Μία παρέμβαση στη συζήτηση και τον προβληματισμό για τη “σχέση-συνεργασία” Κράτους και Εκκλησίας σε εποχή “Κορωνοϊού”
του Δημήτρη Κάτσουρα, Θεολόγου,φ. Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων
Παρακολουθώ τον προβληματισμό και την
ανησυχία, τα οποία εύλογα έχει προκαλέσει, ακόμη και μεταξύ των πιστών, η
ιστορία με τον Κορωνοϊό, όσον αφορά στη σχέση Κράτους-Εκκλησίας. Ίσως
αυτή να είναι απλώς αφορμή εξωτερίκευσης μιας προϋπάρχουσας, βαθύτερης
παθογένειας και συγχύσεως.
Καταθέτω μια ταπεινή σκέψη-συμβολή επ’ αυτών, η οποία δεν έχει να κάνει με το αμιγώς υγειονομικό θέμα, το οποίο αναμφίβολα πρέπει να αντιμετωπίζεται σε καθαρά ιατρική βάση και επιστημονικό πλαίσιο.
Αναφέρομαι στις παρενέργειες των μέτρων του Κράτους (της Πολιτείας) και τη στάση της Εκκλησίας έναντι αυτών, σε ό,τι βεβαίως την αφορά, δηλαδή στην εκκλησιαστική ζωή (Πίστη, Θεία Λατρεία κλπ).
Καταθέτω μια ταπεινή σκέψη-συμβολή επ’ αυτών, η οποία δεν έχει να κάνει με το αμιγώς υγειονομικό θέμα, το οποίο αναμφίβολα πρέπει να αντιμετωπίζεται σε καθαρά ιατρική βάση και επιστημονικό πλαίσιο.
Αναφέρομαι στις παρενέργειες των μέτρων του Κράτους (της Πολιτείας) και τη στάση της Εκκλησίας έναντι αυτών, σε ό,τι βεβαίως την αφορά, δηλαδή στην εκκλησιαστική ζωή (Πίστη, Θεία Λατρεία κλπ).
Κατ’ αρχάς, πρέπει να κάνουμε μια σημαντική διευκρίνιση: Όταν λέμε Εκκλησία από ορθοδόξου απόψεως δεν εννοούμε αυτονομημένα ούτε τη Σύνοδο των Επισκόπων μόνο, ούτε τον Κλήρο, ούτε τον πιστό λαό, αλλά ιεραρχικά και ενιαία όλους μαζί, ως ένα σώμα, “σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις”, με Κεφαλή τον Χριστό (Εφεσ. γ΄, 18, α΄, 22-23).
Θεωρώ, λοιπόν, ότι εν προκειμένω μπορεί να γίνει θεωρητικός λόγος, ή διαπίστωση, κατά την εκτίμηση ορισμένων, γιά δύο εκτροπές, εξίσου καταδικαστέες. Η μία είναι ο “Καισαροπαπισμός” και η άλλη είναι ο “Σεργιανισμός”. Εδώ πρέπει και αξίζει να εξηγηθεί ο άγνωστος, ίσως, στούς πολλούς, όρος “Σεργιανισμός”.
Προέρχεται από το ιστορικό φαινόμενο καί δεδομένο της υποταγής της εκκλησιαστικής διοικήσεως της Ρωσικής Εκκλησίας στο αθεϊστικό Σοβιετικό καθεστώς. Αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της λεγομένης “Ζώσης Εκκλησίας”, ως οργάνου του καθεστώτος και τη δίωξη του ορθόδοξου Κλήρου και λαού, οι οποίοι αρνήθηκαν την εκτροπή, δεν ενέδωσαν και συνέχισαν την εκκλησιαστική Παράδοση ως “Εκκλησία των Κατακομβών”. Σέργιος ήταν το όνομα του συνεργάτου του αθεϊστικού καθεστώτος Ρώσου Πατριάρχου (+1944), ενώ την εκκλησιαστική κανονικότητα εκπροσωπούσε τότε ο διωχθείς Πατριάρχης Τύχων (+1925).
Η μία εκτροπή, ο “Καισαροπαπισμός”, δημιουργείται από την απαράδεκτη επέμβαση του Κράτους (της Πολιτείας) στα ενδότερα (εσωτερικά θέματα, αυτοδιοίκητο) της Εκκλησίας και η άλλη εκτροπή, ο “Σεργιανισμός”, συντελείται από τη μετάλλαξη της ποιμαίνουσας Εκκλησίας με τη συγκατάθεσή της, έστω και κατόπιν πιέσεων, σε ακόλουθο και “συνεργό” του Κράτους στις δικές του κοσμικές θεωρήσεις (ενίοτε αντιχριστιανικές) και σχεδιασμούς. Στήν τελευταία περίπτωση έρχεται η ίδια η λεγομένη διοικούσα Εκκλησία να παραβιάσει γνωστή δική της αρχή, την οποία εκφράζει το Γραφικό χωρίο “πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις” (Πράξ. ε΄, 29).
Όταν συμβαίνουν αυτά, προκαλείται και δημιουργείται μείζον κοινωνικό και κανονικό πρόβλημα. Αμφότερες δε (οι εκτροπές αυτές), συνιστούν αλλοτρίωση των θεσμών. Η μία βαρύνει το Κράτος, ενώ η δεύτερη βαρύνει, κυρίως, την Εκκλησία. Όταν μάλιστα αυτές οι δύο λειτουργήσουν και ως συγκοινωνούντα δοχεία, τότε συνήθως προκαλείται και η αντίδραση του πιστού λαού, ο οποίος δικαίως θεωρεί ότι βάλλεται εκατέρωθεν, δηλαδή τόσο από το Κράτος, όσο και από τη διοίκηση της Εκκλησίας.
Ευκταίο, λοιπόν, είναι, ούτε το Κράτος να παρεμβαίνει στα της Εκκλησίας, ούτε η Εκκλησία να αποδέχεται παθητικά τις παρεμβάσεις του Κράτους και, κυρίως, την μετάλλαξη της σε υπηρεσία του. Ἐξυπακούεται εξάλλου ότι εξίσου απαράδεκτη είναι και η ανάμιξη της Εκκλησίας στα του Κράτους, η οποία συνιστά μία άλλη (τρίτη) εκτροπή, τον “Παποκαισαρισμό”. Το φαινόμενο αυτό εμφανίσθηκε κυρίως στη Δύση και το εκφράζει, στήν ακραία του μορφή (όχι μόνον της ανάμιξης, αλλά και της μετάλλαξης), ο Παπισμός, δηλαδή η λεγόμενη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο οποίος μεταλλάχθηκε από Εκκλησία σε εγκόσμια (θρησκευτική) εξουσία, με κρατική μάλιστα υπόσταση!
Τήν αποφυγή συγχύσεως των ορίων, πεδίων και των αρμοδιοτήτων Κράτους καί Εκκλησίας, αλλά και ευρύτερα των κοσμικών, αφ’ ενός, καί των εκκλησιαστικών-πνευματικών θεμάτων, αφ’ ετέρου, εκφράζει και ο λόγος του Χριστού στο Ευαγγέλιο, “ἀπόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῶ Θεῶ” (Ματθ. κβ΄, 21).
Όταν κάποιοι συγχέουν ή δεν (θέλουν να) διακρίνουν, εκ των ανωτέρω, ποιά είναι τα μεν και ποιά τα δε, τότε είναι εμφανές πως μάλλον αυτοί χρειάζονται μαθητεία και “κατήχηση”, αντιστοίχως, προκειμένου να τά γνωρίσουν καί εμπεδώσουν, έτσι ώστε να μη εξαπατούν ή παραπλανούν τον κόσμο και να μή δημιουργείται σύγχυση.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά το παρελθόν στο χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής καί τα τρία αυτά αρνητικά φαινόμενα (“Καισαροπαπισμός”, “Παποκαισαρισμός” και “Σεργιανισμός”) δεν ευδοκίμησαν. Παρά τις μεμονωμένες ανθρώπινες αστοχίες και την ύπαρξη κάποιων σχετικών κρουσμάτων, το θεωρητικό τουλάχιστον πλαίσιο του ρόλου και της αποστολής καθενός από τούς δύο θεσμούς, Κράτους και Εκκλησίας, παρέμενε σεβαστό και επί της ουσίας αναλλοίωτο, όπως το προσδιόρισε μία μεγάλη Πατερική μορφή του 8ου αιώνα, με σπουδαία μόρφωση, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Οὐ βασιλέων ἐστί νομοθετεῖν τῆ Ἐκκλησία… Βασιλέων ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία, ἡ δέ ἐκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνού, Περί των αγίων εικόνων 12, PG 94,1296).