Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου- Ιατρού - συγγραφέως - Ι. Μ. Κυθήρων και Αντικυθήρων
Εν Κυθήροις τη 19η Οκτωβρίου 2025
Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η τρίτη Κυριακή του Λουκά και το μεν αποστολικό ανάγνωσμα είναι μια περικοπή από την Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, το δε ευαγγελικό μια περικοπή από το 7ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Λουκάς μας περιγράφει το γνωστό σε όλους μας θαύμα, που έκανε ο Κύριος, που ανέστησε δηλαδή τον υιό μιάς χήρας γυναίκας, σε μια πόλη της Γαλιλαίας, στην πόλι της Ναΐν.
Όπως διηγείται ο ευαγγελιστής, καθώς ο Χριστός πορευόταν προς την πόλη της Ναΐν, συνοδευόμενος από τους μαθητές του και πολύ πλήθος λαού, συνάντησε, όταν έφθασε στην πόλη, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, που πήγαιναν στα μνήματα να θάψουν ένα νέο, που ήταν μονογενής υιός μιάς χήρας. Η πονεμένη μάνα έκλαιγε απαρηγόρητα, διότι αφού έχασε τον άνδρα της, χάνει τώρα και το μονάκριβο παιδί της, που ήταν γι’ αυτήν το μοναδικό στήριγμα και η μόνη ελπίδα της. Στη νεκρική πομπή είναι παρόντες όλοι οι κάτοικοι του χωριού, που ήρθαν να συνοδεύσουν τη χαροκαμένη μάνα μέχρι τα μνήματα, συμμετέχοντας στο δράμα της.
Αλλά και μείς που διαβάζουμε αυτό το θλιβερό περιστατικό, πονούμε και ταυτόχρονα γεννώνται μέσα μας εύλογα κάποια καυτά ερωτηματικά: Γιατί άραγε ο Θεός επέτρεψε να δεχθεί αυτή η γυναίκα δύο απανωτά χτυπήματα, το ένα μετά το άλλο; Γιατί να χάση τον άνδρα της και να μείνει χήρα με ένα παιδί; Γιατί να χάση τώρα και το μονάκριβο παιδί της, που ήταν γι’ αυτήν η μόνη παρηγοριά της; Όλα τα παρά πάνω ερωτήματα και άλλα παρόμοια, που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, συνοψίζονται τελικά σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο και πανανθρώπινο ερώτημα: Γιατί άραγε να υπάρχουν οι θλίψεις, τα βάσανα και ο θάνατος στη ζωή του ανθρώπου; Μ’ άλλα λόγια, γιατί ο Θεός, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής, ο οποίος είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, επέτρεψε να βιώνει ο άνθρωπος τη φρίκη του θανάτου, αλλά και σ’ όλη αυτή την πρόσκαιρη ζωή του να ζεί με τον φόβο του θανάτου;
Την απάντηση σ’ αυτό το μεγάλο και πανανθρώπινο ερώτημα, μας την δίνει ο αιώνιος και θεόπνευστος λόγος του Θεού, κατ’ εξοχήν δε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αυτός που ήρθε στη γη και έγινε άνθρωπος, για να καταργήσει τον θάνατο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχήν το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι, ότι ο Θεός όταν έπλασε τον άνθρωπο και τον έβαλε μέσα στον παράδεισο, δεν τον έπλασε θνητό, υποκείμενο δηλαδή στη φθορά, αλλά αθάνατο. Όπως μας πληροφορεί το βιβλίο της Γενέσεως στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός έδωσε στους πρωτοπλάστους, Αδάμ και Εύα, μια συγκεκριμένη εντολή και τους προειδοποίησε, ότι αν φάγουν από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, θα πεθάνουν. Δυστυχώς οι πρωτόπλαστοι παρέβησαν την εντολή, που τους έδωσε ο Θεός και έτσι εισήλθε στη ζωή των πρωτοπλάστων, αλλά και σ’ όλο το ανθρώπινο γένος, ο θάνατος, κατ’ αρχήν ο πνευματικός και κατόπιν ο βιολογικός.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διασαφίσουμε, τι είναι ο πνευματικός και τι ο βιολογικός θάνατος. Ο πνευματικός θάνατος είναι, όταν η ψυχή του ανθρώπου παύει να βρίσκεται σε κοινωνία με τον Θεό. Όταν παύει να βρίσκεται σε κοινωνία μ’ αυτόν, που είναι η πηγή της ζωής, όταν δηλαδή παύει να δέχεται την ζωοποιό ενέργεια της Θείας Χάριτος. Αυτή δε η διακοπή της κοινωνίας οφείλεται στην αμαρτία. Ο βιολογικός πάλι θάνατος, που είναι καρπός και αποτέλεσμα του πνευματικού, επέρχεται όταν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Για τον πνευματικό θάνατο μας ομίλησε ο ίδιος ο Κύριος σε μια ομιλία του προς τους Ιουδαίους. Είπε: «Έρχεται ώρα και νυν εστίν ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται», (Ιω.5,25). Δηλαδή αληθινά σας λέγω, ότι έρχεται ώρα και η ώρα αυτή ήρθε τώρα, που οι νεκροί πνευματικά άνθρωποι εξ’ αιτίας της αμαρτίας, θα ακούσουν την διδασκαλία του Υιού του Θεού και όσοι θα την ακούσουν με προθυμία και την δεχθούν, θα ζήσουν την αιώνια ζωή. Ο θάνατος επομένως, τόσο ο πνευματικός, όσο και ο βιολογικός, είναι ο πικρός καρπός της αμαρτίας, της αποστασίας και της ανταρσίας του ανθρώπου κατά του Θεού.
Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε, αδελφοί μου, ότι αμαρτία είναι η ρίζα και η αρχική αιτία όλων των κακών, που μαστίζουν την ανθρωπότητα, αλλά και του μεγαλυτέρου από όλα τα κακά, του θανάτου. Για τους δύο αυτούς θανάτους, τον πνευματικό και τον βιολογικό και για τη σχέση που έχουν μεταξύ τους, μας ομίλησε ο Κύριος σε άλλη ομιλία του προς τους Ιουδαίους και είπε τα εξής: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι. Φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη», (Ματθ.10,28). Δηλαδή μη φοβηθήτε από αυτούς που σας καταδιώκουν, οι οποίοι θανατώνουν το σώμα σας, δεν έχουν όμως την δύναμη, να θανατώσουν και την ψυχή σας. Αλλά να φοβηθήτε περισσότερο τον Θεόν, ο οποίος έχει τη δύναμη να καταδικάση την ψυχή και το σώμα στην απώλεια της κολάσεως. Αυτά τα λόγια του Κυρίου μας είχαν υπ’ όψη τους οι Άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι δεν δίστασαν να θυσιάσουν την πρόσκαιρη αυτή ζωή, προκειμένου να μείνουν αμετακίνητοι μέχρι θανάτου στην ομολογία της πίστεώς των προς τον Χριστό και έτσι κέρδισαν την αιώνια ζωή.
Όπως διηγείται στη συνέχεια ο ευαγγελιστής, ο Κύριος ανέστησε τον υιό της χήρας, με ένα του πρόσταγμα, αποδεικνύοντας πάνω στην πράξη, όσα κατά καιρούς διεκήρυξε περί του εαυτού του, ότι δηλαδή μόνον αυτός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Είπε: «Εγώ ειμί η οδός και αλήθεια και η ζωή», «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», (Ιω. 25-26). Δηλαδή εγώ είμαι η ανάσταση, τόσον η πνευματική, όσο και η σωματική όλων των ανθρώπων. Εκείνος που πιστεύει σε μένα και αν ακόμη πεθάνει βιολογικά, θα ζήσει αιώνια. Η εκ νεκρών ανάσταση του Κυρίου μας, όπως και οι τρείς άλλες νεκραναστάσεις, που διηγούνται οι ευαγγελιστές, δηλαδή του υιού της χήρας, της θυγατέρας του Ιαείρου και του Λαζάρου, αποδεικνύουν ακόμη ότι ο Κύριος με την ίδια θεϊκή του δύναμη θα αναστήσει και τα νεκρά σώματά μας την ημέρα της κρίσεως. Γι’ αυτή την ανάσταση των νεκρών μας ομίλησε επίσης ο Κύριος. Είπε: «Έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως», (Ιω.5,28-29). Δηλαδή θα έρθει κάποια ώρα, που όλοι οι νεκροί, οι οποίοι βρίσκονται θαμμένοι στα μνημεία, θα ακούσουν την φωνή του Θεού. Και θα αναστηθούν και θα βγουν από τα μνημεία και όσοι μεν κατά την επίγεια ζωή τους έπραξαν τα αγαθά, θα αναστηθούν για να απολαύσουν την αιώνια ζωή. Όσοι όμως έπραξαν τα κακά, θα αναστηθούν για να κριθούν και να καταδικασθούν.
Το συμπέρασμα, λοιπόν αγαπητοί μου αδελφοί, από όλα όσα παρά πάνω αναφέραμε, είναι, ότι αντί να παραπονούμεθα και να γογγύζουμε κατά του Θεού για τον πόνο, την θλίψη και τα βάσανα που υποφέρουμε σ’ αυτή τη ζωή και αντί να ρίχνουμε την ευθύνη στον Θεό για το μεγαλύτερο από όλα τα κακά, τον θάνατο, θα πρέπει τον εαυτό μας να καταδικάζουμε και να τον θεωρούμε υπεύθυνο για τις θλίψεις που υπομένουμε,αλλά και γι’ αυτόν τον ίδιο τον θάνατο. Και όχι μόνο να μη γογγύζουμε, αλλά και να τον ευγνωμονούμε, διότι με τη σταυρική του θυσία και την ανάστασή του, μας ελευθέρωσε τόσο από τον πνευματικό, όσο και από τον σωματικό θάνατο. Ο σωματικός θάνατος δεν θεωρείται τώρα πια θάνατος, αλλά ένας ύπνος, ένα πέρασμα από τα πρόσκαιρα στα αιώνια. Και αντί να φοβούμεθα τον πρόσκαιρο, τον βιολογικό θάνατο, ας φοβηθούμε την αμαρτία, που μας χωρίζει από τον Θεό και φέρνει μέσα μας τον πνευματικό θάνατο, που είναι ο κατ’ εξοχήν θάνατος, διότι έχει τη δύναμη, να μας χωρίσει για πάντα από τον Θεό και να μας οδηγήσει στην αιώνια κόλαση. Είναι πολύ λυπηρό, να κάνουμε τα πάντα, για να αποφύγουμε τον σωματικό θάνατο και να μην κάνουμε τίποτα, για να αποφύγουμε τον πνευματικό. Ας μη φοβούμεθα λοιπόν τον θάνατον, αλλά ας φοβηθούμε την αμαρτία μόνο και γι’ αυτήν ας πονούμε. Ας αγωνιστούμε κατά της αμαρτίας, εν όσω ακόμη ζούμε στην παρούσα ζωή, ώστε να αποφύγουμε τον αιώνιο πνευματικό θάνατο και να επιτύχουμε μαζί με όλους τους αγίους την αιώνια ζωή. Αμήν.