Γιὰ τὴν ἁμαρτία ὅλα οἰκονομοῦνται! Ἐσὺ παλιὰ ξήλωνες τὰ πεζοδρόμια, ἂν κάτι ψήφιζε ἡ κυβέρνηση ποὺ ἦταν ἀσύμφορο γιὰ τὴν ζωή σου. Τώρα ποὺ βλέπεις τὸνΧριστὸ νὰ χλευάζεται, νὰ μαστιγώνεται, νὰ σταυρώνεται, σιωπᾶς; Ἐμπαίκτης τοῦ Χριστοῦ γίνεσαι κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τοὺς κυβερνῶντες. Ψηφίζουν νόμους ποὺ βλασφημοῦν τὴν φύση, ποὺ ἀρνοῦνται τὸ κατὰ φύσιν καὶ δέχονται τὸ παρὰ φύσιν, κι ἐσὺ ρέγχεις καὶ δὲν φοβᾶσαι τὸ μέλλον σου. Γιὰ κρίση καὶ ἀνταπόδοση πῶς νὰ μιλήσουμε; Πῶς νὰ φθάση στ᾽ αὐτιά σου αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὑπάρχει ἐσχάτη ἡμέρα, ἐν ᾗ ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ;
Μᾶς προανήγγειλαν πὼς ἄθεοι εἶναι· δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, δὲν
πιστεύουν στὴν ἁγία Τριάδα, δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν Παναγία, δὲν δέχονται
τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ τὸ τήρησαν
ἐπακριβῶς. Καὶ τὸ τηροῦν ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας. Ὅ,τι μυρίζει λιβάνι καὶ
κερί, προμελετημένα τὸ μάχονται. Μάχονται τὴν Ἐκκλησία καὶ προσπαθοῦν
αὐτὸν τὸν «μπελὰ» νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν δρόμο τους. Μάχονται λυσσαλέα
νὰ μὴν ὑπάρχη σταυρός, νὰ μὴ χτυποῦν καμπάνες, νὰ μὴν ἀνάβη καντήλι. Τὶς
ἐρημιὲς καὶ τ᾽ ἀκρογιάλια νὰ μὴ τὰ στολίζουν ἐκκλησιδάκια, ἀλλὰ
μπαράκια καὶ καφετέριες. Καὶ τὸ ράσο, τὸ φλάμπουρο τῆς πίστης καὶ τοῦ
Γένους, νὰ μὴν ἀνεμίζη στοὺς δρόμους. Ἀφήνουν τὰ χωριά μας χωρὶς παπᾶ,
γιατὶ δὲν φτάνουν τὰ λεφτά! Τί νὰ θέλουν τὰ γεροντάκια, οἱ ἀπόμαχοι τῆς
ζωῆς; Δάσκαλο καὶ πρόεδρο; Παπᾶ γυρεύουν, λειτουργιὰ ν᾽ ἀκούσουν,
καμπάνα νὰ χτυπήση.