Τὰ συμπεράσματα καὶ οἱ ὑποχρεώσεις ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν πρωτόγνωρη κατάσταση ποὺ βιώσαμε τὸ φετινὸ Πάσχα.
Του Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Χριστὸς ἀνέστη!
Μετὰ ἀπὸ ἕνα Πάσχα ἄνευ Θ. Κοινωνίας, ἄνευ Ἐπιταφίου, ἄνευ καμπανοκρουσίας, πένθιμης καὶ χαρμόσυνης, ἄνευ λήψεως τοῦ Ἁγίου Φωτός, ἄνευ ἐπαληθεύσεως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ νίκη ἀπέναντι στὸν θάνατο, ἄνευ Χριστοῦ δηλαδή· μετὰ ἀπὸ ἕνα Πάσχα ποὺ βασίλευε ἡ μάσκα καὶ τὸ ἀντισηπτικό, ὁ φόβος, ἡ ἀμφιβολία, ἡ προδοσία, ἡ κατάδοση, τὰ πρόστιμα, ἡ ἀστυνόμευση, ἡ διαστρέβλωση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου· μετὰ ἀπὸ ἕνα Πάσχα ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα ὅλα τὰ ἔσκιαζε καὶ σκιάζει ἡ φοβέρα ἀντὶ τοῦ χριστιανικοῦ θάρρους καὶ ἡ σκλαβιὰ ἀντὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας μπορεῖ κανεὶς κατὰ γενικὴ ὁμολογία νὰ συμπεράνει:
Ποιμένες καὶ ποιμαινόμενοι ἀποδείχθηκαν κατώτεροι τῶν περιστάσεων. Ὁ Κορονοϊὸς ἀποδείχθηκε δυνατότερος ἀπὸ τὴν Πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια, οἱ κανόνες ὑγείας ἰσχυρότεροι ἀπὸ τοὺς ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ποιμαινόμενοι ἴσως ἔχουν κάποιες δικαιολογίες, οἱ ποιμένες καμία. Ἡ ἱερωσύνη δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, στὸ ὁποῖο ὑπακούει κάποιος στὸν ἐργοδότη ἐπίσκοπο ἢ στόν/στὴν ἑκάστοτε ὑπουργὸ θρησκευμάτων, ἀλλὰ μέγα Μυστήριο, μπροστὰ στὸ ὁποῖο ἀκόμα καὶ οἱ ἄγγελοι φρίττουσιν.
Ἰδίως ὅμως οἱ ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολίτες ἀποδείχθηκαν πειθήνια ὄργανα τοῦ κράτους, ἐπαγγελματίες μισθωτοί, ἐξέφρασαν καὶ ὑπεράσπισαν τὴν φωνὴ τῆς ἐξουσίας καὶ ὄχι τοῦ ποιμνίου, φιλικοὶ πρὸς τὴν πρώτη καὶ ἀλλότριοι πρὸς τὸ δεύτερο. Ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ὡς εὐσεβεῖς καὶ παραδοσιακοί, προτίμησαν νὰ ἀρκεσθοῦν σὲ λόγια ἄνευ ἔργων, σὲ δηλώσεις ἄνευ ὁμολογίας, σὲ συμβιβασμοὺς ἄνευ θυσίας, συγκίνησαν ἀλλὰ δὲν κίνησαν, τὴν ψυχή τους δὲν τὴν ἔδωσαν γιὰ τὸ ποίμνιο (ἂν καταλαβαίνει ἀκόμα κάποιος τί σημαίνει νὰ δίνω τὴν ψυχή μου γιὰ κάποιον).
Τὰ παραπάνω συμπεράσματα γιὰ τοὺς ἱεράρχες καὶ τοὺς πειθήνιους σὲ αὐτοὺς ἱερεῖς στηρίζονται στοὺς λόγους τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ (Κατὰ Ἰωάννη 10, 1-15)
«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων».
Ἂν κάποιος διαβάσει καὶ ξαναδιαβάσει τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Χριστοῦ θὰ καταλάβει ὅτι οἱ χαρακτηρισμοὶ τοῦ κειμένου δὲν εἶναι ἄδικοι, δὲν ἀποτελοῦν συκοφαντία. Ἐκτὸς μετρημένων στὰ δάκτυλα περιπτώσεων οἱ ποιμένες ἀντὶ γιὰ τὴν ψυχή τους ἔδωσαν βίντεος καὶ συνεντεύξεις, ἀντὶ νὰ διώξουν τὸν λύκο καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν θύρα, τὸν ἔφεραν στὴν θύρα, τὴν ὁποία πρωτίστως εἶχαν κλείσει γιὰ τὰ πρόβατα μὲ σειρῆνες καὶ χειροπέδες. Ὡς μισθωτοὶ ἔφυγαν καὶ ὄχι μόνο ἔφυγαν ἀλλὰ καὶ διαστρέβλωσαν τὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Ναυπάκτου κ.α.) γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν φυγή τους. Οἱ ποιμένες ἀποδείχτηκαν ἀλλότριοι.
Τὰ συμπεράσματα αὐτά, ὅσο λυπηρὰ καὶ νὰ εἶναι, ἐπιφέρουν ὅμως καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ φαίνονται ἀναγκαῖες νὰ εἰπωθοῦν, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ τὸν τόπο ἔχει ἀποδειχθεῖ πολλάκις, ὅτι οἱ φωνὲς διαμαρτυρίας σιγοῦν διὰ μαγείας, ὅταν ἐπανέλθει ἡ καθημερινότητα, τὸ τραγικὸ ξεχνιέται καὶ μπαίνει στὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας, καὶ μεταμορφώνεται σὲ καλό, τὸ πικρὸ σὲ γλυκύ, τὸ λάθος σὲ σωστό. Τόσα χρόνια -καὶ εἰδικώτερα μετὰ τὴν ληστρικὴ σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου- ἡ μετατροπὴ τῶν ποιμένων σὲ ἀλλότριους μέσῳ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶχε ἐπισημανθεῖ ἀμέτρητες φορές, καὶ οἱ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἱ. Κανόνες ἀναγκαῖες σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὑποχρεώσεις εἶχαν ἀναλυθεῖ λεπτομερῶς. Ὅμως ἡ ὑποχρέωση μετατράπηκε σὲ δικαίωμα, τὸ δικαίωμα σὲ ἄχρι καιροῦ καὶ τὸ ἄχρι καιροῦ σὲ ἀπραξία. Ἔτσι δὲν ξενίζει τοὺς πιστοὺς ἡ σημερινὴ τραγικὴ πτώση τῶν ποιμένων, φανερώνει ὅμως τὴν ἀναγκαιότητα ἐπανάληψης τῶν ὑποχρεώσεων αὐτῶν.
Κατὰ τὸ ἑλληνικὸ λεξικὸ ὑποχρέωση εἶναι
1. «ό,τι ο νόμος (γραπτός ή άγραφος) ή κάτι άλλο σε αναγκάζει να πράξεις
2. οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική κ.λπ. δέσμευση
3. η αίσθηση ότι οφείλεις σε κάποιον σε ηθικό και άυλο επίπεδο για κάτι που σου προσέφερε
Καὶ οἱ τρεῖς ἑρμηνεῖες εἶναι σχετικὲς μὲ τὴν στάση μας στὴν Ἐκκλησία:
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ σοῦ ἐπιβάλλει νὰ πράξεις, ὅπως Αὐτὸς διδάσκει· μὲ τὸ βάπτισμά μας ὡς Χριστιανοὶ δεσμευτήκαμε νὰ τηροῦμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μετανοοῦμε, ἂν δὲν τὸ πράττουμε· ὀφείλουμε στὸν Χριστὸ ποὺ προσέφερε τά πάθη Του, τὸν Σταυρό, τὴν ζωή Του ὡς καλὸ ποιμήν, νὰ τηρήσουμε τὶς ὑποχρεώσεις αὐτές. Τὶς διαβάσαμε στὴν παραπάνω εὐαγγελικὴ περικοπή:
Τὰ πρόβατα, ἐμεῖς, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, «ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ξενον όμως δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ, τον πραγματικόν και στοργικόν ποιμένα, με γνωρίζουν, με αναγνωρίζουν και με ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευδείς και ιδιοτελείς ποιμένας δεν έχουν την διάθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν ποιμένας των)» (μετάφραση ἀπὸ http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/04.%20Ioan.htm), «πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. Ολοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να τους αναθέση την ποίμανσιν των προβάτων, αλλά αυθαιρέτως μόνοι των επήραν το αξίωμα (σσ. π.χ. Σιμωνία ἢ πολιτικὴ σκοπιμότητα), αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρόβατα όμως δεν τους ήκουσαν και ούτε τους ακολούθησαν», «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα. Εγώ είμαι ο καλός ποιμήν και γνωρίζω τα ιδικά μου πρόβατα και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου».
Τὰ πρόβατα, λοιπόν, ἔχουν τὴν ὑποχρέωση, ὄχι τὸ δικαίωμα, νὰ γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ αὐτοῦ τὴν φωνὴ νὰ ἀκοῦν καὶ αὐτὸν νὰ γνωρίζουν ὡς ἀληθινό. Ἀπὸ τοὺς ψευδοποιμένες ὅμως, λυκοποιμένες, μισθωτούς, ἀλλότριους φεύγουν, δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες (ἐκτὸς ἂν μετανοήσουν), δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν, δὲν τοὺς ἀκοῦν.
Ἂν αὐτὲς οἱ ὑποχρεώσεις δὲν τηρηθοῦν καὶ αὐτὴ τὴν τελευταία στιγμή, τότε εἴμαστε ἄξιοι τῶν ἐπιλογῶν μας καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ παραπονούμαστε, διότι θὰ ἔχουμε τοὺς ποιμένες ποὺ μᾶς ἀξίζουν.
Χριστὸς ἀνέστη.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου