Καθηγητής Δρ Νεκτάριος Δαπέργολας
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου τοῦ 2024. Ἕνα ἤδη ὀδυνηρό – ὑλικά καί πνευματικά – καλοκαίρι βαίνει ἀργά πρός τό τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχῶς ἀκόμη πιό ἐπώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης, μέρες σύγχυσης, μέρες διωγμοῦ. Καί γενικά μέρες ἀγωνίας γιά ὅλους ὅσους βλέπουν ἐδῶ καί καιρό τά μαῦρα σύννεφα νά συγκεντρώνονται πάνω ἀπό τήν καθημαγμένη χώρα καί – βλέποντάς τα – συνειδητοποιοῦν τά πασίδηλα πλέον σημεῖα τῶν καιρῶν.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ὧρες ἀφ’ ὅτου, «θεαρχίω νεύματι οἱ θεοφόροι ἀπόστολοι, ὑπό νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι, ἐκ περάτων συνέδραμον τοῦ κηδεῦσαι τήν τῆς ζωῆς Μητέρα. Αἱ δέ ὑπέρταται τῶν οὐρανῶν δυνάμεις, σύν τῷ οἰκείῳ Δεσπότη παραγενόμεναι, τό θεοδόχον σῶμα προέπεμψαν, τῷ δέει κρατούμεναι». Καί σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι ἐμεῖς νά πλημμυρίσουμε τίς ἐκκλησιές. Μά εἰλικρινά δέν ξέρω τί κατορθώσαμε νά αἰσθανθοῦμε καί πάλι ἀπό τό μεγάλο μας Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Τί κατορθώσαμε νά τῆς ποῦμε καί τί νά τῆς ζητήσουμε. Ποιό δώρημα δηλαδή πού νά ταιριάζει πραγματικά «πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως»…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ἑνός Δεκαπενταύγουστου σέ καιρούς σκοτεινούς. Ἡ βαθιά πνευματική κρίση συνεχίζει νά βαθαίνει – καί εἶναι πλέον φανερό πώς κυοφορεῖ καταστάσεις τραγικές. Προοιωνίζεται τήν πλήρη ὑποταγή τῆς πατρίδας στό δαιμονικό νεοταξικό Διευθυντήριο, σέ κάθε ἐπίπεδο (πολιτικό, οἰκονομικό καί πρωτίστως βεβαίως πνευματικό). Καί μάλιστα ὅλα αὐτά μέ τή σφραγῖδα τοῦ ἄθλιου πολιτικοῦ κόσμου τῆς χώρας, ἀλλά βασικά μέ τή σφραγῖδα (ἀνοχῆς καί συνενοχῆς) τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ μας, πού σταθερά ἐδῶ καί δεκαετίες προδίδεται ἀπό τίς ἴδιες τίς ἐπιλογές του. Γιατί βέβαια διαπράττει συνεχῶς τό ἴδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἰς οὐκ ἔστι σωτηρία. Καί ὅσο προδίδεται, τόσο κι ἀπομένει ὅλο καί πιό μουδιασμένος νά παρακολουθεῖ παθητικά τίς ἐξελίξεις. Ἴσως γιατί νιώθει ὅτι δέν ἔχει ποῦ νά ἐλπίσει πλέον.
Καί γιατί ὅμως ἄραγε νά ξέρει ποῦ νά ἐλπίσει αὐτός ὁ λαός τῆς ἀποστασίας, πού ἔχει τόσο πολύ ἐθιστεῖ πιά μέσα στή βύθια νεοεποχίτικη διαστροφική του κατάντια; Εἶναι τόσο βαθιά πλέον ἡ διάβρωση μέσα στό ἄθλιο ψευδοκράτος πού πραγματικά εἶναι ν’ ἀπορεῖς ποιά ἀπερινόητη μεγαλοθυμία Τοῦ μᾶς κρατάει ἀκόμα καί δέν μᾶς καταποντίζει ὁριστικά μές στ’ ἀποκαΐδια. Καί τήν ἴδια ὥρα βέβαια δέν ξέρεις καί ποῦ νά στρέψεις τό βλέμμα, ἀναζητῶντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Ὅλα ὑπό διάλυσιν, ὅλοι οἱ θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι, ὅλα νά καταρρέουν μέ κρότο ἐκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις ἀπαξιωμένες κάτω ἀπό τό ἀσήκωτο βάρος δεκαετιῶν ἀνομίας. Κυβερνήσεις ταγμένες ἀποκλειστικά στό νά θεσμοθετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν ἀρρωστημένες διατάξεις, μέτρα ἐθνοκτόνα καί νομοσχέδια μηδενιστικά. Μιά Δικαιοσύνη σέ ἀνυποληψία, μιά Ὑγεία σέ διάλυση, μιά Παιδεία ταγμένη στό νά παράγει ἀφελληνισμένα καί παραζαλισμένα ἀνθρώπινα κοπάδια. Καί ταυτόχρονα βέβαια νά βλέπεις καί ἀνθρώπους δῆθεν σοβαρούς, ἀκόμη καί ἀνθρώπους κοντινούς σου, νά ἐξακολουθοῦν νά τυρβάζονται περί ὄνου σκιᾶς, νά συνεχίζουν ἀκόμη καί τώρα – παρά τά ἀδυσώπητα σημεῖα τῶν Καιρῶν – νά ὀμφαλοσκοπούν μέ ἀπίστευτες ἀποπροσανατολιστικές ἀνοητολογίες. Μιά θλίψη τά πάντα λοιπόν. Θλίψη καί ἀπογοήτευση.
Καί ἀκόμη πιό μεγάλη βέβαια ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ θλίψη, ὅσο ἀντικρύζει κανείς τόν κατήφορο καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν. Ἀπό τή μιά μέ τά οἰκουμενιστικά ἤ μασονικά λύματα μέσα στά ὁποῖα βυθίζονται πιά τόσοι ἱεράρχες μας, ἀπό τήν ἄλλη μέ τίς πάντα ἀνοιχτές καί κακοφορμισμένες πληγές τῆς ἐλλειμματικῆς πνευματικότητας, τῆς σιμωνίας, τοῦ καριερισμοῦ, τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς ἀνυπόφορης φοβίας ἤ τῆς πλήρους ἀδιαφορίας γιά τά πάντα. Ὁπότε τί μᾶς ἀπομένει πλέον ἄραγε ὡς παρηγοριά;
Μά νά λοιπόν τί μᾶς ἀπομένει. Ἡ μεγαλύτερη πηγή παρηγοριᾶς καί δύναμης. Ὁ γλυκασμός τῶν ἀγγέλων, ἡ χαρά τῶν θλιβομένων, ἡ ἀπαλλαγή τῶν ἀσθενούντων. Τό ἄρρηκτον τεῖχος μας, ὁ ἡλιοστάλακτος θρόνος, ἡ ἀκαταίσχυντος προστασία, ἡ ἀμετάθετος μεσιτεία μας πρός τόν Ποιητήν. Μαζί της, μᾶς ἀπομένει καί ἡ γῆ μας, μιά γῆ γεμᾶτα κόκαλα ἁγίων, ποτισμένη μέ τό αἷμα χιλιάδων μαρτύρων καί ἡρώων, σμιλεμένη ἀπ’ τόν πόνο καί τό δάκρυ, μπολιασμένη ἀπ’ τα ἀτέλειωτα βάσανα καί τούς καημούς της Ρωμηοσύνης. Καί μᾶς ἀπομένουν βέβαια κι οἱ λίγες φωνές ὅσων τάχθηκαν νά φυλάγουν τίς σύγχρονες Θερμοπύλες – καί θά συνεχίσουν φυσικά νά τό πράττουν, παγερά ἀδιάφοροι γιά τό ἄν «οἱ Μῆδοι ἐπί τέλους θά διαβοῦνε». Ψυχές πού ἀγωνίζονται στήν ἀφάνεια, «ἐλεύθεροι κι ὡραῖοι πού ζοῦν σέ κάποιες φυλακές» (στά μοναστήρια καί στόν κόσμο) καί μᾶς κρατᾶνε ἀκόμη ὄρθιους.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ἑνός Δεκαπενταύγουστου σέ ἀγριεμένους, δυστοπικούς πλέον καιρούς. Καιρούς ἀποστασίας καί μάταιης περιπλάνησης. Μά ὅσα κι ἄν πράξαμε, σέ ὅ,τι κι ἄν φταίξαμε, εἶναι τέτοια ἡ λαίλαπα πού ἔρχεται (καί εἰλικρινά ἡ οἰκονομική κατάρρευση εἶναι τό τελευταῖο πού ἐννοῶ), ὥστε δέν ἀπέχει πιά ἡ ὥρα πού, ὅποιος ἔχει ἀπομείνει ζωντανός σέ τοῦτον τόν τόπο, ἐπί τέλους θά πρέπει νά δράσει. Καί κυρίως βέβαια νά δράσει ἀπέναντι στό μεῖζον καί πραγματικά θανάσιμο πνευματικό (ἀλλά καί ἐθνικό μας πρόβλημα), πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἐμμονική μας ἄρνηση νά φύγουμε ἀπό τήν καμμένη γῆ τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἐσκεμμένης αὐτοεξορίας μας καί νά ξαναζητήσουμε μέ συντριβή τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια λοιπόν καί ἀγῶνας πνευματικός, αὐτός εἶναι ὁ μόνος δρόμος. Μαζί μέ τό αὐτεπίγνωτον τῆς ἀθλιότητάς μας, μέ τήν ὁριστική ταφή τοῦ ἐλεεινοῦ πτώματος μέσα μας, μέ τό αὐθεντικό κλάμα τῆς εἰλικρινοῦς ἐπιστροφῆς μας, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους Του καί τῆς μεσιτείας Της. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νά προχωρήσουμε πιά.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου τοῦ 2024. Λίγο μόλις μετά τό δεύτερο Πάσχα μας – ἐκεῖνο του καλοκαιριοῦ. Λίγο μετά ἀφοῦ «ἡ τήν ζωήν κυήσασα πρός τήν ζωήν μεταβέβηκεν». Λίγες ὧρες ἀφ’ ὅτου «ἡ τοῦ ἀενάου φωτός μητέρα μετέστη ἀπό τῆς γῆς εἰς τά ἄνω». Ἐκείνη ἦταν καί παραμένει πρεσβεία θερμή καί τεῖχος ἀπροσμάχητον γιά ὅλους μας, τό καταφύγιον τοῦ κόσμου, ἡ ἀμετάθετος ἐλπίδα καί ἡ ἀκαταίσχυντος προστασία μας. Ἐκείνη δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ. Ἐμεῖς μέχρι πότε θά συνεχίσουμε πεισματικά νά ζοῦμε μέσα στόν ἀποτρόπαιο βοῦρκο, ἑκουσίως μακριά ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη της;