Γράφει ὁ Πορφυρίτης
Μέσα στόν συρφετό τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες δηλητηριάζουν τά μέλης τῆς Μιᾶς καί Μοναδικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί ἡ αἵρεση τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἐκκοσμίκευση εἶναι «ἡ μετατόπιση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς μας ἀπό τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ πρός τήν τήρηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ κόσμου. Στήν κατάσταση αὐτή κυριαρχεῖ τό κοσμικό φρόνημα καί ἦθος πού ἐπαναφέρει τόν καινό τοῦ Εὐαγγελίου ἄνθρωπο στόν παλαιό του ἑαυτό, στόν παλαιό ἄνθρωπο τόν φθειρόμενο ...»[1]. Οἱ κύριοι ὑπεύθυνοι γιά τήν κατάσταση αὐτή εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, καθώς ὑπεύθυνος γιά τό ποίμνιο εἶναι ὁ ποιμήν. Ἕνας καλός ποιμένας, σύν Θεῷ, μπορεῖ νά ἀνυψώσει τό λογικό του ποίμνιο ἕως οὐρανοῦ, ὅπως ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Μεταμόρφωσε τόν κόσμο τῆς Φλώρινας σέ Ἐκκλησία καί ἔγινε πασίγνωστη ἡ πόλις αὐτή χάρις στόν ἐπίσκοπό της. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἡ Ἐκκλησία παραμορφώνεται σέ κόσμο, πιστούς δηλαδή, μέ ἐκκοσμικευμένο φρόνημα.
Δέν εἶναι αὐτή ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι αὐτό ὀρθόδοξο ἁγιοπατερικό φρόνημα. Δυστυχῶς, πλεῖστοι τῶν ἐπισκόπων ἔχουν περάσει στά ὅρια τῆς αἵρεσης τῆς ἐκκοσμίκευσης. Οἱ Ἅγιοι, μέ πρῶτον διδάξαντα τόν Κύριό μας, ζοῦσαν ἐν ταπεινώσει· ζοῦσαν στήν ἀφάνεια. Ποτέ δέν ἐπιδίωκαν τήν προβολή, διαβίωναν «ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», σέ σπήλαια, ὅπως αὐτό τῆς πολύπαθης, λόγῳ τοῦ νεοταξίτικου οἰκουμενισμοῦ, Λαύρας τοῦ Κιέβου. Σήμερα οἱ ἐπίσκοποι ἐπιζητοῦν τήν ἀνθρώπινη δόξα· θέλουν νά γίνουν μικροί παπίσκοι, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν αἱρεσιάρχη Πάπα, ὡς «πρῶτοι» στήν ἑκάστοτε μητρόπολη, καί στήνουν τούς ἐπίγειους θρόνους τους, ἐξορίζοντας ἀπό τό Ἱερό, καί γενικότερα ἀπό τή ζωή τους, τόν πραγματικό Ἀφέντη τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἱστορία ὅμως ἔδειξε, ὅτι ὅσοι ὑπηρετοῦν τόν «καταραμένο», σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Κοσμᾶ Αἰτωλό, Πάπα, δύνανται τό πολύ νά ἀξιωθοῦν τῆς τύχης τοῦ χαρισματούχου Τραπεζούντιου Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος προδίδοντας τήν Πίστη του, κατέληξε καρδινάλιος!
Ὁ ἐπίσκοπος Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, σέ συγγραφικό του ἔργο[2], ἀναφέρεται στήν ἐκκοσμίκευση τῶν σύγχρονων ποιμένων οἱ ὁποῖοι ἐν πολλοῖς, δέν λειτουργοῦν πλέον ὡς ποιμένες εἰς τύπον τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν ἐξυπηρέτηση ἰδίων συμφερόντων. «Δέν συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση τῆς ποιμαντικῆς τους καί ἀλλοτρίωσή τους ὡς ποιμένων», ἀναρωτιέται ὁ Μητροπολίτης, «ὅταν κατά βάθος εἶναι ἀπρόθυμοι νά ἀποταχθοῦν ὡς πρός ὅλην αὐτήν τήν κοσμικόφρονα “σωτηριολογία” καί νά συνταχθοῦν μέ τόν Χριστό; Τό γεγονός ὅτι ἐφησυχάζουν συμβιβασμένοι μέ τήν κατάσταση αὐτή, ἀποδεικνύει τήν κρισιμότητά της ὡς νόσου σχεδόν ἐπιδημικῆς, πού χρήζει ἄμεσης, προσεκτικῆς, ἐπιμόνου θεραπείας, καί μάλιστα ἀπό ἐπιστήμονες πνευματικούς ἰατρούς.»[3].
Πρός τό παρόν ἡ «ἐκτροπή ἤ καί ἀρρώστια τῶν φορέων τοῦ ποιμαντικοῦ λειτουργήματος»[4], ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ποιμένων, ἀπό ἐπιδημία λαμβάνει διαστάσεις πανδημίας. Δέν φαίνεται οἱ ποιμένες νά ἔχουν διάθεση γιά «ἄμεση, προσεκτική καί ἐπίμονη θεραπεία». Ἑπομένως, δέν φαίνεται στόν ὁρίζοντα κάτι ἀνθρώπινο νά μπορεῖ νά τή σταματήσει. Θά ἐπιληφθεῖ ὁ Μέγας Θεραπευτής καί Ἰατρός, ὁ καί Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας! Στῶμεν καλῶς!
«Πᾶνος»