Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Η Ι.Μ. Καλαβρύτων για την αγιοκατάταξη του Γέροντος Χριστοφόρου (Παπουλάκου)


                                        

Μετ' ιδιαιτέρας χαράς και ικανοποιήσεως αναγγέλλουμε στον Ιερό Κλήρο, τις Μοναστικές Αδελφότητες και το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα της Ιεράς Μητροπόλεώς μας το χαρμόσυνο γεγονός της Αγιοκατατάξεως του Οσίου Πατρός ημών Χριστοφόρου (Παναγιωτοπούλου) του επονομαζόμενου «Παπουλάκου».

Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Σεπτού Θρόνου του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, υπό την Προεδρία της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά τη Συνεδρία της 29ης Αυγούστου 2024 αποφάσισε να κατατάξει στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας τον Όσιο Χριστοφόρο (Παναγιωτόπουλο) τον «Παπουλάκο», κήρυκα του Θείου Λόγου και ιδρυτή της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου πλησίον του Άρμπουνα Καλαβρύτων, απ' όπου έλκει την καταγωγή του.

Η μνήμη του θα τιμάται στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Την Αγιοκατάταξή του εισηγήθηκε αρχικώς, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 688/2.9.2022 επιστολή του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Σεπτός Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Ιερώνυμος, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «ὁ Παπουλάκος ὑπῆρξεν φωτεινόν μετέωρον τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁποῖον μέ τήν ἁγνήν, ἁπλῆν καί πεφωτισμένην διδασκαλίαν του θά φωτίζῃ πάντοτε τάς μελλούσας καί ἐπερχομένας γενεάς εἰς τόν δρόμον τοῦ χριστιανικοῦ καθήκοντος.

Ὑπῆρξεν αὐτόκλητος ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος μέ τό ἔργον του ἀπετέλεσεν φωτεινόν παράδειγμα χριστιανικοῦ ἤθους καί παρέδωσε σπουδαίαν πνευματικήν κληρονομίαν εἰς τήν Ὀρθόδοξον κοινωνίαν. Ὑπῆρξεν εἰς τό ἔπακρον ἀνιδιοτελής, οὐδέποτε ἐφρόντισεν διά τόν ἑαυτόν του καί εἶχεν μόνην περιουσίαν του τό πτωχικόν καί τετριμμένον ράσον του, τό καλογερικόν σκουφάκι του, τό ταγαράκι του, ἵνα φέρῃ μαζί του τά διάφορα ἐκκλησιαστικά βιβλία του... Διά τοῦ ἁπλοῦ μέν, ἀλλά θεοπνεύστου καί μεστοῦ εἰς περιεχόμενον κηρύγματός του, ἐστήριξεν τήν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, ἰδίως εἰς τήν Πελοπόννησον, ὅπου κυρίως ἔδρασεν, καί ὅπου ἀλλοῦ μετέβη. Διά τόν λόγον αὐτόν τήν μνήμην του εἰς τά μέρη αὐτά δέν τήν ἐκάλυψεν ἡ λήθη, πολλοί δέ ὀμνύουν εἰς τό ὄνομά του καί σήμερον, διότι τόν θεωροῦν Ἅγιον. Τό ὅλον ἔργον του θά παραμείνῃ ἀνεξίτηλον εἰς τήν Ἑλληνοχριστιανικήν Ἱστορίαν».

Η Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, μετά την υπ' αριθμ. πρωτ. 429/15.2.2023 θετική εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Άρτης κ. Καλλινίκου, γνωμοδότησε θετικά με την υπ' αριθ. πρωτ. Ν.Κ. 533/4.5.2023 Εισήγησή της προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ικανοποίηση του αιτήματος του Σεπτού Ποιμενάρχου μας «διά τήν ἀναγραφήν εἰς τάς Ἁγιολογικάς Δέλτους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μοναχοῦ Χριστοφόρου Παπουλάκου».

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά τη Συνεδρία της 11ης Μαΐου 2023, υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, «ἀπεφάσισεν ὅπως διενεργηθῶσι τά δέοντα κατά τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν διά τήν ἀναγραφήν ἐν ταῖς Ἁγιολογικαῖς Δέλτοις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Μοναχού Χριστοφόρου (Παναγιωτοπούλου), τοῦ ἐπικαλουμένου «Παπουλάκου», ἅτε πανθομολογουμένης τῆς ἁγιότητος καί τοῦ ὀρθοδόξου βίου αὐτοῦ ὑπό τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας». Εν συνεχεία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον σχετικό φάκελο, συνοδευόμενο με την υπ' αριθ. πρωτ. 4121/12.5.2023 σχετική επιστολή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου.

Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το θέμα διερευνήθη διεξοδικώς από τα Μέλη της αρμόδιας Κανονικής Επιτροπής, υπό την Προεδρία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνος. Η θετική Εισήγηση της Επιτροπής προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου είχε ως αποτέλεσμα την Αγιοκατάταξη του «Παπουλάκου».

Ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Ιερώνυμος εξ ονόματος του Ιερού Κλήρου και του Ευσεβούς μας Λαού εκφράζει τις εγκάρδιες ευχαριστίες του προς όλους όσοι συνήργησαν και συνέβαλαν ποικιλοτρόπως, ώστε ο «Παπουλάκος» να αναγραφεί στις Δέλτους των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ειδικότερα, εκφράζει ολόθυμες ευχαριστίες προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και τα περί Αυτόν Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τον Πρόεδρο της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνό, και τα Μέλη αυτής, ήτοι τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγο, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο και Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος κ. Κύριλλο και τους Ελλογιμωτάτους Καθηγητές κ. Βλάσιο Φειδά και κ. Γεώργιο Ανδρουτσόπουλο, τον Γραμματέα της Επιτροπής Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Κολλιόπουλο και τον Εισηγητή Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Άρτης κ. Καλλίνικο. Ευγνώμονες ευχαριστίες εκφράζει, επίσης, προς τον Πρόεδρο της Κανονικής Επιτροπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνα και τα Μέλη αυτής, ήτοι τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανο, Σμύρνης κ. Βαρθολομαίο, Αυστραλίας κ. Μακάριο, τον Μέγα Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Θρόνου Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Γρηγόριο Φραγκάκη και τον Μέγα Εκκλησιάρχη Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Αέτιο.

Ιδιαιτέρως δε, οφειλετικώς και χρεωστικώς ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ιερώνυμος ευχαριστεί ολοθύμως την Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης και Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τα Σεπτά Μέλη της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου.

Σύντομο Βιογραφικό του Οσίου Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου του «Παπουλάκου»

Ο Όσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Άρμπουνας της Επαρχίας Καλαβρύτων του Νομού Αχαΐας και αρχικά εργαζόταν ως κρεοπώλης. Όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο, αρχικά μόνασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του.

Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει.

Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του μοναδικό τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό. Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας και της κλοπής και υπέρ της προσευχής.

Μέσα από τα κηρύγματά του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης στη χώρα και τη συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματά του.

Έξι μήνες αργότερα ο «Παπουλάκος» ξεκίνησε περιοδεία στη νότια Πελοπόννησο, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμά του. Ύστερα από πιέσεις, ο Βασιλιάς Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του «Παπουλάκου» σε μοναστήρι. Ο «Παπουλάκος» κατέφυγε στη Μάνη για να σωθεί.

Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον Στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών για να οργανώσει τη σύλληψή του.

Ο στρατός έφτασε τη νύχτα, αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος από 2.000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός έδινε μάχη σώμα με σώμα με τους υποστηρικτές του «Παπουλάκου».

Τελικά στις 21 Ιουνίου 1852 συνελήφθη από τον στρατό, ύστερα από προδοσία, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση.

Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία.

Το 1854 εξορίστηκε στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου, όπου κατά τη διάρκεια της παραμονής του, δεχόταν πλήθος επισκεπτών.

Ο «Παπουλάκος» Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος εκοιμήθη εν Κυρίω στις 18 Ιανουαρίου 1861, σε ηλικία 91 ετών και ετάφη στην Ιερά Μονή Παναχράντου Άνδρου.

========================================

=========================

ΕΤΕΡΟΝ ΣΧΕΤΙΚΟΝ 

Στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας ο Όσιος Χριστοφόρος, ο Παπουλάκος

Στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας ο Όσιος Χριστοφόρος, ο Παπουλάκος

  • Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας

Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, ὁ πλανώμενος κήρυκας τῆς εὐσεβείας,  ὑπῆρξε ἕνας σύχρονος ἱεραπόστολος ἕνας κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης μὲ ἀδούλωτο φρόνημα, ποὺ ἀγωνίσθηκε μέχρι θανάτου ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Ἦταν ἕνας πνευματικὸς ἐπαναστάτης, ποὺ συμμετεῖχε στὴ μεγάλη προετοιμασία τοῦ γένους γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς μακρόχρονης Ὀθωμανικῆς τυραννίας καὶ στὴ συνέχεια ἀντέδρασε ἔντονα τόσο στὶς ἐπιδράσεις τῆς βαυαροκρατίας στὸἑλληνορθόδοξο πνεῦμα καὶ στὸν πατροπαράδοτο τρόπο ζωῆς, ὅσο  καὶἐνάντια στὸν ἀγνωστικισμὸ καὶ στὴνἐκκοσμίκευση, μάστιγες οἱὁποῖες μέχρι καὶ σήμερα ἀπειλοῦν νὰἀλλοιώσουν τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας.

Ὁ ἐνάρετος, λαοσέβαστος ἱεροκήρυκας, ἀσκητικώτατος, ἀγαθός, προφητόφθεγγτος, θαυματουργὸς ἐρημίτης Χριστοφόρος, ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους Παπουλάκος, ὅπως καὶ ἄλλα θεοφώτιστα πνεύματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος καὶ ὁ Μεγαλοσπηλαιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, μὲ τοὺς ὁποίους ἵδρυσε στὴν Πάτρα τὴ Φιλορθόδοξη Ἑταιρεία, ἀλλὰ καὶ οἱ στερεοὶ στὴν παράδοση Κολλυβάδες Πατέρες, διέγνωσαν τὸν ἄμεσο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τὸ ‘Ορθόδοξο Γένος τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νεωτεριστὲς καὶ τὸν ὕπουλο ἐχθρὸ τῆς ἀγνωσίας τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Διέγνωσε τὴν καλπάζουσα ἀσθένεια καὶ πρότεινε πνευματικὰ φάρμακα κατάλληλα γιὰ τὴν ἀνάνηψη καὶ θεραπεία τοῦ χειμαζόμενου Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ τῆς Πελοποννήσου, τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν νησιῶν στὰ ὁποῖα εἴτε δίδαξε τὸ λόγο τῆς σωτηρίας εἴτε παρέμεινε ἐξόριστος, μετὰ τὴ δίωξή του γιὰ τὸ αὐστηρὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα ποὺ στιγμάτιζε τοὺς «δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» [1], τοὺς ἐνδόξους τῆς γῆς.

Σήμερα, στὴ σύγχυση ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ἡ παγκοσμιοποίηση, τὸ ὑποκατάστατο τῆς τότε Βαυαροκρατίας, ἡ χαλάρωση τῶν ἠθῶν καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀνάδειξη τῆς προσωπικότητος τοῦ Ὁσίου Χριστοφόρου κρίνεται, καθὼς ἤδη ἀναφέραμε, ἐπιβεβλημένη καὶ πράξη ἀναγκαία, γιὰ τὴ συγκράτηση τοῦ συγχυσμένου Ὀρθοδόξου ποιμνίου. Ἡ προσφορὰ τοῦ Παπουλάκου στὴν Ὀρθόδοξη κοινωνία εἶναι διαχρονικὴ καὶ πάντα ἐπίκαιρη· πάντα ἀξιομίμητη.Η Μητρόπολη Καλαβρύτων για την Αγιοκατάταξη του Οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου


Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος, ὁ ἐπονομαζόμενος Παναγιωτόπουλος, ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας Παπουλάκος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1770 στὸ χωριὸ τῶν Ἀρμπούνων, μέσα στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους καὶ τοὺς ὁλόδροσους δρυμοὺς τῆς ἐπαρχίας τῶν Καλαβρύτων. Ἦταν ἄνδρας φιλήσυχος, δίκαιος, ἀνιδιοτελής, ἀκτήμων, ἁπλούστατος στοὺς τρόπους καὶ πολὺ ἐλεήμων. 

  Ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλου μέχρι τὰ ἑβδομήντα χρόνια του. Τότε τὸν ἐπισκίασε ὁλοκληρωτικὰ ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τοῦ ἐπέφερε τὴν καλὴ ἀλλοίωση. Τότε ἀξιώθηκε νὰ ζήσει τὴν προσωπική του Πεντηκοστὴ καὶ ἀπὸ ἀγράμματος νὰ γίνει «σκεῦος ἐκλογῆς»[2], καὶ ὁμότροπος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.  Ὑπακούοντας σὲ κάποιο θεϊκὸ κέλευσμα ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του ὁλοσχερῶς στὸν Κύριο καί, ἀφοῦ ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, μὲ προσωπικὸ μόχθο καὶ ἔξοδα ἔκτισε τὴ Σκήτη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, λίγο πάνω ἀπὸ τὸ χωριό του, τὰ Ἄρμπουνα. 

   Διαπνεόμενος ἀπὸ γνήσιο Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ σταθερότητα  στὴν ἀκαινοτόμητη πίστη μας ἄρχισε νὰ κηρύττει τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ περιοδεύει τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Πελοποννήσου διδάσκοντας καὶ νουθετώντας τὸ λαὸ ποὺ βρισκόταν στὴ σκιὰ τοῦ ἀγνωστικισμοῦ. Ὡς περιπλανώμενος ἱεροκήρυκας ὁ Παπουλάκος  δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» [3], ὅπως ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς καὶ δίδασκε καὶ ἐνέπνεε τὰ πλήθη μὲ ἁπλὰ λόγια, πού, ὅμως, ἀποδείκνυαν τὸ βάθος τοῦ πνευματικοῦ του φρέατος. Οἱ διδαχές του ἔρριχναν βάλσαμο στὶς τραυματισμένες ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, ἔγιναν ἐλπίδα στοὺς ἀπελπισμένους καὶ ταλαιπωρημένους Ἕλληνες τῶν νότιων περιοχῶν τῆς πατρίδος μας, ἔγιναν ἐπαναστατικὸ φλάμπουρο κατὰ τῆς ἀδικίας, τῆς κλοπῆς, τῆς παραμονῆς στὴν ἐφάμαρτη ζωή, στὸ βοῦρκο τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς ὑπονομεύσεως τῶν ἀρχῶν τῆς παραδόσεώς μας. 

    Μὲ τὰ κηρύγματά του μεταμόρφωσε τὶς ἄμορφες μάζες σὲ εἰκόνες Θεοῦ, μὲ ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς συγχωρητικότητος, καὶ τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς πρὸς κάθε χειμαζόμενο καὶ πάσχοντα. Ὑπῆρξε φιλάνθρωπος καὶ γνήσιος τηρητὴς τῶν εὐαγγελικῶν ἐνταλμάτων. Ἔχοντας μοναδική του περιουσία τὸ ραβδί του καὶ τὸ εὐτελέστατο ράσο του περιόδευε τὴν ὕπαιθρο χώρα, αὐτὴ ποὺ στὸ ἄκουσμα τῆς ἐλεύσεώς του ξεσηκωνόταν ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ  καὶ τοῦ ἑτοίμαζε πρωτοφανῆ ὑποδοχὴ. Τὸ πλῆθος τὸν ἀποθέωνε ψάλλοντας τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἀγγόγυστα παρέμενε κοντά του ὧρες πολλὲς ἀκούγοντας τὰ λόγια του, ποὺ σὰν λόγια Σειρήνων τὸν μαγνήτιζαν στὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες. Ἡ Καλαμάτα δονήθηκε ἀπὸ ἐνθουσιασμό. Εἴκοσι χιλιάδες πιστῶν βγῆκαν στὸ δρόμο νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ παρέμειναν μαζί του ἀκούγοντας τὶς ἁπλὲς μὲν ἀλλὰ πρακτικὲς διδαχὲς καὶ νουθεσίες του ὅλη τὴν ἡμέρα, μὲ μιὰ μικρὴ διακοπή, ποὺ ὁ ἴδιος ἐπέβαλε τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, γιὰ κάποιο μικρὸ γεῦμα μὲ τὴν ξηρὰ τροφὴ ποὺ κάθε ἕνας εἶχε στὸ ντουρβά τους. 

    Ἡ Μάνη τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν προστάτευσε ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν ἰσχυρῶν καὶ τὴν προδοσία τῶν νέων Ἰσκαριωτῶν. Τὸ κίνημα τοῦ Παπουλάκου ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν κίνημα καρδιᾶς, σὰν κίνημα λαϊκὸ γιὰ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, γιὰ προσδοκία ὄχι γηΐνων ἀπολαύσεων, ἀλλὰ αἰωνίων. Καὶ ὅπως ὁ Χριστός μας δὲν μποροῦσε καὶ αὐτὸς  παρὰ νὰ φυλακισθεῖ καὶ νὰ ὑποφέρει βαδίζοντας τὰ βήματά του. Οἱ ὑγρὲς καὶ ἀνήλιες φυλακὲς τοῦ Ρίου κράτησαν ἔνοικό τους γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες τὸν Ὅσιο Χριστοφόρο μὲ τὴν κατηγορία τοῦ  ἀγύρτη καὶ λαοπλάνου. Ἡ μεταφορά του ὕστερα στὴν Ἀθήνα γιὰ δίκη ἔγινε προσκύνημα. Κλῆρος καὶ λαὸς ὑποκλίνονταν στὸν νέο ἰσαπόστολο καὶ ἀπ’ ὅπου περνοῦσε τὸν ὑποδέχονταν μὲ κλάμματα καὶ δεήσεις. Ἡ λαϊκὴ αὐτὴ ὑποστήριξη τοῦ Παπουλάκου ἐξανάγκασε τὸ κράτος νὰ ἀποφύγει τὴ δίκη. Τὸν ἐξορίσαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴ Σαντορίνη, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν ἐπίσης ἐξόριστο Κολλυβᾶ Σκιαθίτη Ἅγιο, Διονύσιο τὸν Ἐπιφανιάδη. Καὶ ἐδῶ ὅμως δὲν ἔπαυσε τὴν κηρυκτική του δράση. Συνέχισε νὰ ὁμιλεῖ «περὶ ψυχικῆς ὠφελείας» [4] μὲ ἀποτέλεσμα τὰ μέτρα τοῦ περιορισμοῦ του νὰ γίνουν πιὸ αὐστηρὰ καὶ τέλος νὰ σταλεῖ ἀλλοῦ ἐξορία καὶ μάλιστα στὸ πιο ἀπόμερο Μοναστήρι τῆς Παναχράντου, στὴν Ἄνδρο.

      Ὁ λαὸς τὸ ἔμαθε καὶ ἡ Ἄνδρος ἔγινε προσκύνημα πανορθόδοξο. Τὸ σιδερόφρακτο κελλί του ἀναδείχθηκε τόπος ἐνισχύσεως καὶ ἁγιασμοῦ τῶν ἀγωνιστῶν προσκυνητῶν, ποὺ ζητοῦσαν γιὰ εὐλογία ἀποτμήματα ἀπὸ τὸ ράσο του.  Στὸ κελλὶ αὐτὸ κοιμήθηκε στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, γιὰ νὰ μεταδημοτεύσει στὴν ἄνω πόλη, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ φρουρός του ἔσπευσε νὰ τοῦ ζητήσει συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εὐλογία του γιὰ νὰ ντυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἀφοῦ πίστευε ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν κατάλευκη γενειάδα του ξεπηδοῦσε τὸ φῶς τῆς πραγματικῆς πίστεως, τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ποὺ φώτιζε κάθε ἄνθρωπο τῆς δυσχείμερης γιὰ τὸ ἔθνος μας  ἐποχῆς του. Τὸν συνόδευε τὸ στεφάνι τοῦ ὁμολογητοῦ, ποὺ ἐπάξια τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη καὶ στεφοδότη Ἰησοῦ μας, Αὐτὸν ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ τόσο ὅσο ζοῦσε, ὅσο καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση.

     Ἀδελφοί μου, σήμερα ἡ κοινωνία περνάει μιὰ οἰκονομικὴ κρίση. Κρίση τὴν ὁποία ἐπιβάλλουν τὰ διεθνῆ κεφάλαια, ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ διεθνὴς ἰσοπέδωση. Ὅλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κρίση καὶ προτείνουν μέτρα καταστολῆς της, μέτρα ταχείας ἐπουλώσεως τὼν πληγῶν ποὺ ἐπιφέρει στὰ κοινωνικὰ καὶ ἰδίως στὰ κατώτερα στρώματα. Ἡ κρίση τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν κανένα δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ, κανένα μας δὲν ἐγγίζει. Μόνο ὅταν τὸ πρόβλημα κτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μὲ ἐξαρτημένα ἄτομα, μὲ ἀσθένειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ, «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» [5], τότε μόνον ξυπνᾶμε καὶ τρέχουμε στὴ μεγάλη μητέρα μας, στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ γιατρευτοῦμε. Ἂς ἐπαγρυπνοῦμε συνεχῶς, ἂς ἀκοῦμε διαρκῶς τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» [6], ἂς ξεσηκωθοῦμε ὅπως ὁ Παπουλάκος, ἔστω καὶ θεωρητικὰ μόνοι μας ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ εἴμαστε μόνοι. Ὁ Χριστὸς θὰ πολεμᾶ πλάϊ μας, ὅπως φωνάζει ὁ Δαβίδ: «Ἰσχύς μου ὀ Κύριος» [7] καὶ ὅπως λέει κι’ ἕνα θρησκευτικὸ ποίημα τῶν κατηχητικῶν μας χρόνων: «Θὰ νικήσουμε ἀσφαλῶς, γιατὶ στρατηγὸς εἶν’ ὁ Χριστός» .

Παραπομπές: 

[1]  Μαρκ. ι΄ 42.

[2]  Πράξ. θ΄ 15.

[3]  Ματθ. η΄ 20.

[4] Κωνσταντῖνος Γαρίτσης, Μονὴ Προφήτου Ἠλιού, Θήρας, σελίδα 32, Ἐκδόσεις Θεσβίτης.

[5]Ῥωμ. στ΄ 23.

[6]  Ματθ. κστ΄ 41.

[7] Ψαλμ. 117, 14

 

(Πηγή: pemptousia.gr)