Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Νεοβαρλααμισμὸς ἡ «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση».


Μέχρι τώρα η προβληματική αυτή περιοριζόταν σέ μικρό αριθμό προσώπων ήταν περισσότερο μία ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση με ελάχιστη απήχηση στην εκκλησιαστική πράξη. Ελαχιστότατοι επίσκοποι καί ιερείς με δική τους πρωτοβουλία προέβαιναν σε αλλαγές και ανανεώσεις μέσα στό χώρο της Θ. Λατρείας. Τώρα η «Λειτουργική Αναγέννηση» απέκτησε εκκλησιαστική κάλυψη καί συνοδική έκφραση. Άπό τό 1999 έχει συσταθή καί λειτουργεί «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως», η οποία μάλιστα σπεύδει, βιάζεται, νά «ανανεώσει» καί νά «αναγεννήσει» πολλά στοιχεία της πολύτιμης καί πατροπαράδοτης, της ατίμητης καί μοναδικής Όρθόδοξης Λατρείας. Έπί τόσους αιώνες μεγάλοι Άγιοι καί Πατέρες, καί στους καιρούς μας σύγχρονοι Άγιοι καί Γέροντες, δέν κατάλαβαν, δέν συνέλαβαν τήν ανάγκη της ανανεώσεως· η Εκκλησία φαίνεται ότι βρισκόταν σέ ένα είδος απραξίας, παραδοσιαρχίας, συντηρητισμού, νάρκης· τό Άγιο Πνεύμα εκοιμάτο, δέν ενεργούσε, ο Χριστός εκάθευδε, γιά νά χρησιμοποιήσουμε άλλη πατερική έκφραση. Έρχονται λοιπόν τώρα οι άνανεωτές, γιά νά σώσουν τήν Εκκλησία άπό τήν παλαιότητα καί τόν συντηρητισμό, νά τήν κάνουν σύγχρονη, δυναμική, προοδευτική. Συγκαλούνται κάθε χρόνο υπό τήν ευθύνη αυτής της ειδικής συνοδικής επιτροπής λειτουργικά συνέδρια καί ορίζονται εισηγητές, κυριαρχικά άπό τους κύκλους τών ανανεωτών, ώστε νά δίδεται η εντύπωση ότι η θεολογική επιστήμη, οι ειδικοί λειτουργιολόγοι, συμφωνούν καί υπερθεματίζουν γιά τις σχεδιασθείσες καί άποφασισθείσες λειτουργικές αλλαγές.

Ήταν πολύ φυσικό καί επιβεβλημένο απέναντι αυτής τής μονομερούς καί μεροληπτικής εμφανίσεως τής «Λειτουργικής Ανανέωσης» ώς εκκλησιαστικής κινήσεως με συνοδική ταμπέλα καί σφραγίδα, νά ακουσθούν άλλες φωνές, παραδοσιακές, οι οποίες εκφράζουν τις ανησυχίες τους γιά τά σχεδιαζόμενα καί επισημαίνουν τόν κίνδυνο φθοράς καί αλλοιώσεως τού μυστικοασκητικού χαρακτήρος τής Όρθοδόξου Λατρείας, τής μοναδικότητος αλλά καί τής σωτηριώδους αποστολής καί ενεργείας της. Αυτές οι φωνές ακούσθηκαν δυνατά σέ λειτουργικό συνέδριο πού οργάνωσε η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών τήν Άνοιξη στην Θεσσαλονίκη (27 Φεβρουαρίου -1 Μαρτίου 2002), στό οποίο κληρικοί καί μοναχοί ώς καί πανεπιστημιακοί θεολόγοι, ανέπτυξαν μέ είκοσι μία (21) εισηγήσεις τις θέσεις τους γιά τά πιό σημαντικά θέματα πού προβάλλει η «Λειτουργική Ανανέωση», παρουσιάζοντας τήν δισχιλιετή στάση και εμπειρία των Αγίων. Τά «Πρακτικά» αύτού τού συνεδρίου, τίς πολύτιμες, όντως, εισηγήσεις, τις έχουμε ήδη αποθησαυρισμένες σε ένα τριπλό τεύχος τού περιοδικού «Θεοδρομία», πού κυκλοφόρησε αυτές τίς ημέρες καί αναμενόταν μέ μεγάλο ενδιαφέρον από κληρικούς καί θεολόγους.

Γιά νά γίνουμε όμως πιό πρακτικοί καί συγκεκριμένοι· ποιες είναι οι λειτουργικές αλλαγές πού προτείνονται από τους άνανεωτές καί εκσυγχρονιστές; Θά αναφερθούμε στά σημαντικώτερα καί πάλιν ζητήματα, λεπτομερή ανάλυση των οποίων ευρίσκει κανείς στό μνημονευθέν μνημειώδες τεύχος τής «Θεοδρομίας» πού καταλαμβάνει τετρακόσιες πενήντα σελίδες (450). Προτείνονται λοιπόν η εγκατάλειψη τού χρησιμοποιούμενου σήμερα μοναστικού τυπικού καί η υιοθέτηση τού εγκαταλειφθέντος ασματικού τυπικού, η συντόμευση τού χρόνου των ακολουθιών πού θεωρούνται μακρές καί κουραστικές, η μεταφορά τού χρόνου ενάρξεως τους αργότερα, ώστε νά ξεκουράζονται τό πρωΐ οι πιστοί πού θέλουν νά τίς παρακολουθήσουν, η προτίμηση όχι αργών αλλά σύντομων βυζαντινών μελών, η τέλεση δεύτερης λειτουργίας τήν ίδια ημέρα από τόν ίδιο ιερέα, η μετάφραση τών λειτουργικών κειμένων, ώστε νά γίνονται κατανοητά από τό λαό, η εκφώνηση τών ευχών καί όχι η μυστική ανάγνωση τους, η συμψαλμωδία τού εκκλησιάσματος, η κατάργηση τών υψηλών τέμπλων, η συμμετοχή γυναικών στους χορούς τών ιεροψαλτών, η χρήση μουσικών οργάνων μέσα στις εκκλησίες, η τετράφωνη απόδοση τών εκκλησιαστικών ύμνων, η σύνταξη νέων ακολουθιών γιά τόν αρραβώνα καί τό γάμο, ώς καί νέων ευχών γιά τίς γυναίκες μετά τόν τοκετό κατά τή διάρκεια της λοχείας, η μόνιμη στροφή τού ιερέως προς τόν λαό κατά τήν διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, η κήδευση τών αβαπτίστων νηπίων καί τών αυτοκτονούντων, η κατάργηση τού ράσου, η έμμεση υποκατάσταση τού μυστηρίου της μετανοίας καί εξομολογήσεως από ψυχιάτρους καί ψυχολόγους καί πολλά άλλα.

Μέχρι τώρα ό άνεμος αυτός της ανανεώσεως, μολονότι έπνεε στά μυαλά πολλών, ήταν κλειστός, σφραγισμένος, όπως στους μυθικούς ασκούς τού Αιόλου. Τώρα η ίδια η Ιερά Σύνοδος άνοιξε τους ασκούς καί ούτε η ίδια ημπορεί νά τόν συμμαζέψει. Οπως λέγει η παροιμία, όταν σπέρνεις άνεμους, θερίζεις θύελλες. Η περίπτωση τού μητροπολίτου Κιλκισίου κ. Αποστόλου, οί λειτουργικές καινοτομίες τού οποίου ξεσήκωσαν την πόλη τού Κιλκίς, επιβεβαιώνουν αυτήν τήν διαπίστωση. Μετά από έντονα διαβήματα καί ενυπόγραφες καταγγελίες πολιτών, η Ιερά Σύνοδος αναγκάσθηκε νά πάρει θέση καί νά συστήσει στον κατά τά άλλα σεβαστό καί πολιό αρχιερέα νά είναι προσεκτικός, μολονότι θά πρέπει νά παρατηρήσουμε ότι όσα ό μητροπολίτης έσπευσε νά εφαρμόσει αποτελούν προτάσεις της «Λειτουργικής Ανανέωσης», αυτά προτείνουν οί ειδικοί λειτουργιολόγοι καί προωθεί σιγά-σιγά η «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως». Επρεπε νά τόν επαινέσουν καί όχι νά τόν επιπλήξουν, άφού είναι καρπός όλης αυτής της «ανανεωτικής» νοοτροπίας, εμείς δε νά τόν ευχαριστήσουμε, διότι δέν μας αποκοίμισε, δέν είναι δίγλωσσος καί δίψυχος, αλλά ό,τι πιστεύει τό εφαρμόζει, καί είχαμε έτσι τήν δυνατότητα νά διαπιστώσουμε τήν ποιότητα της περίφημης «Λειτουργικής Αναγέννησης».

Μέχρις εδώ προσπάθησα σύντομα νά εξηγήσω τό μισό μέρος τού τίτλου, νά ιχνογραφήσω, νά ζωγραφίσω μέ αδρές πινελιές τό πρόσωπο της περιώνυμης «Λειτουργικής Ανανέωσης». Τι σημαίνει όμως ό όρος «Νεοβαρλααμισμός», ό οποίος κατά τήν εκτίμηση πολλών καί τήν ιδική μας χαρακτηρίζει, σφραγίζει τήν λειτουργική αυτή ανανεωτική τάση. Ό όρος σημαίνει ότι πρόκειται γιά επανεμφάνιση, γιά αναβίωση τής διδασκαλίας τού δυτικού μοναχού Βαρλαάμ τού Καλαβρού, τόν οποίο αντιμετώπισε τόν 14ο αιώνα ό μέγας θεολόγος καί πατήρ τής Εκκλησίας, ό Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση τους δέν έχουμε σύγκρουση δύο προσώπων, διατύπωση απλώς διαφορετικών γνωμών, αλλά σύγκρουση δύο πολιτισμών, δύο κόσμων τής αγιοπνευματικής, μυστικοασκητικής Όρθοδόξου Ανατολής καί τής ορθολογιστικής καί εκκοσμικευμένης παπικής Δύσεως, η οποία επεχείρησε τότε διά τού Βαρλαάμ νά ανανεώσει, νά εκσυγχρονίσει τήν Όρθόδοξη Εκκλησία, απορρίπτοντας τήν μυστική οδό γνώσεως καί προσεγγίσεως τού Θεού καί καταργώντας τήν κακοπάθεια τού σώματος καί όλη τήν ασκητική παράδοση τής Εκκλησίας.

Στενοχωρήθηκα και έλυπήθηκα, όταν διεπίστωσα ότι η σύγχρονη λειτουργική ανανέωση κινείται βασικώς στην ίδια πνευματική και θεολογική γραμμή τού Βαρλαάμ, ό οποίος στά πρόσωπα των ιδικών μας, ίσως ανύποπτων καί ανεπαρκώς γνωριζόντων τήν ορθόδοξη παράδοση άνανεωτών, επιχειρεί νά πάρει τή ρεβάνς από τόν Αγιο Γρηγόριο Παλαμά, λεληθότως καί διά των ημετέρων νά αναστήσει τόν διά συνοδικών αποφάσεων καταδικασθέντα «Διαφωτισμό» καί ορθολογιστικό Ουμανισμό της Δύσεως. Άπό της πλευράς αυτής η «Λειτουργική Ανανέωση» δέν πρέπει νά αντιμετωπίζεται ελαφρά τη καρδία ως μία θεολογική αδολεσχία καί αντιπαράθεση γνωμών καί επιχειρημάτων επάνω σέ ακίνδυνα καί θεολογούμενα θέματα, αλλά ώς επικίνδυνη αίρεση μέ σοβαρές πνευματικές καί σωτηριολογικές επιπτώσεις. Ηδη χαρακτηρίσθηκε ώς αίρεση άπό τόν πρωτοπρεσβύτερο καί τώρα αρχιμανδρίτη, μετά άπό μακροχρόνια ευλογημένη καί αγόγγυστη χηρεία, π. Σαράντη Σαράντο, καθηγητή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, πνευματικώς προεστώτα πολυμελούς ομίλου παραδοσιακών καί αγωνιστών κληρικών τού λεκανοπεδίου της Αττικής (1). Ο χαρακτηρισμός δέν είναι υπερβολικός· συμφωνεί μέ τά πράγματα. Άφού ό Βαρλααμισμός καταδικάσθηκε άπό τήν Εκκλησία διά σειράς συνόδων τόν 14ο αιώνα ώς αίρεση, αυτό σημαίνει ότι καί ό έπί της αυτής γραμμής κινούμενος Νεοβαρλααμισμός τής «Λειτουργικής Αναγέννησης» είναι επίσης αίρεση. Σημαίνει ακόμη ότι είχαμε δίκαιο όταν, εξ αφορμής τής ελεύσεως τού πάπα στην Αθήνα, ισχυριζόμασταν ότι ο πάπας ήλθε, αλλά δέν έφυγε, παραμένει ώς νοοτροπία καί ενεργεί, όπως παλαιά, μέ νέους Βαρλαάμ στό χώρο τής Όρθοδοξίας.

Γιά νά μή φαίνονται όμως υπερβολικές αυτές οι εκτιμήσεις καί οι συγκρίσεις, θά προσπαθήσουμε σύντομα νά τις κατοχυρώσουμε. Δύο δομικές, ουσιαστικές ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα στή διδασκαλία τού Βαρλαάμ καί στις απόψεις τών συγχρόνων Νεοβαρλααμιτών της «Λειτουργικής Ανανέωσης». Η πρώτη δίνει μεγάλη σημασία στον νού, στή γνώση, στην επιστήμη, στή φιλοσοφία, στην κατανόηση τών λεγομένων περί τού Θεού καί τών θείων. Η δεύτερη καταργεί τόν κόπο καί την άσκηση τού σώματος, τήν κακοπάθεια τού σώματος, καί προβάλλει την άνεση, τήν ανάπαυση, την ξεκούραση, ώστε νά ημπορεί ο πιστός ξεκούραστος και όχι καταπονημένος νά προσεύχεται, νά κατανοεί τά πραττόμενα και λεγόμενα.

Πράγματι, όταν ο Βαρλαάμ πληροφορήθηκε από μοναχούς της Θεσσαλονίκης γιά τήν μέθοδο της νοεράς προσευχής, ότι είναι δυνατόν καθαιρόμενος ό πιστός άπό τά πάθη νά προσεγγίσει τόν Θεό, κατά τό μέτρο της καθάρσεως, έστω καί αν είναι αγράμματος και δέν κατανοεί όσα λέγονται στην Αγία Γραφή καί στά λειτουργικά κείμενα, νά αξιωθεί της θεωρίας τού άκτίστου φωτός καί νά φωτισθεί, μεταποιουμένων καί μεταμορφουμένων όλων των γνωστικών του οργάνων καί μετατιθεμένων στην περιοχή των άκτίστων ενεργειών της Θ. Χάριτος, ειρωνεύθηκε τους μοναχούς, αρνήθηκε ότι υπάρχει άκτιστη ενέργεια τού Θεού, η οποία φωτίζει καί αγιάζει, καί τους συνέστησε ως μόνη οδό θεογνωσίας τήν ενασχόληση μέ τήν επιστήμη καί τήν φιλοσοφία, τήν κάθαρση όχι άπό τά πάθη, αλλά άπό τήν άγνοια. Δέν ήταν δύσκολο νά ανατρέψει αυτόν τόν ουμανιστικό Διαφωτισμό ό Αγιος Γρηγόριος, πού προσεκλήθη νά έλθει στην Θεσσαλονίκη άπό τό Άγιον Όρος. Νά πει, πολύ σχηματικά, πώς, άν όντως σώζεται καί τελειοποιείται κανείς μέ τήν φιλοσοφία καί τή γνώση, τότε οι αρχαίοι Ελληνες σοφοί θά ήσαν θεοπτικότεροι τών προφητών καί τού μείζονος εν γεννητοίς γυναικών Προδρόμου καί Βαπτιστού, ο οποίος δέν φοίτησε σέ σχολεία, αλλά τελειοποιήθηκε στην έρημο, ο Χριστός θά επέλεγε ώς κήρυκας τού Ευαγγελίου γιά νά τό κατανοούν καί νά τό διδάσκουν καλύτερα όχι αγράμματους αλιείς, αλλά φιλοσόφους καί επιστήμονες, καί στον πλούσιο νεανία πού ζήτησε νά μάθει πώς θά σωθεί καί θά τελειοποιηθεί δέν θά έλεγε νά πουλήσει τά υπάρχοντα του, νά τά διανείμει στους πτωχούς καί νά τόν ακολουθήσει, άλλα θά τού υπεδείκνυε σχολεία γιά νά πάει νά μορφωθεί, ώστε νά κατανοεί τό κήρυγμα τού Ευαγγελίου (2).

Είναι καταλυτική η συμπερασματική σκέψη τού Αγίου Γρηγορίου, απευθυνόμενη προς τόν τότε Βαρλαάμ καί στους νέους Βαρλαάμ τών καιρών μας. Τους λέγει ότι χωρίς κάθαρση άπό τά πάθη καί τις κακίες, πού είναι απαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ενεργήσει η Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, νά αγιάσει και νά φωτίσει, εγγραμμάτους καί αγράμματους, σοφούς καί ασόφους, κατανοούντας καί μή κατανοούντας, ακόμη καί αν μάθει κανείς όλες τίς επιστήμες καί όλη τή συσσωρευμένη γνώση, από τού Αδάμ μέχρι της συντέλειας, θά εξακολουθήσει ώς προς τά θεία νά είναι μωρός καί τυφλός, κλειστός παντελώς στην φωτιστική καί θεοποιό Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, ξένος προς τά λεγόμενα καί τελούμενα. Στην περίπτωση αυτή ένας αγράμματος, αλλά ταπεινός καί κεκαθαρμένος πιστός, όπως καί ένα άπονήρευτο παιδί, βιώνει καί μετέχει στά τελούμενα καλύτερα από ένα φιλόλογο καθηγητή καί επιστήμονα: «Καθαρότητος άνευ, καν μάθης τήν άπό τού Αδάμ μέχρι συντέλειας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μή καί μάλλον, εση ή σοφός» (3).

Τό ίδιο ισχύει καί μέ τήν κακοπάθεια καί ανάπαυση τού σώματος. Ό Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι δέν πρέπει νά κουράζουμε τό σώμα μέ τήν άσκηση, τή νηστεία, τίς πολύωρες ακολουθίες, τήν ορθοστασία, τήν κακοπάθεια, τίς μετάνοιες, γιατί μέ κουρασμένο καί εξαντλημένο τό σώμα ο νους δέν μπορεί νά αφοσιωθεί στό έργο της προσευχής. Ό Αγιος Γρηγόριος απαντά ότι στή λατρεία μετέχουμε ώς ψυχοσωματικά όντα, μετέχουμε καί μέ τό σώμα μας, καί ότι η κάθαρση άπό τά πάθη επιτυγχάνεται μέ τήν άσκηση καί τήν κακοπάθεια τού σώματος, ενώ αντίθετα μέ τήν περιποίηση καί τήν ανάπαυση τού σώματος θεριεύουν τά πάθη, δέν θεραπεύονται· γι’ αυτό η χριστιανική ζωή είναι στενή καί τεθλιμμένη οδός, εσταυρωμένος βίος· όλοι οι άγιοι ακολούθησαν αυτήν τήν ασκητική μέθοδο, τήν οποία ανατρέπει ό Βαρλαάμ, ο καθηγητής της απραξίας, όπως τόν αποκαλεί. Η απαλλαγή άπό τήν εμπάθεια καί τήν ήδυπάθεια μόνον μέ τήν άσκηση τού σώματος είναι δυνατή· οι αμαρτωλές τάσεις τού σώματος καί οι πονηροί λογισμοί έξασθενούν μέ τήν νηστεία, τήν αγρυπνία, τίς μετάνοιες, μέ όλα τά μέσα πού προκαλούν οδύνη καί πόνο. Ό Κύριος συνέδεσε τήν προσευχή μέ τήν νηστεία, ό δέ Αγιος Γρηγόριος Θεολόγος συμπεραίνει ότι «ουδενί των πάντων ούτως ώς κακοπαθεία Θεός θεραπεύεται» (4).

Μεταφερόμενα αυτά στίς προτάσεις καί ρυθμίσεις της σύγχρονης λειτουργικής ανανέωσης φανερώνουν ότι επαναλαμβάνονται στό ακέραιο οι δύο βαρλααμικές πλάνες. Πολλές από τίς λειτουργικές αλλαγές, όπως η συντόμευση των ακολουθιών, η αλλαγή τού ωραρίου ενάρξεως τών ακολουθιών, η δεύτερη θεία Λειτουργία, η τοποθέτηση καθισμάτων σέ όλους τους χώρους τού ναού, η κατάργηση τών αργών μελών της βυζαντινής μουσικής καί όλα τά παρόμοια, τείνουν όπως παρατηρεί ο π. Μωϋσης ο Αγιορείτης «προς τό άκοπο, τό άμοχθο, τό εύκολο, αυτό πού φαίνεται πώς ικανοποιεί τόν σύγχρονο κουρασμένο άνθρωπο. Λησμονείται τό ασκητικό, τό μαρτυρικό, τό θυσιαστικό καί πάντοτε ενυπάρχον εμπονο στοιχείο στην Όρθόδοξη Εκκλησία» (5).

Από την άλλη πλευρά άλλες προτεινόμενες αλλαγές, όπως η μετάφραση τών λειτουργικών κειμένων, η έκφωνη ανάγνωση τών ευχών, η κατάργηση ή τό χαμήλωμα τών τέμπλων, η χρήση μικρών λειτουργικών εγκολπίων από τους πιστούς καί πολλά άλλα υιοθετούν την ορθολογιστική βαρλααμική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία πρέπει νά κατανοούμε τά λεγόμενα καί τά πραττόμενα, γιατί διαφορετικά δέν ωφελούμαστεΚαταργείται έτσι, μετά από τήν ασκητική, καί η μυστική διάσταση της Όρθοδόξου πνευματικότητος. Ο Θεός όμως δέν κατανοείται, αλλά βιώνεται. Ενεργεί όχι επί τών σοφών καί εγγραμμάτων, αλλά επί τών καθαρών καί ταπεινών τή καρδία, τους οποίους φωτίζει καί αγιάζει, ακόμη καί όταν δέν κατανοούν. Στην Εκκλησία πηγαίνουμε όχι γιά νά κατανοήσουμε, αλλά γιά νά εμφανισθούμε, νά παρουσιασθούμε μπροστά στό Θεό, νά δώσουμε τό παρών στους αγγέλους πού καταγράφουν τους παρόντες, καί νά δεχθούμε τήν αγιαστική Χάρη εκ μέρους τών ιερέων. Αυτό επιτυγχάνεται καί εξαρτάται όχι άπό τό βαθμό κατανοήσεως τών τελουμένων, αλλά άπό τόν βαθμό της πνευματικής προκοπής καί τελειότητος, από τήν διάθεση νά βιώσει, νά ζήσει κανείς κοντά στό Θεό καί στά θεία (6).

Επιχειρήσαμε νά δείξουμε ότι η «Λειτουργική Αναγέννηση» αναβιώνει, επαναφέρει τόν Βαρλαάμ τού 14ου αιώνος στις δυο βασικές ουμανιστικές του κατευθύνσεις: α) Στην μεγάλη σημασία πού δίδει στή γνώση, στην επιστήμη, στην κατανόηση ώς οδό τελειώσεως καί β) στην κατάργηση της κακοπαθείας, της ασκήσεως τού σώματος κατά τήν διάρκεια της προσευχής καί στην επιδίωξη της άνεσης, της ξεκούρασης. Αυτά τά δύο επιδιώκουν καί οί σημερινοί ανανεωτές της Θ. Λατρείας, ίσως χωρίς νά γνωρίζουν ότι κινούνται σέ αιρετικό καί επικίνδυνο κλίμα, μέ σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες, αν κατορθώσουν νά επιβάλουν τίς αλλαγές καί τις μεταρρυθμίσεις. Οί ανησυχίες πολλών κληρικών, μοναχών καί λαϊκών δέν έχουν προσωπικά κίνητρα καί σκοπιμότητες· επιθυμούν νά παραμείνει ανοικτός ό δρόμος πού ακολούθησαν οί Αγιοι, ο δοκιμασμένος δρόμος της μυστικοασκητικής βιοτής, πού οδηγεί στον αγιασμό καί στή θέωση, «η στενή καί τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις τήν ζωήν»· ο ορθολογισμός καί η ξεκούραση, η άνεση, είναι «η ευρύχωρος οδός η απάγουσα εις τήν απώλειαν» (7).


——————–
1. Άρχιμ. ΣΑΡΑΝΤΗ ΣΑΡΑΝΤΟΥ, «Η ιερολογία τού γάμου και τά συναφή προβλήματα», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 254.

2. Περί αυτών βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, έκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 134-137.

3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περί των ιερώς ήσυχαζόντων 1,1,3, έν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. 1, σελ. 363.

4. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, αυτόθι, σελ. 147-149. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 24, ΙΙ, PG 35,1181Β.

5. Γέροντος ΜΩΫΣΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ, «Προβληματισμοί καί τάσεις στη σύγχρονη λειτουργική αναγέννηση», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 38.

6. Εκτενή κατοχύρωση αυτού τού μυστικού στοιχείου πού καταργούν οί ανανεωτές βλ. εν Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Πρέπει νά μεταφρασθούν τά λειτουργικά κείμενα;», Θεοδρομία Δ1-3 (2002) 394-404.

7. Ματθ. 7,13-14.

—————–


περιοδικό Θεοδρομία, τεύχος Δ 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2002, σ. 463.

ΠΗΓΗ analogion.gr