Συμπληρώθηκαν
πενήντα χρόνια από την εις Αρχιεπίσκοπον της Εκκλησίας της Ελλάδος
ανάδειξη του Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμου Κοτσώνη, εικοσιπέντε μέρες (14 Μαΐου
1967) μετά την αλλαγή του πολιτεύματος της χώρας με την στρατιωτική
δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Η χούντα της 21ης Απριλίου 1967 πέρασε, αφού άφησε πίσω της ερείπια και καταστροφές, και βέβαια εννοώ την Κύπρο και τους Έλληνες στρατιώτες σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Και ενώ όλοι οι Έλληνες έκλαιγαν τα παλληκάρια τους και η αγωνία τους για το αύριο της χώρας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, τα όρνεα της οδού Φιλοθέης επιδίδονταν στη σφαγή αρχιερέων που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν ότι είχαν εκλεγεί στο επισκοπικό αξίωμα από μια ολιγομελή σύνοδο που εκκλησιαστικά ονομάζεται «ἁριστίνδην» σύνοδος.
Ποιός ήταν ο φυσικός αυτουργός της σφαγής των δώδεκα αγίων μητροπολιτών; Ήταν ο ευνοούμενος της δεύτερης σκληρότερης Δικτατορίας, της λεγομένης Χούντας του Ιωαννίδη, ο μητροπολίτης των Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας, αυτός που λίγο πριν κολάκευε τον Ιερώνυμο και ζητούσε να μην παραιτηθεί από αρχιεπίσκοπος!
Θα μου πείτε, ότι αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά πράγματα, γιατί μας τα ξαναλέτε; Θα σας απαντήσω ειλικρινά: διάβασα τις τελευταίες μέρες μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δύο μελετημένους ορθόδοξους κληρικούς, εκ των οποίων ο ένας είναι ο επίσκοπος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας Νανάκης της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης και ο άλλος είναι φυσικός και θεολόγος Αρχιμανδρίτης και ηγούμενος της Ι.Μ. Νέου Στουδίου, στον Αυλώνα Αττικής π. Ειρηναίός Μπουσδεκης..
Το άρθρο του Σεβασμιότατου που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή 11/06/2017 είχε τίτλο: Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα . Η απάντηση και ο σχετικός σχολιασμός του ανωτέρω άρθρου εκ μέρους του αγίου καθηγουμένου π. Ειρηναίου δημοσιεύθηκε στα τεύχη του περιοδικού Ελεύθερη Πληροφόρηση, με τίτλο Βολές προς Ιερώνυμο Κοτσώνη, αρ. 354 και 355.
Ομολογώ πως διαβάζοντας το κείμενο του καθηγητή της Θεολογίας Σεβασμιωτάτου Αρκαλοχωρίου περίμενα, να πω την αλήθεια, περισσότερα επιχειρήματα για την υποστήριξη της αντικανονικότητας της εκλογής του Ιερωνύμου. Παρά την εκτίμηση και το σεβασμό που τρέφει ο γράφων στο πρόσωπο του κρητός ιεράρχου, θα μου επιτρέψει να παραθέσω ορισμένους προβληματισμούς και επιφυλάξεις που μου προκάλεσε ο πράγματι γλαφυρός λόγος του.
Επειδή στα προ της χούντας γεγονότα, πολιτικά και εκκλησιαστικά, ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δεν τα πληροφορήθηκα ακαδημαϊκά αλλά βρέθηκα δυναμικά στο πεδίο των εξελίξεων, ιδιαίτερα δε είχα εμπλακεί συνδικαλιστικά στα συμβάντα της εκλογής ως αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Αττικής Ιακώβου Βαβανάτσου και είχα βιώσει το αντιεκκλησιαστικό κλίμα που έπνεε τότε (1962) μέσω των εφημερίδων και των διαδηλώσεων, δεν ένιωσα άνετα όταν διάβασα στο άρθρο του Σεβασμιωτάτου από τη μια να κεραυνώνεται ως αντικανονική η εκλογή αρχιεπισκόπου και μητροπολιτών από «αριστίδην» σύνοδο και από την άλλη βέβαια, να εξαίρεται και να καταξιώνεται το σύνολο των αρχιερέων που εξελέγησαν στην περίοδο της δικτατορίας από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου.
Να προσέξουμε αμέσως την πιο κάτω παραχωρητική πρόταση:«παρόλο που προήρχοντο (δηλ. οι εκλεγέντες μητροπολίτες ) από τις χριστιανικές αδελφότητες (άραγε είναι επιλήψιμο να ανήκεις σε μια ορθόδοξη αδελφότητα;), όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν. Ο Ιερώνυμος προχώρησε την περίοδο 1967-1971 σε εκλογές 29 μητροπολιτών, από την Αριστίνδην όμως Σύνοδο και όχι από το σύνολο σώμα της Ιεραρχίας, όπως συνέβαινε στην προ της δικτατορίας εποχή».
Τολμώ να υποστηρίζω πως στο πιο πάνω σπάραγμα διαβάζουμε μια αθέλητη αντιφατικότητα εκ μέρους του σεβάσμιου συντάκτη του άρθρου: τελικά, η «αριστίνδην» σύνοδος εξέλεξε καλούς και ζηλωτές επισκόπους, ενώ η προηγούμενη δήθεν κανονική ιεραρχία με την μικρή διαρκή δωδεκαμελή αντιπροσώπευση (παντελώς άγνωστος θεσμός στην ιστορία του Κανονικού Δικαίου) εξέλεξε επισκόπους κατώτερους των περιστάσεων, από ομάδες «κεκραγμένων» μητροπολιτών, τύπου «Τάγματος Φωστίνη» Εξαρχείων;
Και ενώ ο Σεβασμιώτατος βάζει το φωτοστέφανο της ανιδιοτελούς προσφοράς προς το λαό του Θεού στις πράγματι διακεκριμένες προσωπικότητες των επισκόπων και στο νέο αίμα που εισήλθε στις φλέβες της ελλαδικής εκκλησίας επί Ιερωνύμου, από την άλλη με τα ίδια του τα χέρια αποδομεί το περισπούδαστο έργο του καλού καγαθού ποιμένα Ιερωνύμου.
Προσωπικά, χαίρω που έχει ο άγιος Αρκαλοχωρίου την πιο πάνω εκτίμηση. Και έρχομαι να ρωτήσω απλά και χωρίς περιστροφές: Όλους αυτούς τους αγίους πράγματι ανθρώπους που γνώρισε η χριστιανική Ελλάδα δεν τους έβλεπε η δήθεν κανονική πρεσβυτέρα ιεραρχία, πριν από τον Ιερώνυμο; Μήπως τα φακελάκια των ψήφων έπαιρναν και έδιναν; Ξεχάστηκαν οι ταρίφες για μια μετάθεση; Θυμάστε τα Ανάξιος στις χειροτονίες και την αστυνομία να χτυπάει τον κόσμο μέσα στην μητρόπολη Αθηνών;
Κι ακόμη, επειδή τα γραφόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται από ανέγγυα sites του διαδικτύου που προφανώς στερούνται επιστημοσύνης, έχω μείνει με τη δικαιολογημένη απορία ποιος τάχα όρκισε τη δικτατορική κυβέρνηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλια και τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Καλαμποκιά που επεξέτεινε το όριο ηλικίας των 80 ετών για τους Μητροπολίτες που εφαρμοζόταν μέχρι τότε, και στον αρχιεπίσκοπο, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης «νόμω κρατούσης πολιτείας» και έτσι άφησε σε χηρεία τον αρχιεπισκοπικό θρόνο; Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δεν μετέβη στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού στις 6.00 μ.μ. της 21ης Απριλίου και όρκισε την κυβέρνηση Κόλλια; Βλέπετε καμιά ομοιότητα αντίδρασης της Εκκλησίας απέναντι στη Χούντα των Συνταγματαρχών και στη ρωμαλέα στάση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου απέναντι στον δικτάτορα Μεταξά;
Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Αν υιοθετήσουμε τη γνώμη του σοφού Επίκτητου πως για να κατανοήσουμε την ουσία των πραγμάτων πρέπει να εξετάσουμε τον ετυμολογικό φλοιό του όρου που χρησιμοποιούμε, τότε ο όρος «κανονικότητα», τον οποίο χρησιμοποιούμε σε διάφορα πεδία εξειδικευμένης γνώσης και πρακτικής, προέρχεται ή παράγεται από το επίθετο «κανονικός». Και όπως ξέρουμε από τις σχολικές μας γνώσεις, η παραγωγική κατάληξη –ικός δηλώνει εκείνον ή εκείνο που έχει σχέση ή ανήκει στην έννοια που η πρωτότυπη λέξη εκφράζει. Στην προκειμένη περίπτωση «κανονικός» είναι αυτός που έχει σχέση και αναφορά στην έννοια «κανών» ή ακόμα ανήκει στις ιδιότητες του πυρήνα της αρχικής λέξης «κανών». Τι είναι «κανών»; Είναι μια ευθεία ράβδος που ορίζει συντεταγμένες.
«Κανών» είναι ο χάρακας με τον οποίο χαράσσουμε ευθείες γραμμές. Δεν είναι δηλαδή μια αφηρημένη σύλληψη του εγκεφάλου αλλά μια πραγματικότητα που εμπίπτει στις αισθήσεις μας και συνδέεται με τις εμπειρίες μας. Επομένως ο «κανόνας» είναι μια παγκοίνως αποδεκτή έννοια που διατρέχει τις πανανθρώπινες σχέσεις.
Όπως παρατηρούμε, κάθε κανονικότητα συνδέεται με την a priori αποδοχή λεκτικών τρόπων επικοινωνίας με ορισμένο όμως από όλους αποδεκτό νόημα. Έτσι έχουμε κανονικότητα στην χρήση των μαθηματικών όρων, των όρων της Χημείας, της Ιατρικής, του Δικαίου, τους όρους του Κανονικού Δικαίου ή του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Κανονικότητα έχουμε στο επίπεδο της Οικονομίας, της Παιδείας, των Μασονικών οργανώσεων, στο χώρο της Εκκλησίας. Κανονικότητα πιστώνουμε στα φυσικά φαινόμενα Στο ντύσιμο και την κόμμωση, στους τρόπους χαιρετισμού. Παντού συναντάμε το «έτσι πρέπει, έτσι είναι το σωστό, έτσι είναι το φυσιολογικό, έτσι είναι το κανονικό!»
Με αυτά τα δεδομένα, ας συνεχίσουμε τη συζήτηση γύρω από την «κανονικότητα» της εκλογής επισκόπων από μια Σύνοδο. Ένα ζήτημα που απασχολεί όχι μόνο τους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους αλλά και γενικότερα την ελληνική κοινωνία, η οποία για λόγους ιστορικούς έχει συνδέσει την εξέλιξή της με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ποιο είναι το μοτίβο, το πρότυπο μιας Συνόδου που λογίζεται και είναι Κανονική;
Η απάντηση: Κανονική είναι η πρώτη Σύνοδος των μαθητών και Αποστόλων του Χριστού που συγκλήθηκε στα Ιεροσόλυμα αμέσως μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Τότε, μαθαίνουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων, πώς εξελέγη ο αντικαταστάτης του Ιούδα που πρόδωσε τον Χριστό: «Πρότειναν δύο, τον Ιωσήφ που τον έλεγαν Βαρσαββά κι ύστερα πήρε το όνομα Ιούστος, και τον Ματθία. Ύστερα προσευχήθηκαν και είπαν. Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιόν απ’ αυτούς τους δύο διάλεξες, για να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και την αποστολή, που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε εκεί που του άξιζε. Ύστερα έρριξαν κλήρο γι’ αυτούς κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία. Έτσι ο Ματθίας προστέθηκε στους ένδεκα Αποστόλους»
Αυτή η Σύνοδος, για τους διαδόχους των Αποστόλων, Επισκόπους της Εκκλησίας είναι το πρότυπο για την εκλογή νέων επισκόπων. Αριθμητικά ήταν το σύνολο των ένδεκα Αποστόλων, η εκλογή έγινε με βάση την αρχή: της κλήρωσης μεταξύ των προταθέντων υποψηφίων και όχι με ψηφοφορία. Έκτοτε και με βάση το μοντέλο αυτό εξακολουθούσαν να γίνονται οι εκλογές επισκόπων.
Όσο όμως αύξανε ο αριθμός των πιστών και εξαπλωνόταν ο χριστιανισμός σε πολλές χώρες Ανατολής και Δύσης, ο αριθμός των επισκόπων που θα προέβαιναν στην εκλογή άλλων επισκόπων συνεχώς περιοριζόταν σε επίπεδο επαρχίας: ή μητρόπολης ή αρχιεπισκοπίας και ονομάζονταν «Επαρχιακές Σύνοδοι». Συνέβαινε μάλιστα να έχουμε εκλογές επισκόπων με τρεις μόνο επισκόπους που αποτελούσαν το εκλεκτορικό σώμα. Δεν έλειπαν ακόμη και οι λεγόμενες «ἑνδημούσες» Σύνοδοι, που απαρτίζονταν από επισκόπους που ευρίσκοντο για διαφόρους λόγους στην πρωτεύουσα της επαρχίας ή στην Μητρόπολη της τοπικής Εκκλησίας.
Συνακόλουθα, η κανονικότητα μιας εκλογής δεν είχε σημείο αναφοράς και κριτήριο τον αριθμό των επισκόπων που συνερχόντουσαν προκειμένου να προβούν σε εκλογές νέων επισκόπων. Άρα η κανονικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει μια μορφή απόλυτης τάξης και ομοιομορφίας αλλά σχετίζεται άμεσα με το συμφέρον του πληρώματος κάθε τοπικής εκκλησίας και τις κρατούσες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα προείχε ο άνθρωπος και έσχατος κανόνας ήταν η σωτηρία του. Αυτό άλλωστε ήταν και ο πυρήνας της διδασκαλίας του Χριστού, η πεμπτουσία και το αναστάσιμο μήνυμα του Θεανθρώπου.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος από τότε που ανακηρύχθηκε η Εθνική Ανεξαρτησία και συγκροτήθηκε η Ελλάδα σε κράτος είχε δοκιμάσει ποικίλες μορφές συγκρότησης Συνόδων για την εκλογή Χωρεπισκόπων, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών. Άλλοτε η συγκρότηση μιας Συνόδου ήταν ολιγομελής άλλοτε πολυμελής και άλλοτε συνεκαλείτο η Ιεραρχία όλων των εν ενεργεία Μητροπολιτών. Δεν έλλειψε μάλιστα και ο θεσμός της Μικράς Ιεράς Συνόδου, η λεγόμενη Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) που μετά την Συνοδική Πράξη του 1928 απαρτιζόταν από έξι (6) Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και έξι (6) Μητροπολίτες από τις Νέες Χώρες που πνευματικά υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τέτοια μορφή Συνόδου η Εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε σε πολλές χρονικές περιόδους του μεταπολεμικού της βίου, προκειμένου να εκλέξει νέους Μητροπολίτες σε κενές ή νεο-ιδρυμένες Μητροπόλεις.
Το ζητούμενο είναι για ποιο λόγο έχει εγερθεί τόσος θόρυβος τον τελευταίο καιρό για τη συγκρότηση μιας άλλου τύπου Συνόδου που αποτελείται από λίγους Ιεράρχες, οι οποίοι με βάση έναν κρατικό νόμο έχουν επιλεγεί για να διενεργήσουν επισκοπικές εκλογές. Αυτές οι Σύνοδοι ονομάστηκαν Αριστίνδην Σύνοδοι, επειδή κατά τεκμήριο και κοινή αναγνώριση περιελάμβανε Ιεράρχες με υψηλό εκκλησιαστικό ήθος και ποιμαντική εμπειρία.
Πρέπει να ομολογηθεί πως τέτοιες Σύνοδοι υπάγονται στον κύκλο της κανονικότητας, αν ληφθεί υπόψη πως κανονικότητα είναι η αναγνώριση και η επαναληπτικότητα και η αποδοχή του ίδιου του θεσμού σε διαδοχικές φάσεις του νεότερου εκκλησιαστικού βίου της Ελλάδας. Αν οι αριστίνδην σύνοδοι ήταν αντικανονικές, τότε γιατί στην Εκκλησία της Ελλάδος είχαμε όχι μία αλλά δώδεκα φορές «αριστίνδην» συνόδους: Ποτέ μια μεταγενέστερα συνελθούσα σύνοδος δεν ακύρωσε πράξεις εκλογής από προηγούμενη «αριστίνδην» σύνοδο, με σκοτεινή εξαίρεση την αρχιεπισκοπία του παλίνβουλου και σκληρόκαρδου, όπως αποδείχθηκε από τα πράγματα, αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα!
Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ «ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ» ΣΥΝΟΔΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο θεσμός των Αριστίνδην Συνόδων δεν είναι άγνωστος στην Ιστορία της Εκκλησίας μας από την απελευθέρωση του Έθνους και εφεξής. Ιδού αυτές σε΄ίτλους:
Η Α΄ Αριστίνδην Σύνοδος συγκροτήθηκε το 1827 από τέσσερις Ιεράρχες.
Η Β΄ Αριστίνδην το 1833 από πέντε Ιεράρχες.
Η Γ΄ το 1852 από πέντε Ιεράρχες.
Η Δ΄ το 1917 από τέσσερις Ιεράρχες.
Η Ε΄ το 1920 ήταν πενταμελής.
Η ΣΤ΄ το 1922 ήταν πενταμελής, η οποία μέσα σε μια νύχτα κατά την οποία προήδρευε ο Θεσσαλιώτιδος Ευθύμίος και ενώ υπήρχε κανονικός Αρχιεπίσκοπος, ο Θεόκλητος, αυτός τον αγνόησε παντελώς και προέβη στην εκλογή οκτώ Μητροπολιτών που είχαν προτιμηθεί από την Επανάσταση.
Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν εκλεγεί ήταν ο κατόπιν Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι κατόπιν Αρχιεπίσκοποι Αθηνών Δαμασκηνός και Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Καριστίας Παντελεήμων Φωστίνης, γέροντας του αειμνήστου Μητροπολίτη Κορινθίας Παντελεήμονα Καρανικόλα, ο οποίος δέχθηκε την χειροτονία από εκείνον.
Η ίδια η παραπάνω Ζ΄ πια Αριστίνδην Σύνοδος προέβη στην εκθρόνιση του Αθηνών Θεοκλήτου και την εκλογή σε Αρχιεπίσκοπο με τρεις ψήφους του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου.
Η Η΄ Αριστίνδην Σύνοδος 7μελής υπό την προεδρεία του Χρυσοστόμου το 1925, της οποίας κύριος μοχλός ήταν ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων.
Η Θ΄ Αριστίνδην Σύνοδος το 1941, 16μελής, η οποία μεταξύ άλλων προέβη στην εκθρόνιση του Χρύσανθου και την ενθρόνιση του Δαμασκηνού.
Η Ι΄ Αριστίνδην Σύνοδος το 1945, 12μελής, η οποία μεταξύ άλλων προέβη στην εκλογή Μητροπολιτών.
Στις παραπάνω Αριστίνδην Συνόδους προστίθενται οι δύο τελευταίες, η πρώτη που συγκροτήθηκε βάσει του συστήματος της «Νόμω κρατούσης Πολιτείας», 8μελής, η οποία εξέλεξε τον Ιερώνυμο, και η δεύτερη δια των 3 και 7/74 συντακτικών πράξεων της δικτατορίας του Ιωαννίδη, που συστήθηκε από τριάντα δύο (32) μέλη και εξέλεξε τον Σεραφείμ με πλειοψηφία 20 ψήφων.
Θα έχει ενδιαφέρον τέλος να αναφερθεί ότι όλοι οι Μητροπολίτες της Ιεραρχίας προέρχονται από εκλογή είτε απ’ ευθείας είτε από Αρχιερείς που προήλθαν από Αριστίνδην Συνόδους. Δηλαδή αν γίνει δεκτό ότι κάθε εκλεγμένος Αρχιερέας από Αριστίνδην Σύνοδο είναι αντικανονικός, δηλαδή αν τεθεί θέμα κρίσεως και απομακρύνσεως από τις θέσεις τους των Μητροπολιτών οι οποίοι εξελέγησαν από Αριστίνδην Συνόδους, τότε κανένας Μητροπολίτης δεν θα παραμείνει στην Εκκλησία της Ελλάδος. Είναι να γελάς αν ακούσεις να δικαιολογούν την προφανή αντιφατικότητα αυτή με το να λένε οι κρατούντες ότι όσοι δεν εκδιώχθηκαν από τον Σεραφείμ ζήτησαν συγγνώμη από τον άρχοντα των δακτυλιδιών ότι εκλέχθηκαν από την Αριστίνδην του Ιερωνύμου!
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος Γκατζιρούλης, ο πιο αδικημένος Ιεράρχης αυτής της ιστορίας, παραπονείται και διαμαρτύρεται λέγοντας:
«Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν ἀριστίνδην Σύνοδον ἡ ὁποία μέ ἐξέλεξε, ἔχω νά παρατηρήσω ὅτι αὕτη ἐξέλεξε καί πολλούς ἄλλους Μητροπολίτας, οἱ ὁποῖοι καί μέχρι σήμερον παραμένουν εἰς τάς θέσεις των καί μετέχουν κανονικῶς καί νομίμως εἰς τάς συνεδριάσεις τῶν Ἱ. Συνόδων. Ποία λογική καί ποία νομική εὐθυκρισία διαστέλλει τούς Μητροπολίτας τούς ἐκλεγέντας ὑπό τῆς αὐτῆς Συνόδου καί εἰς τούς μέν ἐπιβάλλει τήν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, εἰς τούς δέ ἀναγνωρίζει ἀπολύτως κανονικήν τήν ἐκλογήν των;»
[Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από το θέμα της κανονικότητας ή όχι των επισκόπων που εκλέχθηκαν από Αριστίνδην Συνόδους θα συνιστούσα το βιβλίο του Παναγιώτη Ιωαν. Ανδριόπουλου με τον τίτλο Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΩΝ ΕΚΛΕΓΕΝΤΩΝ ΑΠΟ «ΜΙΚΡΑΣ» ΣΥΝΟΔΟΥΣ. Αθηναι, 1995]
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι δρ.Φιλολογίας και Θεολόγος
Η χούντα της 21ης Απριλίου 1967 πέρασε, αφού άφησε πίσω της ερείπια και καταστροφές, και βέβαια εννοώ την Κύπρο και τους Έλληνες στρατιώτες σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Και ενώ όλοι οι Έλληνες έκλαιγαν τα παλληκάρια τους και η αγωνία τους για το αύριο της χώρας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα, τα όρνεα της οδού Φιλοθέης επιδίδονταν στη σφαγή αρχιερέων που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν ότι είχαν εκλεγεί στο επισκοπικό αξίωμα από μια ολιγομελή σύνοδο που εκκλησιαστικά ονομάζεται «ἁριστίνδην» σύνοδος.
Ποιός ήταν ο φυσικός αυτουργός της σφαγής των δώδεκα αγίων μητροπολιτών; Ήταν ο ευνοούμενος της δεύτερης σκληρότερης Δικτατορίας, της λεγομένης Χούντας του Ιωαννίδη, ο μητροπολίτης των Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας, αυτός που λίγο πριν κολάκευε τον Ιερώνυμο και ζητούσε να μην παραιτηθεί από αρχιεπίσκοπος!
Θα μου πείτε, ότι αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά πράγματα, γιατί μας τα ξαναλέτε; Θα σας απαντήσω ειλικρινά: διάβασα τις τελευταίες μέρες μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δύο μελετημένους ορθόδοξους κληρικούς, εκ των οποίων ο ένας είναι ο επίσκοπος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας Νανάκης της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης και ο άλλος είναι φυσικός και θεολόγος Αρχιμανδρίτης και ηγούμενος της Ι.Μ. Νέου Στουδίου, στον Αυλώνα Αττικής π. Ειρηναίός Μπουσδεκης..
Το άρθρο του Σεβασμιότατου που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή 11/06/2017 είχε τίτλο: Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα . Η απάντηση και ο σχετικός σχολιασμός του ανωτέρω άρθρου εκ μέρους του αγίου καθηγουμένου π. Ειρηναίου δημοσιεύθηκε στα τεύχη του περιοδικού Ελεύθερη Πληροφόρηση, με τίτλο Βολές προς Ιερώνυμο Κοτσώνη, αρ. 354 και 355.
Ομολογώ πως διαβάζοντας το κείμενο του καθηγητή της Θεολογίας Σεβασμιωτάτου Αρκαλοχωρίου περίμενα, να πω την αλήθεια, περισσότερα επιχειρήματα για την υποστήριξη της αντικανονικότητας της εκλογής του Ιερωνύμου. Παρά την εκτίμηση και το σεβασμό που τρέφει ο γράφων στο πρόσωπο του κρητός ιεράρχου, θα μου επιτρέψει να παραθέσω ορισμένους προβληματισμούς και επιφυλάξεις που μου προκάλεσε ο πράγματι γλαφυρός λόγος του.
Επειδή στα προ της χούντας γεγονότα, πολιτικά και εκκλησιαστικά, ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δεν τα πληροφορήθηκα ακαδημαϊκά αλλά βρέθηκα δυναμικά στο πεδίο των εξελίξεων, ιδιαίτερα δε είχα εμπλακεί συνδικαλιστικά στα συμβάντα της εκλογής ως αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Αττικής Ιακώβου Βαβανάτσου και είχα βιώσει το αντιεκκλησιαστικό κλίμα που έπνεε τότε (1962) μέσω των εφημερίδων και των διαδηλώσεων, δεν ένιωσα άνετα όταν διάβασα στο άρθρο του Σεβασμιωτάτου από τη μια να κεραυνώνεται ως αντικανονική η εκλογή αρχιεπισκόπου και μητροπολιτών από «αριστίδην» σύνοδο και από την άλλη βέβαια, να εξαίρεται και να καταξιώνεται το σύνολο των αρχιερέων που εξελέγησαν στην περίοδο της δικτατορίας από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου.
Να προσέξουμε αμέσως την πιο κάτω παραχωρητική πρόταση:«παρόλο που προήρχοντο (δηλ. οι εκλεγέντες μητροπολίτες ) από τις χριστιανικές αδελφότητες (άραγε είναι επιλήψιμο να ανήκεις σε μια ορθόδοξη αδελφότητα;), όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν. Ο Ιερώνυμος προχώρησε την περίοδο 1967-1971 σε εκλογές 29 μητροπολιτών, από την Αριστίνδην όμως Σύνοδο και όχι από το σύνολο σώμα της Ιεραρχίας, όπως συνέβαινε στην προ της δικτατορίας εποχή».
Τολμώ να υποστηρίζω πως στο πιο πάνω σπάραγμα διαβάζουμε μια αθέλητη αντιφατικότητα εκ μέρους του σεβάσμιου συντάκτη του άρθρου: τελικά, η «αριστίνδην» σύνοδος εξέλεξε καλούς και ζηλωτές επισκόπους, ενώ η προηγούμενη δήθεν κανονική ιεραρχία με την μικρή διαρκή δωδεκαμελή αντιπροσώπευση (παντελώς άγνωστος θεσμός στην ιστορία του Κανονικού Δικαίου) εξέλεξε επισκόπους κατώτερους των περιστάσεων, από ομάδες «κεκραγμένων» μητροπολιτών, τύπου «Τάγματος Φωστίνη» Εξαρχείων;
Και ενώ ο Σεβασμιώτατος βάζει το φωτοστέφανο της ανιδιοτελούς προσφοράς προς το λαό του Θεού στις πράγματι διακεκριμένες προσωπικότητες των επισκόπων και στο νέο αίμα που εισήλθε στις φλέβες της ελλαδικής εκκλησίας επί Ιερωνύμου, από την άλλη με τα ίδια του τα χέρια αποδομεί το περισπούδαστο έργο του καλού καγαθού ποιμένα Ιερωνύμου.
Προσωπικά, χαίρω που έχει ο άγιος Αρκαλοχωρίου την πιο πάνω εκτίμηση. Και έρχομαι να ρωτήσω απλά και χωρίς περιστροφές: Όλους αυτούς τους αγίους πράγματι ανθρώπους που γνώρισε η χριστιανική Ελλάδα δεν τους έβλεπε η δήθεν κανονική πρεσβυτέρα ιεραρχία, πριν από τον Ιερώνυμο; Μήπως τα φακελάκια των ψήφων έπαιρναν και έδιναν; Ξεχάστηκαν οι ταρίφες για μια μετάθεση; Θυμάστε τα Ανάξιος στις χειροτονίες και την αστυνομία να χτυπάει τον κόσμο μέσα στην μητρόπολη Αθηνών;
Κι ακόμη, επειδή τα γραφόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται από ανέγγυα sites του διαδικτύου που προφανώς στερούνται επιστημοσύνης, έχω μείνει με τη δικαιολογημένη απορία ποιος τάχα όρκισε τη δικτατορική κυβέρνηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κόλλια και τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Καλαμποκιά που επεξέτεινε το όριο ηλικίας των 80 ετών για τους Μητροπολίτες που εφαρμοζόταν μέχρι τότε, και στον αρχιεπίσκοπο, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης «νόμω κρατούσης πολιτείας» και έτσι άφησε σε χηρεία τον αρχιεπισκοπικό θρόνο; Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δεν μετέβη στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού στις 6.00 μ.μ. της 21ης Απριλίου και όρκισε την κυβέρνηση Κόλλια; Βλέπετε καμιά ομοιότητα αντίδρασης της Εκκλησίας απέναντι στη Χούντα των Συνταγματαρχών και στη ρωμαλέα στάση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου απέναντι στον δικτάτορα Μεταξά;
Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Αν υιοθετήσουμε τη γνώμη του σοφού Επίκτητου πως για να κατανοήσουμε την ουσία των πραγμάτων πρέπει να εξετάσουμε τον ετυμολογικό φλοιό του όρου που χρησιμοποιούμε, τότε ο όρος «κανονικότητα», τον οποίο χρησιμοποιούμε σε διάφορα πεδία εξειδικευμένης γνώσης και πρακτικής, προέρχεται ή παράγεται από το επίθετο «κανονικός». Και όπως ξέρουμε από τις σχολικές μας γνώσεις, η παραγωγική κατάληξη –ικός δηλώνει εκείνον ή εκείνο που έχει σχέση ή ανήκει στην έννοια που η πρωτότυπη λέξη εκφράζει. Στην προκειμένη περίπτωση «κανονικός» είναι αυτός που έχει σχέση και αναφορά στην έννοια «κανών» ή ακόμα ανήκει στις ιδιότητες του πυρήνα της αρχικής λέξης «κανών». Τι είναι «κανών»; Είναι μια ευθεία ράβδος που ορίζει συντεταγμένες.
«Κανών» είναι ο χάρακας με τον οποίο χαράσσουμε ευθείες γραμμές. Δεν είναι δηλαδή μια αφηρημένη σύλληψη του εγκεφάλου αλλά μια πραγματικότητα που εμπίπτει στις αισθήσεις μας και συνδέεται με τις εμπειρίες μας. Επομένως ο «κανόνας» είναι μια παγκοίνως αποδεκτή έννοια που διατρέχει τις πανανθρώπινες σχέσεις.
Όπως παρατηρούμε, κάθε κανονικότητα συνδέεται με την a priori αποδοχή λεκτικών τρόπων επικοινωνίας με ορισμένο όμως από όλους αποδεκτό νόημα. Έτσι έχουμε κανονικότητα στην χρήση των μαθηματικών όρων, των όρων της Χημείας, της Ιατρικής, του Δικαίου, τους όρους του Κανονικού Δικαίου ή του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Κανονικότητα έχουμε στο επίπεδο της Οικονομίας, της Παιδείας, των Μασονικών οργανώσεων, στο χώρο της Εκκλησίας. Κανονικότητα πιστώνουμε στα φυσικά φαινόμενα Στο ντύσιμο και την κόμμωση, στους τρόπους χαιρετισμού. Παντού συναντάμε το «έτσι πρέπει, έτσι είναι το σωστό, έτσι είναι το φυσιολογικό, έτσι είναι το κανονικό!»
Με αυτά τα δεδομένα, ας συνεχίσουμε τη συζήτηση γύρω από την «κανονικότητα» της εκλογής επισκόπων από μια Σύνοδο. Ένα ζήτημα που απασχολεί όχι μόνο τους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους αλλά και γενικότερα την ελληνική κοινωνία, η οποία για λόγους ιστορικούς έχει συνδέσει την εξέλιξή της με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ποιο είναι το μοτίβο, το πρότυπο μιας Συνόδου που λογίζεται και είναι Κανονική;
Η απάντηση: Κανονική είναι η πρώτη Σύνοδος των μαθητών και Αποστόλων του Χριστού που συγκλήθηκε στα Ιεροσόλυμα αμέσως μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Τότε, μαθαίνουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων, πώς εξελέγη ο αντικαταστάτης του Ιούδα που πρόδωσε τον Χριστό: «Πρότειναν δύο, τον Ιωσήφ που τον έλεγαν Βαρσαββά κι ύστερα πήρε το όνομα Ιούστος, και τον Ματθία. Ύστερα προσευχήθηκαν και είπαν. Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιόν απ’ αυτούς τους δύο διάλεξες, για να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και την αποστολή, που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε εκεί που του άξιζε. Ύστερα έρριξαν κλήρο γι’ αυτούς κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία. Έτσι ο Ματθίας προστέθηκε στους ένδεκα Αποστόλους»
Αυτή η Σύνοδος, για τους διαδόχους των Αποστόλων, Επισκόπους της Εκκλησίας είναι το πρότυπο για την εκλογή νέων επισκόπων. Αριθμητικά ήταν το σύνολο των ένδεκα Αποστόλων, η εκλογή έγινε με βάση την αρχή: της κλήρωσης μεταξύ των προταθέντων υποψηφίων και όχι με ψηφοφορία. Έκτοτε και με βάση το μοντέλο αυτό εξακολουθούσαν να γίνονται οι εκλογές επισκόπων.
Όσο όμως αύξανε ο αριθμός των πιστών και εξαπλωνόταν ο χριστιανισμός σε πολλές χώρες Ανατολής και Δύσης, ο αριθμός των επισκόπων που θα προέβαιναν στην εκλογή άλλων επισκόπων συνεχώς περιοριζόταν σε επίπεδο επαρχίας: ή μητρόπολης ή αρχιεπισκοπίας και ονομάζονταν «Επαρχιακές Σύνοδοι». Συνέβαινε μάλιστα να έχουμε εκλογές επισκόπων με τρεις μόνο επισκόπους που αποτελούσαν το εκλεκτορικό σώμα. Δεν έλειπαν ακόμη και οι λεγόμενες «ἑνδημούσες» Σύνοδοι, που απαρτίζονταν από επισκόπους που ευρίσκοντο για διαφόρους λόγους στην πρωτεύουσα της επαρχίας ή στην Μητρόπολη της τοπικής Εκκλησίας.
Συνακόλουθα, η κανονικότητα μιας εκλογής δεν είχε σημείο αναφοράς και κριτήριο τον αριθμό των επισκόπων που συνερχόντουσαν προκειμένου να προβούν σε εκλογές νέων επισκόπων. Άρα η κανονικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει μια μορφή απόλυτης τάξης και ομοιομορφίας αλλά σχετίζεται άμεσα με το συμφέρον του πληρώματος κάθε τοπικής εκκλησίας και τις κρατούσες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Πάνω απ’ όλα προείχε ο άνθρωπος και έσχατος κανόνας ήταν η σωτηρία του. Αυτό άλλωστε ήταν και ο πυρήνας της διδασκαλίας του Χριστού, η πεμπτουσία και το αναστάσιμο μήνυμα του Θεανθρώπου.
Στην Εκκλησία της Ελλάδος από τότε που ανακηρύχθηκε η Εθνική Ανεξαρτησία και συγκροτήθηκε η Ελλάδα σε κράτος είχε δοκιμάσει ποικίλες μορφές συγκρότησης Συνόδων για την εκλογή Χωρεπισκόπων, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών. Άλλοτε η συγκρότηση μιας Συνόδου ήταν ολιγομελής άλλοτε πολυμελής και άλλοτε συνεκαλείτο η Ιεραρχία όλων των εν ενεργεία Μητροπολιτών. Δεν έλλειψε μάλιστα και ο θεσμός της Μικράς Ιεράς Συνόδου, η λεγόμενη Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) που μετά την Συνοδική Πράξη του 1928 απαρτιζόταν από έξι (6) Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και έξι (6) Μητροπολίτες από τις Νέες Χώρες που πνευματικά υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τέτοια μορφή Συνόδου η Εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε σε πολλές χρονικές περιόδους του μεταπολεμικού της βίου, προκειμένου να εκλέξει νέους Μητροπολίτες σε κενές ή νεο-ιδρυμένες Μητροπόλεις.
Το ζητούμενο είναι για ποιο λόγο έχει εγερθεί τόσος θόρυβος τον τελευταίο καιρό για τη συγκρότηση μιας άλλου τύπου Συνόδου που αποτελείται από λίγους Ιεράρχες, οι οποίοι με βάση έναν κρατικό νόμο έχουν επιλεγεί για να διενεργήσουν επισκοπικές εκλογές. Αυτές οι Σύνοδοι ονομάστηκαν Αριστίνδην Σύνοδοι, επειδή κατά τεκμήριο και κοινή αναγνώριση περιελάμβανε Ιεράρχες με υψηλό εκκλησιαστικό ήθος και ποιμαντική εμπειρία.
Πρέπει να ομολογηθεί πως τέτοιες Σύνοδοι υπάγονται στον κύκλο της κανονικότητας, αν ληφθεί υπόψη πως κανονικότητα είναι η αναγνώριση και η επαναληπτικότητα και η αποδοχή του ίδιου του θεσμού σε διαδοχικές φάσεις του νεότερου εκκλησιαστικού βίου της Ελλάδας. Αν οι αριστίνδην σύνοδοι ήταν αντικανονικές, τότε γιατί στην Εκκλησία της Ελλάδος είχαμε όχι μία αλλά δώδεκα φορές «αριστίνδην» συνόδους: Ποτέ μια μεταγενέστερα συνελθούσα σύνοδος δεν ακύρωσε πράξεις εκλογής από προηγούμενη «αριστίνδην» σύνοδο, με σκοτεινή εξαίρεση την αρχιεπισκοπία του παλίνβουλου και σκληρόκαρδου, όπως αποδείχθηκε από τα πράγματα, αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα!
Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ «ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ» ΣΥΝΟΔΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο θεσμός των Αριστίνδην Συνόδων δεν είναι άγνωστος στην Ιστορία της Εκκλησίας μας από την απελευθέρωση του Έθνους και εφεξής. Ιδού αυτές σε΄ίτλους:
Η Α΄ Αριστίνδην Σύνοδος συγκροτήθηκε το 1827 από τέσσερις Ιεράρχες.
Η Β΄ Αριστίνδην το 1833 από πέντε Ιεράρχες.
Η Γ΄ το 1852 από πέντε Ιεράρχες.
Η Δ΄ το 1917 από τέσσερις Ιεράρχες.
Η Ε΄ το 1920 ήταν πενταμελής.
Η ΣΤ΄ το 1922 ήταν πενταμελής, η οποία μέσα σε μια νύχτα κατά την οποία προήδρευε ο Θεσσαλιώτιδος Ευθύμίος και ενώ υπήρχε κανονικός Αρχιεπίσκοπος, ο Θεόκλητος, αυτός τον αγνόησε παντελώς και προέβη στην εκλογή οκτώ Μητροπολιτών που είχαν προτιμηθεί από την Επανάσταση.
Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν εκλεγεί ήταν ο κατόπιν Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι κατόπιν Αρχιεπίσκοποι Αθηνών Δαμασκηνός και Δωρόθεος και ο Μητροπολίτης Καριστίας Παντελεήμων Φωστίνης, γέροντας του αειμνήστου Μητροπολίτη Κορινθίας Παντελεήμονα Καρανικόλα, ο οποίος δέχθηκε την χειροτονία από εκείνον.
Η ίδια η παραπάνω Ζ΄ πια Αριστίνδην Σύνοδος προέβη στην εκθρόνιση του Αθηνών Θεοκλήτου και την εκλογή σε Αρχιεπίσκοπο με τρεις ψήφους του Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου.
Η Η΄ Αριστίνδην Σύνοδος 7μελής υπό την προεδρεία του Χρυσοστόμου το 1925, της οποίας κύριος μοχλός ήταν ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων.
Η Θ΄ Αριστίνδην Σύνοδος το 1941, 16μελής, η οποία μεταξύ άλλων προέβη στην εκθρόνιση του Χρύσανθου και την ενθρόνιση του Δαμασκηνού.
Η Ι΄ Αριστίνδην Σύνοδος το 1945, 12μελής, η οποία μεταξύ άλλων προέβη στην εκλογή Μητροπολιτών.
Στις παραπάνω Αριστίνδην Συνόδους προστίθενται οι δύο τελευταίες, η πρώτη που συγκροτήθηκε βάσει του συστήματος της «Νόμω κρατούσης Πολιτείας», 8μελής, η οποία εξέλεξε τον Ιερώνυμο, και η δεύτερη δια των 3 και 7/74 συντακτικών πράξεων της δικτατορίας του Ιωαννίδη, που συστήθηκε από τριάντα δύο (32) μέλη και εξέλεξε τον Σεραφείμ με πλειοψηφία 20 ψήφων.
Θα έχει ενδιαφέρον τέλος να αναφερθεί ότι όλοι οι Μητροπολίτες της Ιεραρχίας προέρχονται από εκλογή είτε απ’ ευθείας είτε από Αρχιερείς που προήλθαν από Αριστίνδην Συνόδους. Δηλαδή αν γίνει δεκτό ότι κάθε εκλεγμένος Αρχιερέας από Αριστίνδην Σύνοδο είναι αντικανονικός, δηλαδή αν τεθεί θέμα κρίσεως και απομακρύνσεως από τις θέσεις τους των Μητροπολιτών οι οποίοι εξελέγησαν από Αριστίνδην Συνόδους, τότε κανένας Μητροπολίτης δεν θα παραμείνει στην Εκκλησία της Ελλάδος. Είναι να γελάς αν ακούσεις να δικαιολογούν την προφανή αντιφατικότητα αυτή με το να λένε οι κρατούντες ότι όσοι δεν εκδιώχθηκαν από τον Σεραφείμ ζήτησαν συγγνώμη από τον άρχοντα των δακτυλιδιών ότι εκλέχθηκαν από την Αριστίνδην του Ιερωνύμου!
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο αοίδιμος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος Γκατζιρούλης, ο πιο αδικημένος Ιεράρχης αυτής της ιστορίας, παραπονείται και διαμαρτύρεται λέγοντας:
«Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν ἀριστίνδην Σύνοδον ἡ ὁποία μέ ἐξέλεξε, ἔχω νά παρατηρήσω ὅτι αὕτη ἐξέλεξε καί πολλούς ἄλλους Μητροπολίτας, οἱ ὁποῖοι καί μέχρι σήμερον παραμένουν εἰς τάς θέσεις των καί μετέχουν κανονικῶς καί νομίμως εἰς τάς συνεδριάσεις τῶν Ἱ. Συνόδων. Ποία λογική καί ποία νομική εὐθυκρισία διαστέλλει τούς Μητροπολίτας τούς ἐκλεγέντας ὑπό τῆς αὐτῆς Συνόδου καί εἰς τούς μέν ἐπιβάλλει τήν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, εἰς τούς δέ ἀναγνωρίζει ἀπολύτως κανονικήν τήν ἐκλογήν των;»
[Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από το θέμα της κανονικότητας ή όχι των επισκόπων που εκλέχθηκαν από Αριστίνδην Συνόδους θα συνιστούσα το βιβλίο του Παναγιώτη Ιωαν. Ανδριόπουλου με τον τίτλο Η ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΩΝ ΕΚΛΕΓΕΝΤΩΝ ΑΠΟ «ΜΙΚΡΑΣ» ΣΥΝΟΔΟΥΣ. Αθηναι, 1995]
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι δρ.Φιλολογίας και Θεολόγος