Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

ΠΟΙΟΙ ΕΝΑΙ ΨΕΚΑΣΜΕΝΟΙ;

Ἀνθρώπων καὶ σκύλων

ΠΟΙΟΙ ΕΝΑΙ ΨΕΚΑΣΜΕΝΟΙ;   του Κωνσταντίνου Μπλάθρα*

Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στο διάγγελμά του για τη νέα καραντίνα, σε μια αποστροφή του λόγου του, μίλησε για «ψεκασμένους», αν θυμάστε. Πέραν του ότι ως πρωθυπουργός ήταν άτοπο να μιλά απαξιωτικά για μια μερίδα πολιτών, καθώς είναι πρωθυπουργός όλων –και των «ψεκασμένων», φυσικά–, μίλησε αστόχαστα. Γιατί, αν τον καθένα που έχει επιφυλάξεις, ή ακόμα διαφωνεί –κι αυτό θεμιτό δεν είναι;– τον απαξιώνουμε ως «ψεκασμένο», τότε έχουμε βγει από τα όρια της Δημοκρατίας κι αρμενίζουμε στα θολά νερά του αυταρχισμού. Ή μήπως αυτό τελικά συμβαίνει; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
1. Έχουμε μια κρίση δημόσιας υγείας με τον νέοπα κορωνοϊό. Το μέγεθός της δεν είναι σε μας να το μετρήσουμε. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε τον πλανήτη «εν πανδημία», που μας ακούγεται σοβαρό. Οι γιατροί, λοιπόν, και οι περισσότερο ειδικοί επί του θέματος επιδημιολόγοι, με το ρίσκο που έχουν πάντα οι ιατρικές γνωματεύσεις, πρότειναν μέτρα. Ποικιλία μέτρων μάλλον, αν
καταλαβαίνω σωστά, για την αποτροπή της εξάπλωσης του ιού. Οι γιατροί όμως δεν κυβερνούν, όπως –ευτυχώς– δεν κυβερνούν οι στρατηγοί, ούτε –έπρεπε να– κυβερνούν οι λογιστές-οικονομολόγοι. Κυβερνούν ψηφισμένοι άρχοντες κι αυτοί πρέπει να πάρουν τα μέτρα που, κατά τη λογική, χρειάζονται για τη δημόσια υγεία. Συνεπώς, αν ο ιός προβάλλει ως μία απειλή της υγείας των πολιτών, τα μέτρα καραντίνας, ωστόσο, είναι πολιτικά. Συμπέρασμα: ο πολίτης, ακόμα και ο «ψεκασμένος», όχι μόνο δικαιούται, αλλά έχει υποχρέωση να έχει γνώμη και θέση, σύμφωνα με τον σοφό Σόλωνα.
2. Τα μέτρα πρέπει να κρίνονται όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με την εξάπλωση του ιού, αλλά και σε σχέση με τις συνέπειές τους σε άλλους τομείς της ανθρώπινης κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, και μάλιστα σε σχέση με άλλους παράγοντες της δημόσιας υγείας. Φερ’ ειπείν, το ολοκληρωτικό οριζόντιο πάγωμα της κοινωνικής ζωής, με κλειστές τις εκκλησίες, τα θέατρα, τους κινηματογράφους, καφενεία, πλατείες, παραλίες κ.λπ. –δεν χρειάζονται ιατρικές γνώσεις, ούτε ψεκασμός να καταλάβεις, έχει επιπτώσεις στην κοινωνική, πνευματική και σωματική υγεία των πολιτών. Έχουν οι επιδημιολόγοι ειδική γνώση επ’ αυτού; Μάλλον όχι. Θα πρέπει άρα, οφείλει άρα, η πολιτεία, η πολιτική να έχει στοιχεία και από άλλους επιστήμονες για τα επιβαλλόμενα μέτρα.

3. Αν τον Φεβρουάριο ο ιός ήταν κάτι καινούργιο κι αν τότε όλοι αιφνιδιαστήκαμε, σήμερα, Νοέμβριο μήνα, κανείς δεν μπορεί να δρα ως πανικόβλητος. Θα έπρεπε εν τω μεταξύ, οι αρμόδιες αρχές, με τη συνδρομή των ειδικών, να έχουν συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία για την εξάπλωση της νόσου αφ’ ενός. Δηλαδή, πού ακριβώς ξεφεύγει ο έλεγχος της μετάδοσης της επιδημίας, στις εκκλησίες; στα σουπερμάρκετ; στα κουρεία; στα αεροδρόμια; στα μέσα μεταφοράς; Αφ’ ετέρου, η πολιτεία δεν θα έπρεπε να έχει θωρακιστεί ιατρικά περισσότερο, μετά από τόσους μήνες με γνωστό το πρόβλημα; Φαντάζομαι ότι κάθε λογικός πολίτης θα περίμενε το σύστημα υγείας να είναι πλέον πιο προετοιμασμένο και να διαθέτει πιο σαφή στοιχεία. Όχι;

4. Η απαγόρευση μοιάζει πάντα, ως προς την πολιτεία, η έσχατη και στις πιο πολλές περιπτώσεις η χειρότερη λύση. Δεν υπάρχουν άλλες ιδέες, πέραν του λοκ-ντάουν για το πρόβλημα; Φαίνεται πως όχι ή μάλλον εδώ κολλάει το «έτσι κάνουν όλες» του ιδιοφυούς
μουσικού. Μοιάζει, όμως, πως υπάρχουν και άλλες λύσεις. Πόσο αλλιώς θάταν τα πράγματα αν αντί της απαγόρευσης υπήρχε η συμμετοχή! Εξηγούμαι: Σε κάθε γειτονιά, τουλάχιστον στις πόλεις, υπάρχουν γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, στις μεγάλες πόλεις μάλιστα, όπου και η μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού και, προφανώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα, υπάρχουν δεκάδες γιατροί. Τί θα πείραζε οι γιατροί αυτοί να οργανωθούν π.χ. σε εφημερίες, ώστε άμεσα να επιλαμβάνονται, ώστε οι πιθανοί φορείς του ιού να έχουν μια σίγουρη καθοδήγηση για το τί πρέπει να κάνουν; Άλλο: Ας πούμε πως κάποιος βρίσκεται θετικός, αλλά δεν συντρέχει λόγος να πάει στο νοσοκομείο –όπως μάλλον συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις–,αλλά πρέπει να απομονωθεί σε καραντίνα. Τι ωραίο θάτανε αν αντί της απαγόρευσης και της δαιμονοποίησης των κρουσμάτων να οργάνωνε ο Δήμος ή η Ενορία σε κάθε γειτονιά εθελοντές που θα παρείχαν κάθε χρειαζούμενη βοήθεια σ’ όσους πρέπει να απομονωθούν;
5. Πείτε μου τώρα, ποια λογική, επιστημονική ή εμπειρική, λέει ότι όταν έχεις μία κρίση δημόσιας υγείας θα πρέπει να χρηματοδοτείς αδρά τα μέσα ενημέρωσης, με αδιαφανή μάλιστα τρόπο; Εμένα, που μπορεί πιθανόν να είμαι ψεκασμένος, μου φαίνεται εύλογο πως αν έχεις ένα τέτοιο πρόβλημα θα πρέπει ίσα-ίσα να δώσεις χρήματα στα νοσηλευτικά ιδρύματα και σ’ αυτούς που εργάζονται σ’ αυτά. Αν κάνεις αυτό που κάνεις, να μοιράζεις εκατομμύρια στους εργολάβους της ενημέρωσης, δεν έχω το δικαίωμα να κάνω δεύτερες σκέψεις για το λοκ-ντάουν και την περί αυτού «ενημέρωση»; Πάλι όχι;
6. Ο φόβος –αυτό ειδικά απευθύνεται στους επιδημιολόγους και τον πρύτανή των– από πότε έγινε καλός σύμβουλος των ανθρώπων, αγαθός σύμμαχος της κοινωνικής ζωής; Εγώ ήξερα ότι ο φόβος θολώνει την κρίση του ανθρώπου, αίρει –προ πάντων αυτό την ελευθερία τού να σκέφτεται και να λειτουργεί ως άνθρωπος και τον κάνει να μοιάζει «τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις», όπως λέει η Γραφή. Αν, άρα, παγιωθεί –να μια από τις παραμόνιμες συνέπειες της προπαγάνδας του ιού– στην κοινωνία, μέσω του φόβου, πως ο άλλος, ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο συνάνθρωπος είναι κίνδυνος και η συναναστροφή είναι περίπου «έγκλημα κατά της ανθρωπότητος», ο ιός θα έχει μεν πάρει από τη ζωή εκατοντάδες ή χιλιάδες συμπολίτες μας αλλά θα έχει αφήσει πίσω του μερικά εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια τρομαγμένων. Από τί τάχα;
7. Αν κάτι, εκτός της θεϊκής ελευθερίας, ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι πως μόνον αυτός έχει συνείδηση πως θα πεθάνει. Αν ο θάνατος όμως σταματούσε τη ζωή, τότε θα έπρεπε μετά από έναν πόλεμο, από έναν σεισμό, από μια πανδημία η γη να ερημώνονταν και να σταματούσε κάθε ζωή πάνω στον πλανήτη. Κι όμως, εγώ που δεν είμαι επιστήμων κι έχω ως φαίνεται μια δόση
ψεκασμού, βλέπω αυτό να μην συμβαίνει. Τί τρέχει συνεπώς και η ανθρωπότητα κέρωσε από τον κορωνοϊό; Πώς είναι δυνατόν, για να μην πεθάνουμε, λέει, να μας ζητούν να σταματήσουμε να ζούμε; Βγάζεις άκρη, γιατρέ μου;
Επίλογος: Από το παράθυρό μου βλέπω καθημερινά, ζώντας δεύτερη καραντίνα σε ένα χρόνο, ανθρώπους να τραβάνε με λουρί τον σκύλο τους ή σκύλους να σέρνουν τον άνθρωπό τους. Αυτή, λέω, είναι συμπεριφορά «ορθή», δεν βάζει σε κίνδυνο την ανθρωπότητα, είναι μια πράξη «ανθρωπισμού». Μπορεί να είναι φωτογραφία του μέλλοντος, λέω. Ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου; Όχι πια! Ο άνθρωπος είναι φίλος του σκύλου, ο άνθρωπος έχει τώρα για μόνον οικείο του τον σκύλο «βοηθόν κατ’ αυτόν». Κι όπως λένε ότι συμβαίνει, τα κατοικίδια μοιάζουν πάντα στα αφεντικά τους. Ανθρώπων και σκύλων η ομοιότης είναι το
μέλλον μας, σκέφτομαι. Ώσπου να μας πετάξουν στο δρόμο μ’ ένα κομμάτι ψωμί και μια κλωτσιά στα πλευρά, λέω.
Μα με τί σ’ έχουν ψεκάσει, χριστιανέ μου; Ανθρώπους και κτήνη σώζοις, Κύριε!

*Χριστιανική πρωτοσέλιδο 12.11.2020