ΠΕΡΙ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ---- ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
Φωτοειδής πράγματι η περίφημη αυτή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης Καππαδοκίας, που διαπραγματεύεται το θέμα του παρθενικού βίου και έχει χαρακτηρισθεί σαν εγχειρίδιο παρθενίας. Είναι από τα αρτιώτερα κείμενα, που γράφτηκαν από τους Πατέρες, πάνω στο θέμα αυτό και το ωραιότερο από τα Ηθικά του συγγράμματα. Τον βίο της παρθενίας χαρακτηρίζει ο ιερός Πατήρ «κατά φιλοσοφίαν βίον» και «ζωήν θειοτέραν». Φαίνεται ότι είναι από τα πρώτα έργα του Γρηγορίου, αναγόμενο στην προ της χειροτονίας του σε επίσκοπο εποχή. Το έργο αυτό αναπτύσσει εξαίρετη περί της παρθενίας θεολογία, αναφερόμενο ταυτόχρονα και στην πρακτική, την τέχνη δηλαδή της παρθενίας. Ο μυστικός υψιπέτης Πατήρ, υψώνεται σαν αετός στο χώρο της θεωρίας του όντως καλού και γενικά μάς χαρίζει ένα έξοχο έργο για το αληθινό νόημα της παρθενίας, θεμελιωμένο όχι μόνο θεολογικά, αλλά και ανθρωπολογικά και σωτηριολογικά. Σκοπός του ιερού συγγραφέα είναι να δημιουργήσει στους αναγνώστες την επιθυμία της ενάρετης ζωής γενικώτερα, πιο συγκεκριμένα όμως μας μιλάει για την ζωή της παρθενίας, που με ασφάλεια μάς εισάγει στην ενάρετη ζωή.
Το όλο έργο χωρίζεται σε εικοσιτρία (κγ΄) κεφάλαια, που μνημονεύονται σε μια σύντομη εισαγωγή. Χαρακτηρίζεται από μια φυσικότητα κι΄ είναι γεμάτο από ζωντάνια και χάρη. Κάθε θέση του κειμένου γίνεται πιο κατανοητή και πειστική, χάρη στα ολοζώντανα παραδείγματα, παρμένα από τη ζωή. Οι πολύτιμες ακόμη εμπειρίες τού αγιωτάτου Πατρός έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση των νοημάτων. Η αρχιτεκτονική και η εσωτερική δομή του κάνουν το κείμενο δυνατό κι΄ αρμονικό.
Προσπάθεια της μικρής και ασήμαντης αυτής εργασίας είναι, να παρουσιάσουμε στους αδελφούς μας, που αναζητούν το Θεό και τη θέωση, το περιεχόμενο της υπέροχης αυτής πραγματείας, αφήνοντας τον άγιο Γρηγόριο να μιλήσει μέσα από το θεοφώτιστο και αριστουργηματικό τούτο κείμενο. Θα το θεωρήσουμε ιδιαίτερη ευλογία, αν τούτες οι φτωχές γραμμές γινόταν ευλογητή αφορμή για την πνευματική ωφέλεια των αδελφών και ταυτόχρονα νύξη για τη μελέτη και έκδοση μιας εμπεριστατωμένης με σχόλια εισαγωγής, όχι μόνο του έργου αυτού, αλλά και των υπολοίπων συγγραμμάτων του αγίου Πατρός, από ειδικούς μελετητές. Θα άξιζε τόσο πολύ μια τέτοια εργασία που λείπει σήμερα από το χώρο των εκδόσεων της πατερικής γραμματείας.
Αλλ΄ ας δούμε από πιο κοντά το ιερό κείμενο. Τούτο δεν υστερεί από τα σχετικά πατερικά κείμενα σε θεολογική σκέψη. Η θεολογική τοποθέτηση της παρθενίας βρίσκεται στη σύνδεσή της και τη σχέση της με την ενδοτριαδική ζωή της θεότητος. Έτσι ο άγιος Νύσσης εισάγει την παρθενία στο χώρο της θεότητος, της Αγίας Τριάδος. Η παρθενία συνυπάρχει με τον άφθαρτο Πατέρα, που, αν και έχει Υιόν, είναι παρθένος, διότι εγέννησε απαθώς. Ο Υιός επίσης, είναι χορηγός της παρθενίας, αν και συνέβη το παράδοξον, να γεννηθεί από Παρθένο. Παρατηρεί δε ακόμη ο των Νυσσαέων φωστήρ, ότι αυτό που έγινε στην Αμίαντο Μαρία σωματικά, με την παρθενία, να λάμψει δηλαδή το πλήρωμα της θεότητος εν τω Χριστώ, τούτο γίνεται και στην κάθε ψυχή που αληθινά παρθενεύει.
Στην ανθρωπολογική τοποθέτηση της παρθενίας εκθέτει, ο άγιος Γρηγόριος, τις προϋποθέσεις για να την συνδέσει με τη δημιουργία του ανθρώπου κατ΄ εικόνα Θεού. Στην αρχή ο άνθρωπος ήταν εικόνα του αφθάρτου Θεού. Το πάθος φανερώθηκε μετά τη δημιουργία και έχει σαν πηγή την ελευθερία του ανθρώπου. Ενώ ζούσε εκ φύσεως στο χώρο του αγαθού, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, με την παράβαση της εντολής μπήκε στη ζωή του «η του αμαρτάνειν ακολουθία» και το αρχέτυπον κάλλος «κατεμελάνθη». Η απώλεια τού κατ΄ εικόνα εδώ δεν πρέπει να νοηθεί σαν καταστροφή των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, αλλά σαν απώλεια της αφθαρσίας και του πνευματικού κάλλους.
Η ομοίωσή μας με το Θεό δεν είναι δικό μας κατόρθωμα, διότι απ΄ την αρχή χαρίστηκε στον άνθρωπο από το Θεό. Η φροντίδα του ανθρώπου θα είναι «εκκαθάραι μόνον τον επιγινόμενον από κακίας ρύπον αυτώ και το κεκαλυμμένον εν τη ψυχή κάλλος διαφωτίσαι». Με τη θέση αυτή, διαφωτίζεται η διδασκαλία του αγίου Νύσσης περί παντελούς ή μερικής απωλείας του κατ΄ εικόνα. Δεν χάθηκε η βασιλική εικόνα, αλλά είναι σκεπασμένη. Αν η ψυχή καθαρθεί με τον άγιο βίο μας ξαναβρίσκεται, όπως βρέθηκε «η απωλεσθείσα δραχμή» της παραβολής. Πρέπει λοιπόν να αποκαταστήσουμε τη θεία εικόνα στο αρχαίο κάλλος. Να γίνουμε όπως ήταν ο πρωτόπλαστος στον παράδεισο, που έργο του ήταν η κατατρύφηση του Θεού.
Στο ταξίδι από την αφθαρσία στη φθορά τελευταίος σταθμός είναι ο γάμος. Για την επιστροφή μας πάλι στον παράδεισο, χρειάζεται η εγκατάλειψη του γάμου, που είναι στοιχείο φθοράς. Έτσι ζούμε από αυτή τη ζωή στον παράδεισο. Η σωτηριολογία, τέλος, της παρθενίας τονίζεται ιδιαίτερα αφού «εφάπτεται της ανθρωπίνης σωτηρίας» και κατεβάζει το Θεό σε κοινωνία με τους ανθρώπους, παράλληλα δε, φτερώνει τον άνθρωπο για την επιπόθηση των ουρανίων και τον οικειώνει με το Θεό.
Εδώ θα μας επιτραπεί να σημειώσουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν είναι μόνο η έξοχη φιλοσοφική ιδιοφυϊα με την απλή και φιλήσυχη φύση, ούτε μόνο ο μεγάλος μυστικός Πατήρ της Εκκλησίας μας, αλλά και ο μεγάλος δογματικός Πατήρ, που στέκεται θαυμάσια με τους δυό άλλους φωστήρες της Καππαδοκίας, τον αδελφό του Μέγ. Βασίλειο και τον δεύτερο Θεολόγο της Εκκλησίας μας Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και που δίκαια η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος του έδωσε την επωνυμία του «στύλου της καθολικής ορθοδοξίας» και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος τον ωνόμασε «Πατέρα Πατέρων, των Νυσσαέων φωστήρα, άνδρα μετά τον αδελφόν δεύτερον εν τε λόγοις και τρόποις».
Έτσι, η παρθενία είναι ο χώρος όπου θεμελιώνεται και αναπτύσσεται η καινή εν Χριστώ ζωή. Το κεφάλαιο και η απαρχή αυτής της ζωής είναι η παρθενική εκ Πνεύματος Αγίου γέννηση του Χριστού. Ο ιερός συγγραφέας ξεκινάει με τρόπο επαγωγικό για να προβάλει τον παρθενικό βίο, εγκωμιάζοντας την παρθενία, που επινοήθηκε για την απόκτηση της θείας και μακαρίας ηδονής και εξηγώντας πως δεν καταδικάζεται ο γάμος.
Α΄ Εγκώμιον Παρθενίας
Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε μόνο ένα μικρό τμήμα από τον εγκωμιασμό της. «Ει δε χρή και δι΄ εγκωμίων την μεγάλην ταύτην του Θεού δωρεάν αποσεμνύνειν, αρκεί προς ευφημίαν αυτής ο θείος απόστολος δι΄ ολίγων ρημάτων πάσαν εγκωμίων υπερβολήν αποκρύψας, ος αγίαν και άμωμον την κεκοσμημένην δια της χάριτος ταύτης ωνόμασεν» (Γρηγ. Νύσσης, περί Παρθενίας, έκδ. W. Jaeger, Leiden 1963, σ. 251).
Πολύ σημαντική είναι στο σημείο αυτό μια ψυχολογικώτατη παρατήρηση του Αγίου πως τα εγκώμια γενικά, φέρνουν το αντίθετο απ΄ αυτό που θέλουμε αποτέλεσμα, κάνοντας μάλιστα ύποπτο τον έπαινο. Γιατί απλούστατα ό,τι απ΄ τη φύση του είναι μεγαλειώδες, φαίνεται από μόνο του το θαύμα και δεν έχει καμμιά ανάγκη υπεράσπισης με λόγια. Πράγμα που συμβαίνει με τον ουρανό, τον ήλιο ή κάτι άλλο από τα θαύματα του κόσμου. Περιγράφοντας τη δύναμη της παρθενίας ο υψιπέτης συγγραφέας, τη βλέπει να ευρίσκεται στους ουρανούς, να χορεύει με τις υπερκόσμιες αγγελικές δυνάμεις και να φέρνει τη σωτηρία, κατεβάζοντας το Θεό με την ανθρώπινη ζωή και αναπτερώνοντας στον άνθρωπο την επιθυμία των ουρανών.
Ας δούμε πάλι το θαυμάσιο κείμενο. «Επεί ουν τοσαύτη εστί της παρθενίας η δύναμις, ως και εν τοις ουρανοίς παρά τω πατρί των πνευμάτων μένειν και μετά των υπερκοσμίων χορεύειν δυνάμεων και της ανθρωπίνης σωτηρίας εφάπτεσθαι, τον Θεόν δι΄ εαυτής προς την του ανθρωπίνου βίου κοινωνίαν κατάγουσα, τον δε άνθρωπον εν εαυτή προς την των ουρανίων επιθυμίαν πτερούσα και οιονεί σύνδεσμός τις γινομένη της ανθρωπίνης προς τον Θεόν οικειώσεως, τα τοσούτον αλλήλων αφεστώτα τη φύσει τη παρ΄ εαυτής μεσιτεία εις συμφωνίαν ανάγουσα, τις αν ευρεθείη δύναμις λόγων συνανιούσα τω μεγέθει του θαύματος;».
Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργεί το γεγονός ότι, ανάμεσα στους ύμνους και τα εγκώμια για την παρθενία, ο νεώτερος αδελφός του μεγάλου ασκητικού Πατρός και Ιεράρχου της Καισαρείας, αφήνει ελεύθερα τον εαυτόν του να ξεσπάσει σε μια θλιβερή ομολογία, ότι τα καλά της παρθενίας είναι μια μάταιη και ανώφελη πια γι΄ αυτόν γνώση, αφού ο ίδιος δεσμεύτηκε από τον έγγαμο βίο και είναι μόνο θεατής των ξένων καλών και μάρτυς της μακαριότητος των άλλων. Μόνο όταν κοιμήθηκε «η όντως ιερά και ιερέως σύζυγος» Θεοσεβεία, αποχαιρέτησε ο της «ρητορικής διδάσκαλος» τον κόσμο και απομακρύνθηκε στον πόντο για να δοθεί πια ολοκληρωτικά στα ασκητικά παλαίσματα, ζώντας τη μοναδική πολιτεία στο μοναστήρι του αδελφού του Μεγ. Βασιλείου.
Αξίζει να δει κανείς την ομολογία του μέσα από το αριστουργηματικό του κείμενο. «Νυνί δε τρόπον τινα ματαία και ανόητος η γνώσις εμοί των της παρθενίας καλών… μακάριοι δε εν οις εν εξουσία των βελτιόνων εστιν η αίρεσις, και ουκ απετειχίσθησαν τω κοινώ προληφθέντες βίω, καθάπερ ημείς οίον τι χάσματι προς το της παρθενίας καύχημα διειργόμεθα, προς ην ουκ έστιν επανελθείν έτι το άπαξ τω κοσμικώ βίω το ίχνος εναπερείσαντα. Δια τούτο θεαταί μόνον των αλλοτρίων εσμέν καλών ημείς και μάρτυρες της ετέρων μακαριότητος» (σελ. 256). Νομίζουμε πως η μαρτυρία του Αγίου είναι πολύ σημαντική πάνω στο θέμα αυτό, αφού είχε άμεση γνώση των πραγμάτων. Συμπερασματικά καταλήγει, ο πιο αρμόδιος που θα μπορούσε να μιλήσει Ασκητής Επίσκοπος Νύσσης, ότι η διαφορά του έγγαμου βίου από την παρθενία είναι όση υπάρχει μεταξύ των ουρανίων και των επιγείων.
Β΄ Σύγκριση γάμου και παρθενίας
α) Τα δεινά του γάμου: Για την προβολή λοιπόν της παρθενίας ο Ιερός Πατήρ αναγκάζεται να καταφύγει στη σύγκρισή της με το γάμο. Περιγράφει την τραγικότητα της κοινής ζωής, εξετάζοντας μάλιστα διεξοδικά τα δυσάρεστα που συμβαίνουν μέσα στο γάμο. Χαρακτηριστικώτατα ο Άγιος γράφει: «Θεώρησον επί της παρούσης του βίου σκηνής τας εν αυτώ τραγωδίας, ων χορηγός γίνεται τοις ανθρώποις ο γάμος. Ελθέ επί τα δικαστήρια. Ανάγνωθι τους περί τούτων νόμους. Εκεί κατόψει τα των γάμων απόρρητα» (σελ. 266). Εύστοχα παρατηρεί, ότι, και στην πιο ευχάριστη έγγαμη συμβίωση, υπάρχει το στοιχείο της λύπης γιατί ακριβώς η προσδοκία του θανάτου προκαλεί φόβο και ταραχή, με αποτέλεσμα να χάνεται η ευθυμία, αφού διαψεύδονται όλες οι ελπίδες και τα όνειρα γιαυτή τη ζωή. Πόσες φορές, σημειώνει, η χαρά της γέννησης ενός παιδιού μετεβλήθη σε θρήνους. Αλλά και ο ερχομός ενός παιδιού, δεν δημιουργεί λιγώτερους κινδύνους και φόβους. Μήπως ο φόβος της χηρείας, αλλά και η ίδια η χηρεία, δεν δημιουργεί τόσες συμφορές; Έπειτα, κι΄ αν αυτοί που ευτυχούν μέσα στο γάμο, ταράσσονται από τη σκέψη και το φάσμα του θανάτου που έρχεται, τότε, όσοι δυστυχούν στο γάμο τους θεωρούν σαν συμφορά την αναβολή του θανάτου. Βέβαια ο γάμος δεν είναι απ΄ αυτά που καταδικάζονται, ούτε είναι ξένος από την ευλογία του Θεού. Είναι σαφώς μία οικονομία της ανθρώπινης αδυναμίας. Γενικά, αυτή είναι η πεποίθηση όχι μόνο του αγίου Νύσσης, αλλά και ολόκληρης της χορείας των αγίων Πατέρων στο πρόβλημα «ότι ουδέ ο γάμος των κατεγνωσμένων εστιν».
Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο του Ιερού Πατρός: «Μηδείς δε δια τούτων ημάς αθετείν οιέσθω την οικονομίαν του γάμου· ου γαρ αγνοούμεν ότι και ούτος της του Θεού ευλογίας ουκ ηλλοτρίωται» (σελ. 282). Καμμιά όμως σύγκριση της έγγαμης ζωής, με την ελευθερία της παρθενίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει. Δεν κλαίει αυτή, για την ορφάνια, γράφει. Δεν θρηνεί για τη χηρεία. Πάντοτε βρίσκεται μαζί με τον άφθαρτο Νυμφίο. Ο θάνατος δεν την χωρίζει από το ποθούμενο, αλλά την ενώνει μ΄ αυτό, γιατί τότε βρίσκεται μαζί με τον Χριστό. (Φιλιπ. 1: 23).
β) Περισπασμός του γάμου: Μετά την απαρίθμηση των δεινών του γάμου, που στέκεται εμπόδιο στην αγγελική ζωή της παρθενίας, ο θείος Γρηγόριος αναπτύσσει την άποψη, ότι θα ήταν καλό να μη αποφύγει κανείς το γάμο, αλλά και μέσα σ΄ αυτόν να έχει την επιθυμία του στραμμένη στο Θεό, ζώντας με σωφροσύνη στο γάμο, σύμφωνα με το παράδειγμα του πατριάρχη Ισαάκ, που «μέχρι μιας ωδίνος υπηρετήσας τω γάμω» περιφρόνησε τα σωματικά αισθητήρια και έγινε μύστης των αοράτων. Τούτο όμως είναι σχεδόν ακατόρθωτο.
Είναι γεγονός, ότι ο γάμος δημιουργεί διάχυση και περισπασμό της διανοίας, που αναγκαστικά καταμερίζεται στις φροντίδες του βίου τούτου. Είναι αδύνατο, δηλώνει κατηγορηματικά ο άγιος Νύσσης, όποιος σκορπίζει το νου σε πολλά πράγματα, να επιθυμήσει, να κατανοήσει και να δει το Θεό. Η αλήθεια αυτή ισχύει κατ΄ εξοχήν για τον έγγαμο βίο, γιατί αυτός είναι γεμάτος από μέριμνες για πράγματα κοσμικά και οδηγεί σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Έτσι ο έγγαμος διχάζεται μεταξύ Θεού και του κόσμου. Αντίθετα ο άγαμος είναι ελεύθερος να μεριμνά τα του Κυρίου και να ασκείται στην τελειότητα, δίχως να εμπλέκεται «ταις του βίου πραγματείαις», αφού έτσι κινδυνεύει να μη αρέσει τελικά στον στρατολογήσαντα αυτόν Χριστόν. Για την κατοχύρωση αυτής της αλήθειας καταφεύγει και πάλι ο θεόπνευστος συγγραφέας στα γλαφυρά του ολοζώντανα παραδείγματα. Μας θυμίζει το νερό, που όταν διασχίζεται σε πολλά ρυάκια γίνεται δύσκολο και δυσκολοκίνητο. Όταν όμως όλα τα ρυάκια συγκεντρωθούν σε ένα, γίνεται χρήσιμο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον ανθρώπινο νου. Εάν είναι διασκορπισμένος παντού δε θα έχει καμιά δύναμη για να οδηγηθεί στο πραγματικό αγαθό. Εάν όμως συγκεντρωθεί στον εαυτό του, τότε θα ανεβαίνει προς τα άνω και θα κατανοεί το Θεό. Σ΄ ένα δεύτερό του παράδειγμα, βλέπει το νερό, που, όταν είναι κλεισμένο μέσα σ΄ ένα σωλήνα, πολλές φορές από την πίεση ανεβαίνει προς τα πάνω και δεν έχει που να χυθεί – όταν η κίνησή του είναι κατηφορική – έτσι και ο ανθρώπινος νους, με το να περισφίγγεται από παντού με την εγκράτεια, σαν από κάποιο σταθερό σωλήνα, θ΄ ανέβει προς τα άνω, προς το Θεό, αφού δεν έχει που να λοξοδρομήσει. Και στο τρίτο όμορφο παράδειγμα, ο ιερός Γρηγόριος λέγει: Όπως ακριβώς αυτός που δεν παίρνει τα παραπλανητικά δρομάκια, στην οδοιπορία του, θα φυλάξει τον εαυτόν του στον ίδιο πια δρόμο, έτσι και η διάνοιά μας, με την αποστροφή των ματαίων θα γνωρίσει σωστά την αλήθεια και θα δει τον Θεό. Όμοια μπορεί να πετύχει κανείς την αληθινή γνώση και όραση του Θεού στον παρθενικό βίο, γιατί μόνο ο παρθένος μπορεί να γίνει «μανικός εραστής του Θεού, Αυτώ μόνω κολλώμενος και κατατρυφών». Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ο υμνητής της παρθενίας άγιος Γρηγόριος, στην προφήτιδα Μαριάμ, την αδελφή του Μωϋσή, που ήταν άγαμος και που αποτελεί προτύπωση της Θεοτόκου Μαρίας. Το τύμπανο, που μεταχειρίζεται μετά από τη διάβαση της θαλάσσης κι΄ ήταν πρώτη στα άσματα των γυναικών, δείχνει την παρθενία, γιατί όπως το δέρμα του είναι νεκρό σώμα, έτσι και η παρθενία είναι νέκρωση του σώματος.
Σαν πρότυπα της παρθενικής ζωής, παρουσιάζει ο Άγιος τους μεγάλους προφήτες Ηλία και Ιωάννη, που έζησαν την ακρίβεια αυτής της ζωής και δεν μπλέχτηκαν με τις φροντίδες και τους περισπασμούς του κόσμου, «ότι καθαράν τε και αμιγή πάσης υλικής προσπαθείας την εαυτών επιθυμίαν απ΄ αρχής εις τέλος τω Κυρίω ανέθηκαν, ούτε εις τέκνων στοργήν, ούτε εις γυναικών φροντίδα ούτε εις άλλο τι των ανθρωπίνων απασχολήσαντες» (σελ. 279).
Μια, λοιπόν, από τις φροντίδες του κόσμου είναι και ο γάμος, μάλλον δε η αρχή και η ρίζα της ασχολίας μας με τα μάταια και πρόσκαιρα. «Έν δε των σπουδαζομένων ο γάμος εστί, μάλλον δε αρχή και ρίζα της των ματαίων σπουδής» (σελ. 281). Ακριβώς αυτή η στροφή προς τον κόσμο και τις μέριμνές του διασκορπίζει την καρδιά και το νου και δημιουργεί δυσαπάλλακτη συνήθεια προς τα ταπεινά. Αναφέρει μάλιστα ο Άγιος, ότι εγνώρισε πολλούς που στην πρώτη τους ηλικία ήσαν εραστές της σωφροσύνης, αλλά έκαναν αρχή με την απόλαυση των ηδονών κι΄ εσυνήθησαν σ΄ αυτές με αποτέλεσμα να φύγει η επιθυμία της ορμής προς τα άνω.
Γ΄
Ένα σπουδαίο σημείο που σημειώνει ο ιερός συγγραφέας, είναι πως η πνευματική τεκνογονία είναι προτιμότερη από τη σαρκική. Θα άξιζε να σταθούμε ακόμη σε μια λεπτή παρατήρηση του Αγίου μας, που συμβουλεύει ότι είναι ωφέλιμο, οι ασθενέστεροι να καταφεύγουν στην παρθενία, σαν σε κάποιο ασφαλισμένο φρούριο και να μη οδηγούνται στο συνήθη βίο. Ας προσέξουμε τη σοφή αυτή σύσταση: «Λυσιτελές είναι νομίζομεν τοις ασθενεστέροις, εις την παρθενίαν ως εις ασφαλές τι φρούριον καταφεύγειν και μη προ την ακολουθίαν κατιόντας του βίου προκαλείσθαι καθ΄ εαυτών πειρασμούς και τοις αντιστρατευομένοις τω νόμω του νους ημών δια των της σαρκός παθημάτων συμπλέκεσθαι» (σελ. 287). Θα μας επιτραπεί εδώ να πούμε, πόσο αληθινή είναι η σύσταση αυτή του αγίου Πατρός και πόσο είναι καίριο το χτύπημα σ΄ αυτούς, που ζουν στον παρθενικό βίο και το μοναχισμό, και κομπάζουν πως είναι τάχα οι δυνατοί και πως κάτι σπουδαίο έπραξαν στη ζωή τους, εγκαταλείποντας τον κόσμο και αυτοδικαιώνοντας τον εαυτό τους. Έτσι, αποδεικνύεται πως μόνον όταν ο άνθρωπος αποδεχθεί την αδυναμία του και τις αμαρτίες του – κι΄ αυτό γίνεται, συνήθως, όταν πειρασθεί στη ζωή – τότε και μόνο ωριμάζει πνευματικά για να καταφύγει, στη συνέχεια, με ασφάλεια και σιγουριά στην παρθενική ζωή. Αντίθετα, όποιος δεν αποδέχεται την ασθένεια και αδυναμία του, δεν αισθάνεται την ανάγκη της παρθενίας, γιατί θεωρεί τον εαυτό του δυνατό και ικανό να μείνει στον κόσμο, φτάνοντας από κει στη μέθεξη του Θεού. Αλλ΄ εάν στο μοναχισμό και την παρθενία οδηγούνται και άνθρωποι πονεμένοι και με πικρές εμπειρίες από τη ζωή, με πλήρη την αίσθηση της αδυναμίας τους, αναζητώντας ασφάλεια και ανάπαυση, όμως ταυτόχρονα ο Άγιος μάς βεβαιώνει κατηγορηματικά πως η μέριμνα του κόσμου κι΄ ο διασκορπισμός του νου και της καρδιάς μας στα ανθρώπινα πάθη, κλέβει την αγάπη μας, που μόνο στον Κύριο χρωστούμε να δίνουμε, αν θέλουμε να εφαρμόσουμε την πρώτη και μεγάλη εντολή (Ματθ. 21, 37 και Δευτ. 6, 5), να αγαπάμε δηλαδή το Θεό «εν όλη τη καρδία και εν όλη τη ψυχή και εν όλη τη διανοία». Και ερωτά ο Θείος Πατήρ: «πως γαρ αγαπήσει τις εξ όλης της καρδίας τον Θεόν, όταν καταμερίση την καρδίαν εαυτού προς Θεόν και κόσμον και κλέπτων τρόπον τινά την εκείνω μόνω χρεωστουμένη αγάπην ανθρωπίνοις αυτήν πάθεσι προσαναλίσκη» (σελ. 288). Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα, πως η παρθενία είναι ο φιλόσοφος βίος και το ασφαλές φρούριο όχι μόνο των ασθενεστέρων, αλλά και κάθε ψυχής που ειλικρινά επιποθεί τον Κύριο και θέλει να μεριμνά μόνο γι΄ Αυτόν.
Γ΄ Αδύνατη η συνύπαρξη σωματικών και πνευματικών ηδονών.
Ξεκινώντας ο Άγιος Νύσσης από τον αποστολικό λόγο (Β΄ Κορινθ. Α: 16) ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, συμπεραίνει ότι δυό γάμοι υπάρχουν, ο ένας σαρκικός και ο άλλος πνευματικός. Η προθυμία για τον ένα, αναγκαστικά απομακρύνει τον άλλο. Για την αληθινότητα του λόγου, ο ιερός συγγραφέας χρησιμοποιεί πάλι πολύ χαριτωμένα και ζωντανά παραδείγματα. Με τα δυό του χέρια, λέγει, δεν μπορεί να εργάζεται κανείς ταυτόχρονα δυό τέχνες, να καλλιεργεί και να ταξιδεύει συγχρόνως με καράβι ή να δουλεύει συγχρόνως σαν σιδηρουργός και μαραγκός. Ακόμη, όπως το μάτι δεν μπορεί να βλέπει ταυτόχρονα σε δυό κατευθύνσεις ή η γλώσσα να μιλάει συγχρόνως διάφορες ξένες γλώσσες και διαλέκτους, ούτε η ακοή να ακροασθεί συγχρόνως, γιατί θα έλθει σύγχυση, έτσι και το επιθυμητικό μας δεν μπορεί να υπηρετεί τις σωματικές ηδονές και να ζει συγχρόνως στον πνευματικό γάμο. Είναι αδύνατο να πετύχουμε και τους δύο μαζί σκοπούς, γιατί ο πνευματικός γάμος πραγματοποιείται με την εγκράτεια, τη νέκρωση του σώματος και την περιφρόνηση όλων των σαρκικών. Κανένας λοιπόν δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους (Ματθ. 6: 24 – Λουκ. 16: 13), αλλά θα πρέπει να διαλέξει τον ωφελιμώτερο. Επομένως, όποιος διάλεξε την παρθενική ζωή, πρέπει να είναι αποξενωμένος από κάθε είδος σωματικής ηδονής. Σαν μέτρο και όριο ο Άγιος τοποθετεί, όχι την ηδονή, αλλά την ανάγκη για το κάθε τι. Κι΄ όπως ο γεωργός διαχωρίζει το σιτάρι από το άχυρο, «ουκούν και ο της σωφροσύνης εργάτης διακρίνων της ηδονής την χρείαν, ώσπερ αχύρου τον σίτον, την μεν απορρίψει τοις αλογωτέροις, ων το τέλος εις καύσιν, ως φησιν ο απόστολος, της δε χρείας αυτής κατά το ενδέον ευχαριστών μεταλήψεται» (σελ. 330). Διακριτικά, ο Άγιος, μιλώντας για την χρήση των αναγκαίων, συνιστά να μην ασκεί κανείς την εγκράτεια πέραν του πρέποντος, γιατί το ίδιο κακό κάνουν στην ψυχή και η παχυσαρκία του σώματος και η άμετρα υπερβολική κακοπάθεια. Έξοχη είναι η παρακάτω διατύπωση του Αγίου Πατρός για το σκοπό της εγκρατείας. «Ούτος ο τελεώτατος της εγκρατείας σκοπός, ουχί προς την του σώματος βλέπειν κακοπάθειαν, αλλά προς την των ψυχικών διακονημάτων ευκολίαν» (σελ. 333).
Δ΄ Το ύψιστο αγαθό και η οδός για την κατανόησή του.
Μετά από το ξεκαθάρισμα για το αδύνατο της συνύπαρξης των σωματικών ηδονών και της θείας ευφροσύνης, επαγωγικά, προχωράει ο ιερός συγγραφέας στο ερώτημα, ποιο είναι το αληθινά επιθυμητό πραγματικό αγαθό και πως μπορεί να κατανοηθεί και να κερδηθεί. Ο Άγιος δεν αναπτύσσει διεξοδικά το μεγάλο τούτο θέμα, ούτε απαντά με κατάφαση, γιατί αυτό δε λέγεται με λόγια και είναι ακατάληπτο στο νου. Περιορίζεται μόνο στο να υπογραμμίσει τη ζημιά που έχει κανείς όταν αποτύχει στην απόκτηση του πραγματικού και ύψιστου αγαθού. Γιαυτό, λέγει ο μυστικός και υψιπέτης Πατήρ, είναι αναγκαίο ο καθένας να έχει δικούς του οφθαλμούς, για να δει εκείνο το «αμήχανον και απερινόητον κάλλος» που, αυτός μεν που το βλέπει σαν θείο δώρο, έχει ανερμήνευτη την έκπληξη, εκείνος δε που δεν το είδε, δεν θα καταλάβει ούτε τη ζημία αυτών που έχει να στερηθεί.
Έκπληκτος ο Μ. Βασίλειος μπροστά στο θείο αυτό κάλλος αναφωνεί: «Τι ουν θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Τις έννοια της του Θεού μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα; … Άρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί· ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή. Καν εωσφόρου αυγάς είπης, καν σελήνης λαμπρότητα, καν ηλίου φως, πάντα άτιμα προς εικασίαν της δόξης, και πλέον απολειπόμενα προς την του αληθινού φωτός σύγκρισιν, ή καθ΄ όσον βαθεία νυξ και στυγνή σκοτομήνη μεσημβρίας καθαρωτάτης. Τούτο το κάλλος σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον, ψυχή δε μόνη και διανοία καταληπτόν» (Μεγ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Μigne P.G. 31, στ. 902 – 912). Με ποιόν τρόπο, αλήθεια, μπορεί να παραστήσει κανείς στον άνθρωπο, όταν δεν έχει μάτια πνευματικά, το αγαθό που δε βλέπει; Πως μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το ανερμήνευτο; Εδώ ο Άγιος Νύσσης είναι κατηγορηματικός, ότι είναι δύσκολο για τους πιο πολλούς, που ζουν με την παχύτητα της διανοίας, να κατανοήσουν αυτήν καθ΄ εαυτήν την φύσιν του καλού. Αντίθετα, εκείνος που έχει καθαρό τον οφθαλμό της ψυχής, θα χρησιμοποιήσει σαν κάποια υπόβαθρα το βλεπόμενο για να δει το νοητό κάλλος, από το οποίο πηγάζει κάθε καλό. Τέλος, ο άγιος δείχνει την οδό, που οδηγεί στην εύρεση του καλού. Συνιστά να ξεπεράσουμε ό,τι προσελκύει τις επιθυμίες των ανθρώπων, σαν ευτελή και πρόσκαιρα, και να μη καταναλώνουμε σε τίποτα από αυτά την επιθυμητική μας δύναμη, ούτε πάλι να την έχουμε αργή και κλεισμένη στους εαυτούς μας, αλλ΄ αφού θα την καθαρίσουμε από την έλξη των ευτελών, να την οδηγήσουμε εκεί, που δεν φθάνει η αίσθηση, ούτως ώστε να μη θαυμάζουμε ούτε το κάλλος του ουρανού, ούτε τις λάμψεις των φωστήρων, αλλά δια του κάλλους που υπάρχει σε όλα αυτά να χειραγωγούμεθα προς την επιθυμία του κάλλους εκείνου, του οποίου και «οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα» και «το στερέωμα αναγγέλει τη γνώση». Θα φτάσουμε λοιπόν στα υψηλά, εγκαταλείποντας τα ευτελή. Θα ανέβουμε στη συνέχεια επάνω, πλησιάζοντας το αληθινό φως του Χριστού, που λάμπει στη σκοτία και θα γίνουμε έτσι φωτόμορφοι. Μπορεί ακόμη να γίνουμε φως και όταν κατέβει σε μας το φως του Χριστού. Το συμπέρασμα είναι, πως σ΄ όποιον έχουν καθαριστεί οι δυνάμεις της ψυχής του από κάθε είδος κακίας, γίνεται φανερό το μόνο εκ φύσεως καλό, που είναι και το αίτιο κάθε καλού και αγαθού. «Τω τοίνυν πάσας τας της ψυχής δυνάμεις εκ παντός είδους κακίας αποκαθάραντι τολμώ και λέγω ότι εμφανές γίνεται το μόνον τη φύσει καλόν, όπερ εστί το παντός καλού τε και αγαθού αίτιον» (Κεφ. ΙΑ΄ σελ. 296). Σ΄ αυτό λοιπόν το σκοπό καταλήγει η αληθινή παρθενία, το να μπορέσει κανείς δι΄ αυτής να δει το Θεό.
Σαν αγωγή και μέθοδο, που οδηγεί στη θέα του Θεού, ο ιερός Πατήρ προτείνει τις θείες Γραφές και τη ζωή των Αγίων, που μοιάζει σαν κάποιο οδηγητικό λυχνάρι. Δύο θαυμάσια παραδείγματα του Αγίου, δανεισμένα απ΄ τη μετοχή του ανθρώπου στο ηλιακό φως, δείχνουν πως, ενώ στη φύση του ανθρώπου υπήρχε το καλό και το αγαθό, εκούσια δέχτηκε αυτά που είναι παρά φύσιν κι οδηγούν στη φθορά και την αμαρτία, όπως εκούσια κλείνει κανείς τα μάτια του για να μη χαίρεται το φως, ζώντας στο σκοτάδι· και συνιστά να ξεντυθούμε τη φθαρτή εικόνα της αμαρτίας και να ξεπλυθούμε με το νερό της καθαρής πολιτείας, για να φανερωθεί πάλι το κάλλος της ψυχής και να γίνουμε τέτοιοι που είμαστε στην αρχέγονη κατάσταση: της ομοιότητός μας με το Θεό. Zωντανεύει ακόμη ο Άγιος τον πόθο να ξαναβρούμε το χαμένο κάλλος της θείας εικόνος, όπως έγινε με την παραβολή της «απολλυμένης δραχμής», που δε χάθηκε εντελώς. Έτσι και η θεία εικόνα είναι κρυμμένη στον κόπρο της σαρκός, που όμως όταν σαρωθεί καλά και καθαριστεί, με την προσεγμένη ζωή, θα λάμψει, προβάλλοντας το ανέκφραστο κάλλος της. Συμπέρασμα: Στον παράδεισο εβασίλευε η παρθενία. Με την άσκηση ξαναγυρίζουμε στην πρώτη μακαρία εκείνη ζωή.
Ε΄ Ο παρθενικός βίος, ξεπέρασμα του θανάτου.
Ανεπιφύλακτα αποφαίνεται, ο Άγιος Νύσσης, για τον παρθενικό βίο, «ος κρείττων της του θανάτου δυναστείας εστίν» (κεφ. ΙΔ΄ σελ. 305). Πιστεύει ότι αρχή της επιμελείας του εαυτού μας θα πρέπει να είναι η απαλλαγή από το γάμο, που τον θεωρεί συνέπεια της αμαρτίας. Μετά την αμαρτία, λέγει, ο άνθρωπος στέλνεται άποικος στον κουραστικό τούτο τόπο «εν ω ο γάμος παραμυθία του αποθνήσκειν επενοήθη». Γιαυτό λοιπόν, συμπεραίνει, πρέπει να αποχωριστούμε από τη ζωή της σαρκός, που οδηγεί ασφαλώς στο θάνατο και να αναζητήσουμε το βίο της παρθενίας. Υποστηρίζει ο ιερός συγγραφέας πως η σωματική γέννηση των τέκνων γίνεται στους ανθρώπους όχι αφορμή ζωής, αλλά θανάτου, γιατί από τη γέννηση έχει την αρχή της η φθορά. Η παρθενία, αντίθετα, σβήνει τα ίχνη του θανάτου. Και άρα είναι ανώτερη του θανάτου. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη Θεοτόκο Μαρία. Όταν ήλθε ο θάνατος συνετρίβη στον καρπό της παρθενίας. Έτσι συντρίβεται και καταλύεται η δύναμη του θανάτου σε κάθε παρθενεύουσα ψυχή, που δεν έχει να μπήξει το σκληρό κεντρί του (Α΄ Κορινθ. 15: 55). Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της φωτιάς, που δεν υπάρχει από μόνη της χωρίς ξύλα, πιστεύει ο Άγιος πως κι η δύναμη του θανάτου δεν ενεργεί, εάν ο γάμος δεν δώσει ύλη σ΄ αυτόν και δεν ετοιμάσει τους μελλοθανάτους, σαν κάποιους καταδίκους γι΄ αυτόν. Έτσι, θεωρεί το γάμο, αιτία συμφορών και τον παρομοιάζει σαν το ξίφος που η μεν λαβή του είναι ομαλή και απαλή, το δε υπόλοιπο μέρος είναι όργανο θανάτου. Ο Παρθενικός βίος είναι για τον Άγιο Νύσσης, όπως και για τους περισσοτέρους των Πατέρων, κάποια εικόνα μακαριότητος του «μέλλοντος αιώνος» (Εφες. 1: 21). Εξ άλλου, αν η ζωή μετά την Ανάσταση θα είναι ισάγγελος (Λουκ. 20: 36), χαρακτηριστικό της αγγελικής φύσεως είναι η απαλλαγή από το γάμο.
ΣΤ΄ Αληθινή παρθενία χωρισμός από κάθε πάθος.
Διερμηνεύοντας, ο Άγιος το αληθινό νόημα της παρθενίας, υποστηρίζει ότι η αληθινή παρθενία δεν περιορίζεται μόνο στη σωματική καθαρότητα, αλλ΄ επεκτείνεται σ΄ όλα τα πάθη της ψυχής, για να μπορέσει αυτή να διατηρήσει τη γαλήνη της και να μείνει αμόλυντη μαζί με τον αμόλυντο Νυμφίο της. Γιατί μοιχεύει κανείς όχι μόνο με το σώμα, αλλά και με την ψυχή. Χρησιμοποιεί δε το ωραίο παράδειγμα του ακίνητου και γαληνεμένου νερού μιας λίμνης, που ταράζεται, όταν πέσει σ΄ αυτήν ένα λιθάρι, από τα κύματα και το σάλο. Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, που όταν κινηθεί ένα πάθος «το της ψυχής γαληνιαίον και ήσυχον δι΄ ενός τινος παρεμπεσόντος εις αυτήν πάθους όλον συνδιεσείσθη και της του μέρους βλάβης συνήσθετο» (σελ. 311). Είναι μοιχικά της ψυχής, όλα τα πάθη, η οργή, η πλεονεξία, ο φθόνος, η μνησικακία, η έχθρα, η βασκανία, το μίσος. Και σε ένα μόνο πάθος αν δοθεί η ψυχή, χάνει την παρθενία. Γι΄ αυτό ο Μ. Βασίλειος είπε: «Και γυναίκα ουκ έγνων και παρθένος ουκ ειμί». Καταλήγει δε ο Άγιος ως εξής: «το δειν την σώφρονα και λελογισμένην παρθένον, παντός πάθους κατά πάντα τρόπον της ψυχής απτομένου, χωρίζεσθαι και φυλάσσειν εαυτήν αγνήν τω νομίμως αυτήν αρμοσαμένω νυμφίω, μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (σελ. 313). Κάνοντας μια βαθειά τομή στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, υποστηρίζει ο σοφός της αρετής διδάσκαλος, ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής πρέπει να τείνουν προς την αρετή. Διακριτικά παρατηρεί, πως αυτός που φροντίζει για την υγεία της ψυχής του, θα πρέπει να διατηρήσει τον εαυτό του στο μέσο της απαθείας, με το να μένει αμέτοχος των αντιθέσεων και των ακροτήτων που υπάρχουν από το ένα και το άλλο μέρος της αρετής. «Το δόγμα της του Κυρίου διδασκαλίας έστιν, μη περιστεράς είναι μόνον, αλλ΄ έχειν τι και του όφεως εν τω ήθει» (σελ. 315).
Συνιστά ακόμη, το εγκαλλώπισμα της αρετής ο θείος Γρηγόριος, πάνω στο θεμέλιο της παρθενίας να οικοδομήσουμε όλα τα έργα της αρετής, γιατί οι παρθενεύοντες δεν πρέπει να αποβλέπουν σε ένα μόνο κατόρθωμα και στα άλλα να μη φυλάγωνται. «Των δια παρθενίας τω Θεώ προσιόντων, το μη προς εν τι κατόρθωμα βλέποντας των εναντίων αφυλάκτως έχειν, αλλά πανταχόθεν εαυτοίς το αγαθόν εξευρίσκειν, ως αν δια πάντων το ασφαλές υπάρχοι τω βίω. Ουδέ γαρ στρατιώτης μέρη τινα τοις όπλοις φραξάμενος γυμνώ κινδυνεύει τω λοιπώ σώματι» (σελ. 316). Τέλος, ο θεόσοφος συγγραφέας, δίνει έναν υπέροχο ορισμό της σωφροσύνης, που σημαίνει σύμμετρη οικονομία όλων των ψυχικών κινημάτων με σοφία και φρόνιση. Ακόμη, κάνει μια τολμηρή παρατήρηση, επαναστατική ίσως για πολλούς, ορίζοντας ότι ελευθερία είναι όχι μόνο να μη ανεχώμαστε ζυγό δουλείας (Γαλ. 5: 1), αλλά και να μη δεσμευώμαστε με το δεσμό του γάμου, «καθάπερ δραπέτην ή κακούργον» (σελ. 320). Υπέροχα όμως ξεκαθαρίζει στη συνέχεια, πως η παρθενία δεν είναι τόσο μικρή και φτηνή υπόθεση, ώστε με λίγη φύλαξη σαρκός – την άρνηση του γάμου – να νομίζεις ότι κατορθώνεις τόσο μεγάλο πράγμα. Χρειάζεται λοιπόν, κατά τον Άγιον Νύσσης, ισορρόπηση των ψυχικών δυνάμεων σε όλα τα ενεργήματα του ψυχικού βίου και όχι μόνο στην παρθενία. Προκειμένου λοιπόν να λάβει πραγματικό νόημα ο παρθενικός βίος, χρειάζεται, μαζί με την ισορρόπηση των ψυχικών δυνάμεων, να ζωογονηθεί με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που φανερώνεται μέσα στην Εκκλησία κι΄ ελευθερώνει τον άνθρωπο από τη φθορά και το θάνατο και τον κάνει μέτοχο της αθανασίας και της αφθαρσίας (Γ. Ματζαρίδη, Μέθεξις Θεού σελ. 209). Μετά από τη σωστή διάσταση που δίνει ο Άγιος Νύσσης στο σπουδαίο τούτο θέμα, κάνει μια τελευταία τοποθέτηση εντελώς πρακτική, καταθέτοντας πολύτιμα στοιχεία και οδηγίες για την εκμάθηση της τέχνης της παρθενίας και την κατόρθωσή της για όσους ήθελαν να τη διδαχθούν.
Ζ΄ Η τέχνη της παρθενίας και η εκμάθησή της.
Γενικά η ηθική ζωή των πιστών, πιο ειδικά όμως η παρθενία, αντιμετωπίζεται από τους Πατέρας της Εκκλησίας σαν τέχνη που πρέπει να μάθουν όσοι την επιθυμούν. Όσοι μάλιστα από τους Πατέρες έγραψαν έργα περί παρθενίας, κατοχυρώνουν θεολογικώς τη θέση ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη εκλογή, δίνοντας και τις κατάλληλες οδηγίες, βάσει της εν Χριστώ ασκητικής των εμπειρίας και τέχνης, για να προφυλάσσωνται οι εραστές του παρθενικού βίου από τους κινδύνους που τους απειλούν. Εδώ συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό. Ενώ το ανθρώπινο γένος είναι κατώτερο από τους αγγέλους, ως προς τη φύση, με την τέχνη της παρθενίας προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και να εξισωθεί μ΄ αυτούς, όσο είναι δυνατόν. Και όπως ακριβώς έργο και επιθυμία των ασωμάτων δυνάμεων είναι να βλέπουν τον Πατέρα της αφθαρσίας και να στολίζουν τη μορφή τους σύμφωνα με το αρχικό κάλλος, το ίδιο και όποιος κατανόησε την απάτη του κόσμου τούτου και φλέγεται από την επιθυμία του Θεού, έχει σαν βοηθό και συνεργό την παρθενία, αν θέλει να ομοιώνεται με την ασώματη φύση. Έξοχα διατυπώνει τη σκέψη αυτή ο εραστής της παρθενίας ο Άγιος Νύσσης: «Τούτο δε εστί, το μόνη τη ψυχή ζην και μιμείσθαι κατά το δυνατόν την των ασωμάτων δυνάμεων πολιτείαν, εν η ούτε γαμούσιν ούτε γαμίσκονται, αλλ΄ έργον αυτοίς και σπουδή και κατόρθωμα το θεωρείν τον πατέρα της αφθαρσίας εστί και προς το αρχέτυπον κάλλος την ιδίαν καλλωπίζειν μορφήν δια της ενδεχομένης μιμήσεως» (σελ. 276).
Η ιδιότης λοιπόν της παρθενίας είναι, για τον ιερό συγγραφέα, κάποια τέχνη και δύναμη που βοηθά την ψυχή μας να βιώνει ελεύθερη τη θεία και μακαρία ηδονή, όπως ακριβώς στα διάφορα επαγγέλματα, επινοήθηκαν μέθοδοι για την τελειοποίησή των. Θαυμάσια είναι η τελική διατύπωση του κειμένου: «Ταύτης ουν της διανοίας και της υψηλής επιθυμίας συνεργόν, καθώς τη γραφή δοκεί, και βοηθόν τω ανθρώπω την παρθενίαν δεδόσθαι φαμέν. Και ώσπερ των λοιπών επιτηδευμάτων τέχναι τινες προς την εκάστου των σπουδαζομένων απεργασίαν επενοήθησαν, ούτω μοι δοκεί και το της παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις της θειοτέρας ζωής προς την ασώματον φύσιν τους εν σαρκί ζώντας ομοιούσθαι διδάσκουσα» (σελ. 276-277).
α) Ανάγκη πνευματικού οδηγού.
Είναι ανάγκη όμως να μάθει κανείς την τέχνη αυτή με τη χειραγωγία έμπειρου οδηγού. Εξηγεί δε, ο Νύσσης ασκητής επίσκοπος, πως πρέπει να ζη κανείς την φιλόσοφον αυτή ζωή, με τα παρακάτω: «Τα δε καθ΄ έκαστον, όπως τε χρη βιοτεύειν τον εν τη φιλοσοφία ταύτη ζην προελόμενον και τίνα φυλάττεσθαι και τίσιν επιτηδεύμασιν ασκείν εαυτόν… εναργεστέρα της εκ των λόγων διδαχής η δια των έργων εστίν υφήγησις» (σελ. 333). Πολύ σωστά δηλώνει, ο ασκητικώτατος Πατήρ, πως όποιος θέλει να μάθει την ακρίβεια του βίου τούτου, πρέπει να διδαχθεί όχι με λόγια αλλ΄ απ΄ αυτόν που την κατώρθωσε. Στην περίπτωση αυτή, λέγει, συμβαίνει ό,τι και με την εκμάθηση μιας γλώσσας από δάσκαλο ομόγλωσσο με τους αλλόγλωσσους. Και προσθέτει πως ό,τι κι΄ αν κατορθώσωμε στη ζωή, θα το πετύχουμε καλύτερα με τη βοήθεια δασκάλων, παρά μόνοι μας. Θεμελιώνει δε κι΄ αποδεικνύει την παραπάνω σκέψη του ο ιερός συγγραφέας με τα εξής. Με τη μαρτυρία της πείρας, γράφει, έγινε γνωστό το ωφέλιμο από το βλαβερό. Ακόμη, η παρατήρηση από τους προγενέστερους, γίνεται εντολή για τους μεταγενέστερους. Αναφέρει ακόμη ότι στην ιατρική τέχνη δεν υπάρχει ανάγκη να γνωρίσει κανείς με την προσωπική του πείρα τις ιδιότητες των φαρμάκων, αφού υπάρχει η παρατήρηση των προγενεστέρων. Το ίδιο συμβαίνει και στην ιατρική των ψυχών. Θα μάθουμε, λοιπόν, την παρθενία, από εκείνον που απόκτησε μακρά πείρα και την κατώρθωσε, γιατί η νεότης είναι επικίνδυνος σύμβουλος και χωρίς τη συμμετοχή έμπειρου Γέροντα δεν θα μπορούσε να κατορθωθεί εύκολα. «Ουκούν, λέγει ο Άγιος, επειδή νέοι έτι και ατελείς την διάνοιαν οι πολλοί της παρθενίας αντιλαμβάνονται, τούτο προ πάντων αυτοίς επιτηδευτέον αν είη, το ζητήσαι της οδού ταύτης αγαθόν καθηγεμόνα τε και διδάσκαλον, μήπου δια την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς, ανοδίας τινάς και πλάνας εαυτοίς από της ευθείας καινοτομήσωσιν» (σελ. 336). Είναι αλήθεια, πως όλοι οι νέοι που έρχονται στον παρθενικό βίο χωρίς έμπειρο καθηγεμόνα και πνευματικό οδηγό, γεμίζουν από πλάνες, «ουαί τω ενί όταν πέση, λέγει ο Άγιος, ότι ουκ έχει τον ανορθούντα» (σελ. 337).
Μερικοί από τους πλανεμένους πέφτουν σε αργία. Άλλοι βλέπουν όνειρα και ονομάζουν τις απάτες των ονείρων αποκαλύψεις, που τις θεωρούν πιστότερες των ευαγγελικών διδαγμάτων. Εδώ, δεν θα ήταν άσκοπη ίσως μια παρέκβαση από το ιερό κείμενο, για να μας θυμίσει τις πλανεμένες σύγχρονες οραματίστριες και όλους εκείνους τους αφελείς, που δίχως επίγνωση και έμπειρο πνευματικό οδηγό, παίρνουν δήθεν αποκαλύψεις από την Παναγία καθ΄ υπαγόρευση και τις γράφουν σε τετράδια. Είναι η ίδια ακριβώς περίπτωση της πλάνης που αναφέρει ο Άγιος Νύσσης. Άλλοι πάλι από τους πλανεμένους, συνεχίζει ο Άγιος, χώνονται στα σπίτια των κοσμικών και άλλοι, θεωρούν το απλησίαστο και θηριώδες σαν αρετή, αγνοώντας την εντολή της αγάπης και τον καρπό της μακροθυμίας και ταπεινοφροσύνης. Ανάμεσα σ΄ αυτούς υπάρχουν ακόμη εκείνοι που υπομένουν την πείνα μέχρι θανάτου, διότι δήθεν ο Θεός αγαπάει τις θυσίες αυτές. Άλλοι, τέλος, εκ διαμέτρου αντίθετοι, κράτησαν μόνο κατ΄ όνομα την αγαμία ενώ η ζωή τους είναι κοσμική. Παραδίδονται στην κοιλιοδουλεία και τις ηδονές, συγκατοικούν με γυναίκες και εξ αιτίας αυτών βλασφημείται από τους έξω το καθαρό επάγγελμα της παρθενίας. Μετά την απαρίθμηση αυτή των ειδών της πλάνης, απευθυνόμενος ο Άγιος στους νέους, παρακαλεί και συμβουλεύει: «ουκούν λυσιτελές αν είη μη νομοθετείν εαυτοίς τους νέους την του βίου τούτου οδόν· ου γαρ επιλέλοιπε την ζωήν ημών τα των αγαθών υποδείγματα» (σελ. 338).
β) Αναζήτηση Γέροντα.
Σπουδαία είναι η διδασκαλία του Αγίου Νύσσης πάνω στο ζήτημα της αναζήτησης του Γέροντα. Μας μίλησε προηγουμένως για την ανάγκη της χειραγωγίας μας από έμπειρο οδηγό. Εδώ, μας δίνει πιο συγκεκριμένα τα στοιχεία που θα πρέπει να συγκεντρώνει ένας αληθινός Γέροντας. Ας αφήσουμε τον Άγιο να μιλήσει με το θεοφώτιστο κείμενό του: «Προς τον κατωρθωκότα βλέπε, και θαρρών κατατόλμησον της αγαθής ναυτιλίας τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος υπό κυβερνήτη Χριστώ εν τω πηδαλίω της σωφροσύνης κατευθυνόμενος» (σελ. 341). Προσηλώσου λοιπόν, λέγει ο Άγιος, προς εκείνον που κατώρθωσε τη σωφροσύνη, δηλαδή στο Γέροντα. Και τόλμησε με θάρρος την καλή ναυσιπλοϊα, αφήνοντας τον εαυτό σου να κατευθύνεται από την πνοή του Αγίου Πνεύματος, με κυβερνήτη το Χριστό στο πηδάλιο της σωφροσύνης. Και σφραγίζει το σημαντικό αυτό πρόβλημα με τις παρακάτω σοφές συμβουλές. «Προς τούτον βλέπε τον κανόνα του βίου. Τούτον τέθεικε σκοπόν ο Θεός τη ημετέρα ζωή. Ούτος έστω σοι σκοπός της θείας ζωής, καθάπερ τοις κυβερνήταις οι αειφανείς των αστέρων. Μίμησαι τούτου και πολιάν και νεότητα, μάλλον δε μίμησαι αυτού το εν μειρακίω γήρας και την εν τω γήρα νεότητα… Εν γήρα μεν της δυνάμεως προς το αγαθόν νεαζούσης, εν μειρακίω δε της νεότητος προς το κακόν απρακτούσης» (σελ. 339). Μετά τη θαυμάσια αυτή τοποθέτηση, για τα στοιχεία του αληθινού Γέροντα, ο Άγιος Νύσσης επαναλαμβάνει τον μακαρισμό του Κυρίου για τους καθαρούς τη καρδία, ότι «αυτοί τον Θεόν όψονται» και κλείνει τη σπουδαία αυτή πραγματεία με την ευχή «ων ένα και σε βουλόμεθα γενέσθαι συσταυρωθέντα Χριστώ, παραστάντα Θεώ, αγνόν ιερέα και καθαρόν θύμα γενόμενον εν πάση καθαρότητι, δια της αγνείας εαυτόν ετοιμάσαντα τη του Θεού παρουσία, ίνα και αυτός ίδης τον Θεόν εν καθαρά καρδία κατά την επαγγελίαν του Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν (σελ. 343).
Αθωνικά άνθη