Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ [:Ἑβρ. 11,8-10 καί 32-40] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ [:Ἑβρ. 11,8-10 καὶ 32-40]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός (:ἐξαιτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τὸν καλοῦσε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάει στὸν τόπο ποὺ θὰ κληρονομοῦσε.

 Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Χάρη στὴν πίστη του ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε ὡς ξένος στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὴ θεωροῦσε ξένη χώρα καὶ ὄχι δική του. Καὶ διέμεινε μέσα σὲ σκηνὲς μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ ἦταν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Ζοῦσε ὁ Ἀβραὰμ ἀκόμη καὶ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας ὡς ξένος καὶ μετανάστης, διότι περίμενε νὰ κατοικήσει στὴν ἐπουράνια πόλη, ἡ ὁποία ἔχει τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀδιάσειστα θεμέλια, καὶ τεχνίτη καὶ κτίστη της τὸν ἴδιο τὸν Θεό)» [Ἑβρ. 11,8-10].

Πράγματι, πές μου, ποιόν παλαιότερο εἶδε ὁ Ἀβραὰμ γιὰ νὰ τὸν μιμηθεῖ; Εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρη, προφῆτες δὲν εἶχε ἀκούσει, οὔτε ἤξερε ποῦ πήγαινε. Ἐπειδὴ δηλαδὴ σὲ αὐτοὺς ἀπέβλεπαν ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους εἶχαν πιστέψει, διότι εἶχαν ἀπολαύσει μύρια ἀγαθά, δείχνει ὁ Παῦλος ἐδῶ ὅτι κανεὶς ἀκόμη δὲν ἀπήλαυσε τίποτε, ἀλλὰ ὅλοι εἶναι χωρὶς βραβεῖο καὶ ὅτι κανεὶς ἀκόμη δὲν ἀμείφθηκε. Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ τὸ σπίτι του καὶ βγῆκε χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει.

Καὶ τί θαυμαστό, ἐὰν ἐνήργησε ἔτσι αὐτός, τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί του ἔτσι ἔζησαν; Ἄν καὶ ἔβλεπε δηλαδὴ νὰ ἀναιρεῖται ἡ ὑπόσχεση, δὲν ἀμέλησε· καθόσον ὁ Θεός τοῦ εἶχε πεῖ: «Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην (:Αὐτὴν ὅλη τὴ χώρα θὰ τὴν δώσω στοὺς ἀπογόνους σου)» [Γέν. 12,7]. Εἶδε τὸ παιδί του νὰ κατοικεῖ ἐκεῖ  καὶ ὁ ἀπόγονός του πάλι εἶδε τὸν ἑαυτό του νὰ κατοικεῖ σὲ ξένη χώρα καὶ δὲν θορυβήθηκε καθόλου. Διότι ἐκεῖνο ποὺ συνέβῃ στὸν Ἀβραὰμ ἦταν σύμφωνο μὲ τὴ λογική, ἀφοῦ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθεῖ στοὺς ἀπογόνους του· ἂν καὶ βέβαια καὶ σὲ αὐτὸν λέχθηκε, ὅτι «σὲ σένα καὶ στοὺς ἀπογόνους σου»·  ὄχι «διὰ τοῦ σπέρματός σου σὲ σένα», ἀλλὰ «σὲ σένα καὶ στοὺς ἀπογόνους σου»· καὶ οὔτε αὐτός, οὔτε ὁ Ἰσαάκ, οὔτε ὁ Ἰακὼβ ἀπήλαυσαν τὰ τῆς ὑποσχέσεως· διότι ὁ ἕνας δούλεψε ὡς ὑπηρέτης, ὁ ἄλλος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ αὐτὸς αὐτοεξορίσθηκε ἀπὸ φόβο· καὶ ἄλλα μὲ πόλεμο τὰ κατέλαβε, ἄλλα πάλι, ἐὰν δὲν εἶχε τὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ, θὰ τὰ ἔχανε τελείως.  Γι᾿ αὐτὸ λέγει «μαζὶ μὲ τοὺς κληρονόμους τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως». «Ὄχι μόνο αὐτός», λέγει, «ἀλλὰ καὶ οἱ κληρονόμοι».

Ἔπειτα καὶ κάτι ἄλλο πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέχθηκαν πρόσθεσε, λέγοντας: «ὅλοι αὐτοὶ πέθαναν μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ λάβουν ὑποσχέσεις». Δύο πράγματα πρέπει ἐδῶ νὰ ἐξετάσουμε, πῶς, ἀφοῦ εἶπε, ὅτι «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθῃ τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός (:Γιὰ τὴν πίστη του ὁ Ἐνὼχ μετατέθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, γιὰ νὰ μὴ δεῖ θάνατο καὶ δὲν βρισκόταν πλέον στὴ γῆ, διότι τὸν εἶχε μεταθέσει ὁ Θεός)» [Ἑβρ. 11,5], λέγει, «Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες (:μὲ τὴν πίστη πέθαναν ὅλοι αὐτοί)» [Ἑβρ. 11,13]. Καὶ πάλι ἀφοῦ εἶπε «μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας (:χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίς ὑποσχέσεις)», δείχνει ὅτι ὁ Νῶε ἔλαβε μισθό, τὴ σωτηρία τῆς οἰκογένειάς του, ὁ Ἐνὼχ μετατέθηκε, ὁ Ἄβελ ἀκόμη μιλάει, καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἔχει καταλάβει τὴ γῆ· καὶ λέγει: «μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ γεννᾷ ἡ πίστη αὐτή,  πέθαναν ὅλοι αὐτοί, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν αὐτὰ ποὺ τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός». Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέγει; Πρέπει νὰ ἐξηγήσουμε πρῶτα τὸ πρῶτο καὶ ἔπειτα τὸ δεύτερο.

«Μὲ τὴν πίστη», λέγει, «πέθαναν ὅλοι αὐτοί». Τὸ «ὅλοι», τὸ εἶπε ἐδῶ, ὄχι ἐπειδὴ ὅλοι πέθαναν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἂν ἐξαιρέσουμε τὸν Ἐνώχ, πέθαναν ὅλοι αὐτοί, ποὺ γνωρίζουμε πράγματι ὅτι ἔχουν πεθάνει. Ἐπίσης, τὸ «χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίς ἐπαγγελίες», εἶναι ἀληθές· διότι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε στὸν Νῶε.

Καὶ ποιὲς ὑποσχέσεις ἐννοεῖ; Διότι ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔλαβαν τίς ἐπαγγελίες τῆς γῆς· ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὸν Νῶε καὶ τὸν Ἄβελ καὶ τὸν Ἐνώχ, ποιὲς ἐπαγγελίες ἔλαβαν; Ἢ λοιπὸν γιὰ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς λέγει, ἢ ἂν ὁμιλεῖ καὶ γι᾿ αὐτούς, δὲν ἦταν αὐτὸ ἡ ἐπαγγελία τὸ νὰ θαυμαστεῖ ὁ Ἄβελ, οὔτε τὸ νὰ μετατεθεῖ ὁ Ἐνώχ, οὔτε τὸ νὰ διασωθεῖ ὁ Νῶε, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ συνέβησαν σὲ αὐτοὺς ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς τους, καὶ ἦταν κάποιες γεύσεις ἐκείνων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀπολαύσουν στὸ μέλλον.

Διότι ὁ Θεός, ἐπειδὴ  γνωρίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος χρειάζεται πολλὴ συγκατάβαση, μᾶς χαρίζει ὄχι μόνο τὰ μελλοντικά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐδῶ ἀγαθά· ὅπως ἀκριβῶς καὶ στοὺς μαθητές Του ἔλεγε ὁ Χριστός: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει (:Καὶ καθένας ποὺ ἄφησε σπίτια ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὲς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ ἢ χωράφια γιὰ νὰ μείνει ἑνωμένος καὶ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ μένα, θὰ πάρει ἑκατὸ φορὲς περισσότερα σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ θὰ κληρονομήσει καὶ τὴν αἰώνια ζωή)» [Ματθ. 19,29]· καὶ πάλι: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (:Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ποὺ ὁ Θεός σᾶς ζητᾷ ὡς ὅρο γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ καὶ τότε αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα)» [Ματθ. 6,33]. Βλέπεις ὅτι καὶ αὐτὰ δίνονται συμπληρωματικὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ μὴν ἀποκάμουν; Διότι ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀθλητὲς ἀπολαμβάνουν κάποια περιποίηση καὶ ὅταν ἀγωνίζονται, ἀλλὰ ὅμως δὲν ἀπολαμβάνουν ὅλη τὴν ἄνεση τότε, διότι ζοῦν κάτω ἀπὸ νόμους, ἐνῶ ὅλη τὴν ἄνεση θὰ τὴν ἀπολαύσουν μετὰ τὸν ἀγῶνα, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς δὲν δίνει ἐδῶ τὴν ἀπόλαυση ὁλόκληρης τῆς ἀνέσεως· δίνει βέβαια καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴ φύλαξε γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή.

Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, τὸ φανέρωσε μὲ τὰ ὅσα πρόσθεσε, λέγοντας: «ἀλλὰ πόῥῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι (:ἀλλὰ ἀπὸ μακριὰ τίς εἶδαν καὶ τίς ἀποδέχτηκαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή)» [Ἑβρ. 11,13]. Ἐδῶ ὑπαινίσσεται κάποιο μυστήριο· δείχνει δηλαδή, ὅτι ἐκ τῶν προτέρων ἔλαβαν ὅλα ὅσα ἔχουν λεχθεῖ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή, τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάσταση, μὲ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς ὅταν ἦρθε· διότι λέγοντας «ἐπαγγελίες» αὐτὲς ἐννοεῖ. Ἢ αὐτὸ λοιπὸν ἐννοεῖ, ἢ ὅτι δὲν τίς ἔλαβαν βέβαια, ἔφυγαν ὅμως μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ τίς λάβουν· καὶ ἀντλοῦσαν τὸ θάρρος ἀπὸ τὴν πίστη καὶ μόνο. Καὶ εἶπε ὅτι «τίς εἶδαν ἀπὸ μακριά», γιὰ νὰ δηλώσει, ὅτι πρὶν τέσσερις γενεὲς συνέβηκε· διότι μετὰ ἀπὸ τόσες ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.

«Καὶ ἀσπασάμενοι (:καὶ τίς χαιρέτησαν μὲ εὐχαρίστηση)», λέγει [Ἑβρ. 11,13]. Τόσο εἶχαν πειστεῖ γιὰ τὴν πραγματοποίησή τους, ὥστε καὶ τίς χαιρέτησαν μὲ χαρά· μὲ μεταφορικὴ σημασία τὸ εἶπε αὐτό, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ναυτιλλομένων πού, βλέποντας ἀπὸ μακριὰ τίς πόλεις ποὺ τόσο ποθοῦν, πρὶν ἀκόμη μποῦν σὲ αὐτές, τίς κάνουν δικές τους, ἀκούγοντας μόνο γι᾿ αὐτές· διότι, λέγει, περίμεναν «τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός (:τὴν πόλη ποὺ ἔχει τὰ ἀληθινὰ θεμέλια, τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός)». Βλέπεις ὅτι τὸ «ἔλαβον» σημαίνει ὅτι θὰ λάβουν μελλοντικὰ καὶ ὅτι ἔχουν θάρρος γι᾿ αὐτά;

Ἐὰν λοιπὸν τὸ «εἶχαν θάρρος» σημαίνει «τὰ ἔλαβαν» καὶ ἐσεῖς εἶναι δυνατὸ νὰ λάβετε· διότι αὐτοί, ἂν καὶ δὲν ἀπήλαυσαν τίς ὑποσχέσεις, ὅμως ἐξαιτίας τοῦ πόθου τους γι᾿ αὐτὲς τίς ἔβλεπαν. Γιατί λοιπὸν γίνονται αὐτά; Γιὰ νὰ ντραποῦμε ἐμεῖς, διότι ἐκεῖνοι, ἂν καὶ τοὺς εἶχε δοθεῖ ἡ ὑπόσχεση γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, δὲν τὰ ἔδιναν σημασία, ἀλλὰ ἀναζητοῦσαν τὴ μέλλουσα πόλη· ἐνῶ σὲ ἐμᾶς μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ὁ Θεὸς μιλάει γιὰ τὴν ἄνω πόλη, ἐμεῖς ὅμως ἐπιζητοῦμε αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ. Τοὺς εἶπε: «θὰ σᾶς δώσω τὰ ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου»· ἐπειδὴ ὅμως εἶδε ἤ, καλύτερα, ἐπειδὴ ἔδειξαν ὅτι εἶναι ἄξιοι μεγαλύτερων, τότε πιὰ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ λάβουν αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ μεγαλύτερα, θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ὅτι εἶναι ἄξιοι μεγαλυτέρων, ἐπειδὴ δὲ θέλησαν νὰ προσδεθοῦν σὲ αὐτά· ὅπως ἂν κάποιος ἐπρόκειτο νὰ ὑποσχεθεῖ παιδικὰ πράγματα σὲ συνετὸ ἄνθρωπο, ὄχι γιὰ νὰ τὰ λάβει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει τὴν ὅλη ἀρετή του, ἐκεῖνος ὅμως ζητᾷ τὰ μεγαλύτερα. Πράγματι αὐτὸ δείχνει ὅτι μὲ τόσο ζῆλο ἀπέρριπταν τὰ τῆς γῆς, ἀφοῦ δὲν ἔπαιρναν, οὔτε ἐκεῖνα ποὺ τοὺς δίνονταν. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὰ λαμβάνουν οἱ ἀπόγονοί τους· διότι αὐτοὶ εἶχαν γήινες ἐπιδιώξεις. Τί σημαίνει, «τὴν πόλη ποὺ ἔχει τὰ πραγματικὰ θεμέλια»; Αὐτὰ δηλαδὴ δὲν εἶναι θεμέλια; Σὲ σύγκριση μὲ ἐκεῖνα δὲν εἶναι. «Αὐτῆς τῆς πόλεως τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός». Πῶ πῶ, ποιό εἶναι τὸ ἐγκώμιο τῆς πόλεως ἐκείνης!

«Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβε (:Ἐξαιτίας τῆς πίστεώς της καὶ αὐτὴ ἡ στείρα καὶ πολὺ ἡλικιωμένη Σάρρα)». Μὲ κάποια μορφὴ ντροπῆς γιὰ μᾶς ἄρχισε ἐδῶ, ἐὰν συμβεῖ νὰ φανοῦμε ἐμεῖς πιὸ ὀλιγόψυχοι ἀπὸ μία γυναῖκα. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ κάποιος: «Πῶς εἶναι πιστὴ αὐτὴ ποὺ γέλασε ὅταν πρωτοάκουσε ὅτι θὰ γεννοῦσε παιδὶ σὲ τέτοια ἡλικία;». Τὸ γέλιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ὁ φόβος ὅμως ποὺ ἀκολούθησε προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη· διότι τὰ λόγια «δὲν γέλασα», τὰ εἶπε ἀπὸ πίστη. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἡ ἀπιστία, εἰσῆλθε ἡ πίστη. «Γιὰ τὴν πίστη της καὶ αὐτὴ ἡ στείρα Σάρρα ἔλαβε τὴ δύναμη τῆς συλλήψεως καὶ παρὰ τὴν ἡλικία της γέννησε». Τί σημαίνει «εἰς καταβολὴν σπέρματος (:ὥστε νὰ καταβληθεῖ καὶ νὰ ζωογονηθεῖ σὲ αὐτὴν σπέρμα)»; Ἔλαβε δύναμη γιὰ νὰ κρατήσει τὸ σπέρμα, νὰ τὸ φιλοξενήσει, αὐτὴ ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ, ἡ στείρα· διότι ἡ σωματικὴ βλάβη ἦταν διπλή, ἡ μία προερχόταν ἀπὸ τὸν χρόνο, ἀφοῦ πράγματι εἶχε γεράσει· ἡ ἄλλη ἦταν φυσική, διότι ἦταν στείρα.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μία γυναῖκα, καὶ μάλιστα νεκρωμένη, γεννήθηκαν ὅλοι, ποὺ εἶναι ὡς πρὸς τὸ πλῆθος ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ ἀναρίθμητη ἄμμος ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ χεῖλος τῆς θάλασσας.  Γι᾿ αὐτὸ λέγει «διὸ καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς ἐγεννήθησαν (:καὶ ἀπὸ μία γεννήθηκαν ὅλοι)».

Δὲν λέγει αὐτὸ μόνο ἐδῶ, τὸ ὅτι γέννησε, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε καὶ μητέρα τόσων πολλῶν, ὅσων δὲν ἔγιναν οὔτε οἱ εὔφορες κοιλιές· «σὰν τὰ ἄστρα», λέγει. Πῶς λοιπὸν πολλὲς φορές τοὺς ἀπαριθμεῖ, ἂν καὶ εἶπε: «καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος (:ἀναρίθμητοι ἀπόγονοι σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος καὶ σὰν τὴν ἄμμο τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθεῖ)»; Ἢ τὸ εἶπε ὑπὸ μορφὴ ὑπερβολῆς ἢ τὸ εἶπε ἔτσι γιὰ τοὺς μετέπειτα ἀπογόνους· διότι εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπαριθμήσει κανεὶς τοὺς προγόνους μίας μόνο οἰκίας, ὅπως ὁ τάδε εἶναι τοῦ τάδε, καὶ ὁ τάδε τοῦ τάδε· ἐδῶ ὅμως ποὺ τὸ γένος τους παραβάλλεται μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀπαριθμηθεῖ.

«Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γὰρ μὲ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεῶν, Βαρὰκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν (:Καὶ τί ἀκόμη νὰ λέω καὶ νὰ διηγοῦμαι; Πρέπει νὰ σταματήσω, διότι δὲν θὰ μοῦ φτάσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι γιὰ τὸν Γεδεῶν καὶ τὸν Βαράκ, τὸν Σαμψῶν καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες)» [Ἑβρ. 11,32].

Κατηγοροῦν μερικοὶ τὸν Παῦλο, γιατί ἀναφέρει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Σαμψῶν καὶ τὸν Ἰεφθάε. Τί λές; Αὐτὸς ποὺ ἀνέφερε τὴν πόρνη Ραάβ, δὲν θὰ ἀναφέρει αὐτούς; Μὴ μοῦ ἀναφέρεις τὴν ἄλλη ζωή τους, παρὰ μόνο τὸ ἂν πίστεψαν ἢ ἔλαμψαν ὡς πρὸς τὴν πίστη.

«τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας (:καὶ τοὺς προφῆτες οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ εἶχαν πίστη, καταπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια)». Βλέπεις ὅτι ἐδῶ δὲν παρουσιάζει τὴ λαμπρὴ ζωή τους· διότι δὲν ἦταν αὐτὸ προηγουμένως τὸ ζητούμενο· ἀλλὰ ἡ ἐξέταση προηγουμένως ἦταν γιὰ τὴν πίστη. Διότι, πές μου, δὲν τὰ κατόρθωσαν ὅλα μὲ τὴν πίστη; Πῶς; «Μὲ τὴν πίστη», λέγει, «καταπολέμησαν βασίλεια οἱ ὅμοιοι μὲ τὸν Γεδεῶν. Ἄσκησαν δικαιοσύνη». Ποιοί; Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ παραπάνω. Τὴν φιλανθρωπία ἐδῶ τὴν ὀνόμασε ''δικαιοσύνη''.

«ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν (:πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός)». Νομίζω ὅτι αὐτὸ τὸ λέγει γιὰ τὸν Δαβίδ. Καὶ ποιὲς ἀπὸ αὐτὲς τίς ὑποσχέσεις πέτυχε; Αὐτὲς ποὺ τοῦ εἶπε, ὅτι τὸ σπέρμα του, ὁ Μεσσίας, θὰ καθίσει στὸν θρόνο του.

«ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας (:ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς)». Πρόσεχε πὼς ἦταν μέσα στὸν ἴδιο τὸν θάνατο, ὁ Δανιὴλ περικυκλωμένος ἀπὸ τὰ λιοντάρια, οἱ τρεῖς παῖδες μέσα στὸ καμίνι τοῦ πυρός, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, περιβαλλόμενοι ἀπὸ διάφορους πειρασμούς, καὶ ὅμως δὲν ἀπογοητεύτηκαν. Πράγματι αὐτὸ εἶναι πίστη· ὅταν τὰ γεγονότα ἐκπληρώνονται ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι προσδοκοῦμε, τότε πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι τίποτε τὸ ἀντίθετο δὲν ἔγινε, ἀλλὰ ὅλα ἦταν ἐπακόλουθα. «Διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς». Αὐτὸ νομίζω πάλι ὅτι τὸ λέγει γιὰ τοὺς τρεῖς Παῖδες.

«ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων (:πῆραν δύναμη, καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι στὸν πόλεμο· ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τίς ἐχθρικὲς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθῆ στρατεύματά τους)» [Ἑβρ. 11,34]. Ἐδῶ ὑπαινίσσεται ἐκεῖνα ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴν ἐπάνοδό τους ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα. «Ἀπὸ ἀσθένειες», λέγει· δηλαδή, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ὅταν πιὰ εἶχαν ἐγκαταλείψει τὰ ἰουδαϊκά, ὅταν δὲν διέφεραν σὲ τίποτε ἀπὸ τὰ ὀστᾶ τῶν νεκρῶν, τότε ἔγινε ἡ ἐπάνοδός τους. Πράγματι, ποιός θὰ ἔλπιζε νὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα, καὶ ὄχι μόνο νὰ  ἐπανέλθουν, ἀλλὰ καὶ νὰ γίνουν ἰσχυροὶ καὶ νὰ τρέψουν σὲ φυγὴ τὰ στρατεύματα τῶν ἐχθρῶν; «Σέ μᾶς ὅμως δὲν συνέβῃ κάτι τέτοιο», λέγει. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι τύποι τῶν μελλοντικῶν.

«ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν (:μὲ τὴν πίστη ποὺ εἶχαν στὴν ὑπερφυσικὴ δύναμη τῶν προφητῶν οἱ γυναῖκες ποὺ ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ξαναπῆραν πίσω ζωντανὰ τὰ νεκρὰ παιδιά τους, ποὺ ἀνέστησαν οἱ προφῆτες)». Ἐδῶ ἀναφέρει ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τοὺς προφῆτες, τὸν Ἐλισαῖο, τὸν Ἠλία· διότι αὐτοὶ ἀνέστησαν νεκρούς.

«ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν (:ἄλλοι πάλι δέθηκαν στὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λεγόταν τύμπανο καὶ δάρθηκαν σκληρὰ μέχρι θανάτου, ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἔτσι ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Προτίμησαν τὸ σκληρὸ αὐτὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή, παρὰ νὰ ἔχουν μία πρόσκαιρη ἀποκατάσταση στὴ ζωὴ αὐτή)» [Ἑβρ. 11,37]· ἐνῶ ἐμεῖς δὲν πετύχαμε τὴν ἀνάσταση. Ἀλλὰ «ἔχω νὰ σᾶς παρουσιάσω», λέγει, «καὶ ἐκείνους ποὺ ἀποκεφαλίστηκαν καὶ δὲν δέχθηκαν τὴ σωτηρία, γιὰ νὰ πετύχουν καλύτερη ἀνάσταση». Διότι, πές μου, γιατί, ἐνῶ μποροῦσαν, δὲ θέλησαν νὰ ζήσουν; Δὲν τὸ ἔκαναν ἐπειδὴ περίμεναν καλύτερη ζωή; Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀνέστησαν τοὺς ἄλλους, προτίμησαν οἱ ἴδιοι νὰ πεθάνουν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν καλύτερη ἀνάσταση, ὄχι σὰν ἐκείνη ποὺ πέτυχαν τὰ παιδιὰ τῶν γυναικῶν. Ἐδῶ μοῦ φαίνεται ὅτι ὑπονοεῖ καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο· καθόσον ''ἀποτυμπανισμός'' λέγεται ὁ ἀποκεφαλισμός. Μποροῦσαν νὰ βλέπουν τὸν ἥλιο, μποροῦσαν νὰ μὴν ἐλέγχουν, καὶ ὅμως προτίμησαν νὰ πεθάνουν· καὶ αὐτοὶ ποὺ ἄλλους ἀνέστησαν, προτίμησαν νὰ πεθάνουν οἱ ἴδιοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν καλύτερη ἀνάσταση.

«ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν (:Κι ἄλλοι πάλι δοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη μάλιστα καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς)» [Ἑβρ. 11,37]. Σταματᾷ σὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἦταν πιὸ γνωστοί. Καθόσον μεγαλύτερη παρηγοριὰ φέρνουν αὐτά, ὅταν ἡ αἰτία τῆς λύπης τους εἶναι κοινή, διότι καὶ ἂν πεῖς κάτι μεγαλύτερο, ποὺ δὲν προῆλθε ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια αἰτία, δὲν ἔκανες τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ σταμάτησε σὲ αὐτὸν τὸν λόγο του, μιλῶντας γιὰ δεσμά, φυλακές, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, θυμίζοντάς τους ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν Στέφανο καὶ τὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ·  γι᾿ αὐτὸ καὶ συμπλήρωσε: «ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (:θανατώθηκαν μὲ σφαγὴ ἀπὸ μαχαίρι)».

Τί λές; Ἄλλοι διέφυγαν τὴ σφαγή, καὶ ἄλλοι πέθαναν διὰ σφαγῆς; Τί σημαίνει αὐτό; Ποιόν ἐπαινεῖς, ποιόν θαυμάζεις; Αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο; «Ναί», λέγει, «καὶ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο· αὐτό, διότι σᾶς εἶναι πιὸ οἰκεῖο, καὶ ἐκεῖνο, διότι ἡ πίστη νίκησε καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο καὶ ἡ νίκη αὐτὴ εἶναι τύπος τῶν μελλοντικῶν». Διότι δύο εἶναι τὰ θαύματα τῆς πίστεως, καὶ κατορθώνει μεγάλα πράγματα, καὶ πάσχει μεγάλα, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὰ παθήματα. «Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς», λέγει, «ὅτι ἦταν κάποιοι ἁμαρτωλοὶ καὶ μηδαμινοί· διότι καὶ ἂν ἀκόμη ὅλον τὸν κόσμο παραβάλεις μαζί τους, θὰ δεῖς ὅτι πρὸς αὐτοὺς θὰ κλείνει ἡ ζυγαριὰ καὶ ὅτι αὐτοὶ εἶναι τιμιότεροι».  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔτσι μίλησε: «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἄξιζε ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνδρες, καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτούς)». Τί λοιπὸν ἐπρόκειτο ἐδῶ νὰ ἀπολαύσουν, ἐφόσον τίποτε ἀπό τὰ τοῦ κόσμου δὲν ἦταν ἄξιο γι᾿ αὐτούς; Ἐδῶ διεγείρει τὴ διάνοιά τους, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσηλώνονται στὰ παρόντα, ἀλλὰ νὰ ἔχουν τὴ σκέψη τους πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐφόσον ὅλος ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μαζί τους. Γιατί λοιπὸν θέλεις νὰ λάβεις ἐδῶ μισθό; Διότι εἶναι ἀτιμία γιὰ σένα, ἐὰν λάβεις ἐδῶ τὸν μισθό.

Ἄς μὴ σκεπτόμαστε λοιπὸν κοσμικά, ἂς μὴν περιμένουμε ἐδῶ τὴν ἀνταπόδοση, καὶ ἂς μὴν εἴμαστε τόσο φτωχοί· ἐφόσον ὅλος ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μαζί τους, γιατί θέλεις νὰ συγκρίνεις ἕνα μέρος αὐτοῦ; Καὶ σωστά· διότι αὐτοὶ εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ. «Κόσμο» ἐδῶ λέγει τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἢ τὴν ἴδια τὴν κτίση· καθόσον καὶ τὰ δύο συνηθίζει ἡ Γραφὴ νὰ τὰ ὀνομάζει ἔτσι. «Ἐὰν ὅλη ἡ κτίση μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους της», λέγει, «σταθεῖ δίπλα τους, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ φανοῦν ἀντάξιοι αὐτῶν»· καὶ σωστά. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς μύριες ζυγαριὲς ἄχυρου καὶ χόρτου δὲν θὰ ἦταν ἀντάξιες δέκα μαργαριταριῶν, ἔτσι οὔτε καὶ ἐκεῖνοι· διότι «εἶναι ἀνώτερος ἕνας ποὺ πράττει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, παρὰ μύριοι παράνομοι»· «μυρίους» δὲν λέγει τοὺς πολλούς, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τὸ ἄπειρο.

Σκέψου πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ δίκαιος. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ: «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών (:Ἄς σταθεῖ ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὴν πόλη Γαβαῶν καὶ ἡ σελήνη πάνω ἀπὸ τὴ κοιλάδα Αἰλῶν)» [Ἰησ. Ναυῆ 10,12.]. Ἄς ἔλθει λοιπὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἢ μᾶλλον δύο καὶ τρεῖς καὶ τέσσερις καὶ δέκα καὶ εἴκοσι οἰκουμένες, καὶ ἂς ποῦν καὶ ἂς τὸ κάνουν αὐτό· ὅμως δὲν θὰ μπορέσουν. Ἐνῶ ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ διέτασσε τὰ κτίσματα τοῦ Φίλου του ἢ καλύτερα παρακαλοῦσε τὸν Φίλο του καὶ ὑποχωροῦσαν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν στὴ γῆ διέτασσε αὐτὰ ποὺ ἦταν στὸν οὐρανό. Βλέπεις ὅτι αὐτὰ ἔχουν γίνει γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ ἐκπληρώνουν τὸν δρόμο τὸν διατεταγμένο;

Αὐτὸ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Μωυσῆ. Γιατί ἄραγε; Διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ διατάσσεις τὴ θάλασσα καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό· πράγματι εἶναι μεγάλο καὶ ἐκεῖνο καὶ πολὺ μεγάλο μάλιστα, ἀλλὰ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἴσο μὲ αὐτό.

Ἄκουσε καὶ πῶς ἔγινε τόσο μεγάλος. Γιατί δηλαδή; Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς προσωποποιημένης προσφωνήσεως, τὴν ὁποία εἶχε ὁ Ἰησοῦς, ἡ κτίση ὑποτάχθηκε μὲ σεβασμό. Τί λοιπόν; Ἄλλος δὲν ὀνομάστηκε Ἰησοῦς; Ἀλλὰ αὐτὸς γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ὀνομάστηκε, γιὰ νὰ εἶναι τύπος· διότι ὀνομαζόταν καὶ Αὐσής· γι᾿ αὐτὸ ἀλλάχθηκε τὸ ὄνομα· διότι ἦταν πρόρρηση καὶ προφητεία. Αὐτὸς εἰσήγαγε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας τὸν λαό, ὅπως ὁ Ἰησοῦς στὸν οὐρανό· δὲν τὸν εἰσήγαγε ὁ νόμος, ὅπως οὔτε ὁ Μωυσῆς, ἀλλὰ ἔμενε ἔξω· δὲν ἔχει τὴ δύναμη ὁ νόμος νὰ εἰσαγάγει, ἀλλὰ ἡ χάρη. Βλέπεις ὅτι οἱ τύποι ἀπὸ παλιὰ ἔχουν προκαθοριστεῖ; Διέταξε τὴν κτίση, ἢ καλύτερα τὸ κύριο μέρος τῆς κτίσεως, ποὺ βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ μὴν τρομάξεις οὔτε νὰ παραξενευτεῖς, ὅταν δεῖς τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ νὰ λέγει τὰ ἴδια. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καὶ ἐνῶ ζοῦσε ὁ Μωυσῆς, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ ὑπάρχει ὁ νόμος, διοικεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ ὄχι φανερά.

Ἄς δοῦμε ὅμως πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀρετὴ τῶν ἁγίων. Ἐὰν ἐδῶ τόσο μεγάλα ἐργάζονται, ἐὰν ἐδῶ τόσο μεγάλα κάνουν, ὅσα οἱ ἄγγελοι, τί ἄραγε θὰ κάνουν ἐκεῖ; Πόση λαμπρότητα θὰ ἔχουν; Ἴσως καθένας ἀπὸ ἐσᾶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι τέτοιος, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διατάσσει τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη. Ὡς πρὸς αὐτό, τί θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν αὐτοί, ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι σφαιρικός; Γιατί λοιπὸν δὲν εἶπε «ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος», ἀλλὰ πρόσθεσε «ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὴν πόλη Γαβαῶν καὶ ἡ σελήνη πάνω ἀπὸ τὴ φάραγγα Αἰλῶν» [Ἰησοῦ Ναυῆ, 10,12]. Δηλαδή, νὰ κάνει τὴν ἡμέρα μεγαλύτερη. Αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐπὶ τοῦ Ἐζεκία· διότι ὀπισθοδρόμησε ὁ  ἥλιος. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι περισσότερο θαυμαστὸ ἀπὸ ἐκεῖνο, τὸ νὰ ἔλθει πάλι πίσω στὸν ἴδιο δρόμο, χωρὶς νὰ περιέλθει τὸν δρόμο. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐὰν θέλουμε, μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ κατορθώσουμε. Πράγματι τί μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός; Δὲν μᾶς εἶπε ὅτι θὰ σταματήσουμε τὸν ἥλιο, ἀλλὰ τί; «Ἐὰν τίς ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατὴρ μου ἀγαπήσει αὐτόν (:Ἐὰν κανεὶς μὲ ἀγαπᾷ, θὰ τηρήσει στὴ ζωή του τίς ἐντολές μου, καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ τὸν ἀγαπήσει)», λέγει, «καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν (:καὶ θὰ ἔλθουμε σὲ αὐτὸν καὶ θὰ μεταβάλουμε τὴν καρδιά του σὲ μόνιμη κατοικία μας, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι ὁ ἔμψυχος ναὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ)» [Ἰω. 14,23].

Τί μοῦ χρειάζεται ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ θαυμαστά τους, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης πάντων κατέρχεται καὶ ἐγκαθίσταται σὲ ἐμένα; Δὲν μοῦ χρειάζονται αὐτά. Διότι σὲ τί θὰ μοῦ χρειαστεῖ κάτι ἀπὸ αὐτά; Αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι ἥλιος καὶ σελήνη καὶ φῶς. Διότι πές μου, τί θὰ ἤθελες, ἐὰν εἰσερχόσουν στὰ ἀνάκτορα, νὰ μποροῦσες νὰ μεταρρυθμίσεις κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι στερεωμένα, ἢ νὰ ἐπιτύχεις τὴ φιλία τοῦ βασιλιᾶ, ὥστε νὰ τὸν πείσεις νὰ κατέλθει πρὸς ἐσένα; Δὲν θὰ προτιμοῦσες πολὺ περισσότερο αὐτὸ παρὰ ἐκεῖνο; Τί ὅμως; Δὲν εἶναι θαυμαστὸ πράγματι ὅτι ἄνθρωπος προστάσσει αὐτὰ ποὺ προστάσσει καὶ ὁ Χριστός; «Ἀλλὰ ὁ Χριστός», θὰ μποροῦσε νὰ ἔλεγε κάποιος, «δὲ χρειάζεται τὸν Πατέρα, ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία ἐνεργεῖ». Καλῶς· λοιπὸν ὁμολόγησε πρῶτα καὶ πὲς ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη τοῦ Πατρὸς καὶ ὅτι μὲ ἀπόλυτη ἐξουσία ἐνεργεῖ, καὶ τότε θὰ σοῦ πῶ πάλι, ἢ καλύτερα θὰ σὲ διδάξω γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνει, ὅτι γινόταν ἀπὸ συγκατάβαση καὶ θεία οἰκονομία (διότι δὲν ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὁ Χριστὸς) καὶ ὅτι μποροῦσε νὰ μᾶς διδάσκει χωρὶς προσευχή.

Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ὅταν ἀκοῦς τὸν διδάσκαλο νὰ ὁμιλεῖ σὰν παιδὶ καὶ νὰ διηγεῖται τὰ στοιχειώδη δὲν λὲς ὅτι εἶναι ἀμαθής, καὶ ὅταν ἐρωτᾷ «ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ στοιχεῖο», γνωρίζεις ὅτι δὲν τὸ ἐρωτᾷ ἀπὸ ἄγνοια, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλει νὰ διδάξει τὸν μαθητή· ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς προσευχήθηκε ὄχι ἐπειδὴ εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλει νὰ διδάξει ἐσένα, νὰ προσεύχεσαι συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, μὲ νηφαλιότητα, καὶ νὰ κάνεις αὐτὴν μὲ πολλὴ ἀγρυπνία. Καὶ ὅταν λέω νὰ ἀγρυπνεῖς δὲν ἐννοῶ μόνο τὸ νὰ σηκώνεσαι τὴ νύχτα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας νὰ ἐπαγρυπνεῖς στὶς προσευχές· διότι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ ἔτσι ὀνομάζεται ἄγρυπνος. Ἀφοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ κοιμᾷται κανεὶς καὶ ὅταν προσεύχεται τὴ νύχτα καὶ νὰ ἀγρυπνεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας καὶ ὅταν δὲν προσεύχεται, ὅταν ἡ ψυχὴ ὑψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ὅταν γνωρίζει μὲ Ποιόν συνομιλεῖ, σὲ Ποιόν ἀπευθύνεται, ὅταν σκεφτεῖ ὅτι οἱ ἄγγελοι στέκονται δίπλα στὸν Θεὸ μὲ φόβο καὶ τρόμο, ἐνῶ αὐτὸς προσέρχεται μὲ χασμουρητὰ καὶ ξυνόμενος.

Εἶναι μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ τὴν ἁρμόζουσα διάθεση. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις τὴ δύναμή της, πρόσεχε ἐδῶ· ἡ συνεχὴς προσευχὴ κατανίκησε τὴν ἀδιαντροπιὰ καὶ τὴν ἀδικία καὶ τὴν ὠμότητα καὶ τὴν θρασύτητα· διότι λέγει: «Ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει (:Ἀκοῦστε καὶ προσέξτε καλὰ τί λέγει ὁ ἄδικος κριτής)» [Λουκ. 18,6]. Ἐπίσης καὶ τὴν ἀπροθυμία νίκησε· καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχε ἡ φιλία, αὐτὸ τὸ κατόρθωσε ἡ συνεχὴς αἴτηση: «Λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διὰ γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει (:Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη δὲν θελήσει νὰ σηκωθεῖ νὰ τοῦ δώσει, μολονότι τὸν εἶχε φίλο, πάντως γιὰ τὴν ἀδιακρισία του ὅτι σὲ τέτοια νυκτερινὴ ὥρα τὸν ἀνησυχεῖ, θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ τοῦ δώσει ὅσα τοῦ χρειάζονται)» [Λουκ. 11,8].

Καὶ μία ἀνάξια πάλι ἡ συνεχὴς ἐπιμονὴ τὴν ἔκανε ἄξια: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης)» [ Ματθ. 15,26-27].

Ἄς εἴμαστε λοιπὸν προσεκτικοὶ κατὰ τὴν προσευχή· εἶναι μεγάλο ὅπλο, ὅταν γίνεται μὲ προθυμία, χωρὶς κενοδοξία, ὅταν γίνεται μὲ εἰλικρίνεια ψυχῆς. Αὐτὴ κατατρόπωσε ἐχθρούς, αὐτὴ ἔθνος ὁλόκληρο καὶ ἀνάξιο εὐεργέτησε: «Καὶ κατέβῃν ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων (:Καὶ κατέβηκα νὰ ἐλευθερώσω αὐτοὺς ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Αἰγυπτίων, νὰ τοὺς βγάλω ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Αἰγύπτου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσω σὲ χώρα εὔφορη καὶ μεγάλη, σὲ  γῆ ποὺ θὰ ρέει γάλα καὶ μέλι, στὸν τόπο τὸν ὁποῖο σήμερα κατέχουν οἱ Χαναναῖοι, οἱ Χετταῖοι, οἱ Ἀμορραῖοι, οἱ Φερεζαῖοι, οἱ Γεργεσαῖοι, οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι)» [Ἔξ. 3,8]· αὐτὴ εἶναι φάρμακο σωτήριο, αὐτὴ ἐμποδίζει τὰ ἁμαρτήματα καὶ θεραπεύει τὰ πλημμελήματα· μὲ αὐτὴν καὶ ἡ χήρα ἡ ἐγκαταλειμμένη ἀπηύθυνε ἐπίμονα τὸ αἴτημά της.

Ἐὰν λοιπὸν προσευχόμαστε μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐὰν κτυποῦμε τὸ στῆθος ὅπως ὁ τελώνης, ἐὰν λέμε ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε καὶ ἐκεῖνος, ἐὰν λέμε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» [Λουκ. 18,13], ὅλα θὰ τὰ ἐπιτύχουμε· διότι, καὶ ἂν δὲν εἴμαστε τελῶνες, ὅμως ἔχουμε ἄλλα ἁμαρτήματα, ὄχι λιγότερα ἀπὸ ἐκείνου. Μὴ μοῦ πεῖς λοιπὸν ὅτι εἶναι μικρὸ τὸ σφάλμα σου· διότι ἔχει τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ἀνδροφόνος ὀνομάζεται ὅμοια καὶ αὐτὸς ποὺ σκότωσε παιδὶ καὶ ἐκεῖνος ποὺ σκότωσε ἄνδρα, ἔτσι πλεονέκτης ὀνομάζεται καὶ αὐτὸς ποὺ ἁρπάζει πολλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἁρπάζει λίγα.

Ἀλλὰ καὶ ἡ μνησικακία δὲν εἶναι μικρό, ἀλλὰ μεγάλο ἁμάρτημα. Διότι λέγει: «Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον (:Στοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ καὶ εὐχάριστος ζωή, ἐνῶ οἱ δρόμοι τῶν μνησίκακων καὶ ἐμπαθῶν ἀνθρώπων ὁδηγοῦν στὸν θάνατο)» [Παροιμ. 12,28]. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτὸς ποὺ ἀποκαλεῖ τὸν ἀδελφό του μωρὸ καὶ ἀνόητο ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ὅμοιο μὲ αὐτά: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέω ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς σοβαρὸ πνευματικὸ λόγο, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δικαζόταν ἄλλοτε ἀπὸ τὸ τοπικὸ ἑπταμελὲς δικαστήριο, τὴν "κρίση". Κι ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεῖ περιφρονητικὰ στὸν ἀδελφό του: "ἀνόητε", εἶναι ἔνοχος βαρύτερου ἐγκλήματος, σὰν ἐκεῖνα ποὺ δικάζουν ἀπὸ τὸ ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων, τὸ Συνέδριο. Κι ἐκεῖνος ποὺ μὲ μῖσος καὶ κακία θὰ πεῖ στὸν ἀδελφό του: "ἠλίθιε", θὰ εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος ποὺ πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ μὲ τὴ γέεννα τοῦ πυρὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Ἅδη)» [Ματθ. 5,22]. Μεταλαμβάνουμε ἐπίσης καὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων ἀναξίως καὶ φθονοῦμε καὶ κακολογοῦμε· καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς πολλὲς φορὲς καὶ μέθυσαν. Καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτό, μάλιστα εἶναι ἱκανὸ νὰ μᾶς στερήσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· ὅταν ὅμως καὶ ὑπάρχουν ὅλα μαζί, ποιά ἀπολογία θὰ ἔχουμε;

Ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς μετάνοιας, ἀγαπητοί, πολλῆς προσευχῆς, πολλῆς καρτερίας, πολλῆς προσοχῆς, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κερδίσουμε τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Ἄς ποῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς: «συγχώρησέ με τον ἁμαρτωλό»· ἢ καλύτερα ἂς μὴν τὸ λέμε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἔτσι νὰ σκεπτόμαστε· καὶ ἂν κάποιος ἄλλος μᾶς κατηγορήσει, ἂς μὴν ὀργιστοῦμε. Ἄκουσε ἐκεῖνος, ὅτι «δὲν εἶμαι ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης» καὶ δὲν ὀργίστηκε, ἀλλὰ λυπήθηκε· δέχθηκε τὴν ὑπεροχὴ καὶ ἀπέβαλε τὸ ὄνειδος. Εἶπε ἐκεῖνος τὸ τραῦμα, ἀναζήτησε Αὐτὸς τὸ φάρμακο. Ἄς λέμε λοιπόν: «Θεέ μου, συγχώρησέ με τον ἁμαρτωλό»· ἀλλὰ καὶ ἂν ἄλλος μᾶς ὀνομάσει ἁμαρτωλούς, ἂς μὴν ἀγανακτοῦμε. Ἐὰν ὅμως οἱ ἴδιοι λέμε ὅτι διαπράξαμε μύρια κακά, καὶ ὅταν τὸ ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀγανακτοῦμε, αὐτὸ δὲν εἶναι τότε ταπεινοφροσύνη, οὔτε ἐξομολόγηση, ἀλλὰ ἐπίδειξη καὶ κενοδοξία.

«Εἶναι ἐπίδειξη», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «νὰ ἀποκαλεῖς τὸν ἑαυτό σου ἁμαρτωλό;». Ναί· διότι ἀποκτοῦμε φήμη ταπεινοφροσύνης, θαυμαζόμαστε, ἐγκωμιαζόμαστε· ἐὰν ὅμως ποῦμε τὰ ἀντίθετα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, μᾶς περιφρονοῦν. Ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ κάνουμε γιὰ τὴ δόξα. Καὶ τί εἶναι ταπεινοφροσύνη; Τὸ νὰ ὑπομένεις τὴν κατηγορία τοῦ ἄλλου, τὸ νὰ ἀναγνωρίζεις τὸ ἁμάρτημά σου, τὸ νὰ ἀντέχεις τίς κατηγορίες. Καὶ οὔτε αὐτὸ θὰ ἦταν δεῖγμα ταπεινοφροσύνης, ἀλλὰ εὐγνωμοσύνης. Τώρα ὅμως ἀποκαλοῦμε βέβαια τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς, ἀναξίους καὶ πόσα ἄλλα· ἂν ὅμως κάποιος ἄλλος μᾶς ἀποδώσει ἕνα ἀπὸ αὐτά, στενοχωρούμαστε, ἐξαγριωνόμαστε. Βλέπεις ὅτι δὲν εἶναι ἐξομολόγηση, οὔτε εὐγνωμοσύνη; Εἶπες ὅτι εἶσαι τέτοιος· μὴν ἀγανακτεῖς ὅταν τὸ ἀκοῦς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὅταν ἀτιμάζεσαι· ἔτσι γίνονται ἐλαφρύτερα τὰ ἁμαρτήματά σου, ὅταν ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν· διότι αὐτοὶ στοὺς ἑαυτούς τους προσθέτουν ἐπιπλέον βάρος, ἐνῶ ἐσένα σὲ ὁδηγοῦν στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.

Ἄκουσε τί εἶπε ὁ μακάριος Δαβὶδ ὅταν τὸν καταριόταν ὁ Σεμεεί: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ (:Ὑπομένω τίς κατάρες του, μήπως ὁ Θεὸς δεῖ αὐτὸν τὸν ἐξευτελισμό μου καὶ μὲ ἀνταμείψει μὲ ἀγαθά, ἀντὶ τῆς κατάρας ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴν ἐκσφενδονίστηκε ἐναντίον μου)» [Β΄ Βασ. 16,10-12]. Ἐνῶ ἐσὺ ἂν καὶ λὲς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ πιὸ μεγάλο κακό, ἀγανακτεῖς, ὅταν δὲν ἀκοῦς ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ ἐγκώμια τῶν μεγάλων δικαίων. Βλέπεις ὅτι παίζεις μὲ πράγματα ποὺ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ παίζει; Διότι ἀρνούμαστε τοὺς ἐπαίνους ἄλλων, γιὰ νὰ ἐπισύρουμε πάλι μεγαλύτερους ἐπαίνους, γιὰ νὰ μᾶς θαυμάσουν ἀκόμη περισσότερο. Ἑπομένως τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι ἐπειδὴ δὲν θέλουμε τὰ ἐγκώμια, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ αὐξήσουμε· καὶ ὅλα γίνονται γιὰ τὴ δόξα μας, καὶ ὄχι ἐπειδὴ πραγματικὰ τὰ θέλουμε. Γι᾿ αὐτὸ ὅλα εἶναι κενά, ὅλα μάταια.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν παρακαλῶ τώρα νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴ μητέρα τῶν κακῶν, τὴν κενοδοξία, καὶ νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κερδίσουμε καὶ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.

«Περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,  ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς (:φοροῦσαν γιὰ ροῦχα προβιὲς καὶ γιδοδέρματα, ζῶντας μέσα σὲ στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπάθειες. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἄξιζε ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνδρες, καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτούς. Περιπλανιόνταν σὲ ἐρημιὲς καὶ σὲ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρῦπες τῆς γῆς)» [Ἑβρ. 11,37].

Πάντοτε βέβαια, κυρίως ὅμως ὅταν σκέπτομαι τὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων, τότε μοῦ ἔρχεται νὰ ξεχνῶ ὅλα τὰ δικά μου, διότι οὔτε στὸ ὄνειρό μας δὲν γνωρίσαμε αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες πέρασαν σὲ ὅλη τους τὴ ζωή, καὶ αὐτὰ δὲν ἦταν τιμωρία γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους, ἀλλά, ἂν καὶ σημείωναν πάντοτε κατορθώματα, ὅμως πάντοτε ἀντιμετώπιζαν θλίψεις. Πράγματι, σκέψου τὸν Ἠλία, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ λόγος σήμερα· διότι γι᾿ αὐτὸν τὸ λέγει αὐτὸ ἐδῶ, τὸ «φοροῦσαν προβιὲς» καὶ τελειώνει σὲ αὐτὸν τὰ παραδείγματα χωρὶς νὰ ἀφήσει οὔτε αὐτὸ ποὺ τοὺς ἦταν γνωστό. Καὶ ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στοὺς ἀποστόλους, ὅτι ὑπέστησαν τὸν θάνατο μὲ μάχαιρα, ὅτι λιθοβολήθηκαν, ἐπανέρχεται πάλι στὸν Ἠλία, ποὺ ἔπαθε τὰ ἴδια μὲ αὐτούς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἦταν φυσικὸ νὰ μὴν ἔχουν ἀκόμη αὐτοὶ τόση μεγάλη ἰδέα γιὰ τοὺς ἀποστόλους, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀναλήφθηκε καὶ ὑπερβολικὰ θαυμάστηκε, δηλαδὴ τὸν προφήτη Ἠλία, φέρνει τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν παράκληση.

«Φοροῦσαν», λέγει, «δέρματα προβάτων καὶ δέρματα γιδιῶν, γεμᾶτοι στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπαθήματα, καὶ ὅλων αὐτῶν δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος αὐτός». Οὔτε ἔνδυμα εἶχαν, λέγει, νὰ ντυθοῦν, ἐξαιτίας τῶν ὑπερβολικῶν θλίψεων, οὔτε πόλη, οὔτε σπίτι, οὔτε κατάλυμα· αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Χριστὸς ἔλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (:Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν τρῦπες ποὺ τίς χρησιμοποιοῦν ὡς φωλιές, καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν μέρη γιὰ νὰ κουρνιάζουν, ἐνῶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδὴ ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα ἀπό τὴν Παρθένο καὶ εἶμαι ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος γνωστὸς ἀπὸ τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀδάμ, καὶ ὡς Μεσσίας πρόκειται νὰ ἔλθω πάλι Κριτὴς ἔνδοξος πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ) δὲν ἔχει οὔτε ποῦ νὰ ἀκουμπήσει τὸ κεφάλι του. Μὴν περιμένεις λοιπὸν κι ἐσὺ νὰ ἔχεις σωματικὲς ἀνέσεις καὶ ἀναπαύσεις, ἀλλὰ πᾶρε τίς ἀποφάσεις σου γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν ὅτι ἡ ζωὴ τῶν ἀκολούθων μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ στερήσεις καὶ θυσίες, ὅπως ἡ δική μου)» [Ματθ. 8,20].

Ἀλλὰ τί λέγω «δὲν εἶχαν κατάλυμα»; Οὔτε τόπο γιὰ νὰ σταθοῦν εἶχαν· διότι οὔτε ὅταν κατέφευγαν στὴν ἔρημο, ἡσύχαζαν· καθόσον δὲν εἶπε, «παρέμειναν στὴν ἔρημο», ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι ἔφευγαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καταδιώκονταν· τοὺς ἔδιωχναν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν κατοικημένη περιοχή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀκατοίκητη. Καὶ ὑπενθυμίζει τοὺς τόπους ὅπου ζοῦσαν καὶ τὰ γεγονότα ποὺ τοὺς συνέβηκαν ἐκεῖ· «γεμᾶτοι ἀπὸ στερήσεις καὶ θλίψεις». «Ἔπειτα», λέγει, «ἐσᾶς σᾶς κατηγοροῦσαν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ αὐτὸ τὰ ἔκαναν στὸν Ἠλία· τί εἶχαν νὰ ποῦν σὲ βάρος του, καὶ τὸν ἔδιωχναν καὶ τὸν καταδίωκαν καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ παλεύει μὲ τὴν πείνα;». Αὐτὸ καὶ αὐτοὶ τότε πάθαιναν. Γι᾿ αὐτὸ ἀλλοῦ ἔλεγε: «Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς (:Οἱ μαθητές, λοιπόν, ἀνάλογα μὲ τοὺς πόρους καὶ τὰ μέσα ποὺ διέθετε ὁ καθένας, ἀποφάσισαν νὰ στείλουν καθένας ἀπ᾿ αὐτοὺς τὴ συνδρομή του γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ νὰ ὑπηρετήσουν τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ἰουδαία)» [Πράξ. 11,29]. Πρᾶγμα ποὺ συνέβηκε καὶ σὲ αὐτούς.

«Κακουχούμενοι», λέγει· δηλαδὴ ἦταν ἐκτεθειμένοι σὲ ὅλα τὰ κακά, καὶ στὶς ὁδοιπορίες καὶ στοὺς κινδύνους· πρᾶγμα ποὺ καὶ σὲ αὐτοὺς συνέβαινε. Ἀλλὰ τὸ «περιῆλθον», τί σημαίνει; «Περιπλανώμενοι στὶς ἐρήμους καὶ στὰ ὄρη καὶ στὰ σπήλαια καὶ στὶς τρῦπες τῆς γῆς». Τίποτε ἄλλο δὲν δείχνει αὐτὸ παρὰ μόνο παρουσιάζει μὲ μιὰ λέξη, ὅτι περιφέρονταν ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἐξόριστοι καὶ οἱ μετανάστες, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν καταδικαστεῖ γιὰ ἀτιμίες, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι ἄξιοι νὰ βλέπουν οὔτε τὸν ἥλιο καὶ οὔτε στὴν ἔρημο ἔβρισκαν καταφύγιο, ἀλλὰ ἔπρεπε διαρκῶς νὰ φεύγουν, ἔπρεπε νὰ ἀναζητοῦν κρύπτες, ἔπρεπε ζωντανοὶ νὰ θάπτονται, πάντοτε νὰ εἶναι φοβισμένοι.

«Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττὸν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι (:Καὶ ὅλοι αὐτοί, ἂν καὶ ἔλαβαν ἐγκωμιαστικὴ μαρτυρία γιὰ τὴν πίστη τους, δὲν ἀπόλαυσαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐράνιας κληρονομίας, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προέβλεψε κάτι καλύτερο γιὰ ἐμᾶς, ὥστε νὰ λάβουν σὲ τέλειο βαθμὸ τὴ σωτηρία χωρὶς ἐμᾶς)» [Ἑβρ. 11,39]. «Ποιός λοιπόν», λέγει, «εἶναι ὁ μισθός τῆς τόσο μεγάλης ἐλπίδας; Ποιά εἶναι ἡ ἀνταπόδοση;». Μεγάλη εἶναι καὶ τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὸν λόγο. «Διότι αὐτά», λέγει, «ποὺ ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε οὔτε στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀνέβηκαν, αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν». Ἀλλὰ ἀκόμη δὲν τὰ ἀπήλαυσαν, ἀκόμη περιμένουν καὶ πέθαναν ἔτσι μέσα σὲ τόση μεγάλη θλίψη.

Καὶ ἐκεῖνοι βέβαια ἔχουν τόσα πολλὰ χρόνια ποὺ νίκησαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἀκόμη δὲν τὰ ἀπήλαυσαν τὴν ἀμοιβή, καὶ ἐσεῖς ποὺ βρίσκεστε ἀκόμη στὸ στάδιο τοῦ ἀγῶνα, ἀδημονεῖτε; Σκεφτεῖτε καὶ ἐσεῖς τί σημαίνει αὐτὸ καὶ πόσο ὁ Ἀβραὰμ θὰ περιμένει· καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ περιμένει πότε ἐσὺ θὰ τελειωθεῖς, γιὰ νὰ μπορέσουν τότε νὰ λάβουν τὸν μισθό. Διότι, ἐὰν καὶ ἐμεῖς δὲν παραβρεθοῦμε ἐκεῖ, τοὺς τὸ προεῖπε ὁ Σωτῆρας, δὲ θὰ τοὺς ἀνταμείψει. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας φιλόστοργος πατέρας ἐὰν ἔλεγε γιὰ τὰ παιδιά του, ποὺ εὐδοκιμοῦν καὶ ἔχουν ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο τους, νὰ μὴν τὰ δώσουν νὰ φᾶνε, ἐὰν δὲν ἔλθουν καὶ οἱ ἀδελφοί τους. Καὶ ἐσὺ στενοχωριέσαι γιατί ἀκόμα δὲν ἀμείφθηκες; Τί λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ κάνει ὁ Ἄβελ, ποὺ πρὶν ἀπὸ ὅλους νίκησε, καὶ ἀκόμη περιμένει ἀστεφάνωτος; Τί πρέπει ἐπίσης νὰ κάνει ὁ Νῶε; Καὶ τί ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ποὺ περιμένουν ἐσένα καί τοὺς μετὰ ἀπὸ ἐσένα; Βλέπεις ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ ἐκείνους; Καλὰ λοιπὸν εἶπε «ὅτι ὁ Θεὸς προέβλεψε κάτι καλύτερο γιὰ ἐμᾶς». Γιὰ νὰ μὴ νομίζουν δηλαδὴ ὅτι πλεονεκτοῦν ἀπέναντί μας ἐὰν στεφανώνονταν πρῶτοι, ὅρισε νὰ εἶναι κοινὸς γιὰ ὅλους ὁ καιρὸς τῶν στεφάνων καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει νικήσει πρὶν τόσα πολλὰ χρόνια μαζί σου νὰ λάβει τὸ στεφάνι.

Βλέπεις φροντίδα; Καὶ δὲν εἶπε «γιὰ νὰ  μὴν στεφανωθοῦν χωρὶς ἐμᾶς», ἀλλὰ «γιὰ νὰ μὴν τελειωθοῦν χωρὶς ἐμᾶς»· ὥστε τότε θὰ φανοῦν καὶ τέλειοι. Μᾶς πρόλαβαν στοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς προλάβουν καὶ στὰ στεφάνια. Δὲν ἀδίκησε ἐκείνους, ἀλλὰ τίμησε ἐμᾶς· ὥστε τότε θὰ φανοῦν καὶ τέλειοι. Μᾶς πρόλαβαν στοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ δὲ θὰ μᾶς προλάβουν καὶ στὰ στεφάνια. Δὲν ἀδίκησε ἐκείνους, ἀλλὰ τίμησε ἐμᾶς· διότι καὶ αὐτοὶ περιμένουν τὰ ἀδέλφια τους. Ἐφόσον ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα, μεγαλύτερη γίνεται ἡ ἡδονὴ στὸ σῶμα, ὅταν ἀπὸ κοινοῦ στεφανώνεται καὶ ὄχι μεμονωμένα. Πράγματι οἱ δίκαιοι καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ εἶναι ἀξιοθαύμαστοι, διότι χαίρονται γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῶν ἀδελφῶν τους, σὰν νὰ εἶναι δικά τους. Ὥστε αὐτὸ εἶναι σύμφωνο καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία ἐκείνων, τὸ νὰ στεφανωθοῦν δηλαδὴ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός τους· διότι τὸ νὰ δοξαστοῦν μαζὶ εἶναι μεγάλη ἡδονή. «Λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμε γύρω μας ἕνα τόσο πυκνὸ σύννεφο μαρτύρων».

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡ Γραφὴ παρουσιάζει τὴν παρηγοριὰ στὰ κακοπαθήματα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ συμβαίνουν, ὅπως ὅταν λέγει ὁ προφήτης: «Καὶ ἔσται εἰς σκιὰν ἀπὸ καύματος καὶ ἐν σκέπῃ καὶ ἐν ἀποκρύφῳ ἀπὸ σκληρότητος καὶ ὑετοῦ (:Ὅλοι καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν κάτω ἀπὸ τὴ δροσερὴ σκιὰ τῆς νεφέλης, θὰ προστατεύονται ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου, θὰ σκεπάζονται ἀπὸ τίς ραγδαῖες καταστρεπτικὲς βροχές, θὰ εὑρίσκονται σὲ ἀσφάλεια καὶ θὰ ζοῦν μὲ ἄνεση)» [Ἠσ. 4,6]· καὶ ὁ Δαβίδ: «Ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα (:Τότε κατὰ τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος δὲν θὰ σὲ καυματίσει, οὔτε ἡ σελήνη θὰ σὲ βλάψει κατὰ τὴν νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6]. Αὐτὸ λοιπὸν καὶ ἐδῶ λέγει, ὅτι ἡ μνήμη τῶν ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, ὡς νέφος θὰ σκιάζει ἐκεῖνον ποὺ φλέγεται ἀπὸ θερμότερη ἀκτῖνα· ἔτσι ἀνασταίνει καὶ ἀναζωογονεῖ τὴν ψυχή, ποὺ εἶναι ἀποκαμωμένη ἀπὸ τίς δυστυχίες. Καὶ δὲν εἶπε: «ποὺ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ ἐμᾶς», ἀλλὰ «ποὺ μᾶς περιβάλλει», ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ ἀνώτερο· τὸ κάνει γιὰ νὰ δηλώσει μὲ αὐτό, ὅτι περιβάλλοντάς μας, εἶναι φυσικὸ ὅτι θὰ μᾶς ἔχει σὲ μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Μάρτυρες ὀνομάζει ὄχι μόνο αὐτοὺς ποὺ ἀναφέρονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιά· καθόσον καὶ αὐτοὶ μαρτύρησαν γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ· ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, οἱ περὶ τὸν Ἠλία, οἱ προφῆτες ὅλοι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁμιλίες ΚΓ΄ (κατ᾿ ἐπιλογήν), ΚΖ΄ (κατ᾿ ἐπιλογὴν) καὶ ΚΗ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 25, σελίδες 136-145, 220-237 καὶ 239-243.

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   ΠΤρεμπέλα Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτηἈθήνα 2014.

•    Καινὴ ΔιαθήκηΚείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάραἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτηἈθήνα 2009.

•    Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκονταΚείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάραἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τέταρτηἈθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm 
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»