Το Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο από τα 21 συγκροτήματα της «Γραμμής
Μεταξά», με συνολικό μήκος στοών και καταφυγίων 6.100 μέτρων. Η Γραμμή
Μεταξά ήταν μία σειρά οχυρωματικών έργων κατά μήκος των
ελληνοβουλγαρικών συνόρων, που κατασκευάστηκαν με σκοπό την άμυνα της
Ελλάδας σε περίπτωση εισβολής.
Αποτελούνταν από έξι οχυρά εκ των οποίων τα τρία επικοινωνούσαν υπογείως.
Πριν από 79 χρόνια, οι λιγοστοί υπερασπιστές του Οχυρού Ρούπελ στις
Σέρρες καθήλωσαν τους Γερμανούς εισβολείς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα,
αναγκάζοντάς τους να τροποποιήσουν άρδην τ’ αρχικά τους σχέδια και να
καταλάβουν τελικά τη Θεσσαλονίκη μέσω Γιουγκοσλαβίας.
Στη διάρκεια της “Μάχης των Οχυρών” (6-10/4/1941) οι άνδρες του
απόρθητου Ρούπελ επέδειξαν απαράμιλλο ηρωισμό, θάρρος και αυτοθυσία,
κερδίζοντας το σεβασμό των Συμμάχων και την αναγνώριση του εχθρού που
τους απέδωσε τιμές.
Το παρασκήνιο
Τον Νοέμβριο του 1940, ξεκίνησε ο σχεδιασμός της επιχείρησης
“Μαρίτα”, για επέμβαση των Γερμανικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια, προκειμένου
να διασωθεί το γόητρο του Άξονα που κινδύνευε από την κατάρρευση της
σύμμαχης Ιταλίας του Μουσολίνι στη σύγκρουσή με την Ελλάδα.
Μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα, (1/4/1941) η 12η
Γερμανική Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Φον Λιστ πέρασε τον Δούναβη και
εισήλθε στη Βουλγαρία. Παράλληλα δυνάμεις του 18ου Γερμανικού Στρατού,
προωθήθηκαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, με αποστολή τους -μεταξύ άλλων-
τη διάνοιξη της Στενωπού του Ρούπελ και την κατάληψη της σιδηροδρομικής
γέφυρας του Στρυμόνα.
Ο Χίτλερ, που ήταν προληπτικός, επέλεξε την 6η Απριλίου 1941 για την επίθεση επειδή ήταν Κυριακή και τέτοια μέρα έκανε εισβολή εναντίον της Πολωνίας, της Νορβηγίας, της Γαλλίας και αργότερα κατά της Ρωσίας.
Η μάχη του Ρούπελ
Η δύναμη του Ρούπελ ήταν 27 αξιωματικοί και 950 οπλίτες, μιας και
μεγάλο μέρος των ελληνικών δυνάμεων πολεμούσαν στο αλβανικό μέτωπο.
Έπρεπε να αντισταθεί στη στρατιά του Φον Λιστ, που περιλάμβανε 6
στρατηγεία σωμάτων στρατού, 5 μεραρχίες πεζικού, 3 ορεινές μεραρχίες, 5
τεθωρακισμένες μεραρχίες, 2 ανεξάρτητα ενισχυμένα συντάγματα, 1
μηχανοκίνητη ταξιαρχία και 1 αεροπορικό σώμα με πάνω από 1000 αεροπλάνα
πρώτης γραμμής
Ξεκινά λοιπόν η γερμανική επίθεση στα ελληνικά οχυρά με βομβαρδισμούς
από το γερμανικό πυροβολικό και τα αεροπλάνα στούκας. Ταυτόχρονα ένας
λόχος με 18 φουσκωτές λέμβους κάνει επίθεση από τον ποταμό Στρυμόνα,
πλην όμως οι λέμβοι παγιδεύονται σε συρματοπλέγματα που είχαν
τοποθετήσει οι Έλληνες και τα γερμανικά πληρώματα αποδεκατίζονται από τα
πυρά των Ελλήνων. Γενικά, οι Έλληνες αμύνονται με ηρωισμό και αυτοθυσία
και προξενούν τρομακτικές απώλειες στον εχθρό.
Η μάχη συνεχίζεται μέχρι και τις 8 Απριλίου, με τα οχυρά Ρούπελ και
Παλιουριώνες να έχουν μείνει άθικτα. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί
βομβαρδίζουν αντιπάλους που όχι μόνο δεν τρέπονται σε φυγή, αλλά
ανταποδίδουν τα πυρά. Το απόγευμα της 8ης Απριλίου οι Γερμανοί ζητούν
εκεχειρία έξι ωρών για να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους.
Η συνθηκολόγηση και η παράδοση
Το απόγευμα της 9ης Απριλίου έχουν πλέον σταματήσει οι βομβαρδισμοί
και ένα γερμανικό αυτοκίνητο που φέρει λευκή σημαία πλησιάζει το οχυρό
Ρούπελ. Γερμανοί κήρυκες, γνωρίζοντας ότι είχε υπογραφεί στη Θεσσαλονίκη
η συνθηκολόγηση, ήρθαν στο Ρούπελ και ζήτησαν την παράδοση του οχυρού.
Ο διοικητής του, ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος, απαντά «Τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται».
Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό Ρούπελ, έδωσε
συγχαρητήρια στον διοικητή και εξέφρασε τον θαυμασμό και την εκτίμησή
του για την αντίσταση και τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
Η ιστορία του Δημήτρη Ίτσιου
Οι Γερμανοί στην αναμέτρηση με το πυροβολείο στην Ομορφοπλαγιά του
Μπέλες μέτρησαν τεράστιες απώλειες, καθώς ο Ίτσιος δεν σταματούσε να
πυροβολεί εναντίον τους και μαζί με πέντε φαντάρους κάλυπτε την
αποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών. Έριξε συνολικά 38.000 σφαίρες και
σκότωσε περισσότερους από 250 Γερμανούς φαντάρους, ανάμεσα τους και έναν
αντισυνταγματάρχη. Αρνήθηκε να παραδοθεί και σταμάτησε να ρίχνει μόνο
όταν του τελείωσαν τα πυρομαχικά.
Όταν το πυροβολείο σίγησε, οι Γερμανοί πλησίασαν και ζήτησαν από τους
Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν. Ο Ίτσιος βγήκε έξω μαζί με δύο
φαντάρους, που είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν το πυροβολείο και έμειναν
στο πλευρό του μέχρι το τέλος.
Ο λοχίας Ίτσιος είπε στον γερμανό αξιωματικό «Εγώ έπραξα τον καθήκον μου».
Όταν ο Γερμανός στρατηγός Σόρνερ έμαθε ότι ήταν ο επικεφαλής, τον συνεχάρη για την ανδρεία του και διέταξε την εκτέλεσή του…
Οχυρό ΡΟΥΠΕΛ
ΠΗΓΗ ΒΙΝΤΕΟ
===========================================
-=============================
Έτερον Σχετικό
6 Απριλίου 1941. Τους ξεχάσαμε κι αυτούς!
«Λυπάμαι ωρέ τους σκοτωμένους» μου είπε κάποια φορά, όχι πολλά χρόνια πριν, ένας γέρων αξιωματικός
Τους ξεχάσαμε κι αυτούς!
Ξημέρωσε κι εφέτος η 6η Απριλίου, ημέρα σημαδιακή για την
ιστορία του ελληνισμού, γι’ αυτούς βέβαια που θέλουν να θυμούνται.
Εβδομήντα εννιά χρόνια πέρασαν από εκείνο το ξημέρωμα που η
χώρα ενώ είναι σε πόλεμο με την Ιταλία επί πεντάμηνο, δέχεται την επίθεση και
της Γερμανίας.
Φέτος είναι αλήθεια πως έχουμε άλλες ανησυχίες, αλλά ακόμη κι
αν δεν είχαμε αυτή την αλλόκοτη κατάσταση που βιώνουμε τόσο έντονα εδώ και σχεδόν
έναν μήνα, πάλι θα είχαμε ξεχάσει. Το συνηθίζουμε τελευταία, φροντίζει άλλωστε
και η Πολιτεία μεθοδικά.
Μας βολεύει βέβαια κι εμάς. Γιατί αν θυμόμαστε πρέπει να συγκρινόμαστε,
κι αν συγκρινόμαστε μάλλον θα πρέπει να ντρεπόμαστε. Οπότε όλα καλά.
Όντως ο αγώνας
εκείνος ήταν σύντομος, γιατί η πατρίδα ήταν ήδη κουρασμένη και ουσιαστικά μόνη,
ενώ ο εχθρός ασύγκριτα ισχυρός όπως και ο πρώτος εισβολέας που όσο πολεμούσε
ένας προς έναν, είχε βρει τον δάσκαλό του.
Ωστόσο, δεν θα ήταν έντιμο να αγνοήσουμε το χρέος όλων ημών για
αναγνώριση του ηρωϊσμού, της λεβεντιάς και της θυσίας, εκείνων που τέτοιες
μέρες, κι αυτοί με τη σειρά τους, δεν ρώτησαν «γιατί», και έσπευσαν να μπουν
στις οπές της γης που όρυξε η Πατρίδα, για να υπερασπίσουν την ελληνική γη.
Θα μου πείτε, εδώ η Πατρίδα προσπαθεί να σβήσει από τη μνήμη
μας την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και θα δώσει σημασία στην 6η Απριλίου
1941;
Αφήστε που εκείνοι οι μαχητές θυσιάστηκαν υπερασπιζόμενοι τα
οχυρά της Γραμμής Μεταξά.
«Λυπάμαι ωρέ τους σκοτωμένους» μου είπε κάποια φορά, όχι
πολλά χρόνια πριν, ένας γέρων αξιωματικός που έτυχε να είναι μεταξύ αυτών που η
μοίρα θέλησε να ζήσουν εκείνες τις ωραίες στιγμές.
Ξεχνάμε τόσα πολλά και τόσο γρήγορα. Τρεις γενιές πέρασαν από
τότε. Είναι αλήθεια νωρίς να ξεχάσουμε.
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων εκείνων που το καθήκον έταξε να
φυλάγουν τις «Θερμοπύλες» της Μακεδονίας και της Θράκης μας το ξημέρωμα της 6ης
Απριλίου 1941.
http://aktines.blogspot.com/2020/04/6-1941.html#more