«Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17)
«Τί
ποιήσω…;». Εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα, ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὸ
εὐαγγέλιο (Λουκ. 12,17). Εἶνε ἡ ἀπορία ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται σὲ
δυσκολία, ἀμηχανία, ἀδιέξοδο. «Τί ποιήσω…;», τί νὰ κάνω;
Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τεντῶστε τὸ αὐτί σας καὶ θὰ τ᾽ ἀκούσετε ἀπὸ
πολλὰ στόματα. «Τί νὰ κάνω;» λέει ἐκεῖνο τὸ ὀρφανό, ποὺ ἔμεινε στοὺς
πέντε δρόμους καὶ ζητάει στοργὴ ἀπὸ τὴν ἄσπλαχνη κοινωνία. «Τί νὰ
κάνω;», τὸ λέει ἡ χήρα μὲ τὰ μικρά της, ποὺ ζητάει προστασία. «Τί νὰ
κάνω;», τὸ λέει ὁ ἄντρας, ποὺ πέθανε ἡ ἀγαπημένη γυναίκα του κ᾽ ἔμεινε
δίχως ταίρι. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέει ὁ ἐργάτης, ποὺ τὸν ἀπέλυσε ἡ
ἑταιρεία ἢ τὸ κατάστημα ἢ τὸ ἐργοστάσιο, καὶ τώρα τρέχει νὰ βρῇ δουλειὰ ἢ
ἑτοιμάζεται νὰ πάρῃ διαβατήριο γιὰ τὰ ξένα. «Τί νὰ κάνω;», τὸ λέει ὁ
μικρέμπορος, ποὺ τὸ γραμμάτιό του διαμαρτύρεται κι αὐτὸς τρέχει νὰ
δανειστῇ φοβούμενος τὴν κατάσχεσι.
«Τί νὰ κάνω;», τὸ λένε πλήθη φτωχῶν καὶ δυστυχισμένων. Στὸ
εὐαγγέλιο λοιπὸν ποιός τὸ λέει σήμερα; Δὲν τὸ λέει οὔτε ὀρφανό, οὔτε
χήρα, οὔτε ἐργάτης, οὔτε μικρέμπορος, οὔτε κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος τῆς
ἀνάγκης· τὸ λέει – ποιός· ἕνας πλούσιος! Μὰ τί τοῦ συμβαίνει; Τὸ λέει ἡ
παραβολή (βλ. Λουκ. 12,16-21· 14,35).
* * *
Ἦταν, ἀδελφοί μου,
μεγαλοκτηματίας, τσιφλικᾶς. Ἡ «εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς», ποὺ ζητοῦμε
στὴν θεία Λειτουργία, στὰ ἀπέραντα κτήματά του ἦταν ἐξαιρετική. Τὰ
σπαρτὰ θάλασσα, τ᾽ ἀμπέλια φορτωμένα σταφύλια, τὰ κλαδιὰ στὰ ἐλαιοστάσια
λύγιζαν ἀπὸ τὸν καρπό. Ἀλλὰ ἡ ἐξαιρετικὴ αὐτὴ εὐλογία, ἀντὶ νὰ τὸν κάνῃ
εὔθυμο, εὐγνώμονα στὸ Θεὸ καὶ πιὸ εὔσπλαχνο, τὸν ἔκανε ἐσωστρεφῆ·
συσπειρώθηκε περισσότερο στὸ ἐγώ του. Τὰ μάζεψε ὅλα, δὲν ἄφησε τίποτα
ἔξω, οἱ ἀποθῆκες ὅμως δὲν τὰ χωροῦσαν. Καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀγωνία· ἡ
ἰδέα ὅτι τόννοι ἀγαθῶν θὰ μείνουν ἐκτεθειμένοι καὶ ἀνασφάλιστοι δὲν τὸν
ἄφηνε νὰ ἡσυχάσῃ. Γι᾽ αὐτὸ λέει «Τί νὰ κάνω…;»!
Δὲν εἶχε λοιπὸν ἀποθῆκες; Μὰ ὑπῆρχαν ἀποθῆκες. Ὄχι λίγες·
πολλές, χιλιάδες ἀποθῆκες, μικρὲς καὶ μὲ ἀσφάλεια ἑκατὸ τοῖς ἑκατό.
Ποιές εἶνε αὐτὲς οἱ ἀποθῆκες; Εἶνε τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων ἀνθρώπων.
Ἂν μοίραζε ἀπὸ πέντε κιλὰ ἀλεύρι καὶ δυὸ κιλὰ λάδι στὸν καθένα, ἀμέσως
τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ θὰ διωχετεύοντο στὶς πιὸ ἀσφαλεῖς ἀποθῆκες, μέσα στὰ
στομάχια τῶν πεινασμένων, καὶ χίλια «Δόξα σοι, ὁ Θεός» καὶ χίλιες
εὐχαριστίες γι᾽ αὐτὸν θ᾽ ἀκούοντο ἀπ᾽ τὰ στόματα τῶν φτωχῶν. Τώρα ὅμως
τίποτε ἀπὸ αὐτά! Εἶνε κουφὸς καὶ δὲν ἀκούει, τυφλὸς καὶ δὲν βλέπει τὴν
ἀνθρώπινη δυστυχία· ἡ καρδιά του ἔγινε σκληρὴ σὰν τὸ χρυσάφι, δὲν
συγκινεῖται. Ἐὰν φυτρώνῃ στὸ γρανίτη ἄνθος, μπορεῖ καὶ σὲ τέτοιες
καρδιὲς νὰ φυτρώσῃ τὸ ἄνθος τῆς εὐσπλαχνίας. Τί νὰ κάνω; ἐξακολουθεῖ νὰ
ἀπορῇ.
Βράδιασε. Ἐπιστρέφει ἀπὸ περιοδεία στὰ κτήματα. Κι ὅσο ἔχει τὰ
προϊόντα του ἐκτεθειμένα τὸν ζώνει ἀνησυχία. Νύχτωσε, τὸ σκοτάδι σκέπασε
τὰ πάντα κι ὅλοι πέφτουν γιὰ ὕπνο. Τὸ μικρὸ παιδάκι στὴν ἀγκαλιὰ τῆς
μάνας, τὸ πουλάκι στὴ φωλιά του, ὁ φτωχὸς στὸ καλύβι του, ὁ ἄρρωστος στὸ
θάλαμο τοῦ νοσοκομείου γιὰ λίγα ἔστω λεπτά, κι αὐτὸς ἀκόμη ὁ κατάδικος
πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς, ὅλοι κοιμοῦνται. Ἕνας μόνο δὲν
κοιμᾶται· ποιός; ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης πλούσιος! Στριφογυρίζει σὰν
τὸ φίδι πάνω στὸ κρεβάτι καὶ συλλογίζεται· «Τί νὰ κάνω;».
Αἴφνης βρίσκει σύμβουλο «κατάλληλο». Τὸ πονηρὸ πνεῦμα τοῦ
ὑποδεικνύει «πρόγραμμα οἰκονομικῆς καὶ βιομηχανικῆς ἀναπτύξεως» – γιὰ νὰ
μιλήσουμε σὲ σύγχρονη γλῶσσα. Καταλάβατε; Ὁ σατανᾶς τοῦ ὑπέδειξε ἕνα
σχέδιο ἐπεκτάσεως τῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τοῦ εἶπε· Γκρέμισε τὶς παλιὲς
ἀποθῆκες καὶ χτίσε ἄλλες μεγαλύτερες! ἐκεῖ θὰ μαζέψῃς καὶ τὸ τελευταῖο
σπυρὶ σιτάρι, καὶ τὴν τελευταία ῥώγα σταφυλιοῦ, καὶ τὴν τελευταία
σταγόνα γάλα, τὰ πάντα· δὲν θὰ μείνῃ ἔξω τίποτα. Καὶ μετὰ θὰ στρωθῇς σὲ
μιὰ πολυθρόνα, θ᾽ ἀνάψῃς τσιγάρο καὶ θὰ πῇς· «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά…·
φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19).
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ «θά…» ὅμως τοῦ πλεονέκτου οὔτε ἕνα δὲν
πραγματοποιήθηκε. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ σημερινὰ «θά…», τὰ πενταετῆ
προγράμματα οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως ποὺ συντάσσουν οἱ οἰκονομολόγοι καὶ
ἀκοῦμε συνήθως νὰ ἐξαγγέλλωνται, ἐρωτῶ, τί τελικῶς πραγματοποιεῖται;
Ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα, ποὺ δὲν γνωρίζεις τὸ μέλλον τοῦ πλανήτου καὶ δὲν
ξέρεις τί θὰ μείνῃ ἀπὸ τὰ μεγάλα ἔργα τῶν πλανηταρχῶν σου, τὶς γέφυρες,
τοὺς οὐρανοξύστες, τὶς καμινάδες, τὰ τάνκερ!… Ἀφοῦ βουλιάζεις στὴ
διαφθορά, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σὲ περιμένῃ παρὰ ἡ τύχη τῶν Σοδόμων.
Ὁ πλούσιος «λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο» ποὺ λέει ἡ παροιμία.
Καὶ ξαφνικὰ κάποιος, χωρὶς προειδοποίησι, τοῦ χτυπάει τὴν πόρτα. Ὤ τὸν
ἀναιδέστατο! εἶνε ὁ πιὸ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης. Ποιός εἶνε; Μὴ «χτυπᾶτε
ξύλο», δὲν ὠφελεῖ. Εἶνε ὁ χάρος! «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου
ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20). Ἔμπρός,
τοῦ λέει, σήκω! σὲ παίρνω, φεύγεις γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο! Ματαίως ἐκλιπαρεῖ
καὶ παρακαλεῖ γιὰ μιὰ ἀναβολή· ἡ ἀπόφασι εἶνε ἀμετάκλητη, κ᾽ ἔτσι ὁ
πλούσιος φεύγει ἐσπευσμένα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή. Ὁ πονηρὸς τὸν ὡδήγησε πάνω
στὸ βράχο τῆς πλεονεξίας, κι ἀπὸ ᾽κεῖ τοῦ ᾽δωσε μιὰ σπρωξιὰ καὶ τὸν
ἔρριξε στὸ χάος· ὅπως λέει ὁ Δάντης, ἔκανε βουτιὰ στὰ κύματα τοῦ ᾅδου,
στὸ πέλαγος τῆς κολάσεως.
Ὦ Εὐαγγέλιο, εἶσαι αἰώνιο, εἶσαι ἡ πιστὴ εἰκόνα τῆς
ἀνθρωπότητος! Αὐτὸ τὸ «Τί ποιήσω;» τ᾽ ἀκοῦς καὶ σήμερα, σὲ ἐποχὴ ποὺ
ἀριστεροὶ καὶ δεξιοὶ δικαιώνουν τὸν Μάρξ, ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι ἄξονας γύρω
ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφονται ὅλα εἶνε ὁ οἰκονομικὸς παράγων. Δὲν τὸ λένε
ὅμως τόσο οἱ φτωχοί μας, τὰ φτωχαδάκια τῆς ὑπαίθρου – κάθομαι κοντά τους
κι ἀναπαύεται ἡ ψυχή μου. Αὐτοὶ σηκώνονται τὸ πρωί, πᾶνε στὰ λιβάδια,
βόσκουν τὰ πρόβατά τους, ἀκοῦνε τὴν καμπάνα, κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ
λένε· Ἔχει ὁ Θεός! Ποιοί τὸ λένε; Κυρίως οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ τοῦ
πλούτου. «Τί ποιήσω;». Ἔκανε χίλιες λίρες; Θέλει νὰ τὶς κάνῃ δυὸ
χιλιάδες, τὶς δύο νὰ τὶς κάνῃ τέσσερις; τὶς τέσσερις ὀχτώ… Τὸ πάθος τῆς
φιλαργυρίας εἶνε ἀκόρεστο, ἀχόρταγο. Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια,
Σταματῆστε δὲν θέλω ἄλλα νερά, μὰ ἡ πλεονεξία καὶ φιλαργυρία δὲν λέει
ποτέ, Φτάνει. Ὑπάρχει, λένε οἱ γιατροί, μία ἀσθένεια ποὺ λέγεται
ὑδρωπικία. Ὅποιος πάσχει ἀπ᾽ αὐτήν, ὅσο πίνει νερὸ τόσο καὶ περισσότερο
διψᾷ. Καὶ ἡ φιλαργυρία λοιπὸν καὶ ἡ πλεονεξία εἶνε μία πνευματικὴ
ὑδρωπικία· αὐτοὶ ποὺ πάσχουν ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἡσυχάζουν· θέλοντας ν᾽
ἀποκτήσουν κι ἄλλα κι ἄλλα, ἔχουν τὸ βλέμμα συνεχῶς κάτω καὶ ποτέ δὲν τὸ
στρέφουν στὸν οὐρανό.
* * *
Προτοῦ νὰ τελειώσω, ἀδελφοί μου,
ἐπιτρέψτε μου νὰ ὑπενθυμίσω ἕνα σχετικὸ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ θλιβερὸ
γεγονός. Τὸ 1922 ἔγινε ἡ μεγαλύτερη καταστροφὴ τῆς πατρίδος μας,
σοβαρώτερη καὶ ἀπὸ τὴν Ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως· ἡ Μικρασιατικὴ
καταστροφή. Ἤμασταν παιδιὰ ὅταν ἀκούσαμε τὶς καμπάνες νὰ χτυποῦν
πένθιμα, καὶ βγήκαμε ἔξω νὰ προϋπαντήσουμε τοὺς πρόσφυγες ἀδελφούς μας.
Ἕνας ἀκμαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς (ἑνάμισυ ἑκατομμύριο Ἕλληνες
πρόσφυγες) ξερριζώθηκε καὶ ἦρθε στὴν πατρίδα μας. Ἀπὸ τὴν φλεγόμενη
Σμύρνη βγῆκε τότε πάμπτωχο στὸ μουράγιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἕνα ζωηρὸ
παιδὶ 16 ἐτῶν. Δούλευε, ἀλλὰ ἀνήσυχος δὲν μποροῦσε νὰ περιοριστῇ στὸ
φτωχὸ ψωμάκι· ἤθελε νὰ πετάξῃ, νὰ φύγῃ μακριά, ἀλλὰ λεφτὰ δὲν εἶχε. Τότε
οἱ ἀχθοφόροι τοῦ λιμανιοῦ, εὐγενικὲς ψυχές, τὸν εἶδαν λυπημένο κ᾽
ἔκαναν ἔρανο, γιὰ νὰ τοῦ δώσουν τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. Ἔτσι ἔφυγε
καὶ πέταξε μακριά… Κατόπιν ὁ κύριος αὐτός, τοῦ ὁποίου ἀπαξιῶ ν᾽ ἀναφέρω
τὸ ὄνομα, ἦρθε μέσα στὴν πρώτη δεκάδα τῶν ἐφοπλιστῶν τοῦ κόσμου· τὸ
φτωχαδάκι ἐκεῖνο πήκτωσε τὴ θάλασσα μὲ τὰ πλοῖα του! Ἐρωτῶ· τί ἔκανε τὰ
πλούτη του, τί ἔδωσε γιὰ ἱεροὺς σκοπούς αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ γίνῃ ὁ
μεγαλύτερος εὐεργέτης;
Ὄχι, ἀδέρφια μου! Πέφτω καὶ φιλῶ τὰ πόδια ἑνὸς ἀγρότου τῶν
Πρεσπῶν, τιμίου οἰκογενειάρχου ποὺ μοιράζεται τὸ ψωμάκι του μ᾽ ἕναν ἄλλο
φτωχό, μὰ ποτέ τέτοιους πλουσίους, ποὺ εἶνε ὄνειδος καὶ ὄχι τιμὴ γιὰ
τὴν πατρίδα.
Πίστευε στὸ Εὐαγγέλιο, σκόρπα τὰ ἀγαθά σου, δίνε ὅπου μπορεῖς,
γιατὶ τὸ τέλος ἐγγίζει· ὁ δίκαιος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ
δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Β΄ Κορ. 9,9=Ψαλμ.
111,9). «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον
οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν 19-11-1972.