸν Οὐρανόν, καὶ διὰ τοῦτο εἶναι καὶ στρογγυλός, καὶ κρατεῖ τὸν Δεσπότην τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ δὲ λεγόμενος Ἀστερίσκος, εἰκονίζει καὶ τοὺς ἀστέρας, καὶ ἐκεῖνον τὸν ἀστέρα ὀποῦ ἐφάνη εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ τὰ καλύμματα σημαίνουν τὸ στερέωμα, τὰ σπάργανα καὶ τὴν σινδόνα τοῦ τάφου, καὶ τὰ σάβανα∙ διότι εἰκονίζουν εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν καὶ τὰ τῆς σαρκώσεως καὶ τὰ τοῦ θανάτου∙ ὅτι διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη, διὰ νὰ σφαγιασθῆ δηλαδὴ διὰ ἡμᾶς».[37]
Ἢ ἄκομα, μποροῦμε καὶ ψάλλουμε κατὰ τῇ Μικρὰ Εἴσοδο, ποὺ κατὰ κύριο λόγο συμβολίζει τὴν πρώτη ἐμφάνιση καὶ δράση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὸ «Ἡ Γέννησή Σου Χριστὲ ὁ Θεὸς» ἢ τὸ «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς» κ.α. ποὺ δέν ταυτίζονται «χρονογραφικὰ» μὲ τὸ σημαινόμενο ἐκείνη τὴν ὥρα (τὴν πρώτη ἐπίσημη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο), ἀκριβῶς γιατί «ἐστὶν ἡ πᾶσα μυσταγωγία καθάπερ τὶς εἰκὼν μία ἑνὸς σώματος, τῆς τοῦ Σωτῆρος πολιτείας».[38]
Περὶ τῆς καταγγελίας γιὰ τὸ «αὐθαίρετον» τῆς τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου, εἶναι προφανὲς ὅτι στερεῖται ἐρείσματος, ἀφοῦ ἀρκεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) γιὰ τὴν τοποθέτηση τῶν εἰκόνων «ἐν πάσαις ταῖς ἁγιωτάταις τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίαις καὶ ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ»[39], χωρὶς κάποια ἀπαγορευτικὴ «χωροταξικὴ» διάκριση, ἀλλὰ καὶ τῆς Συνόδου τοῦ 843 περὶ ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων. Ἡ διδασκαλία αὐτῶν τῶν Συνόδων, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὸς καὶ δογματικὸς λόγος ποὺ δικαιώνει ἐν πρώτοις τὴν τοποθέτηση Σταυροῦ καὶ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα.
Ἄν, κατὰ τὴν Ἐγκύκλιο, ἀναζητεῖται Σύνοδος ποὺ νὰ θέσπισε συγκεκριμένα τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι «αὐθαίρετη», τότε κατὰ συνέπεια, πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἡ ἀντίστοιχη Σύνοδος ποὺ Τὸν τοποθέτησε ἀρχικὰ στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου. Ἀσφαλῶς ὅμως, δὲν ὑπάρχουν τέτοιες συνοδικὲς ἀποφάσεις, ὅπως ὁμοίως δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένες συνοδικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν εἰσαγωγή, ἐπὶ παραδείγματι, τῶν πασχαλίων ὕμνων καὶ κοντακίων ποὺ ἔχουν καὶ λειτουργικὴ σκοπιμότητα.
Πολλοὶ ἀπὸ ὅσους θεωροῦν λειτουργικὰ λάθος τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, φτάνουν νὰ ἰσχυρίζονται τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Σταυρὸ λιτανειῶν ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ ἀνέκαθεν, ὡς παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας (τέτοιος Σταυρὸς τοῦ 6ου αἱ. σώζεται στὸ Βυζαντινὸ & Χριστιανικὸ Μουσεῖο). Ἄλλοι δὲ ἰσχυρίζονται τὸ ἴδιο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν Σταυρὸ εὐλογίας ποὺ ὑπάρχει συνεχῶς πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, δίπλα στο Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο εὐλογεῖ ὁ ἐπίσκοπος (καὶ αὐτὴ ἀρχαιοτάτη πρακτική). Ὡστόσο, οἱ Σταυροὶ αὐτοὶ (λιτανειῶν καὶ εὐλογίας) εἶναι ἐπίσης «Ἐσταυρωμένοι» μικροτέρων διαστάσεων, καθὼς ἔχουν ζωγραφισμένο ἢ ἀνάγλυφο τὸν Χριστὸ σταυρωθέντα.
Συνεπῶς, δὲν ὑφίσταται καμμία ἀπολύτως «μεγάλη σύγχυση στὸν τρόπο τῆς πίστης καὶ στὸν τρόπο λατρείας» (Συν.Προσκ.Μήν.), ὅπως ἀτυχῶς δηλώνεται, οὔτε βεβαίως ἀνάγκη «ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»[40] ἀποβάλλοντας τὸν Ἐσταυρωμένο, ἀφοῦ ἡ λατρεία δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἢ μεταβληθεῖ στὸ ἐλάχιστο μὲ τὴν τοποθέτησή Του. Ἀντιθέτως. Ὑφίσταται πλέον θέμα ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα.
4. Ἡ ὑποτιθέμενη «σύγχυση» μεταξὺ «περιεχομένου» τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς θέσης Του.
Στὴν Ἐγκύκλιο διδασκόμεθα ὅτι ὑπάρχει μία «εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τοῦ “περιεχομένου τοῦ Ἐσταυρωμένου” καὶ τῆς “χωροταξικῆς τοποθέτησής του”».[41] Διδάσκεται, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι διαφορετικὸ πρᾶγμα εἶναι τὸ τί εἰκονίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου –[ἐλλειπῶς καὶ ἁπλούστατα ἀποκαλεῖται ὡς «γεγονὸς ἱστορικὸ καὶ πίστεως»]- καὶ ἄλλο ἡ ἁρμόζουσα τοποθέτησή της, «ὡς τοποθέτηση λατρείας καὶ στάση μέσα στὴν Ἐκκλησία».[42] Ἄλλο, δηλαδή, τὸ τί πιστεύεται γιὰ Τὸν εἰκονιζόμενο Χριστὸ καὶ ἄλλο ἡ θέση τῆς εἰκόνας Του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ γίνει περισσότερο ἀντιληπτό, δίνεται κατόπιν τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθοδοχείου μὲ περιεχόμενο τριαντάφυλλα: «Κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι τὸ περιεχόμενό του εἶναι τριαντάφυλλα καὶ ὅτι τὰ τριαντάφυλλα εἶναι ὄμορφα. Ἡ συζήτηση γίνεται γιὰ τὸ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ θέση του, ποῦ δηλ. θὰ τοποθετήσουμε αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀνθοδοχεῖο μὲ τὰ τριαντάφυλλα μέσα στὸ ὡραῖο σαλόνι. Κανεὶς λοιπὸν δὲν διαφωνεῖ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαφωνήσει γιὰ τὸ περιεχόμενο ποὺ εἶναι τριαντάφυλλα… Ὁ προβληματισμὸς ὑπάρχει γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀνθοδοχείου μέσα στὸν χῶρο».
Παραβάλλοντας ὅμως τὸ παράδειγμα αὐτὸ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι κανεὶς δὲν διαφωνεῖ ὅτι Αὐτὸ ποὺ βλέπουμε εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ὅτι τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστὸς (ὄμορφο ἀνθοδοχεῖο μὲ τριαντάφυλλα), ἀλλὰ ὁ προβληματισμὸς ὑπάρχει γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου μέσα στὸ ναό, (τοποθέτηση τοῦ ἀνθοδοχείου μέσα στὸν χῶρο).
Βεβαίως, τέτοιος προβληματισμὸς δὲν ἀπασχόλησε ποτὲ τοὺς ἁγίους ποὺ λειτουργοῦσαν μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας καὶ μάλιστα τοῦ Χριστοῦ εἶναι δεδομένη στοὺς ὀρθοδόξους καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαχωρίσουμε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. «Μία γὰρ εἶναι ἡ τῆς εἰκόνος καὶ τοῦ πρωτοτύπου ὑπόστασις, καθ’ ὃ τὸ μὲν πρωτότυπον ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δὲ εἰκὼν ὑφίσταται ἐν τῷ πρωτοτύπῳ, ὥσπερ ἡ σκιὰ ἐν τῷ σώματι, καὶ ἀπ’ αὐτὸ νᾷ χωρισθῇ εἶναι ἀδύνατον».[43] Ἔτσι, τοποθετώντας τὴν εἰκόνα Του -καὶ μάλιστα τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ- στὸν ἱερώτερο τόπο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, συνιστᾶ ἄμεση ἀπόδοση τιμῆς στὸ Πρόσωπό Του καὶ ἀναγνώριση τῆς κυριαρχικῆς Του θέσης ὡς Θεία Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Προφανῶς, μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ περιεχομένου καὶ θέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἐπιχειρεῖται νὰ ἀπενοχοποιηθῆ ἡ βαριὰ ὑποτίμηση τῆς εἰκόνας Του ποὺ ἐνεργεῖται καθ’ ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου, παρέχοντας ὡς ἄλλοθι τὴν παραδοχὴ «πίστεως» στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως. Μία παραδοχὴ ὅμως χωρὶς ἀντίκρισμα. Διότι δὲν πιστεύουμε ἁπλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε κάποια στιγμὴ στὴν ἱστορία, δέν ἔχουμε κάποια ἀόριστη πίστη, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι σταυρώθηκε «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔχουμε ἀνάγκη νὰ βλέπουμε, νὰ θαυμάζουμε, νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα Του, γιὰ νὰ μὴ γίνουμε ἀγνώμονες καὶ ἐπιλήσμονες τῆς Θυσίας Του.
Ἡ διάκριση περιεχομένου καὶ θέσεως παραπέμπει ἐπίσης, στὴν διάκριση ποὺ ἔκανε μερίδα τῶν μετριοπαθῶν εἰκονομάχων μεταξὺ τοῦ «περιεχομένου» τῶν εἰκόνων καὶ τῆς ὀφειλόμενης τιμῆς σὲ αὐτές. Ἀποδέχονταν ἐκεῖνοι, δηλαδή, ὅτι εἰκονίζεται σὲ αὐτὲς ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι εἶναι περιγραπτός, δὲν δέχονταν ὅμως τὴν τιμὴ καὶ προσκύνησή τους.[44]
Ὁπωσδήποτε πάλι, στὴν ὀρθόδοξη θεώρηση δὲν ὑφίσταται τέτοια διάκριση, ἀλλὰ ἰσχύει ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων: «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτὴ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν…Κύριος Βασιλεὺς ἐν μέσω σοῦ, οὐκ ὄψει κακὰ οὐκέτι».[45] Ὅπως προανεφέρθη, τιμώντας τὴν εἰκόνα, τιμοῦμε τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἀρνούμενοι, ὑποτιμώντας μία εἰκόνα, ἡ ἀσέβεια διαβαίνει ἐπίσης στὸ πρωτότυπο. «Ἐὰν λοιπὸν μὲ τὴν ἄρνηση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μὲ κάθε ἀλήθεια, τότε εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς προσκύνησης τῆς εἰκόνας Του, ἀρνούμαστε τὴν προσκύνηση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ».[46]
Συνεπῶς, ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, στὸ κεντρικώτερο σημεῖο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», συνιστᾶ τιμὴ καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη κίνηση, ἡ ἀποβολὴ Του ἀπὸ ἐκεῖ ὡς βλαπτικὸς συνιστᾶ, δυστυχῶς, ὕβρι καὶ βλασφημία.
(συνεχίζεται)
[1]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα», σελ. 20. Οἱ ἐπισημάνσεις μὲ ἔντονα γράμματα καὶ ὑπογραμμίσεις στὰ ἀποσπάσματα τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι δικὲς μας.
[41]. ὅ.π. σελ.11.