του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου
ΤΟ “ΕΡΩΤΗΜΑ”: “Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;”, ρώτησε ένας νομοδιδάσκαλος τον Κύριο θέλοντας να Τον παγιδεύσει. Εκείνος τον παρέπεμψε στις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε ο νομοδιδάσκαλος ανέφερε τις δύο βασικότερες εντολές, την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον. Θέλοντας όμως να δικαιολογηθεί, επειδή έθεσε ένα ερώτημα στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, έθεσε και δεύτερο: “Ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου;” Αυτό το ερώτημα στάθηκε η αφορμή να διηγηθεί ο Κύριος την υπέροχη παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ: “Κάποιος άνθρωπος”, είπε, “κατέβαινε στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον καταπλήγωσαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ένας ιερέας που κατέβαινε στο δρόμο εκείνο, ενώ τον είδε από μακριά, απομακρύνθηκε χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Παρομοίως, κάποιος Λευίτης, υπηρέτης του ναού, έφθασε στο μέρος εκείνο. Αυτός φάνηκε ακόμη πιο άσπλαχνος. Πλησίασε, είδε την άθλια κατάσταση του πληγωμένου κι έφυγε”.
“ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ”: Ο ιερέας έφυγε από ενστικτώδη φιλαυτία, ενώ ο Λευίτης έπειτα από υπολογισμό. Και οι δυο όμως, είχαν αξίωμα και έργο ιερό, οπότε θα έπρεπε, περισσότερο από οποιονδήποτε, να είναι συμπονετικοί και ελεήμονες στον ετοιμοθάνατο διαβάτη. Αυτοί, από καθέδρας, δίδασκαν τους άλλους το καθήκον της αγάπης στον πλησίον! Κι όμως, αθέτησαν το καθήκον αυτό. Είναι θλιβερό, να γίνονται παραδείγματα σκληρότητος άνθρωποι του Θεού και να δυσφημούν τόσο πολύ το Θεό. Κάτι τέτοιο διαχρονικά επαναλαμβάνεται συχνά από «ανθρώπους του Θεού», και από εμάς τους ίδιους. Λεγόμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, κι αποδεικνυόμαστε εμπράκτως άσπλαχνοι, σκληροί, επιλήσμονες του ανθρωπίνου πόνου. Ο Κύριός ξεκαθαρίζει ότι χωρίς αγάπη στο συνάνθρωπο, Βασιλεία Ουρανών δεν πρόκειται να κληρονομήσουμε. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι σφραγίδα γνησιότητάς και βασική προϋπόθεση σωτηρίας.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Κάποια στιγμή, επανερχόμενοι στην παραβολή, ένας Σαμαρείτης, που διάβαινε από το δρόμο εκείνο, είδε τον πληγωμένο, πλησίασε και τον σπλαχνίστηκε. Δεν φοβήθηκε μην πάθει τα ίδια, έσκυψε φιλάνθρωπα, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα έδεσε με επιδέσμους. Κι αφού με κόπο τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε ολονυχτίς. Την επομένη, έδωσε χρήματα στον ξενοδόχο λέγοντάς του: “Περιποιήσου τον. Και ό,τι άλλο ξοδέψεις θα σου το εξοφλήσω επιστρέφοντας στην πατρίδα μου. Λοιπόν”, ρώτησε ο Κύριος το νομοδιδάσκαλο, “ποιος από τους τρεις επιτέλεσε το καθήκον του προς τον πλησίον;” Κι εκείνος απάντησε: “Αυτός που τον συμπόνεσε και τον ελέησε”. Ο Κύριος τότε του είπε: “Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο”. Αυτή την προτροπή δίνει και σε μας ο Κύριος. Η προτροπή Του δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή τύρβης μέσα στα δικά του πάθη. Εφησυχασμός και αδράνεια φανερώνουν καταστάσεις αλλοίωσης της φυσιολογίας του ανθρώπου, της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας. Ο άνθρωπος είναι ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν σε στασιμότητα λόγω της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως των λογισμών τους. Λειτουργούν με τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αενάως γύρω από το “εγώ” τους. Ο Κύριος καλεί όλους σε πορεία προς τα εμπρός, δείχνοντας αγάπη σε κάθε πάσχοντα, χωρίς να εξετάζουμε αν είναι οικείος, ξένος, εχθρός, χωρίς να υπολογίζουμε θυσίες, κόπους, δαπάνες. Αυτό δίδαξε ο Κύριος κυρίως με τη ζωή Του. Ο Ίδιος έγινε ο καλός Σαμαρείτης για μας. Αγάπησε τους ανθρώπους “άχρι θανάτου”. Η αγάπη Του κορυφώθηκε στο Σταυρό. Δυστυχώς όμως στην εποχή μας, ενώ όλοι μιλούμε για αγάπη, πραγματική αγάπη δεν έχουμε. Κι αυτό φαίνεται στις σχέσεις μας με τους οικείους. Αλλά αν δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους ξένους; Πλησίον μας είναι συχνά συνάνθρωποι που μας μισούν, μας συκοφαντούν, μας αδικούν. Εμείς, όχι μόνο δε νοιαζόμαστε γι' αυτούς καθόλου, αλλά μάλιστα μνησικακούμε εναντίον τους! Συμβαίνει κάποτε να μένουμε στην ίδια πολυκατοικία ή να εργαζόμαστε στην ίδια εργασία και όμως να είμαστε ξένοι και άγνωστοι μεταξύ μας. Έτσι, υποφέρουμε γιατί η καρδιά μας είναι στεγνή από αγάπη, γιατί μας κυβερνά ο ατομισμός και η φιλαυτία. Αγάπη σημαίνει θυσία, να δίνουμε κι όχι να απαιτούμε να γίνουν οι άλλοι καλοί για να τους αγαπήσουμε, σημαίνει “πλάτυνση καρδίας”, για να χωράει όλους, ακόμη κι αυτούς που μας στενοχωρούν. Να προσφέρουμε αγάπη απαθώς και διακριτικώς, χωρίς να αισθανθούν ότι κάνουμε προσπάθεια να τους αγαπήσουμε. Να ακούμε εμπόνως τον πόνο τους, να τους ανακουφίζουμε στο πρόβλημά τους. Να διαισθανόμαστε κούρασή, δυσκολίες, επιθυμίες τους. Η αγάπη μας, ας εκδηλώνεται μ’ ένα στοργικό λόγο, με τη σιωπή μας, με τη διακονία μας, με θυσίες που κοστίζουν ίσως. Έτσι θα γίνουμε καλοί Σαμαρείτες. Άρα τό “ομοίως” του Κυρίου αφορά στον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη, που επαινείται και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Το γνώρισμα της οδού αυτής είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που παραμερίζει κάθε διαφορά που χωρίζει. Η αγάπη συνιστά μονόδρομο: εκτός αγάπης ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους αλλότριους του Θεού. Έτσι, για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’ αυτού».
ΑΓΑΠΗ: Η αγάπη πρέπει να “επιτίθεται” σε όλους τους συνανθρώπους. Ο πλησίον, δεν ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο του Ιουδαϊσμού, που θεωρούσε πλησίον μόνον τους Ιουδαίους και απέρριπτε την έννοια του πλησίον για τους “απερίτμητους”. Πλησίον, στο πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή τάξης, διότι ο ίδιος ο αγαπών άνθρωπος, γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου από την παθητική διατύπωσή: «τις εστί μου πλησίον;», θέττοντάς το με ενεργητική διάθεση: «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου! Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο έχει θυσιαστικό γνώρισμα. Στην ανάγκη του άλλου, το θείο θέλημα απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια χρόνου, άνεσης και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά, διαρκή έγνοια. 'Ο,τι επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»! Όμως, αν κάποιος μέινει στο θεωρητικό επίπεδο, ακόμη και με πραγματικά καλή διάθεση, δεν αγγίζει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς». Η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής αγάπη, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει: «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του», και όχι απλώς η αγάπη μας να είναι ο συνηθισμένος κοσμικός ανθρωπισμός, συχνά φαμφαρόνικα επιδεικτικός!
ΞΕΒΟΛΕΜΑ: Η μίμηση του Σαμαρείτη απαιτεί γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Όμως, κοινη είναι η διαπίστωση για τους “πιστούς” της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας. Εφαρμογή ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει πρότυπο τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη της Παραβολής, όχι του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω της Θείας Ευχαριστίας, μερίζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, έστω, βλέποντας τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε με δάκρυα αυτογνωσίας για την κατάντια μας; Πώς ανελεήμονες όντες προς τον πλησίον, ζητάμε θείο έλεος; Το μεγαλύτερο έργο που έχουμε να κάμουμε στη ζωή αυτή, δεν είναι η απόκτηση πλούτου, δόξας ή κοσμικών αγαθών. Η αγάπη είναι στοιχείο αναγνώρισης κάθε χριστιανού από τους άλλους ανθρώπους. Αυτή η αγάπη προς τον πλησίον, είναι και το βασικό κριτήριο της αιωνίου ευτυχίας μας. Αν θέλουμε να δούμε το πρόσωπον του Θεού, πρέπει να αγαπήσουμε το συνάνθρωπό μας με αγάπη Χριστού γνήσια και ουσιαστική. Γιατί, όπως μας λεει ο απόστολος Παύλος: “η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού” (Ρωμ.ιγ΄10).
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΘ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ: https://www.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Ι. Μ. ΚΥΚΚΟΥ: https://www.youtube.