Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [: Λουκ.18,18-27] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ[Ματθ.19,16-26]

   «Κα δο ες προσελθν επεν ατ· διδάσκαλε γαθέ, τί γαθν ποιήσω να χω ζων αώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16]

     Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό με τη σκέψη ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δεν θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθόσον λέγει ότι «Κα κπορευομένου ατο ες δν προσδραμν ες κα γονυπετήσας ατν πηρώτα ατόν(:και ενώ έβγαινε ο Ιησούς από το σπίτι στο δρόμο, έτρεξε κοντά Του ένας άνθρωπος και αφού γονάτισε μπροστά Του, Τού έθετε ερωτήσεις)»[Μάρκ.10,17] και ότι « δ ησος μβλέψας ατ γάπησεν ατν(:ο Ιησούς τότε τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε)»[Μάρκ.10,21].

     Είναι, ωστόσο, μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα. Δικαίως λοιπόν και ο απόστολος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων γενικώς των κακών[βλ. Α΄Τιμ.6,9-10: «Ο δ βουλμενοι πλουτεν μππτουσιν ες πειρασμν κα παγδα κα πιθυμας πολλς νοτους κα βλαβερς, ατινες βυθζουσι τος νθρπους ες λεθρον κα πλειαν. ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαργυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστεως κα αυτος περιπειραν δναις πολλας(:Όσοι έχουν προσκόλληση στο χρήμα και θέλουν να γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στην απώλεια. Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και  γι' αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη  και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].

    Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»; Επειδή το νεαρό εκείνο αρχοντόπουλο Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθόσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «μες προσκυνομεν οδαμεν(:εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον)»[Ιω.4,22] και «Ἐὰν γ μαρτυρ περ μαυτο, μαρτυρία μου οκ στιν ληθής(:ίσως μου πείτε: “εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία”. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)»[Ιω.5,31].

     Όταν λοιπόν λέγει ότι «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός», αλλά ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «ε μ ες Θεός (:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και  δεν είπε «παρά μόνο ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.

      Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους «πονηρούς», λέγοντας: «Ε ον μες, πονηρο ντες, οδατε δόματα γαθ διδόναι τος τέκνοις μν, πόσ μλλον πατρ μν ν τος ορανος δώσει γαθ τος ατοσιν ατόν;(:Εάν όμως εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίδετε ωφέλιμα πράγματα στα τέκνα σας, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σε εκείνους που το ζητούν;)»[Ματθ.7,11]. Καθόσον και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι),αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτον τον λόγο και πρόσθεσε: «πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σε εκείνους που το ζητούν;»

       Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση;». Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ολίγον και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές· διότι και όταν λέγει «μες δ μ κληθτε αββί· ες γρ μν στιν διδάσκαλος, Χριστός· πάντες δ μες δελφοί στε(: εσείς όμως να μη δεχθείτε να σας ονομάσουν οι άνθρωποι ‘’ραββί’’, δηλαδή ‘’διδάσκαλε’’· διότι ένας είναι ο Διδάσκαλός σας, ο Χριστός· όλοι εσείς είστε αδελφοί)»[Ματθ.23,8], το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοια έντονη επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή· διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλούσια, αλλά όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.

      Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων· διότι λέγει: «τ ποισας ζων αἰώνιον κληρονομσω;(:Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;)»[Λουκ.18,18] .Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον πλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή στην περίπτωση του Φαρισαίου εκείνου νομοδιδάσκαλου που προσπαθούσε να παγιδεύσει τον Ιησού με τις ερωτήσεις που Του υπέβαλλε [βλ.Ματθ.22,34-36:«Ο δ Φαρισαοι κούσαντες τι φίμωσε τος Σαδδουκαίους, συνήχθησαν π τ ατό, κα πηρώτησεν ες ξ ατν, νομικός, πειράζων ατν κα λέγων· διδάσκαλε, ποία ντολ μεγάλη ν τ νόμ;(:οι Φαρισαίοι όταν άκουσαν οι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους και ένας από αυτούς, νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε δοκιμάζοντάς Τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;)»].

     Εάν όμως υποθέσουμε ότι και ο ευαγγελιστής το αποσιώπησε, ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δεν θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνια ζωή, αλλ΄ όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβερότατο πάθος.

    Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «ε θλεις ες τν ζων εσελθεν, τρησον τς ντολς(:εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «Ποας;(:ποιες εντολές;)» όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να φυλάττει τις εντολές του νόμου, απαντά: «Διδάσκαλε τατα πάντα φυλαξάμην κ νεότητός μου(:Διδάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τα παιδικά μου χρόνια)»[Μάρκ.1,20]. Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερωτά· «Τ τι στερ; (:Τι άλλο μου λείπει ακόμη;)»[Ματθ.19,20], πράγμα που αποδείκνυε και αυτό την μεγάλη επιθυμία του. Αλλά  και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.

    Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «Ε θλεις τλειος εναι, παγε πλησν σου τ πρχοντα κα δς τος πτωχος, κα ξεις θησαυρν ν ορανος, κα δερο κολοθει μοι (:εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)»[Ματθ.19.21].

    Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει γι΄ αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως τον πείραζε, δεν θα του έλεγε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στην διάθεσή του, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.

   «Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό ονόμασε τη μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα.

   Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλες τις εντολές του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο· διότι, «ε τις θέλει πίσω μου ρχεσθαι, παρνησάσθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο καθ᾿ μέραν κα κολουθείτω μοι(:εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9,23]. Ώστε είναι πολύ πιο ανώτερη η εντολή αυτή το να θυσιάζει κανείς τη ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.

    «κοσας δ νεανσκος τν λγον πλθεν λυπομενος(:Αφού όμως άκουσε ο νεανίσκος αυτά, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια για να δείξει ο  ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το φυσικό, λέγει: «ν γρ χων κτματα πολλ (:διότι είχε πολλά χρήματα)». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος τους για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δεν θα πάψω να το λέγω, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο την φλόγα και κάνει πιο πτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία γι΄ αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο την φτώχειά τους.

    Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη παρουσίασε το πάθος αυτό· διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.

    Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Πλοσιος δυσκλως εσελεσεται ες τν βασιλεαν τν ορανν(: δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη Βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης· διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιά επισωρεύει το να παίρνει και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν φτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την φτώχεια και απολογούμενος κατά κάποιο τρόπο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέτρεπε να έχουν τίποτε.   

    Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, εν συνεχεία τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Διότι λέγει: «εκοπτερν στιν κμηλον δι τρυπματος αφδος διελθεν πλοσιον εσελθεν ες τν βασιλεαν το Θεο (:ευκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που είναι πλούσιοι και μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του  Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές του είπε: «Παρ νθρποις τοτο δνατν στιν, παρ δ Θε πντα δυνατ στιν(:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά)»[Ματθ. 19,26].

   Και για ποιο λόγο οι μαθητές ταράσσονται, κατά τη στιγμή που ήσαν φτωχοί οι ίδιοι και μάλιστα πάρα πολύ φτωχοί; Για ποια αιτία λοιπόν ανησυχούν; Επειδή πονούσαν για τη σωτηρία των άλλων και έτρεφαν μεγάλη στοργή προς όλους και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως διδασκάλους τους. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν έτρεμαν και είχαν κυριευτεί από φόβο για ολόκληρη την οικουμένη, εξαιτίας αυτής της αποφάσεως, και συνεπώς είχαν ανάγκη από πολλή παρηγοριά. Για τον λόγο αυτόν, αφού πρώτα τους κοίταξε, είπε: «Αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους(διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής με τη λέξη «μβλψας»), στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια του, αφού παρουσίασε τη δύναμη του Θεού, και έτσι τους γέμισε με θάρρος. Αλλά εάν θέλεις να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου· διότι δεν είπε με τον σκοπό αυτόν τους λόγους «αυτά που είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό», για να μην απελπιστείς δηλαδή και να παραιτηθείς με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά τα είπε με σκοπό ώστε αφού κατανοήσεις το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσεις με ευκολία στον αγώνα και επικαλούμενος και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες σου, να επιτύχεις την αιώνια ζωή.

    Πώς λοιπόν θα μπορούσε να επιτευχθεί η αιώνια ζωή για έναν άνθρωπο που είναι πλούσιος; Αν απαρνηθεί τα υπάρχοντά του, αν μοιράσει τα χρήματά του, αν απαλλαγεί από την πονηρή επιθυμία του. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στην συνέχεια.

     Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «δο μες φήκαμεν πάντα κα κολουθήσαμέν σοι· δο μες φήκαμεν πάντα κα κολουθήσαμέν σοι(:Να εμείς εγκαταλείψαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε)»[Ματθ.19,27] και ρώτησε «τί ρα σται μν;(:τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;)», ορίζοντας το μισθό για εκείνους, πρόσθεσε: «μν λέγω μν τι μες ο κολουθήσαντές μοι, ν τ παλιγγενεσί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώπου π θρόνου δόξης ατο, καθίσεσθε κα μες π δώδεκα θρόνους κρίνοντες τς δώδεκα φυλς το σραήλ. κα πς ς φκεν οκίας δελφος δελφς πατέρα μητέρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόματός μου, κατονταπλασίονα λήψεται κα ζων αώνιον κληρονομήσει(:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Και ο καθένας που εγκατάλειψε σπίτια, αδελφούς, αδελφές, πατέρα ή μητέρα, για να μένει ενωμένος και να μη χωριστεί με εμένα, θα λάβει εκατονταπλάσια σε αυτήν τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)»[Ματθ. 19,28-29].

     Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατό αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.

     Μη ζητήσεις λοιπόν να ανεβείς αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το δια μιας ανέβασμα, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό· διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δεν σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτήν επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτή τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση κατ’ αρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα μπορούσε να πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;». Εάν κατανοήσεις, ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι' αυτά και να βασανίζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.

     Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, από την επίδραση αυτής της λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: Ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να διψά και να μην πίνει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός αν μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέενα, με αυτόν τον τρόπο να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο να κατακαίεται έτσι[πρβ. Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα νερού και δεν μπορούσε να την απολαύσει.

     Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτεί και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πάλι άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα και όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου δια του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα και ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η επιθυμία σου αυτή δεν έχει καμία λογική βάση και δεν μπορεί να υλοποιηθεί.

   «Αλλά», θα πει κάποιος, «το να πετάξει κανείς μέσω του αέρα είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την ακόρεστη επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε τη σφοδρή αυτήν επιθυμία· διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας, διότι δεν είναι δυνατό κατά άλλο τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας.

    Επομένως για να μη στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αφού αποβάλουμε την σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς μια άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε κόπος τόσο μεγάλος, το δε κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπον επαγρυπνεί, φροντίζει και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ και διά παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.

     Αναλογιζόμενος όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις ότι σου δίνει μεν αυτή τα παρόντα, αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό· διότι μαζί με  τη γέενα και πριν από τη γέενα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκη τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και πριν από τους κινδύνους μάλιστα αυτούς καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές, αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.

     Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου·, πώς την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, όταν έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.

   Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο· σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού, που δεν είχε πού να κλείνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων  Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μία στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και την θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.

   Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες, και τα τόσο πολλά ιδιωτικά λουτρά και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών, και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω το εξής: Εάν ο καθένας από σας τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την πτωχεία (διότι αυτά είναι πτωχεία εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θάλασσας, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα, και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού  έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστεί από τη βασιλεία των ουρανών· διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτή, εάν επρόκειτο να λάβει γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.

     Μη μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν επρόκειτο να συμβεί να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, που θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριά που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δεν διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, αλλά μάλλον είναι και καλύτερη· διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στη γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά. Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει·  διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι μεν ειδωλολάτρες αποκαλούσαν τη φιλαργυρία ‘’ακρόπολη των κακών’’, ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, ονομάζοντας αυτήν ‘’ρίζα όλων των κακών’’. 

    Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές των πραγμάτων εκείνων που είναι άξια μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα κα πάντοτε και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

        ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

           επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

·        https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

·        Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίον, ομιλία ΞΓ΄, σελίδες 209-233.

·        Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 195- 207.

·        http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

·        Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

·        Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

·        Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

·        Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

·        http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

·        http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm