Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΑΓΙΟΝ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ 22-9-1969


ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΑΓΙΟΝ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

 
 Εισήγησις
γενομένη υπό του Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου εις Α' Ιερατικόν Συνέδριον Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Πλαταμώνος εν τω Πνευματικώ Κέντρω του Ι.Ν. Αγίων Μ' Μαρτύρων εν Λαρίση τη 22α Σεπτεμβρίου 1969
 
Σεβασμιότατε Άγιε Δέσποτα, Σεβαστοί  Άγιοι Πατέρες,
       Είναι αρχαιοτάτη, και μάλιστα αποστολική η συ­νήθεια, συνάξεων των Ποιμένων της Εκκλησίας.
       Ο Απ. Παύλος, παραπλέων τας ακτάς της Μ. Α­σίας και κατευθυνόμενος προς Ιεροσόλυμα, παρά τον ολίγον χρόνον που είχε εις την διάθεσίν του, δεν παραλείπει να μετακαλέση τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου εις την Μίλητον, και μέσα εις μίαν άκρως συγκινητικήν και θερμήν ατμόσφαιραν να αποτείνη τας τελευταίας του ποιμαντικάς προτροπάς (Πρβλ. Πράξ. κ' 16-38).
       Την συνήθειαν αυτήν, ως μίαν ανάγκην απόλυτον δια την αναζωπύρωσιν του ποιμαντικού έργου των ποιμένων συνεχίζει και σήμερον η Εκκλησία δια των τοπικών Ιερατικών Συνεδρίων και Συνάξεων.
Και πράγματι!
      Ποιος εκ των Ποιμένων της Εκκλησίας δεν θα ησθάνετο την ανάγκην της τονώσεως του ιερατικού του χαρίσματος το οποίον έλαβε κατά την φρικτήν εκείνην ώραν της χειροτονίας του; (Πρβλ. Α' Τιμ. δ' 14).
       «Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην και φύλαξον αυτήν μέχρι της δευτέρας του Κυρίου παρου­σίας, ότε παρ' αυτού μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν» (Εκ του Μ. Ευχολογίου).
Την Παρακαταθήκην.
       Αυτό το Τίμιον Σώμα του Ενανθρωπήσαντος Υ­ιού του Θεού!
       Αυτό το Τίμιον του Χριστού Σώμα, άπλωσε κάθε Ποιμήν της Εκκλησίας, τα χέρια του, την ώραν εκείνην, δια να κράτηση.
       Αυτό το Τίμιον Σώμα του Χριστού, υπέρ του ο­ποίου ένας Απόστολος Παύλος έπασχε, και που δεν είναι άλλο από αυτήν την ιδίαν την Εκκλησίαν (Πρβλ. Κολασ. α΄ 24).
Εκ βαθέων θα συμβουλεύση αργότερα ο ίδιος Α­πόστολος τον Τιμόθεον, που στο βάθος την Εκκλη­σίαν εννοούσε, όταν του έγραφε: «Ω Τιμόθεε, την παρακαταθήκην φύλαξον» (Α΄Τιμ. ς' 20).
      Αυτήν την Παρακαταθήκην, το Σώμα του Χρι­στού, την Εκκλησίαν, έρχεται να μας παραδώση και εμπιστευθή δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, Αυτός ο ίδιος ο Χριστός.
       Ω Σεβαστοί Πατέρες!
       Μέγα το Μυστήριον της Εκκλησίας!
       Εκείνος που κατενόησε ότι όντως είναι Μέγα το Μυστήριον αυτό, μετά το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος, εκείνος δύναται πάντοτε με δέος να αντα­ποκρίνεται και προς τας απαιτήσεις αυτού (Πρβλ. Α' Τιμ. γ' 16).
       Πώς όμως θα ημπορέσωμεν να ανταποκριθώμεν εις τας βαρυτάτας ποιμαντικάς απαιτήσεις της Εκ­κλησίας;
       Ένας εκ των πολλών τρόπων είναι και ο καθρεπτισμός μας
εις τας ποιμαντικάς προτροπάς της Α­γίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
       Η Παλαιά Διαθήκη, και ιδιαιτέρως οι Προφήται, παρέχουν ζωηρωτάτας εικόνας και προτροπάς προς τους ποιμένας.
       Η Καινή Διαθήκη έχει ποιμαντικόν πλούτον πο­λύν, εγκατεσπαρμένον εις τας σελίδας της. Όλως ό­μως ιδιαιτέρως, ως ποιμαντικόν θησαυροφυλάκιον,
έχει τας δύο Επιστολάς προς Τιμόθεον και την προς Τίτον, του Απ. Παύλου.
       Επεξεργασίαν και ανάπτυξιν του αγιογραφικού ποιμαντικού τούτου πλούτου, αποτελεί η πατερική παράδοσις.
       Ως εν εκ των πρώτων πατερικών ποιμαντικών έρ­γων, δύναται να θεωρηθή η προς Πολύκαρπον Επι­στολή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, γραφείσα το 107 μ.Χ. και υπό συνθήκας άκρως μαρτυρικάς, ό­ταν ήδη δέσμιος ο Άγιος Πατήρ ωδηγείτο προς Ρώμην δια να ριφθή εις τα θηρία.
       Η επιστολή του αυτή, αν και γραφείσα εις εμπερίστατον κατάστασιν, αποτελεί απόσταγμα
πλουσίας ποιμαντικής πείρας.
       Μικρά εις έκτασιν αλλά μεστή εις ποιμαντικάς προτροπάς, έρχεται, τόσον δια την αρχαιότητα, όσον και δια το άγιον περιεχόμενόν της, να σταθή παρα­πλεύρως και ισαξία προς τας τρεις του Απ. Παύλου ποιμαντικάς Επιστολάς.
       «Θα ηδυνάμην να χαρακτηρίσω την Επιστολήν ταύτην του Αγίου Ιγνατίου, γράφει ένας σύγχρονος συγγραφεύς, ως το τέταρτον ποιμαντορικόν ευαγγέλιον μετά τας δύο προς Τιμόθεον και την προς Τίτον ποιμαντορικάς επιστολάς του Απ. Παύλου».

      Από την θαυμασίαν αυτήν επιστολήν, ανασύροντες αυτήν από την λήθην του χρόνου, θα προσπαθήσωμεν να σκιαγραφήσωμεν τας ποιμαντικάς αρετάς της, και εξ αυτών να αντλήσωμεν σύνεσιν, υπόμνησιν και παρακίνησιν δια να διατηρώμε πάντοτε ακμαίον και καρποφόρον το ποιμαντικόν μας έργον.
 
* * *
 
«Ιγνάτιος, ο και Θεοφόρος, Πολυκάρ­πω επισκόπω Εκκλησίας Σμυρναίων, μάλλον επισκοπημένω υπό Θεού πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, πλείστα χαίρειν».
 
       Ιγνάτιος, ο αποκαλούμενος και Θεοφόρος, προς τον Πολύκαρπον, τον επίσκοπον της Εκκλησίας των Σμυρναίων, που πολύ τον επισκοπεί ο Θεός πατήρ και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τους πολλούς μου χαι­ρετισμούς.
       Αλληλογραφία μεταξύ δύο διακεκριμένων Ποι­μένων της Εκκλησίας.
       Πόσην αγάπη προδίδει το προοίμιον της Επιστο­λής!
       Δεν είναι μικρόν πράγμα να γράφη ένας ώριμος Ποιμήν, προς άλλον εξ ίσου ώριμον Ποιμένα, ποιμα­ντικάς επιστολάς που να του υπενθυμίζη την πορείαν πλεύσεως του σκάφους της Εκκλησίας. Οι εγω­ισμοί συγκρούονται εν προκειμένω. Εν τούτοις, εδώ είναι αδιανόητος ο εγωισμός.
       Η ταπεινοφροσύνη γεννά την ανάγκην της ανακοινωτικότητος και της ανταλλαγής πείρας.
       Αισθάνεται κανείς μέσα από τας λέξεις του προ­οιμίου, όπως και από ολόκληρον την Επιστολήν, να αποπνέη η ευωδία της αγάπης μεταξύ των δύο Ποι­μένων, και της εν Κυρίω κοινωνίας αυτών (Πρβλ. Πράξ. β'42).
       Ο συγγράφων την επιστολήν, Άγιος Ιγνάτιος, α­ποκαλεί τον εαυτόν του, Μαθητήν.
Αλλά και ο πα­ραλήπτης της Επιστολής, Άγιος Πολύκαρπος, θεω­ρείται μαθητής, ως αποδεχόμενος τας ποιμαντικάς προτροπάς του πρώτου.
Το πνεύμα της μαθητείας!
       Αυτό είναι το πρώτον και βασικόν στοιχείον που πρέπει να διακρίνη τον καλόν Ποιμένα των ψυχών.
       Ουδέποτε να λέγη ότι κατεστάθη σοφός και συνε­πώς, δεν έχει πλέον ανάγκην άλλοθεν συμβουλών ή μελέτης.
Ο αληθώς σοφός, είναι αληθώς ταπεινόφρων.
Το ταμείον της πείρας ουδέποτε πληρούται.
       Όσον πλουσιωτέρα καθίσταται, τόσον περισσότερον αισθάνεται ο κάτοχός της τα απέραντα κενά που τον διακρίνουν. Το πνεύμα της ισοβίου μαθητείας, είναι βασική προϋπόθεσις δια την καλλιέργειαν του ποιμαντικού έργου.
       Και την ανάγκην καλλιεργείας αυτού του έργου, τότε μόνον ημπορούμε να βυθομετρήσωμεν, αν αναζητήσωμεν τον σκοπόν της ποιμαντικής.
       Και ο σκοπός της ποιμαντικής, ήδη εκ προοιμίων τίθεται υπό του Αγίου Πατρός:
«παρακαλώ σε εν χάριτι, η ενδέδυσαι.... πάντας παρακαλείν ίνα σώζωνται».
       Σε παρακαλώ, εις την χάριν που είσαι ντυμένος, όλους να τους παρακαλής να φροντίζουν να σωθούν.
Η σωτηρία!
       Εκεί πρέπει να αποβλέπη το ποιμαντικόν έργον: εις την σωτηρίαν.
       Ο Χριστιανισμός είναι σωτηρία. Και σωτηρία σημαίνει γνώσις Θεού. Και γνώσις Θεού είναι ένωσις ανθρώπου και Θεού. (Πρβλ. Ιωάν. ιζ' 3, Α' Ιωάν. γ' 2, Ιωάν. ς' 53-58).
       Αν το ποιμαντικόν μας έργον δεν αποβλέπη εις αυτόν τον προκαθορισμένον σκοπόν, τότε, δύναται μεν να χαρακτηρισθή ως ηθικόν και κοινωνικόν έργον, αλλ' ουδέποτε ως χριστιανικόν ποιμαντικόν έργον.
Και ηθικά και κοινωνικά έργα επιτελούν πολλοί, ευρισκόμενοι  έξω του  περιβόλου  τής  Εκκλησίας, αλλ' ουδέποτε εργάζονται έργον σωτηρίας εις όλην αυτής την πνευματικήν διάστασιν.
       Και ερωτώμεν: Είναι μικρόν το έργον της σωτη­ρίας;
       «Πάντων εστί χαλεπώτατον ψυχών επιμέλεια» γράφει ο Άγιος Νείλος ο Σιναΐτης.
       Αν, συνεπώς, το έργον της σωτηρίας που συμπί­πτει με τον σκοπόν της ποιμαντικής, είναι μοναδικώς μέγα έργον, τότε ασφαλώς και το ποιμαντικόν έργον που καλείται να επιτελέση ο Ποιμήν, είναι αληθώς μέγα.
* * *
       Βασική προϋπόθεσις δια την ομαλήν ενάσκησιν του ποιμαντικού έργου, είναι η απόλυτος πειθαρχία που πρέπει να διέπη τας σχέσεις ποιμένος και ποιμαινομένων. Ουδέποτε οι ποιμαινόμενοι πρέπει να πράττουν κάτι άνευ της γνώμης του Ποιμένος.
       Είναι μία κεντρική ιδέα του Αγίου Ιγνατίου που συναντάται πυκνώτατα εις τας επιστολάς του.
       Το μυστικόν της επιτυχίας της πειθαρχίας των ποιμαινομένων ευρίσκεται εις την πειθαρχίαν του ποιμένος εις το θέλημα του Θεού.
       «Μηδέν, άνευ γνώμης σου γινέσθω, μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράσσε».
       Τίποτα να μη γίνεται χωρίς την γνώμην σου. Μή­τε συ να πράττης κάτι χωρίς την γνώμην του Θεού.
       Πάντοτε πρέπει να ερωτά ο ποιμήν προκειμένου να επιβάλη μίαν γνώμην του εις το ποίμνιον: «Αυτό θα το επέβαλλε ο Θεός;». «Θα το ήθελε ο Θεός;». «Θα ωφελήση αυτήν την ψυχήν;». «Θα οικοδόμηση την Εκκλησίαν;».
       Κριτήριον ποιμαντικού έργου θα είναι πάντοτε το θέλημα του Θεού το αποβλέπον εις τον σκοπόν του ποιμαντικού έργου που είναι η σωτηρία.
      Ο ποιμήν δια να εξασφάλιση αυτήν την πειθαρ­χίαν, πρέπει να ίσταται μεταξύ Θεού και ποιμαινομέ­νων και να εκφράζη ανοθεύτως το θέλημα του Θεού, ζων ο ίδιος ως απολύτως ποιμαινόμενος υπό του Θε­ού. Να μπορή να λέγη ανά πάσαν στιγμήν:
«Κύριος ποιμαίνει με» (Ψαλμ. κβ' 1).
       Έκφρασις της απολύτου υποταγής του ποιμένος εις το θέλημα του Θεού, είναι η επιμελημένη ενάσκησις των ιερατικών του καθηκόντων.
«Εκδίκει σου τον τόπον εν πάση επιμελεία σαρκική τε και πνευμα­τική».
       Κάνε την αποστολήν σου με κάθε επιμέλειαν σω­ματικήν και πνευματικήν.
       Αν εξασφαλισθή αυτή η βασική προϋπόθεσις, τό­τε δύναται να σταθή ως αληθής ποιμήν ενώπιον του ποιμνίου του.
       Τότε,
«και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει... ότι οίδασι την φωνήν αυτού» (Ιωάν. ι' 3, 4).
       Ο αληθής ποιμήν φροντίζει πάντοτε να διατηρή την ενότητα του λογικού του ποιμνίου.
       «Της ενώσεως φρόντιζε ης ουδέν άμεινον».
       Φρόντιζε δια την ενότητα από την οποίαν τίποτα καλλίτερον δεν υπάρχει.
       Εις την ενότητα υπάρχει η ισχύς και τα δημιουργι­κά έργα. Αν το ποίμνιον είναι ηνωμένον, τότε κυριολε­κτικά μεγαλουργεί. Εκείνο που θα το ενώνη, θα είναι η αγάπη και η ανοχή:
«Πάντων ανέχου εν αγάπη», «πάντων τας νόσους βάσταζε», «πάντας βάσταζε».
Η ενότης και η αγάπη υπάρχει εις τας πυκνάς πνευματικάς συγκεντρώσεις, δι' αυτό συνιστά ο Άγιος Πατήρ, «πυκνότερον συναγωγαί γινέσθωσαν» (Πρβλ. Εβρ. ι' 25).
      Αι συγκεντρώσεις αυταί, θα είναι μεικτού περιε­χομένου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εις ένα και μόνον στίχον μας το περιγράφει:
«ήσαν δε, προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (Πράξ. β' 42).
       Τέσσαρα στοιχεία θα αποτελούν το περιεχόμενο των συνάξεων:
α'    Το διδακτικόν, με τας ομιλίας, τόσον κατά την Θείαν λειτουργίαν, όσον και τας απογευματινάς, τους Κύκλους Συμμελέτης Αγίας Γραφής και την Κατήχησιν.
β'    Το Ευχαριστιακόν, με τας υποδειγματικάς, προσεγμένας και κατανυκτικάς Θείας Λειτουργίας.
γ'    Το λατρευτικόν, (αν και το λατρευτικόν συν­δέεται απολύτως με το ευχαριστιακόν), με την υποδειγματικήν προσφοράν πάσης εκκλησιαστικής Ακο­λουθίας και Προσευχής (Εσπερινός, Όρθρος, Παράκλησις, Αγιασμός, Ύψωμα, κ.λπ.). Καί τέλος,
δ'    Το κοινωνικόν. Το τελευταίον είναι πάντοτε καρπός των τριών πρώτων.
       Σήμερον οι πιστοί προσέρχονται εις τον Ναόν δια να επιτελέσουν και φανερώσουν το Μυστήριον της Εκκλησίας εν τω Μυστηρίω της Θείας Ευχαρι­στίας, που είναι Μυστήριον κοινωνίας και ενότητος οργανικής τόσον μετά του Χριστού όσον και με τα μέλη του που είναι οι πιστοί, και παραμένουν τε­λείως ξένοι και αδιάφοροι, ακόμη και εχθρικώς δια­κείμενοι μεταξύ των. Ένα ενδεικτικόν παράδειγμα:
       Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, τελείται μνημόσυνον υπέρ ενός κεκοιμημένου αδελφού και ή­δη μετατεθέντος από της Στρατευομένης εις την Θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν.
       Ποιοι εκ του εκκλησιάσματος μένουν εις το Μνη­μόσυνον;
       Οι συγγενείς και φίλοι του κεκοιμημένου. Οι λοι­ποί;
       Αναχωρούν. Διατί; Το Μνημόσυνον είναι υπόθεσις ιδιωτική ή δημοσία και εκκλησιαστική, αφορώσα εις ολόκληρον την Εκκλησίαν;
       Εν μέλος της Εκκλησίας απερχόμενον του κό­σμου τούτου ενδιαφέρει μόνον τους συγγενείς και φί­λους και όχι ολόκληρον το πλήρωμα της Εκκλησίας; Ο θάνατος ενός πιστού, δια τους λοιπούς πιστούς, είναι θέμα ξένον ή οικείον;
       Τι φανερώνει αυτό; Ότι σήμερον λείπει το πνεύ­μα της αληθούς κοινωνίας εν τη Εκκλησία. Και λεί­πει, διότι κατά μέγα μέρος οφείλεται εις την άγνοιαν της θεολογίας της Εκκλησίας. Η κοινωνία αυτή εί­ναι η αγάπη η πληρούσα τας καρδίας των πιστών και συντηρούσα την ενότητα και την ζωήν της Εκ­κλησίας. Ο
«παροξυσμός αγάπης» και η «εκτενής α­γάπη», είναι τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διατηρούν την «κοινωνίαν των αγίων» εν τη Εκκλησία (Α' Πέτρ. δ' 8, Εβρ. ι' 24).
       Όλα αυτά τα αγαθά αποφέρονται εις τας
«πυ­κνάς συναγωγάς» των πιστών.
       Και τα τέσσαρα στοιχεία, πρέπει να αποτελούν έ­να αρμονικόν όλον. Οι ετερόδοξοι μας κατηγορούν ότι τονίζομεν το λατρευτικόν στοιχείον (ενώ πραγμα­τικά αυτό είναι το κύριον και ένας πρωτεύων σκοπός του διδακτικού), και παραβλέπομεν το διδακτικόν. Αντιθέτως, και μάλιστα ο Προτεσταντισμός, τονίζει το διδακτικόν και παραμερίζει το λατρευτικόν. Η Ορθοδοξία, ευρίσκεται εις την αρμονικήν τοποθέτησιν κατά σχήμα τετράγωνον, και των τεσσάρων αυ­τών στοιχείων.
       Από της παρατηρητικότητος του καλού ποιμένος, ουδέποτε διαφεύγει αυτή η σπουδαιοτάτη αλή­θεια.
* * *
       Ένα κύριον μέλημα του ποιμένος, είναι η οικογέ­νεια.
       Σήμερον, τα θεμέλια της οικογενείας απειλούνται σοβαρώς. Το κοσμικόν πνεύμα, η αστική νοοτροπία της ζωής, ο «σεκουλαρισμός», το πνεύμα δηλαδή ε­κείνο, που καθιστά τους Χριστιανούς μας να ζουν μόνον εις τον
«νυν αιώνα» ως να μη υπάρχη «μέλλων αιών», η μόδα, ο μιμητισμός, η υλιστική θεώρησις της ζωής, η τόσον αφθόνως δια του τεχνικού πολιτι­σμού βοηθούμενη, είναι μερικά από τα ρεύματα που απειλούν την οικογένειαν.
       Η οικογένεια με τα σύγχρονα προβλήματά της, οφείλει να γίνη αντικείμενον μελέτης, στοργής και α­γάπης περισσής, του ποιμένος.
       «Ταις αδελφαίς μου προσλάλει, παρακαλεί ο Ά­γιος Ιγνάτιος δια τας συζύγους, αγαπάν τον Κύριον, και τοις συμβίοις αρκείσθαι σαρκί και πνεύματι». Και στρέφων το ενδιαφέρον του προς τους συζύγους, συμπληρώνει: «και τοις αδελφοίς μου παράγ­γελλε εν ονόματι Ιησού Χριστού, αγαπάν τας συμβίους ως ο Κύριος την Εκκλησίαν».
       Πρέπει να αποτελή θέμα της Εκκλησίας ο γάμος, και όχι μόνον θέμα των ενδιαφερομένων.
       Συνιστά,
«μετά γνώμης του επισκόπου την ένωσιν ποιείσθαι, ίνα ο γάμος η κατά Κύριον και μη κατ' επιθυμία,. πάντα εις τιμήν Θεού γινέσθω».
       Η ένωσις του γάμου να γίνεται κατόπιν γνώμης του Επισκόπου, ώστε να είναι σύμφωνα με την θέλησιν του Κυρίου και όχι σύμφωνα με την κοσμικήν επιθυμίαν των ενδιαφερομένων. Τα πάντα να γίνο­νται προς τιμήν του Θεού.
       Οι πνευματικοί άνθρωποι πάντοτε ερωτούν τον Πνευματικόν τους Ποιμένα δια την τόσον σπουδαίαν υπόθεσιν του γάμου των. Έτσι και μόνον αποφεύγο­νται τα διαζύγια και η δυστυχία μέσα εις την οικογέ­νειαν.
       Χωρίς ο ποιμήν να αναμιχθή εις την διαδικασίαν των συνοικεσίων οφείλει να προσφέρη ειδικήν εργασίαν επί του τομέως του γάμου εις τους υποψηφίους δια το Μυστήριον αυτό. Με πολλήν υπομονήν, εν­διαφέρον, επιμέλειαν και διάκρισιν θα τους υποδεί­ξη την σύστασιν της νέας εν τω γάμω κοινωνίας, ως κοινωνίας εν Κυρίω και ως
«κατ' οίκον εκκλησίας».
       Ακόμη έχει να φροντίση και δι' εκείνους που ο θάνατος διέλυσε την οικογένειαν:
«Χήραι μη αμελείσθωσαν. μετά τον Κύριον, συ αυτών φροντιστής έσο».
       Εκείνο που μας κάνει ιδιαιτέραν αίσθησιν εις την επιστολήν του Αγ. Ιγνατίου είναι η χρήσις της ε­ξατομικευμένης ποιμαντικής. Και ενώ μόλις τα τε­λευταία χρόνια η Ψυχολογία έρχεται να διαπιστώση τα αγαθά της αποτελέσματα, η Αγία Γραφή πρώτη, και κατόπιν οι Πατέρες, έκαμαν χρήσιν αυτής.
       «Εξ ονόματος πάντας ζήτει» προτρέπει ο Αγ. Ι­γνάτιος, και «τοις κατ' άνδρα κατά ομοήθειαν Θεού λάλει», «ου παν τραύμα τη αυτή εμπλάστρω θερα­πεύεται, τους παροξυσμούς εμβροχαίς παύε».
       Η γνώσις των ποιμαινομένων κατ' όνομα και η προσωπική επαφή μετ' αυτών, δίδει άριστα αποτελέ­σματα. Ο Κύριος ιδιαιτέρως το ετόνισε: ο καλός ποι­μήν
«τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα» (Ιωάν. ι' 3).
       Αυτή η προσωπική επαφή ποιμένος και ποιμαινο­μένων δημιουργεί ιδιαιτέρους δεσμούς φιλίας και α­γάπης. Και όπως λέγει ο ι. Χρυσόστομος, ότι η καλ­λιτέρα ποιμαντική είναι «το φιλείν και φιλείσθαι».
       Εις την εξατομικευμένην ποιμαντικήν γίνεται α­ληθής μετάγγισις αγαθών συναισθημάτων μεταξύ των δύο καρδιών. Εις τον χώρον της προσωπικής ε­παφής εκδιπλούται η ψυχή του ποιμαινομένου διότι αντιλαμβάνεται ζέουσαν την καρδίαν του ποιμένος, ενδιαφερομένην, αγαπώσαν και δακρύουσαν, όχι δια την γενικήν και αφηρημένην κατάστασιν των ανθρώ­πων αλλά δια τα συγκεκριμένα και προσωπικά του προβλήματα.
       Η εξατομικευμένη ποιμαντική κατέχει το μυστι­κόν δημιουργίας πυρήνων θρησκευτικών εκ των ο­ποίων ο ποιμήν θα χρησιμοποίηση ως συνεργάτας του πλέον, τους ποιμαινομένους εις το ευρύτερον ποιμαντικόν του έργον.
       Το Μυστήριον δε της Εξομολογήσεως, είναι ο ά­ριστος χώρος εντός του οποίου καλλιεργείται και α­ναπτύσσεται η εξατομικευμένη ποιμαντική. Φυσικά, και εκτός αυτής δύναται να ασκηθή κατά τας ποικίλας ευκαιρίας που δίδονται εις τον ποιμένα.
       Ό,τι επιτελείται εις την λεγομένην Ιατρικήν της Προσωπικότητος, επιτυγχάνεται εις την ατομικήν ποιμαντικήν.
       Όλα τα φάρμακα δια την αυτήν ασθένειαν δεν ε­φαρμόζονται εις όλους τους ασθενείς. Και αι πνευματικαί ιατρείαι δια τας αυτάς πνευματικάς ασθε­νείας δεν ασκούνται εις όλους τους πνευματικώς α­σθενείς.
«Ου παν τραύμα τη αυτή εμπλάστρω θερα­πεύεται», σημειώνει ο Αγ. Πατήρ. Και οι οξείς περι­πτώσεις θεραπεύονται με μαλακτικά μέσα: «τους πα­ροξυσμούς εμβροχαίς παύε». Όταν ο ποιμήν συνα­ντά αντιθέσεις πεισματικάς, ουδέποτε θα χρησιμοποίηση την αντίδρασιν αλλά την ανοχήν, την υπομο­νήν και την αγάπην. Εκείνο που ιδιαιτέρως πρέπει να σημειώσωμεν είναι η αξία της εξατομικευμένης ποιμαντικής. Όταν ο ποιμήν δεν την ασκεί, ενώ ίσως κοπιάζει πολύ εις τον αγρόν του Κυρίου, θα αισθά­νεται ανά πάσαν στιγμήν το αίσθημα ότι το έργον του είναι μαζικόν και απρόσωπον, και τον εαυτόν του με κομμένας τας χείρας και τους πόδας. Το αί­σθημα δε του απομονωτισμού παντού θα τον συνοδεύη. Εκείνο που σήμερα λείπει, και που είναι το μυ­στικόν της ποιμαντικής επιτυχίας, είναι η εξατομικευμένη ποιμαντική. Προς αυτήν οφείλομεν να στρέψωμεν όλην μας την βαρύτητα.
      Ο Χριστιανισμός είναι κατ' εξοχήν η σωτηρία του προσώπου. Από πάσαν σελίδα της Καινής Δια­θήκης αναπηδά αυτή η αλήθεια.
       Φυσικά, η ενάσκησις της εξατομικευμένης ποιμα­ντικής προϋποθέτει ένα βασικόν στοιχείον: Την ολοκληρωμένην προσωπικότητα του ποιμένος.
Η ζωή του πρέπει να αποπνέη υγείαν από πάσαν πτυχήν αυτής. Εάν δεν διαθέτη αγαθήν υποδειγματικήν ζωήν και εις αυτάς ακόμη τας ασημάντους λεπτομε­ρείας της ιδιωτικής του ζωής, δεν δύναται να ασκή­ση ατομικήν ποιμαντικήν. Ο ποιμαινόμενος, πλησιά­ζοντας τον ποιμένα, κατ' ανάγκην θα τον ίδη από πολύ κοντά. Και αν η προσωπική του ζωή δεν εμπνέη και δεν ενθουσιάζη, τότε η ποιμαντική προ­σπάθεια απέτυχε.
       Ποία όμως είναι τα προσόντα εκείνα που θα κα­ταστήσουν τον ικανόν ποιμένα, τόσον δια το πλήθος όσον και δια τα πρόσωπα;
       Την σπουδαιοτάτην αυτήν παράγραφον, ιδιαιτέ­ρως τονίζει ο Άγ. Ιγνάτιος προς τον Άγιον Πολύκαρπον.
* * *
       Πρώτον και βασικόν στοιχείον της συνεχούς ανα­πτύξεως της προσωπικότητος του ποιμένος, είναι η διαρκής συναίσθησις της πνευματικής και ηθικής του ανεπαρκείας.
       «Πλέον σπουδαίος γίνου ου ει» γράφει ο Άγιος Πατήρ προς τον Άγιον Πολύκαρπον.
       Να γίνεσαι διαρκώς και περισσότερον αξιόλογος απ' ό,τι είσαι.
       Πώς θα προοδεύη ο ποιμήν αν δεν αισθάνεται την ανεπάρκειάν του; Και πώς θα αντιλαμβάνεται την ανεπάρκειάν του αν δεν είναι ταπεινός;
       Ζων την διαρκή συναίσθησιν της πτωχείας του θα εργάζεται αόκνως δια να πλουτίζη.
       «Αιτού σύνεσιν πλείονα ης έχεις».
       Ζήτει φρόνησιν περισσοτέραν απ' ό,τι έχεις.
       Η φρόνησις είναι το δεύτερον βασικόν στοιχείον που πρέπει να κοσμή τον ποιμένα. Η φρόνησις εμπε­ρικλείει την σπουδαιοτάτην αρετήν της διακρίσεως που κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μας είναι η μεγίστη και πρώτη πασών των αρετών. Και επανα­λαμβάνει ο Αγ. Πατήρ το του Κυρίου:
«φρόνιμος γί­νου ως όφις εν άπασιν και ακέραιος εις αεί ως η περιστερά».
       Η Προσευχή,
εν συνεχεία, θα είναι το Α και το Ω πάσης προσπαθείας του ποιμένος.
       «Προσευχαίς σχόλαζε αδιαλείπτοις».
       Να καταγίνεσαι συνεχώς και αδιαλείπτως εις τας προσευχάς.
       Η προσευχή, θα είναι η καταφυγή του, η ισχύς του και η έκβασις των ζητημάτων του. Και αν οι γε­ωργοί πριν σπείρουν, συνηθίζουν να βρέχουν τον σπόρον, ο καλός των ψυχών γεωργός, βρέχει εν δάκρυσι εις τας προσευχάς του τον λόγον του Θεού που πίπτει εις τας καρδίας των γεωργουμένων υπ' αυτού, διότι έχει αγιογραφικήν την πληροφορίαν ότι εις την προσευχήν
«οι σπείροντες εν δάκρυσι, εν αγαλλιάσει θεριούσιν» (Ψαλμ. ρκε' 5).
       Εκείνο που σήμερα μας λείπει, είναι η επαρκής προσευχή. Η προσευχή εν κεκλιμένοις γόνασι. Η προσευχή εν δάκρυσι.
       Ερρίψαμεν το βάρος του ποιμαντικού μας έργου εις την δράσιν την εξωτερικήν. Εις τα έργα τα οικο­δομικά και κοινωνικά και ελησμονήσαμεν την προ­σευχήν την θερμήν και αδιάλειπτον.
       Δι' αυτό και δεν επιτυγχάνομεν. Κάποτε, ο Απ. Πέτρος εχρησιμοποίησε ένα μόνον κήρυγμα δια να προσέλκυση εις την πίστιν 3000 ψυχάς. Σήμερα, η­μείς χρειαζόμεθα 3000 κηρύγματα δια να κερδήσωμεν μίαν μόνην ψυχήν. Και τούτο, διότι μας λείπει το Πνεύμα το Άγιον, που αποκτάται, συν τοις άλ­λοις, και με την αδιάλειπτον προσευχήν.
       Σήμερον, δεν ζητάμε από τον Θεόν να μας αποκαλύπτη τα μυστήρια του ουρανού, και εμείναμε μό­νον με την «φυσικήν γνώσιν» την αποκτωμένην δια της μαθήσεως εις τα σχολεία και τα βιβλία. Η γνώσις του ουρανού μας είναι «εσφραγισμένη σφραγίσιν επτά». Και όμως,
«τα αόρατα αίτει, συνιστά ο άγιος Πατήρ, ίνα σοι φανερωθή όπως μηδενός λείπη και παντός χαρίσματος περισσεύης».
       Να ζητάς να πληροφορηθής, δια της προσευχής, από τον Θεόν, τα αόρατα και ουράνια δια να μη υ­στερής σε τίποτα και να περισσεύης εις όλα τα χαρί­σματα του Αγίου Πνεύματος.
       Εις την εποχήν μας, την Θεολογίαν την μετεβάλαμεν εις επιστήμην
«κατά τα στοιχεία του κόσμου τούτου» και η αληθής Θεολογία, η γνώσις του Θεού και των μυστηρίων αυτού, μας μένει άγνωστη γη. Ε­πιγραμματικά συνδέει ο Άγιος Νείλος ο Σιναΐτης την ως άνω αλήθειαν του Αγ. Ιγνατίου, σχέσεως γνώσεως μυστηρίων Θεού και προσευχής, λέγων: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και ει αληθώς προ­σευχή, θεολόγος ει» (Φιλοκαλ. Τόμ. Α' σελ. 182).
       Αν είσαι θεολόγος, να προσεύχεσαι αληθινά και καθ' όλας τας απαιτήσεις μιας γνησίας προς τον θρόνον του Θεού, ανερχομένης προσευχής. Και αν έτσι γνησίως προσεύχεσαι, τότε θα είσαι αληθής γνώστης του Θεού και των μυστηρίων του.
       Ο προσευχόμενος οφείλει ακόμη να διατηρή α­κοίμητον και την προσοχήν.
       «Γρηγόρει, ακοίμητον πνεύμα κεκτημένος».
       Μένε ξυπνητός, αποκτών πνεύμα άγρυπνον που διαρκώς θα προσέχη εσωτερικούς και εξωτερικούς ε­χθρούς της ψυχής, όπως ομοίως εσωτερικούς και ε­ξωτερικούς εχθρούς του ποιμνίου.
       Κατά τον Απ. Παύλον, ο πρεσβύτερος, λέγεται και επίσκοπος,
διότι οφείλει να επισκοπή, να βλέπη καλά πάντα κίνδυνον, απειλούντα το ποίμνιον.
Η εσωτερική ζωή του ποιμένος είναι το μυστι­κόν του ποιμαντικού του έργου και ιδία της ατομι­κής ποιμαντικής, όπως ανωτέρω ανεφέραμεν.
       «Νήφε ως Θεού αθλητής».
       «Η  νήψις της ψυχής, είναι η ψυχή του ποι­μένος».
       Τι είναι νήψις ψυχής;
«Φυλακή νοός και καθαρότης καρδίας ο έστιν και λέγεται νήψις», γράφει ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος (Φιλοκαλ. Τόμ. Α' σελ. 157 § ρθ').
       Είναι ο διαρκής αγών προς κάθαρσιν των σκέψε­ων, των αισθημάτων και των βουλημάτων. Η κατάστασις της ποιμαντικής δράσεως είναι ο καθρέπτης της καταστάσεως της ψυχής. Η δράσις η εξωτερική, πάντοτε αφορμάται εκ της νήψεως της ψυχής. Αυτό, ουδέποτε πρέπει να λησμονή ο καλός ποιμήν.
       Ο ποιμήν πρέπει να έχη πνεύμα ασκητικόν εν τη ευρεία εννοία, διότι και ο Χριστιανισμός είναι άσκησις, ασκητισμός.
       Ακόμη, ο ποιμήν έχει να αντιμετώπιση δυσκό­λους καταστάσεις, αλλά και ανθρώπους αντιδρώντας και μαχομένους την χριστιανικήν πίστιν.
       Τι πρέπει να κάνη; Να λιποτακτήση;
       «Ο καιρός απαιτεί σε, ως κυβερνήται ανέμους και ως χειμαζόμενος λιμένα, εις το Θεού επιτυχείν».
       Όπως οι ναυτικοί αναμένουν ουρίους ανέμους και ο ναυαγός αναζητεί λιμάνι σωτηρίας, έτσι και η εποχή σου σε ζητά ως ανορθωτήν των πεπτωκότων, καταφύγιον των πενήτων, προστάτην των ορφανών, λύτην των δυσκόλων της ζωής προβλημάτων, πρόμαχον της πίστεως, δείκτην της ζωής, ποιμένα των ψυ­χών.
       «Ο καιρός απαιτεί σε».
       Η κάθε εποχή, προ παντός η εποχή μας,
«ο διαλυόμενος αυτός αιών» κατά τον Άγ. Ισαάκ τον Σύρον, έχει ανάγκην του καλού ποιμένος.
       Αι αντιδράσεις πολλαί. Αι μάχαι ακατάπαυστοι. Οι διωγμοί των καλών, απηνείς.
       Τι με αυτό; Εσύ
«στήθι εδραίος, ως άκμων τυπτόμενος. μεγάλου εστιν αθλητού το δέρεσθαι και νικάν».
       Εσύ στάσου αμετακίνητος σαν αμόνι που κτυπιέ­ται. Γνώρισμα μεγάλου αθλητού είναι να δέρεται και να νικά.
       «Ευστάθει».
       Στάσου καλά, είναι το μονολεκτικόν σύνθημα του Αγίου Πατρός.
«Στώμεν καλώς», είναι το αντίστοιχον λειτουργικόν μας σύνθημα. Ο ποιμήν ο καλός μένει πάντοτε εις την θέσιν του.
       «Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υ­πέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι' 11).
       Ο ποιμήν δεν πρέπει να είναι μόνον ο επίσκοπος του τόπου αλλά και επίσκοπος του χρόνου.
       «Τους καιρούς καταμάνθανε. Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς ορατόν, τον αψηλάφητον, τον απαθή, τον δι' ημάς παθητόν, τον κατά πάντα τρόπον δι' ημάς υπομείναντα».
       «Τους καιρούς καταμάνθανε». Τους καιρούς εξέ­ταζε καλώς.
       Οι καιροί επείγονται
«δια το είναι εγγύς τον Κύριον».
       Επάνω του κόσμου και του χρόνου είναι ο άχρο­νος Υιός και ενανθρωπήσας Ιησούς, η αγάπη προς τον οποίον, παραμερίζει κάθε άλλην εις τον κόσμον τούτον αγάπην. Ο αληθής ποιμήν εργάζεται εν χρόνω αλλά βλέπει την τελικήν τοποθέτησιν του ανθρώπου εις την αιωνιότητα. Ο χρόνος είναι απλώς η προϋπόθεσις και η πρόγευσις αυτής. Κάθε του έρ­γον, το δοκιμάζει με το πυρ της αιωνιότητος, ώστε να ευρεθή ως χρυσός και όχι ως χόρτος και καλάμη (Πρβλ. Α' Κορ. γ' 12).
       Ζη τους
«εσχάτους καιρούς» την «εσχάτην ώραν» (Α' Ιωάνν. β' 18), και αναμένει την Δευτέραν του Κυ­ρίου Παρουσίαν. Βλέπει πλεονάζουσα την ανομίαν και αποστασίαν, την ψύξιν της αγάπης των πολλών, την απιστίαν των Χριστιανών και την στροφήν των προς παλαιάς και νέας μορφάς φυσιολατρείας και ειδωλολατρείας.
       Δεν εκπλήσσεται.
«Μη σε καταπλησσέτωσαν», συμβουλεύει ο Άγιος Πατήρ. Μόνο διακρίνει, προ­στατεύει το ποίμνιον και αναμένει.
       Εις το βάθος της ψυχής της νύμφης υπάρχει η α­ναμονή του Νυμφίου Χριστού. Αναμένει και αναφω­νεί εις την βεβαίωσιν του Νυμφίου ότι δεν αργεί:
«Ναι έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. κβ' 20).
       Εις μίαν ενδεχομένην κόπωσιν της ψυχής, ο Ά­γιος Ιγνάτιος σημειώνει:
«όπου πλείον κόπος, πολύ κέρδος».
       Όταν ο ποιμήν βλέπη το κέρδος της Βασιλείας του Θεού, ο κόπος τότε, γίνεται ελαφρύς και εύκολος ο δρόμος.
       «Λογίζομαι γαρ, γράφει ο Απ. Παύλος, ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18). Η Βασιλεία του Θεού είναι το μεγάλο βουκέντρι που ε­ξαφανίζει το αίσθημα του κόπου και της απογοητεύσεως. Δι' ένα πράγμα θα λυπούνται οι άγιοι εις την βασιλείαν του Θεού, ότι δεν ηγωνίσθησαν περισσότερον εδώ εις την γην δια να απολαύσουν δόξαν περισσοτέραν εις τον ουρανόν.
       Τέλος, ο Άγ. Ιγνάτιος παραθέτει δύο χαρακτηρι­στικά γνωρίσματα δια τον μέλλοντα να ποιμάνη την Εκκλησίαν των Αντιοχέων:
«Χειροτονήσαί τινα, ον αγαπητόν λίαν έχετε και άοκνον, ος δυνήσεται θε­οδρόμος καλείσθαι».
Άοκνος και Θεοδρόμος!
       Ο δρόμος του ποιμένος να είναι ο Θεός. Ο Κύ­ριος είπε: «εγώ ειμι η οδός». Αυτήν την οδόν, δηλα­δή τον ίδιον τον Χριστόν, οφείλει πάντοτε να οδεύη. Διαποτισμένος μέσα εις την αγιότητα, να ακτινοβολή αγιότητα. Να αποπνέη εις το περιβάλλον του την χά­ριν του Αγίου Πνεύματος και να καθιστά φανερά τα ενεργήματα Αυτού. Αν δια του στόματός του λαλείται ο Χριστός, δια της αγίας του ζωής να αποκαλύ­πτεται η ζωή του Χριστού.
       Να γίνεται ALTER CHRISTUS, άλλος Χριστός.
      Άμβων ασίγητος, η συμπεριφορά του.
      Κανδήλα, φως ιλαρόν διαχέουσα, η αρετή του.
       Η σημερινή εποχή, έχει σοφούς αρκετούς που με την σοφίαν των προάγουν κάθε τέχνην και επιστήμην. Αγίων όμως στερείται. αληθών θεοδρόμων και χριστοφόρων και θεοφόρων, όπως τους αποκαλή ο Άγιος Πατήρ.
       Και η σοφία χρειάζεται. Η κατά κόσμον σοφία. Όχι όμως χωριζομένη της αγιότητος. Το ιδεώδες εί­ναι:
       Άγιοι εις την σοφίαν και σοφοί εις την αγιότητα.
       Ο ποιμήν ακόμη, θα είναι και άοκνος. Η δραστηριότης του οφείλει να καλύπτη κάθε τομέα του ποιμαντικού του έργου και να καθίσταται φιλότιμος, φιλόπονος και εργατικός. Δεν θα είναι ο άνθρωπος των ανακλίντρων και της αστικής νοοτροπίας.
       Θα είναι ο ανήσυχος άνθρωπος. Ο άνθρωπος χω­ρίς διακοπάς, διότι και ο διάβολος δεν διακόπτει το φθοροποιόν του έργον. Οι καιροί επείγονται. Όταν όλα τρέχουν με ασυλλήπτους ταχύτητας, ο ποιμήν δεν επιτρέπεται να εμφανίζη σημειωτά βήματα. Ο ά­οκνος, ζων εις την αγιότητα, ήδη έχει υπερβή τον εαυτόν του και έχει δοθή ολοκληρωτικά εις το ποίμνιόν του.
* * *
       Ο ανιδιοτελής ποιμήν ουδέποτε σφετερίζεται το έργον του Θεού προς ίδια οφέλη, υλικά ή πνευματι­κά. Δεν ζητά χρήματα ούτε δόξαν. Τα πάντα ανή­κουν εις τον Θεόν.
       Δεν ζηλεύει, ούτε εποφθαλμιά άλλους εργάτας του Ευαγγελίου. Αυτό ακριβώς το σημείον, είναι και το κριτήριον της ανιδιοτελείας του.
       Ζη και συνεργάζεται μετά των άλλων ποιμένων και εργατών, αρμονικώς.
       «Τω επισκόπω προσέχετε, σημειώνει ο Άγιος Πα­τήρ, συγκοπιάτε αλλήλοις, συναθλείτε, συντρέχετε, συμπάσχετε... ως Θεού οικονόμοι και πάρεδροι και υπηρέται».
       Είναι χαρακτηριστική η πρόθεσις «συν» εις τα α­νωτέρω ρήματα. Είναι η επιμονή του αγίου Πατρός εις
το πνεύμα της αγάπης, της συνεργασίας και της αληθούς κοινωνίας. Αν ποτέ συμβή κάποια δυσκο­λία ή δυστροπία, τότε «μακροθυμήσατε μετ' αλλήλων εν πραότητι, ως ο Θεός μεθ' υμών».
* * *
       Σεβασμιώτατε Άγιε Δέσποτα, Σεβαστοί Άγιοι Πατέρες.
       Αυτός είναι ο ποιμήν ο καλός, όπως τον ζητά ο Θεός και τον σκιαγραφή εις την προς Πολύκαρπον Επιστολήν του ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
       Είναι μία μαρτυρική φωνή, όχι μόνον δια την ε­ποχήν του αλλά δια κάθε εποχήν, και την εποχήν μας, που μαρτύρεται Χριστόν και αρετήν:
«Το βάπτι­σμα υμών μενέτω ως όπλα, η πίστις ως περικεφαλαία, η αγάπη ως δόρυ, η υπομονή ως πανοπλία, τα δεπόσιτα υμών (αι αποθήκαι υμών) τα έργα υμών».
       Ο ποιμήν, καθήκον έχει, να αντικατοπτρίζεται εις τοιαύτας αγίας ποιμαντικάς συγγραφάς.
       Να αντλή δυνάμεις, σοφίαν, αγιότητα, τέχνην.
       Να του υπενθυμίζεται ότι οφείλει
«αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο έστιν εν αυτώ δια της επιθέ­σεως των χειρών» του πρεσβυτερίου (Β' Τιμ. α΄6).
       Να ζη την ασκητικότητα, την νήψιν της ψυχής, την αγιότητα.
       Να λούεται εις το φως και την σοφίαν του Χριστού.
       Να γίνεται διαρκώς αξιόθεος και θεοπρεπής. Άοκνος και θεοδρόμος.
       Χριστομαθής και αγιοφόρος.
       Χριστοφόρος, ναοφόρος και θεοφόρος, κα­τά τας ωραίας εκφράσεις του Αγίου Ιγνατίου.
       Ο αληθής Χριστιανός Ποιμήν, δεν ανήκει ποτέ εις τον εαυτόν του αλλά πάντοτε εις τον Χριστόν. Δεν κρατά τίποτα δια τον εαυτόν του.
       Ημπορεί ανά πάσαν στιγμήν να λέγη:
«Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
«Χριστιανός, εαυτού εξουσίαν ουκ έχει αλλά Θεώ σχολάζει».
       Ο ποιμήν ο αληθής, σχολάζει, κινείται και ζη εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, πάντοτε.
       Ω η δόξα μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύ­ματος, εις τους αιώνας. Αμήν.
 
 
ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΑΓ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ  «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»