Διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου
Το Πατέρα στο σπίτι είναι ηθογραφικό-κοινωνικό διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, που γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύθηκε το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Περιλαμβάνεται στον κύκλο των αθηναϊκών διηγημάτων του. Στο διήγημα ο συγγραφέας παρουσιάζει ρεαλιστικά με την οικτρή κατάσταση μιας πολυμελούς οικογένειας που εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα, θίγοντας με το γνωστό του ύφος σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του, όπως την εγκατάλειψη της οικογένειας, τη φτώχεια, τη θέση της γυναίκας, τον αλκοολισμό.
Η αφήγηση χρονικά αρχίζει από τη μέση της υπόθεσης, ενώ η ιστορία εξελίσσεται με αναδρομή στα γεγονότα. Αφηγητής αρχικά είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, σε πρώτο πρόσωπο ως αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, και στη συνέχεια μας μεταφέρει την ιστορία που του αφηγείται κάποιος άλλος. Το διήγημα, που γράφτηκε στα χρόνια του »δυστυχώς επτωχεύσαμεν» [1893], περιλαμβάνει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, όπως τη συνήθειά του να πηγαίνει στο μπακάλικο της γειτονιάς – όπου έτρωγε, έπινε, συναντούσε τους φίλους του και όπου συχνά αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα – και την περιγραφή της οικονομικής του κατάστασης: εκείνη την ημέρα «συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος», γράφει σκωπτικά, γιατί είχε καταφέρει να εισπράξει 15 δραχμές για εργασία του.
Ο αφηγητής βρίσκεται στο συνοικιακό μπακάλικο μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας και παρακολουθεί μια σκηνή με την οποία αρχίζει το διήγημα. Ένα πεντάχρονο ρακένδυτο αγόρι ζητά λίγο λάδι χωρίς να έχει χρήματα και ομολογεί με σπαρακτικό χαμόγελο το πρόβλημα της οικογένειας: ο πατέρας έχει εγκαταλείψει το σπίτι. Ο αφηγητής συγκινημένος του δίνει μια πεντάρα. Ο μπακάλης, που γνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς, πληροφορεί τον συγγραφέα για την ιστορία της οικογένειας του παιδιού. Το ζευγάρι, ο Μανώλης και η Γιαννούλα, παντρεύτηκε πριν εννέα χρόνια. Ο Μανώλης ήταν ξυλουργός αλλά οκνηρός και άσωτος, συνήθως περνούσε τα Σαββατοκύριακα μέσα στην κραιπάλη σε αντίθεση με τη Γιαννούλα που προσπαθούσε να συμβάλει στα οικονομικά της οικογένειας ράβοντας πουκάμισα στη ραπτομηχανή της. Σχεδόν κάθε δεύτερο χρόνο αποκτούσαν ένα παιδί, συνολικά απέκτησαν πέντε, και η μητέρα δεν είχε πια καιρό να ράβει. Η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρευσε, η ραπτομηχανή υποθηκεύθηκε και έφθασαν στο σημείο να μην έχουν ψωμί για τα παιδιά και το τζάκι τους σπάνια άναβε. Τη δύσκολη κατάσταση επιδείνωσε και ένα φαινόμενο ως σκάνδαλο: ο ευκατάστατος κουμπάρος τους άρχισε να τους επισκέπτεται όλο και συχνότερα, φέρνοντας τρόφιμα για τα παιδιά. Οι γείτονες κακολόγησαν τη Γιαννούλα, της οποίας το μόνο έγκλημα ήταν ότι ίσως καλόπιανε τον κουμπάρο για να εξασφαλίσει φαγητό στα παιδιά της και δεν τον είχε διώξει από την αρχή. Γράφει σχετικά ο Άγιος Των Γραμμάτων: Καὶ εἷς τῶν γειτόνων, ὁ κὺρ Ζάχος ὁ Ξεφαντούλης, ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόμενος «νὰ ξέρῃ τί τρέχει». Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς μὲ τὲς φωνές, μὲ τὲς κατακεφαλιές, μὲ τὰ τραβήγματα τῶν μαλλιῶν καὶ μὲ τὸ χώρισμα τοῦ ἀνδρογύνου. Αὐτὸ θὰ εἰπῇ νὰ σοῦ θέλῃ τις τὸ καλόν σου, νὰ κήδεται τῆς τιμῆς σου, δηλαδή. Νὰ σὲ βάλῃ νὰ σκοτωθῇς.
Ο Μανώλης άρχισε να ζηλεύει, να κάνει σκηνές και να ξενοκοιμάται, ώσπου τελικά εγκατέλειψε την οικογένεια αδιαφορώντας για την τύχη των παιδιών του. Ο κουμπάρος αρραβωνιάστηκε και εξαφανίστηκε και η Γιαννούλα έμεινε μόνη με τα 4 παιδιά της – εν τω μεταξύ το ένα πέθανε – χωρίς πόρους και σε απελπιστική κατάσταση. Έτσι, εκείνο το βράδυ είχε στείλει το πεντάχρονο αγόρι να ζητήσει ως ελεημοσύνη λίγο λάδι, γιατί δεν είχe πατέρα στο σπίτι.
Η συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK: