Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ τραγικότητα ἑνὸς ποιμνίου ποὺ αὐτοτυφλώνεται καὶ καταλογίζει ἀλλὰ δὲν ἀναλαμβάνει τὸ ἴδιο εὐθῦνες

Γράφει ο καθηγητής: Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου



Τὰ παρακάτω λόγια γράφονται ὡς προσπάθεια ἀπάντησης στὸ ἑξῆς παράδοξο:

Πῶς γίνεται τὴν περασμένη ἄνοιξη ἐνῶ ἑορτάσαμε Πάσχα ἄνευ Θ. Λειτουργίας, ἄνευ Σταυρώσεως, Ἀποκαθηλώσεως, Ἐπιταφίου, Ἀναστάσεως καὶ ἐνῶ διαμαρτυρηθήκαμε καὶ καλοπροαίρετα μείναμε ΜΟΝΟ στὴν διαμαρτυρία -καθὼς τουλάχιστον οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ μᾶς διαβεβαίωναν ὅτι γίνεται μιὰ μικρὴ ὑποχώρηση καὶ τίποτα ἄλλο- τώρα, ἐνῶ ἑορτάζουμε Χριστούγεννα πάλι κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες, νὰ δεχόμαστε τὶς ἴδιες διαβεβαιώσεις; Πῶς γίνεται τὴν περασμένη ἄνοιξη καὶ ἐνῶ ἀποδείχτηκε ὅτι τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν καὶ ἡ ἀπαγόρευση τῆς Θ. Λειτουργίας ἀποτελεῖ προδοσία τῆς πίστεως μὲ συνενόχους τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, ἡ ὁποία συμπορεύθηκε μὲ τοὺς ἐνόχους σ’ αὐτὴν τὴν προδοσία, τώρα νὰ βλέπουμε τοὺς ἴδιους πάλι νὰ συνεχίζουν ἄνευ ἐντροπῆς τὴν προδοσία τους, καὶ ἐμεῖς νὰ συνεχίζουμε νὰ τοὺς ἀκολουθῦμε ὡς ἀληθινοὺς ποιμένες;

 

Πῶς γίνεται τὴν περασμένη ἄνοιξη ἐκεῖνοι ποὺ ἐθεωροῦντο «εὐσεβεῖς καὶ ὁμολογητές» νὰ «ὁμολόγησαν εὐσεβῶς», ἀλλὰ αὐτὴ ἡ «ὁμολογία» τους, ἐπειδὴ δὲν τοὺς κόστισε νὰ μὴν ἔχει ἐπιφέρει κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα, (ἀντίθετα εἶχαν τὴν εὔνοια/συγχαρητήρια τῆς Κυβέρνησης, τὰ μέτρα συνεχίζονται καὶ οἱ ἀσεβεῖς συνεχίζουν νὰ παρανομοῦν ἀσυστόλως) καὶ παρὰ ταῦτα, τώρα, στὴν ἐπανάληψη τῶν τραγικῶν γιὰ τὴν Ἐκκλησία γεγονότων,  πάλι νὰ «ὁμολογοῦν εὐσεβῶς» κατὰ τὸν τρόπο (ἐκτὸς 1-2 περιπτώσεων) καὶ κανείς μας νὰ μὴν βλέπει ὅτι αὐτὴ ἡ «ὁμολογία» ἀπέχει παρασάγκας ἀπὸ τὰ γνωστὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀποτελέσματα μίας πραγματικὰ εὐσεβοῦς ὁμολογίας; Ποιός μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι μόλις ὅλα ἐπιστρέψουν στὴν «κανονικότητα», ὅλα θὰ συνεχιστοῦν, ὡσὰν νὰ μὴν συνέβη τίποτα;

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχουν πάλι εὐχάριστα πληθύνει ἡ κατάδειξη, τὰ σχόλια καὶ οἱ ἀναφορὲς γιὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Παράλληλα ὅμως συνεχίζουν οἱ ἐδῶ καὶ χρόνια ἐπαναλαμβανόμενες -ἄνευ ὅμως οὐσιαστικοῦ πνευματικοῦ ἀντικρύσματος ἀναφορές- περὶ ὑπάρξεως εὐσεβῶν ἐπισκόπων, ἱερέων καὶ μοναχῶν, ποὺ καταδικάζουν μὲν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς αἵρεση, καταδικάζουν τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, καταδικάζουν τὸ κλείσιμο τῶν Ἱ. Ναῶν, τὴν ἀστυνόμευση καὶ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Θ. Λειτουργίας, τὶς τιμωρίες τῶν πιστῶν μὲ πρόστιμα, παράλληλα ὅμως ἔχουν ἐκκλησιαστική –καὶ ὄχι μόνο– κοινωνία μὲ τοὺς αἴτιους τῶν παραπάνω δεινῶν. 

Οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς φθάνουν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ συγκρίνουν τοὺς κληρικοὺς αὐτοὺς μὲχρι καὶ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Φυσικὰ πολλὲς ἐνέργειες τῶν κληρικῶν αὐτῶν χαρακτηρίζονται ἀπὸ εὐσέβεια καὶ εἶναι ἄξιες ἐπαίνου. Ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτὲς ἐδῶ καὶ χρόνια δὲν ἀποτελοῦν τροχοπέδη στὴν πτώση καὶ στὴν ἀποστασία, οὔτε παρηγοριὰ στὸ χειμαζόμενο ποίμνιο, ποὺ κι αὐτὸ κατρακυλᾶ ὅλο καὶ περισσότερο, δείχνει, ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ αὐτὴν τὴν εὐσέβεια.

Ὅσοι ἀποδίδουν τὸν χαρακτηρισμὸ «εὐσεβής» σ’ αὐτοὺς τοὺς κληρικούς, ξεχνοῦν ἐπιμελῶς νὰ προσδιορίσουν, τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ὁρισμός «εὐσεβής», μὲ ποιά κριτήρια ὁριοθετεῖται, καὶ ποιός ἀποδίδει τὰ κριτήρια αὐτά; Ἔτσι προκαλεῖται περισσότερη σύγχυση στὸ ἤδη τελούμενο ἐν συγχύσει ποίμνιο καὶ ἡ κατάσταση χειροτερεύει, ἀντὶ νὰ καλυτερεύσει. Διότι, ἂν εὐσεβὴς δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ δὲν κοινωνεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀρνητὲς τῆς Θ. Κοινωνίας, τοὺς εἰκονομάχους, καὶ ἐκκλησιομάχους· ἂν εὐσεβὴς δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ δὲν κοινωνεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ τοὺς διῶκτες καὶ ὑπεύθυνους γιὰ τὸ κλείσιμο τῶν Ἱ. Ναῶν· ἂν εὐσεβὴς δὲν εἶναι μόνο αὐτὸς ποὺ δὲν κοινωνεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς καὶ ἀποστάτες –διότι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀλλὰ καὶ κάθε συνειδητὴ καὶ σχεδιασμένη ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντιευαγγελικὴ ἐνέργεια εἶναι αἵρεση καὶ ἀποστασία, κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ– τότε οἱ λέξεις καὶ οἱ πράξεις ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους, ἀφοῦ ὅ,τι καὶ νὰ πράξει ἀπὸ τὰ παραπάνω ὁ ἑκάστοτε πιστός, κληρικὸς καὶ λαϊκός, εἶναι εὐσεβής, ἀρκεῖ νὰ τὰ λέει ὡραῖα ἢ π.χ. νὰ ἀφήνει νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες ὡς ἔνδειξη διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ ναοὶ νὰ παραμένουν κλειστοί!

Καὶ φυσικά, ἀναδεικνύεται ὡς λογικὸ τὸ ἐρώτημα, γιατὶ νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ πιστὸς ἱεροκανονικῶς τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ πτώση καὶ ἀποστασία, ἀφοῦ θέμα εὐσεβείας δὲν τίθεται;

Τὸ ποίμνιο λοιπὸν διχάζεται καὶ οἱ πολλοὶ ἀποφασίζουν νὰ παραμείνουν -παρὰ τὶς ὅποιες διαπιστώσει, ἀποδείξεις καὶ καταγγελίες- στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση/ἀποστασία, ἀνεξαρτήτως τῶν τραγικῶν ἐπιπτώσεων ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει (καὶ ἔχει πρωτίστως σχέση μὲ τὴν σωτηρία ἑκάστου). 

Τί εἶναι ὅμως εὐσέβεια;

Διαβάζοντας τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως εὐσέβεια καταρχὴν στὰ λεξικὰ παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς: εὐσεβής, ἐπίθετο Α. γιὰ πρόσωπα 1. εὐλαβής, ὅσιος, εὐσεβής, ἀντίθετο τοῦ δυσσεβής|2. αὐτὸς ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ τηρεῖ τὰ ἠθικὰ ἢ θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκπληρώνει|μὲ ἐμπρόθετο προσδιορισμό, δίκαιος (στὴν πράξη, μὲ ἔργα)|μὲ αἰτ. Β. ἅγιος, ἱερός, ἁγιασμένος, σύμφωνος μὲ τὸ καθῆκον|γιὰ πράξεις καὶ πράγματα (Basic Lexicon of Ancient Greek).

Κατὰ τὸ δὲ ἑορτολόγιο τὸ ὄνομα τῆς ἁγ. Εὐσεβείας προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη εὐσεβὴς καὶ σημαίνει "αὐτός ποὺ σέβεται τὸν Θεό καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολές Του". Ἔχει τὶς ρίζες της στὶς λέξεις εὐ+σέβας ποὺ σημαίνουν "καλὸς καὶ αἴσθημα φόβου ποὺ ἐμποδίζει κάποιον νὰ κάνει κάτι αἰσχρό". 

Στὴν ἐφημερίδα «Ἀθηναΐς» (Ἔτος A', τεῦχος 6, 1876) διαβάζουμε περὶ τῆς εὐσεβείας: «Ἡ εὐσέβεια παράγει ἅπαντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἀγαθὰ τὰ καθιστῶντα τὸν ἄνθρωπον πράγματι εὐτυχῆ· ἐνῶ ἀπεναντίας ἡ ἀσέβεια ἐπιφέρει πάντα τὰ δυστυχήματα καὶ καθιστᾷ αὐτὸν ταλαίπωρον διὰ παντός. Ἡ εὐσέβεια διὰ μὲν τῆς ἐγκρατείας λ. χ. τῆς φιλοπονίας, τῆς αὐταρκείας κτλ. προάγει τὴν ὑγείαν τοῦ πνεύματος· διὰ δὲ τῆς ἐκθέσεως τῆς ἀληθοῦς ἀξίας τῶν ἀντικειμένων καὶ τῆς ἀκριβοῦς φύσεως τῆς ἀληθείας ἀναπτύσσει καὶ ἐνισχύει τὴν διάνοιαν καὶ τέλος διὰ τῆς πιστῆς ἐκτελέσεως τῶν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον ἡμῶν καθηκόντων ἐπιφέρει τὴν εἰρήνην τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεως... Ἡ εὐσέβεια οὐδένα ἐνοχλεῖ, οὐδένα ζημιοῖ, οὐδένα καταστρέφει· οὐδενὸς τὴν ὑγείαν προσβάλλει, οὐδενὸς τὴν διάνοιαν ἐξασθενεῖ, οὐδενὸς τὴν συνείδησιν ταράττει, ἀλλ’ ἀπεναντίας, οὔτε τὰ πάθη ὑποκινεῖ, οὔτε τὴν τιμὴν ἐλαττώνει, οὔτε γίνεται ποτὲ ἀντικείμενον πικρᾶς μεταμελείας».

Ἐξ ὁρισμοῦ λοιπὸν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐσέβεια ἔχει δύο πεδία ποὺ συνυπάρχουν, ἔχοντας ὅμως μία ἱεραρχικὴ σχέση: Ὡς δεύτερο τῇ ἱεραρχίᾳ εἶναι τὸ πεδίο τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα, τῆς μάχης κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν μας, τῆς σχέσης μας μὲ τοὺς ἀδελφούς μας Χριστιανούς, στὸ ὁποῖο, λόγῳ τῆς ἀτελοῦς μας φύσεως, εὐσεβὴς δὲν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀφοῦ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ παρὰ τὶς ἁμαρτίες του μετανοεῖ καὶ δὲν πτοεῖται νὰ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ πράξει καὶ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Τὸ πρῶτο ὅμως ἐπίπεδο στὴν ἱεραρχία τῆς εὐσεβείας εἶναι ἡ τήρηση, ἡ ἔκθεση καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἀληθείας ἀπέναντι στὸν κάθε ἐχθρό. Χωρὶς αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἡ εὐσέβεια καταντάει εὐσεβοφάνεια. Διότι πῶς μπορεῖ, καὶ σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, πρωτίστως ὁ κληρικὸς νὰ χαρακτηρίζεται εὐσεβής, ἂν καὶ ἀσκητικὸς καὶ νηστευτής, ὅταν ἀναγνωρίζοντας τὴν ὕπαρξη τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ὅποιας πτώσεως, παρόλα αὐτὰ μὲ τὴν στάση του ζημιοῖ, ὅταν διαστρέφει τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων γιὰ τὴν στάση μας σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ πτώσης, ὅταν προσβάλλει τὴν ὑγείαν τῶν πιστῶν διὰ τοῦ μολυσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπέρχεται ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν πτώση, ὅταν ἐξασθενεῖ τὴν διάνοιαν τοῦ ποιμνίου καὶ ἀπορροφᾶ τὶς ἀντιδράσεις του, ὅταν ταράττει τὴν συνείδησιν τῶν Χριστιανῶν, ὅταν γίνεται ἀντικείμενον πικρᾶς μεταμελείας.

Μᾶς διδάσκει ὁ ἅγ. Παΐσιος:

«Ἂν οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ μὲ τὴν λογική τους ζοῦσαν στὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, δὲν θἄχαμε κανέναν μάρτυρα. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν ἔβαζαν καθόλου τὴν λογική, ἀλλὰ ἀκράδαντα ὡμολογοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ φλέγονταν γιὰ τὸ μαρτύριο. Τοὺς ἔδιναν ἀξιώματα, τοὺς ἔλεγαν: “Πὲς μόνο ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανὸς καὶ μέσα σου πίστευε στὸν Θεό σου, βάλε λίγο λιβάνι, κάνε ὅτι θυσιάζεις καὶ ὕστερα μὴν θυσιάζης, κάνε ὅτι τρῶς εἰδωλόθυτα καὶ σὺ φάε καθαρὸ κρέας, μὴν κηρύττης σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, πήγαινε ἀλλοῦ”· καὶ ὅμως μὲ τίποτε δὲν ἀρνοῦνταν τὸν Χριστό. Μὲ χαρὰ ἔτρεχαν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστό. Φλέγονταν ἀπὸ θεῖο ἔρωτα». (Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, 300).

Ἐπίσης: «Στὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας δέκα Χριστιανοὶ ὑπερασπίστηκαν δυναμικὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴν Χρυσὴ Πύλη καὶ μαρτύρησαν γι’ αὐτήν. Τώρα ποὺ βλασφημεῖται τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφοροῦμε. Ἂν ζούσαμε τότε ἐμεῖς οἱ “διακριτικοί” καὶ “γνωστικοί” θὰ λέγαμε στοὺς δέκα μάρτυρες: “Ἔτσι δὲν ἐνεργεῖτε πνευματικά· περιφρονεῖστε τὸν Σπαθάριο ποὺ ἀνεβαίνει νὰ γκρεμίση τὴν εἰκόνα, καὶ ὅταν ἀλλάξη ἡ κατάσταση, θὰ βάλουμε στὴν θέση της ἄλλη εἰκόνα, καὶ μάλιστα πιὸ βυζαντινή”. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερό! Τὴν πτώση μας, τὴν δειλία, τὸ βόλεμά μας τὸ παρουσιάζουμε σὰν κάτι ἀνώτερο» (Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, 304-305).

Ποιός δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν σημερινῶν «εὐσεβῶν προφητῶν»; Ποιός σημερινὸς «εὐσεβὴς καὶ ὁμολογητής» ἱεράρχης καλεῖ τὸ ποίμνιο νὰ μαρτυρήσει, προβάλλοντας ὅμως τὸν ἑαυτό του πρῶτον στὴν γραμμή, ποιός καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ γκρεμίσουμε τὸν ὅποιον Σπαθάριο στὴν ἑκάστοτε «Χρυσὴ Πύλη» (ὑπάρχουν σήμερα πολλές) ὄντας ὅμως ὁ ἴδιος πρῶτος ἐκεῖ; 

Ποιός σημερινὸς «προφήτης καὶ ὁμολογητής» ἀρνεῖται πραγματικὰ ταπεινῶς τοὺς ὅποιους ἐπαίνους καὶ παραδέχεται ὅτι «τὴν πτώση μας, τὴν δειλία, τὸ βόλεμά μας τὸ παρουσιάζουμε σὰν κάτι ἀνώτερο».

Τὰ παραπάνω ὅμως παρουσίαζουν τὴν τραγικότητα καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων, τοῦ σημερινοῦ ποιμνίου, ποὺ καταλογίζουμε εὐθῦνες, ἀλλὰ δὲν ἀναλαμβάνουμε τὶς δικές μας. Ποὺ ψάχνουμε νὰ βροῦμε καὶ ἀνακηρύττουμε σωτῆρες, δὲν πράττουμε ὅμως αὐτὰ ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ μόνος ἀληθινὸς Σωτήρ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ οἱ ἀληθινοὶ ἀκόλουθοί του, Ἀπόστολοι καὶ Ἅγιοι.

Γιατὶ ὅμως λειτουργοῦμε ἔτσι; Μήπως διότι ἀνακαλύπτοντας «εὐσεβεῖς» ἀποποιούμαστε τὶς εὐθῦνες μας καὶ συνεχίζουμε νὰ βολευόμαστε ἄχρι καιροῦ;

Γράφει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Ἰ. Κορναράκης (ἀπὸ τὸ βιβλίο «ὁ κατὰ φαντασία Χριστιανός»): «Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἔκαναν ἔργο Θεοῦ ἀλλὰ ὄχι γιὰ τὴ δόξα του καὶ ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ βοηθοῦσαν. Ἔκαναν ἔργο Χριστοῦ γιὰ νὰ λύσουν δικά τους προβλήματα. Ὄχι μόνο προσωπικῆς τους καταξίωσης, ὡς ἐργατῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ προβλήματα πρακτικά, ὅπως τὸ πρόβλημα τῆς ὑλικῆς ἐπιβίωσης.

Πολλοὶ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κληρικοὶ ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, ἀποκτοῦν ὄνομα, μὲ τὴν ποικίλη δραστηριότητά τους, κατὰ τὴν προσφορὰ ὑπηρεσιῶν τους στὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ὅμως νὰ ὠφελοῦνται, πολλὲς φορές, ἀπὸ τὸ ἔργο ἢ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν. Ἀντίθετα, ἡ ἐμπλοκή τους στὴ ρουτίνα τῶν ὑπηρεσιῶν αὐτῶν προκαλεῖ ρωγμὲς διαφυγῆς ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους μιᾶς ἔκδηλης ἀνομίας ἢ ἀσέβειας… Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἔκαναν ἔργα, ἀλλὰ παραμέλησαν τὸ κυριότερο καὶ πρώτιστο ἔργο τῆς ζωῆς τους. Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε στὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Δὲν ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴ χριστοποίησή τους. Ἀναπαύθηκαν στὰ ἔργα ποὺ ἔκαναν εὔκολα μὲ μόνη τὴν ἀναφορά τους στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περπάτησαν τὴ σταυρώσιμη ὁδὸ τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης πορείας γιὰ τὴν κατὰ χάρη θέωσή τους. Δὲν εἶχαν μάθει ὅτι δὲν σῴζει κάθε ἔργο, ἐπειδὴ ἁπλῶς καὶ μόνο εἶναι ἔργο. Τὸ ἔργο, κάθε ἔργο σωτήριο, «ἐν Θεῷ εἰργασμένο», ἀλλοιώνει τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταποιεῖ σὲ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀναγνώρισε τοὺς ἐργάτες τῆς ἀνομίας ὡς δικούς του ἀδελφούς, ἐπειδή, μὲ τὰ ἔργα τους, εἶχαν ἤδη ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ δική του εἰκόνα. Γι' αὐτὸ τοὺς εἶπε· «οὐκ ἔγνων ὑμᾶς».

Τὰ παραπάνω συμπληρώνουν τὰ παρακάτω:

« –σσ. πραγματικός– εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανός, κληρικὸς «καὶ λαϊκός, ἀγωνίζεται τὸν καλόν ἀγῶνα, καὶ κοιτάει πρωτίστως τὸ πῶς θὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸ πῶς θὰ γίνει ἀρεστός στοὺς ἀνθρώπους. Ἔχει πρότυπο τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἦρθε στὴν γῆ, ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος –σσ. γιὰ τοὺς ἀνθρώπους–, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός –σσ. γιὰ τοὺς ἀνθρώπους–, κηρύττοντας τὴν Ἀλήθεια καὶ μὴ συμβιβαζόμενος μὲ τὸ ψέμα –σσ. γιὰ τοὺς ἀνθρώπους–. Ἐπίσης, ἔχει παράδειγμα τοὺς ἀποστόλους καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλους τοὺς ἁγίους, τοὺς χιλιάδες τῶν μαρτύρων, τοὺς ὁσίους, τοὺς ἀσκητές, ὅλους ἐκείνους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ἀγωνίστηκαν σὲ τούτη τὴν ζωὴ δίνοντας οἱ ἴδιοι πρῶτοι τὸ παράδειγμα, τηρώντας τὸν ἀποστολικὸ λόγο νά γίνετε μιμηταί μου καθὼς κι ἐγὼ εἶμαι μιμητής τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορινθ. 11,1). (Φυλλάδιον «Στῶμεν καλῶς» Τεῦχος 39, 2015). 

Στὸν βίο τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα Μαρτύρων διαβάζουμε τὸν ἑξῆς διάλογο μεταξὺ τοῦ ρωμαίου δικαστῆ καὶ τῶν ἁγίων: 

Ὁ δικαστής: Θὰ στερηθεῖτε τὰ προνόμια ποὺ πήρατε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, θὰ χάσετε τὴ δόξα καὶ τὴν τιμή σας. 

Οἱ Μάρτυρες: ᾿Εμεῖς ἔχουμε ὡς ἀναφαίρετα προνόμια μόνο τὶς ἀρετές, τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εὐφρόσυνη τιμή μας εἶναι ἡ διαρκής εὐσέβεια καὶ αἰώνια δόξα μας ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη μας στὸν Χριστό.

Ὁ δικαστής: Θὰ χάσετε τὴ ζωή σας! 

Οἱ Μάρτυρες: ῾Ο θάνατος γιὰ τὸν Χριστό εἶναι γιὰ μᾶς ἡ ὡραιότερη ζωή, ἡ αἰώνια ζωή. Ξεχάσατε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Δὲν διδαχθήκατε ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅτι οἱ χριστιανοὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωροῦμε παιχνίδια; ῞Ολα αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ἀπειλεῖτε προσφέρουν σὲ μᾶς χαρά καὶ ἀγαλλίαση. ῞Οσο σκληρότερα εἶναι τὰ βασανιστήρια τόσο καὶ ἡ χαρά μας εἶναι μεγαλύτερη. Γιὰ μᾶς ἕνα εἶναι τὸ φοβερό, τὸ νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστό· ἕνα τὸ καλὸ μόνο, νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό. ῞Ολα τὰ ἄλλα εἶναι τιποτένια, σκιὰ καὶ φλυαρία, ὄνειρα καὶ φαντασίες».

Νὰ λοιπόν, ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια: ἄφοβη, ἀσυμβίβαστη, χριστοκεντρική, μὲ κόστος καὶ θυσία, χωρὶς ὑπεκφυγὲς καὶ ἀνακολουθίες, χωρὶς ρητορικὰ σχήματα, μὲ παράδειγμα πρωτίστως τὸ προσωπικό.

Γιὰ τὸν ἅγ. Νικόλαο Βελιμίροβιτς εὐσεβὴς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του (παρότι Ἐπίσκοπος) ἀλλὰ ἡ γιαγιούλα ποὺ περίμενε στὸν σταθμὸ τοῦ τρένου τὸν κάθε ταξιδιώτη ἄνευ δυνατότητας διαμονῆς γιὰ νὰ τὸν φιλοξενίσει.

Γιὰ τὸν ἅγ. Ἰουστῖνο Πόποβιτς εὐσεβὴς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του (παρότι πασίγνωστος θεολόγος), ἀλλὰ ἡ γιαγιούλα ποὺ πήγαινε μὲ τὰ πόδια τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο στὸ μοναστῆρι, ἐνῶ αὐτὸς ἐπέβαινε σὲ αὐτοκίνητο. Βλέποντας την ὁ Ἅγιος ντράπηκε καὶ κατέβηκε ταπεινωμένος συνεχίζοντας τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο πεζὸς μαζί της.

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει ἑρμηνεύοντας τὴν ἀποστολικὴ περικοπή τῆς Κυριακῆς ΙΑ΄ Λουκᾶ (Κολ. 3, 4-15): «Βλέπετε πού τελειώνει το κακό; Μη λοιπόν δυσανασχετείτε· διότι δεν το κάνω επειδή το θέλω, ούτε απλώς θέλω να έχω εχθρούς, αλλά θα ήθελα να φτάσετε σε τέτοιο σημείο αρετής, ώστε εγώ να ακούω από εσάς τα πρέποντα. Ώστε δεν είναι αυτό αποτέλεσμα αυθεντίας, ούτε αξιώματος, αλλά οδύνης και υπερβολικού πόνου ψυχής. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με· δεν θέλω να ασχημονώ ομιλώντας για τέτοιου είδους πράγματα, αλλά αναγκάζομαι. Δεν λέγω αυτά επειδή θέλω να ανακουφίσω την οδύνη των φτωχών, αλλά για χάρη της δικής σας σωτηρίας» (μετάφραση: Ἑλένη Λιναρδάκη). Παρακαλεῖ τὸ ποίμνιο γιὰ συγχώρεση, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε τίποτα στὴν κατοικία του ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα παλιοκρέβατο, αὐτὸς ποὺ καὶ τὴν ζωή του ἔδωσε γιὰ τὸ ποίμνιο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ποίμνιο τὸν ἀναγνώρισε ὡς εὐσεβή (ὅπως καὶ τοὺς παραπάνω Ἁγίους), τὸν ὑπερασπίστηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε ἀκόμα καὶ στὸν θάνατο.  

Πρέπει ὡς ποίμνιο νὰ ἀναλάβουμε τὴν εὐθύνη μας, ὥστε νὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ μὴν γνωρίσουμε τὴν κορύφωση τῆς τραγικότητας μας, χωρὶς νὰ ὑπάρξει κάθαρση. Πρέπει νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε πῶς, σὲ ποιούς καὶ γιατὶ ἐναποθέτουμε τὶς ἐλπίδες μας, χωρὶς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ πράττουμε, νὰ ἀπαιτοῦμε καὶ νὰ ἐπιβάλλουμε τὰ ὀρθοδόξως αὐτονόητα. Τὸ ἀνορθόδοξο, δουλεύοντας ἀνεπαίσθητα ἀλλὰ μεθοδικὰ δεκαετίες ὁλόκληρες, ἔχει κατακλύσει τὴ ζωή μας καὶ βρίσκοντάς μας ἀναπαυμένους στὶς δάφνες τῶν κατορθωμάτων τῶν προγόνων μας καὶ στὴν γλυκύτητα τῶν λόγων σημερινῶν ποιμένων, μαγεμένους ἀπὸ τὴν σύγχρονη ζωὴ τῆς εὐκολίας καὶ τῶν ἀνέσεων, ἔχει ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ ζωή μας τὸ σταυρικὸ ἦθος, τὸν ἐσχατολογικὸ καὶ μαρτυρικὸ χαρακτῆρα καθὼς καὶ τὸ ὁμολογιακὸ πνεῦμα καὶ στὴν θέση τους ἐγκαθίδρυσε τὴν χλιαρὴ τυπολατρία καὶ τὴν εὐσεβοφάνεια, ὥστε πιὰ νὰ ἔχουμε μείνει στοὺς τύπους. Φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ εἴμαστε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄθεους.

Δὲν διαμαρτυρόμαστε, ὅπως οἱ ἀριστεροί, δὲν ἀπαιτοῦμε ὅπως οἱ συνδικαλιστές, δὲν καταλαμβάνουμε ὅπως οἱ ἀναρχικοί, δὲν ὁμολογοῦμε καὶ δὲν ἐπιβάλλουμε, ὦ φεῦ, ὅπως οἱ διάφοροι ὑποστηρικτὲς κάθε μειονοτικῆς διαστροφῆς.

Πρέπει νὰ μᾶς γίνει ἐπιτέλους ξεκάθαρο, ὅτι δὲν ἔχουμε καμία σχέση ὡς ποίμνιο μὲ τοὺς πιστούς: Π.χ. ἐπὶ Κομμουνισμοῦ στὴν Ρωσία, ποὺ παρέμεναν μέσα στὶς Ἐκκλησίες γιὰ νὰ μὴν τὶς κατεδαφίσουν ἢ συγκεντρώνονταν μπροστά ἀπὸ τοὺς ναούς, γιὰ νὰ μὴν τοὺς κλείσουν καὶ δὲν πλήρωναν μόνο πρόστιμο, ἀλλὰ βασανίζονταν, φυλακίζονταν καὶ ἔχαναν ἀκόμα καὶ τὴν ζωή τους. Π.χ. ἐπὶ Τσαουσέσκου στὴν Ρουμανία κατέφευγαν καὶ κοινωνοῦσαν στὰ δάση, ὅταν τοὺς ἀπαγόρευαν τὴν Θ. Λειτουργία. Ποὺ κακοπάθαιναν καὶ σκοτώνονταν στοὺς δρόμους, ὅταν τὸ ζητούμενο ἦταν ἡ πίστη.  Καὶ φυσικὰ πρῶτοι, πρῶτοι μαζί μὲ τὸ ποίμνιο ἦταν οἱ πραγματικὰ εὐσεβεῖς κληρικοί, τοὺς ὁποίους τὸ ποίμνιο ἀναγνώριζε μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια.

Ἂς μὴν γελιώμαστε καὶ ἂς μὴν ἔχουμε αὐταπάτες:

Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξει τίποτα, ἂν δὲν ἀλλάξουμε ἐμεῖς.

 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου