Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ
ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Ἀπαραίτητες διευκρινίσεις γιά στοιχειώδη
κατανόησι τοῦ κειμένου τό ὁποῖον ἀπεστάλη σέ τοπικές ἐφημερίδες, ὅπου οἱ ἐντόπιοι ἀναγνῶστες
γνώριζαν λίγοπολύ τά κάτωθι:
Κάτω ἀπό τήν Μονή Γωνιᾶς στό Κολυμπάρι Κισσάμου (Κρήτης), οἱ ἀρχές τοῦ τόπου ἀπεφάσισαν νά φτιάξουν μαρίνα γιά
ἐλλιμενισμό γιώτ. Τήν ὀνόμασαν καταφύγιο γιά τούς ἁλιεῖς, παρ᾽ ὅτι κάτι τέτοιο ὑπῆρχε. ῾Η Μονή προσέφυγε στό Συμβούλιο τῆς ᾽Επικρατείας. Τόν ᾽Ιούνιο τό
2001 ἔγινε γνωστή ἡ εἰσήγησις
τοῦ εἰσηγητοῦ στό ΣτΕ ἡ
ὁποία ἦτο ὑπέρ τῆς Μονῆς, ὅπως ἦτο φυσικό. ᾽Ανέλαβε τότε μία ἐπιτροπή ἀποτελουμένη ἀπό τόν τοπικό ᾽Επίσκοπο,
τόν Δήμαρχο, τόν ἐκπρόσωπο τῆς Νομαρχίας καί τόν Διευθυντή τῆς ᾽Ορθοδόξου ᾽Ακαδημίας Κρήτης, ἡ ὁποία ἔχει
κτιστεῖ σέ
ἔκταση τῆς Μονῆς δίπλα της, νά μεταπείσει τό ἡγουμενοσυμβούλιο «γιά τό καλό τοῦ τόπου». ῎Ετσι
τελικῶς τό
ἡγουμενοσυμβούλιο ἀπέσυρε τήν
προσφυγή του καί οἱ
ἐργασίες συνεχίστηκαν. Τίς ἴδιες ἡμέρες στήν ᾽Ορθόδοξο ᾽Ακαδημία Κρήτης συνεδρίαζε τό Εὐρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα καί συζητοῦσε περί ᾽Ορθοδοξίας...
Συμμετεῖχε καί εὐρωβουλευτίς ἡ ὁποία εἶχε κάνει δηλώσεις
περί καταργήσεως τοῦ
ἀβάτου τοῦ
῾Αγίου ῎Ορους... ῾Η ᾽Ορθόδοξος ᾽Ακαδημία Κρήτης ἀνηγέρθη κυρίως μέ χρήματα Εὐαγγελικῶν ἀπό τή Γερμανία καί τά
ἐγκαίνιά της ἔγιναν τό 1968 μέ τήν παρουσία πολλῶν σημαινόντων προσώπων καί
ἀνάλογες δηλώσεις καί
ὁμιλίες.
Γ.Κ.
Τζανάκης
Στήν Κρήτη, στό
Κολυμπάρι, εἶναι ἡ Mονή τῆς Γωνιᾶς, τῆς Παναγίας τῆς ῾Οδηγήτριας. Τετρακόσια
χρόνια σχεδόν στέκει ἐκεῖ πάνω ἀπό τούς βράχους
καί τή θάλασσα, μνημεῖο καί μαρτυρία τῆς παρουσίας τῶν Ρωμηῶν στή γῆ τῆς Κρήτης.
᾽Αφοῦ προσκύνησα
κάθισα νά
ξαποστάσω ἀπό τή ζέστη τοῦ
μεσημεριοῦ, πάνω σ᾽ ἕνα
πεζούλι ἀριστερά μόλις
μποῦμε, κάτω ἀπό τήν κληματαριά.
῞Οπως
ὁ ἥλιος
εἶχε γύρει
πρός τή δύσι φεγγοβολοῦσε ὁ ναός καί τό ἐπιβλητικό καμπαναριό. ῾Η νεραντζιά, τό σήμαντρο,
τά γεράνια,
τῶν σπουργιτιῶν τά μινυρίσματα
καί τά
μυρμήγκια νά
συνεχίζουν στό
τσιμεντένιο δάπεδο
τό ἀσταμάτητο ἔργο
τους...
Θά μ᾽ ἔπαιρν᾽ ὁ ὕπνος
ἄν δέν μέ κρατοῦσε ξύπνιο ὁ θόρυβος τῶν αὐτοκινήτων
πού περνοῦν ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τή Μονή.
Μιά
στιγμή ἀπ᾽ τό ναό ἐξῆλθε ἕνας
Μοναχός μετρίου ἀναστήματος,
μέ ράσα
παληά ἀλλά καθαρά,
σεμνοπρεπής, βαθυπώγων,
μέ βλέμμα
γλυκύ, ἤρεμο
σάν τῶν ἁγίων
στίς εἰκόνες καί ἔκανε
μερικά βήματα
πρός τήν
κεντρική πύλη.
Κοντοστάθηκε σάν κάτι νἄχε
ξεχάσει καί
προσπαθοῦσε νά τό θυμηθεῖ ἤ σάν κάτι νά περίμενε.
᾽Από τή
γωνιά πού καθόμουν εἶδα ἄνθρωπο νἄχει
μπεῖ ἀπό τήν πύλη καί νά κατευθύνεται
πρός τόν
Μοναχό. ῾Ο
νεοεισελθών ἦτο ὑψηλός,
λεπτός, μέ τά χαρακτηριστικά
γυαλιά ὅπου
φοροῦν συνήθως
οἱ διανοούμενοι
καί ὅσοι
θέλουν νά φαίνονται ὡς τέτοιοι. Εἶχε γένεια μακριά καί μαλλιά δεμένα πίσω,
οὐρά, ὅπως συνηθίζεται
στίς μέρες
μας. Φοροῦσε ράσο καί ἦτο ἀσκεπής, τά δέ ὑποδήματα κομψά καί «ἐπώνυμα» φαινόταν ὅπως προχωροῦσε.
Δέν
μποροῦσα νά
καταλάβω ἄν ἦτο Μοναχός ἤ κληρικός ἤ κάτι ἄλλο. ῎Αν δέν φοροῦσε τό ράσο,
θά ἔμοιαζε
μέ τούς ἀνά τήν ὑφήλιο γιάπηδες,
ὅπως τούς λένε.
Μέχρι
νά σκεφτῶ ὅλα αὐτά εἶχε φτάσει
στόν ἡλικιωμένο Μοναχό, εἶχε σταθεῖ
μπροστά του καί ἀφοῦ προσπάθησε
νά συναντήσει
μέ τό βλέμμα του τά μάτια του _πρᾶγμα ἀδύνατον
καθώς ὁ
Μοναχός κοίταζε
κάτω_ ἄρχισε
νά τοῦ μιλάει σιγανά,
σταθερά, μετρῶντας
τίς λέξεις
μίαμία μ᾽ ἐκεῖνο τόν
χαρακτηριστικό τρόπο τῶν ἐν ἐξουσίαις
εὑρισκομένων,
οἱ ὁποῖοι υἱοθετοῦν μία
συγκαταβατική στάσι
πρός τούς
κατωτέρους, πλήν
ταυτοχρόνως τονίζουν
μέ τόν τρόπο τους τήν ἀνωτερότητά τους, αὐτό τό κρᾶμα ταπεινοσχήμου ἐπάρσεως
καί συγκεκαλυμμένης ἀπολυτότητος.
῎Ελεγε
ἡ αἰνιγματική αὐτή φυσιογνωμία
περίπου τά ἑξῆς, ὅσα
μπόρεσα ν᾽ ἀκούσω:
_᾽Ακόμα εἶσαι ἐδῶ; Δέν τό ἀποφάσισες νά φύγεις; Μέχρι
πότε θά
τριγυρνᾶς στό
Μοναστήρι; Πόσοι
σέ θέλουν;
Πόσοι εἶναι
δικοί σου; Καί
ποιοί εἶναι;
Οἱ ἀσήμαντοι καί οἱ τιποτένιοι.
Ποιός τούς ἀκούει
πιά; Ποιός τούς δίνει
σημασία; ῎Αλλαξαν
οἱ καιροί, ὅλοι τούς
θεωροῦν πλέον
γραφικούς καί
πεπαλαιωμένους.
Δίπλα,
σέ μένα πόσοι εἶναι
σήμερα; ᾽Απ᾽ ὅλη τήν Εὐρώπη ἄνθρωποι
σημαντικοί καί
σπουδαῖοι. Καί ἀπό τήν ῾Ελλάδα.
Βλέπεις; Τά
μεγαλύτερα ὀνόματα ἀπό τή μιά πλευρά τοῦ νομίσματος
τῆς ἐγχωρίου πολιτικῆς. ᾽Από τήν πλευρά πού ὁρισμένοι λένε πώς εἶναι
πιό πολύ δική σας. Βεβαίως ξέρεις ὅτι δέν εἶναι ἔτσι. ῞Ενα
εἶναι τό νόμισμα τῆς
πολιτικῆς.
Ξέρω ὅτι θά πεῖς ὅτι αὐτοί εἶναι πολιτικοί. ᾽Αστειεύεσαι.
῎Εχει ἔρθει
καί ἕνας ᾽Αρχιεπίσκοπος,
᾽Επίσκοποι,
θεολόγοι καί τόσοι ἄλλοι
σημαντικοί... Μήν κάνεις πώς δέν καταλαβαίνεις.
Κοίταξέ με. ῎Ισως
καί νά ἀπορεῖς γιά τήν ἐμφάνισί
μου. Τί πιό ἁπλό; ᾽Αφοῦ δέν
ξεριζώνεται ἡ
βλακώδης πίστι ἀπό τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, θά δράσω μέσα ἀπό τήν πίστι.
Εἶδες
πόσα κατάφερα
μέσα σ᾽ ἕναν
αἰῶνα στά ψηλά κλιμάκια.
Εἶδες πῶς τά κατάφερα
μέ τόν
μεγάλο σας στήν Πόλη. Εἶδες
πῶς γίνεται
ἡ ἐπιλογή τῶν ἄλλων καί μέ ποιά
κριτήρια. Γιά τά κριτήρια
αὐτά δούλεψα καί ἐγώ. Σιγάσιγά. Καί ὅταν
γίνονται οἱ κρίσεις, εἶμαι
καί ἐγώ ἐκεῖ, μπαίνω ἀπό
πολλές μεριές καί μέ
πολλούς τρόπους.
Υπάρχει,όμως, κορυφαίος εκκλησιαστικός αξιωματούχος, ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο οποίος ισχυρίστηκε τα εξής απίστευτα, αναφορικά με τον επάρατο και δαιμονοκίνητο οικουμενισμό, σε κείμενό του στο επίσημο εκκλησιαστικό περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ,(επιτρέπεται να δανείζει τις στήλες του το εν λόγω περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου να δημοσιεύονται οι “δηλητηριώδεις” αυτές απόψεις;), στο τεύχος Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου του 2015 και τα οποία έχουν ως εξής: