Ο μακαριστός Γέροντας π. Ευμένιος Σαριδάκης
(1931–1999) ήταν ένας σύγχρονος διορατικός και θαυματουργός άγιος, ο οποίος
έδρασε με πολύ μεγάλη αγάπη και αυταπάρνηση στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας
Βαρβάρας Αθηνών, συνεχώς δίπλα στον ανθρώπινο πόνο. Μαθητής ο ίδιος και για
χρόνια συμπαραστάτης του νεοφανούς αγίου της
Εκκλησίας μας, του οσίου Νικηφόρου του Λεπρού (1887–4/1/1964). Ο δε άγιος
Νικηφόρος στάλθηκε στα υπεύθυνα χέρια της αγάπης και της στοργικής διακονίας του Γέροντος
Ευμενίου από έναν άλλον πάλι σύγχρονο άγιο, τον άγιο Άνθιμο (Βαγιάνο) της Χίου
(1869–1960), με προσωπική συστατική επιστολή του τελευταίου.
Ο Γέροντας, σαν λειτουργός που ήταν στον ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, δεν έβαζε κανέναν μέσα στο ιερό. Οι θείες Λειτουργίες αυτού του οσίου Γέροντος συνοδεύονταν με το εξαιρετικά σπάνιο και έκτακτο «σημείο» της ευλογίας και της ευδοκίας του Αγίου Θεού: την ευώδη και άφθονη μυροβλυσία του τοίχου της κόγχης του ιερού, εντός του οποίου αυτός λειτουργούσε.
Διηγείται ένα πνευματικό του παιδί:
«Κάποτε, μετά τη θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ξαφνικά με φώναξε. Εγώ, αν και εσωτερικά θλιμμένος, πήγα. Με πήρε και μ’ έβαλε μέσα. Με παίρνει δίπλα στην αγία Τράπεζα και μου δείχνει την κόγχη. Κοιτάζω... Ο τοίχος ήταν βρεγμένος κι έτρεχε μέχρι κάτω.
Μου λέει μετά: “Τι θα κάνουμε εδώ;”. Και του λέω: “Γέροντα, θα κάνουμε μία μόνωση απ’ έξω, αφού πρώτα θα περάσουν οι γιορτές, για να μη τραβάει υγρασία”. Μου λέει: “Όχι, ευλογημένε!... Δεν κατάλαβες!...” “Τι δεν κατάλαβα, Γέροντα;”, τον ρωτάω. “Για κοίταξε προσεκτικά!...”, μου λέει. Κοιτάζω κι εγώ. “Αυτό είναι θαύμα!”, μου λέει. “Να, πολλές φορές, όταν αρχίζω τη θεία Λειτουργία, μόλις πω: ‘Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…’, αρχίζει ο τοίχος και στάζει μύρο. Μάλιστα, κάποιες φορές στάζει τόσο πολύ, που τρέχω να τελειώσω τη θεία Λειτουργία, διότι —πού θα πάει;!— σε λίγο θα πλημμυρίσουμε εδώ πέρα!...”.
Άγγιξα το χέρι μου πάνω στον τοίχο και ήταν πράγματι μύρο!... Ευωδίαζε!!...
Και μου λέει: “Μάλιστα, έχω πάει μύρο με βαμβάκι και το έχω δώσει σε αρρώστους κι έχουν γίνει και θαύματα!” “Πώς γίνεται αυτό, Γέροντα;” τον ρωτάω. “Δεν ξέρω!... Αυτό είναι θαύμα!”.
Και τότε, αμέσως, κάτι άλλαξε μέσα μου. Η θλίψη που είχα εντός μου μεταβλήθηκε σε χαρά!...».
Ένα άλλο, πάλι, πνευματικό του τέκνο μάς αφηγείται:
«Κάτω από τον έναστρο ουρανό, μια εαρινή βραδιά, ο Γέροντας Ευμένιος κι εγώ συνομιλούμε λίγα μέτρα από την εκκλησία.
Δεν θυμάμαι τώρα από ποια ακριβώς αφορμή, μου εξομολογήθηκε ένα εντυπωσιακό του όνειρο, το οποίο ήρθε για ν’ απαντήσει στην αγωνία του, εάν όντως είναι άξιος να ιερουργεί και να είναι λειτουργός των Μυστηρίων του Θεού.
“Είδα”, μου είπε, “ότι ζητούσα από τον Θεό να μου απαντήσει εάν είμαι άξιος να είμαι ιερεύς. Και, τότε, νά ’μαι εμπρός σε έναν υπέρλαμπρο Ναό!...”.
Λέγοντας ο Γέροντας “υπέρλαμπρο”, τόνιζε το “υπέρ” με πολλά “ε”, θέλοντας έτσι να μου δείξει πόσο φως είχε αυτός ο Ναός στο σημαδιακό του ενύπνιο.
Και συνέχισε: “Ο Θεός μ’ έβαλε σ’ αυτόν τον Ναό θυρωρό, λέγοντάς μου ότι, όποιους επιτρέπω εγώ να εισέρχονται, να μπαίνουν μέσα. Και όποιους αποκλείω, να μένουν απ’ έξω!”».
Σύμφωνα δε και με μια άλλη μαρτυρία ενός άλλου τέκνου του πατρός Ευμενίου (νυν πολύ γνωστού επισκόπου της Εκκλησίας μας), ο ίδιος ο Γέροντας είχε πει ότι θα γινόταν Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στα μέρη Γερμανίας, Ρωσίας, στην Ουκρανία δηλαδή.
Η αναξιότητά μας εδεήθη, ελέω Χριστού, να τελέσει οφειλετικά ένα Τρισάγιο στον πέτρινο τάφο του οσίου Γέροντος Ευμενίου, προ επταετίας. Την ευχή και την πρεσβεία του να έχουμε όλοι μας! Αμήν.
Ο Γέροντας, σαν λειτουργός που ήταν στον ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, δεν έβαζε κανέναν μέσα στο ιερό. Οι θείες Λειτουργίες αυτού του οσίου Γέροντος συνοδεύονταν με το εξαιρετικά σπάνιο και έκτακτο «σημείο» της ευλογίας και της ευδοκίας του Αγίου Θεού: την ευώδη και άφθονη μυροβλυσία του τοίχου της κόγχης του ιερού, εντός του οποίου αυτός λειτουργούσε.
Διηγείται ένα πνευματικό του παιδί:
«Κάποτε, μετά τη θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ξαφνικά με φώναξε. Εγώ, αν και εσωτερικά θλιμμένος, πήγα. Με πήρε και μ’ έβαλε μέσα. Με παίρνει δίπλα στην αγία Τράπεζα και μου δείχνει την κόγχη. Κοιτάζω... Ο τοίχος ήταν βρεγμένος κι έτρεχε μέχρι κάτω.
Μου λέει μετά: “Τι θα κάνουμε εδώ;”. Και του λέω: “Γέροντα, θα κάνουμε μία μόνωση απ’ έξω, αφού πρώτα θα περάσουν οι γιορτές, για να μη τραβάει υγρασία”. Μου λέει: “Όχι, ευλογημένε!... Δεν κατάλαβες!...” “Τι δεν κατάλαβα, Γέροντα;”, τον ρωτάω. “Για κοίταξε προσεκτικά!...”, μου λέει. Κοιτάζω κι εγώ. “Αυτό είναι θαύμα!”, μου λέει. “Να, πολλές φορές, όταν αρχίζω τη θεία Λειτουργία, μόλις πω: ‘Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…’, αρχίζει ο τοίχος και στάζει μύρο. Μάλιστα, κάποιες φορές στάζει τόσο πολύ, που τρέχω να τελειώσω τη θεία Λειτουργία, διότι —πού θα πάει;!— σε λίγο θα πλημμυρίσουμε εδώ πέρα!...”.
Άγγιξα το χέρι μου πάνω στον τοίχο και ήταν πράγματι μύρο!... Ευωδίαζε!!...
Και μου λέει: “Μάλιστα, έχω πάει μύρο με βαμβάκι και το έχω δώσει σε αρρώστους κι έχουν γίνει και θαύματα!” “Πώς γίνεται αυτό, Γέροντα;” τον ρωτάω. “Δεν ξέρω!... Αυτό είναι θαύμα!”.
Και τότε, αμέσως, κάτι άλλαξε μέσα μου. Η θλίψη που είχα εντός μου μεταβλήθηκε σε χαρά!...».
Ένα άλλο, πάλι, πνευματικό του τέκνο μάς αφηγείται:
«Κάτω από τον έναστρο ουρανό, μια εαρινή βραδιά, ο Γέροντας Ευμένιος κι εγώ συνομιλούμε λίγα μέτρα από την εκκλησία.
Δεν θυμάμαι τώρα από ποια ακριβώς αφορμή, μου εξομολογήθηκε ένα εντυπωσιακό του όνειρο, το οποίο ήρθε για ν’ απαντήσει στην αγωνία του, εάν όντως είναι άξιος να ιερουργεί και να είναι λειτουργός των Μυστηρίων του Θεού.
“Είδα”, μου είπε, “ότι ζητούσα από τον Θεό να μου απαντήσει εάν είμαι άξιος να είμαι ιερεύς. Και, τότε, νά ’μαι εμπρός σε έναν υπέρλαμπρο Ναό!...”.
Λέγοντας ο Γέροντας “υπέρλαμπρο”, τόνιζε το “υπέρ” με πολλά “ε”, θέλοντας έτσι να μου δείξει πόσο φως είχε αυτός ο Ναός στο σημαδιακό του ενύπνιο.
Και συνέχισε: “Ο Θεός μ’ έβαλε σ’ αυτόν τον Ναό θυρωρό, λέγοντάς μου ότι, όποιους επιτρέπω εγώ να εισέρχονται, να μπαίνουν μέσα. Και όποιους αποκλείω, να μένουν απ’ έξω!”».
Σύμφωνα δε και με μια άλλη μαρτυρία ενός άλλου τέκνου του πατρός Ευμενίου (νυν πολύ γνωστού επισκόπου της Εκκλησίας μας), ο ίδιος ο Γέροντας είχε πει ότι θα γινόταν Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στα μέρη Γερμανίας, Ρωσίας, στην Ουκρανία δηλαδή.
Μας μεταφέρει,
λοιπόν, τούτο το τέκνο του αυτούσια τα εξής:
«Μου λέει ο Γέροντας: “Είμαστε όλοι στο μέτωπο!...”. Του λέω: “Ποιοι ‘όλοι’;...” “Όλοι!...”· και μου λέει: “Ήταν ο πατήρ Πορφύριος, ήταν ο πατήρ Ιάκωβος, ήταν ο πατήρ Παΐσιος, όλοι οι καλόγηροι πήγαμε στο μέτωπο!...”. Άλλο όμως “μέτωπο” εννοούσε αυτός: πνευματικό!... Ο Γέροντας συνέχισε: “Κι εγώ έκλαια, έκλαια!... Με είδε τότε ο πατήρ Πορφύριος και ήρθε και μου είπε: ‘Μην κλαις, πάτερ Ευμένιε, έτσι!... Δεν θα γίνει τίποτα!... Η Παναγία θα κάμει έλεος!’…” Καταλάβαινες, λοιπόν, ότι επρόκειτο για μια συντροφιά αγίων ανθρώπων. Γνωρίζονταν μεταξύ τους αυτοί».
Ο Γέροντας π. Ευμένιος Σαριδάκης
εκοιμήθη την
Κυριακή 23 Μαΐου του 1999 (Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου στη Νίκαια), γύρω στις 4 το απόγευμα και σε ηλικία εξήντα οκτώ
ετών, και ετάφη δίπλα στον Ναό της Παναγίας του
πατρογονικού του χωριού, στην Εθιά (38 χλμ. νότια του) Ηρακλείου Κρήτης.
Μέσα
σ’ αυτόν τον Ναό, όταν ήταν μικρό παιδί ο Γέροντας, καθώς άναβε τα
κανδήλια, του
εμφανίστηκε η Παναγία, λέγοντάς του στοργικά: «Εσύ, παιδί μου, μια μέρα
θα
γίνεις ιερεύς!»...«Μου λέει ο Γέροντας: “Είμαστε όλοι στο μέτωπο!...”. Του λέω: “Ποιοι ‘όλοι’;...” “Όλοι!...”· και μου λέει: “Ήταν ο πατήρ Πορφύριος, ήταν ο πατήρ Ιάκωβος, ήταν ο πατήρ Παΐσιος, όλοι οι καλόγηροι πήγαμε στο μέτωπο!...”. Άλλο όμως “μέτωπο” εννοούσε αυτός: πνευματικό!... Ο Γέροντας συνέχισε: “Κι εγώ έκλαια, έκλαια!... Με είδε τότε ο πατήρ Πορφύριος και ήρθε και μου είπε: ‘Μην κλαις, πάτερ Ευμένιε, έτσι!... Δεν θα γίνει τίποτα!... Η Παναγία θα κάμει έλεος!’…” Καταλάβαινες, λοιπόν, ότι επρόκειτο για μια συντροφιά αγίων ανθρώπων. Γνωρίζονταν μεταξύ τους αυτοί».
Η αναξιότητά μας εδεήθη, ελέω Χριστού, να τελέσει οφειλετικά ένα Τρισάγιο στον πέτρινο τάφο του οσίου Γέροντος Ευμενίου, προ επταετίας. Την ευχή και την πρεσβεία του να έχουμε όλοι μας! Αμήν.